Του Στασινόπουλου Χρήστου
Εξασφαλιστική εκχώρηση ενεχυριασμένης απαίτησης για μεταβίβαση
δικαιώματος επί ακινήτου (ΑΠ 11/2018)
Ζήτημα επιτρεπτού της ενεχυρίασης απαίτησης, η οποία αφορά σε μεταβίβαση δικαιώματος επί ακινήτου.
Πρόκειται για απαγορευμένη, έμμεση σύσταση ενεχύρου επί ακινήτου ή καθ’ όλον επιτρεπτή εξασφαλιστική ενεχυρίαση απαίτησης;
Περίληψη απόφασης:
Η παρούσα απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου πραγματεύεται κατά βάση το ζήτημα του κατά πόσον είναι επιτρεπτή η σύσταση ενεχύρου επί απαίτησης για μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου. Στο κείμενο της απόφασης διατυπώνονται δύο αντικρουόμενες θέσεις, υπέρ και κατά του επιτρεπτού. Η πλειοψηφία της σύνθεσης αντιτίθεται στο επιτρεπτό, τηρώντας το δόγμα του δικαίου της ενεχυρίασης, η μειοψηφία δε τάσσεται υπέρ, μέσω μίας περισσότερο διασταλτικής ερμηνείας των οικείων νομοθετικών διατάξεων. Εφαρμοστέες διατάξεις είναι τα άρθρα 39επ. του νομοθετικού διατάγματος από 17.07/13.08.1923 και τα άρθρα 1209επ. ΑΚ.
Πραγματικά περιστατικά:
Η κατονομαζόμενη στην απόφαση «… Ανώνυμη Τεχνική Εταιρεία» συνιστά μία εργολαβική εταιρεία, με κύρια δραστηριότητα (σε κάθε περίπτωση, αυτή είναι που ενδιαφέρει εδώ) την ανέγερση οικοδομών. Ένα κοινωφελές Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου ανέθεσε στην εταιρεία αυτή την κατασκευή οικοδομής σε οικόπεδο της ιδιοκτησίας του. Η ανάθεση έγινε με το σύστημα της αντιπαροχής. Ως αμοιβή δηλαδή συμφωνήθηκε η μεταβίβαση από το ΝΠΙΔ στην Τεχνική Εταιρεία ποσοστού επί του οικοπέδου και των αντίστοιχων οριζόντιων ιδιοκτησιών που θα αναγερθούν επί αυτού. Εν συνεχεία, η ίδια εταιρεία προέβη στη σύναψη σύμβασης ανοίγματος πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", εφεξής “EUROBANK”. Το άνοιγμα πίστωσης συνιστά μία σύμβαση πλαίσιο, με την οποία το πιστωτικό ίδρυμα αναλαμβάνει, έναντι προμήθειας, την υποχρέωση να παρέχει πίστωση στον πελάτη, κατόπιν αίτησής του, μέχρι ενός ποσοτικού ή χρονικού ορίου. Ο αλληλόχρεος λογαριασμός είναι παρεπόμενος, τίθεται δηλαδή προς εξυπηρέτηση της κύριας σύμβασης πίστωσης: οι αμοιβαίες απαιτήσεις των δύο μερών καταχωρούνται στον λογαριασμό αυτό, ώστε απαιτητό είναι εν τέλει το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διενέργεια συμψηφιστικής εκκαθάρισης ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Προς εξασφάλιση, λοιπόν, της άνω απαίτησης από τη σύμβαση πίστωσης η “EUROBANK” κατήρτισε με την οφειλέτρια εργολαβική εταιρεία σύμβαση ενεχυρίασης απαίτησης, όπως αυτή προβλέπεται στο νομοθετικό διάταγμα από 17.07/13.08.1923. Επί τη βάσει της σύμβασης αυτής, η τελευταία προέβη σε εξασφαλιστική εκχώρηση στην τράπεζα τμήματος της απαίτησης που διατηρεί για την εργολαβική αμοιβή έναντι του προαναφερθέντος κοινωφελούς ΝΠΙΔ. Η σύμβαση πίστωσης δεν εξελίχθηκε ομαλά, γεγονός που οδήγησε στην καταγγελία εκ μέρους της “EUROBANK” και μετέπειτα στην έκδοση διαταγής πληρωμής. Στο μεταξύ, η οφειλέτρια εργολαβική εταιρεία τέθηκε υπό το καθεστώς της εκκαθάρισης, την οποία εκκαθάριση ανέλαβε να διεκπεραιώσει μία τρίτη ανώνυμη εταιρεία με τον διακριτικό τίτλο «… Ακίνητα». Η τελευταία, ως ειδικός εκκαθαριστής, εκκίνησε, με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, την εκποίηση των ενεργητικών περιουσιακών στοιχείων της εργολαβικής εταιρείας, μεταξύ των οποίων και η άνω απαίτηση της εργολαβικής αμοιβής. Η “EUROBANK” άσκησε ανακοπή κατά της εκτελεστικής αυτής διαδικασίας προβάλλοντας τον λόγο ότι αυτή είναι η αποκλειστική δικαιούχος της απαίτησης για την εργολαβική αμοιβή, λόγω της εξασφαλιστικής εκχώρησης που προηγήθηκε. Ασκήθηκε έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης επί της ανακοπής. Ο Άρειος Πάγος καλείται να εκδικάσει την αίτηση αναίρεσης κατά της εφετειακής αυτής απόφασης, δίνοντας λύση στο ζήτημα του αν η ενεχυρίαση της άνω εργολαβικής απαίτησης για αντιπαροχή μπορεί να αποτελέσει εγκύρως αντικείμενο ενεχύρου.
Κρίσιμα νομικά ζητήματα:
Με την εκκίνηση της ανάγνωσης της απόφασης ανακύπτει το εξής δικονομικό ζήτημα: το Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου παρέπεμψε στην Ολομέλεια του ίδιου δικαστηρίου την εξέταση ενός εκ των λόγων αναίρεσης κατά της εφετειακής απόφασης, αυτόν του 559 αρ.1 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός συνίσταται εν προκειμένω στην εσφαλμένη εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Η παραπομπή έγινε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 563 παρ. 2 περ. β΄ ΚΠολΔ. Το Τμήμα, δηλαδή, του Αρείου Πάγου έκρινε το ζήτημα του επιτρεπτού της ενεχυρίασης απαίτησης που αφορά σε ακίνητο ως ζήτημα με γενικότερο ενδιαφέρον ως προς το οποίο πρέπει να υπάρχει ενότητα στην ημεδαπή νομολογία. Κατόπιν αυτής της κρίσης λοιπόν, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κλήθηκε να εξετάσει κατά πόσον το Εφετείο εφάρμοσε ορθώς τις ουσιαστικές διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος από 17.07/13-08.1923 και του Αστικού Κώδικα που ρυθμίζουν συνδυαστικά την ενεχυρίαση απαίτησης προς εξασφάλιση πιστώσεων.
Σε πρώτη φάση θα εξετασθεί η κρίση του Εφετείου. Με βάση τα πραγματικά περιστατικά, η “EUROBANK”, άσκησε ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, την οποία επέσπευσε η ΑΕ που ανέλαβε την εκκαθάριση της εργολαβικής εταιρείας σε βάρος των περιουσιακών στοιχείων της τελευταίας. Λόγος της ανακοπής ήταν το γεγονός πως η “EUROBANK” ήταν αποκλειστική δικαιούχος της απαίτησης του εργολαβικού ανταλλάγματος λόγω της ενεχυρίασης που προηγήθηκε υπέρ της. Συνεπώς η δανειστής “EUROBANK” ισχυρίστηκε πως η συγκεκριμένη απαίτηση πρέπει να εκφύγει της αναγκαστικής εκτέλεσης που διενεργείται εις βάρος της εργολαβικής εταιρείας, καθώς αυτή δεν ανήκει στο ενεργητικό της τελευταίας. Το Εφετείο αντιτάχθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε αυτόν τον λόγο ανακοπής και έκρινε ως αποκλειστικό δικαιούχο της εξεταζόμενης απαίτησης την “EUROBANK”. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογία της εφετειακής απόφασης υποστηρίζεται πως η ενεχυρίαση της απαίτησης του εργολαβικού ανταλλάγματος συνιστά περίπτωση εξασφαλιστικής εκχώρησης και ως εκ τούτου ισχύουν οι ειδικές ρυθμίσεις του ως άνω νομοθετικού διατάγματος και όχι οι γενικές διατάξεις του ΑΚ. Σύμφωνα με το Εφετείο, το νομοθετικό διάταγμα (άρθρο 39) εξομοιώνει την ενεχυρίαση απαίτησης με την εξασφαλιστική εκχώρηση απαίτησης. Η “EUROBANK” εν προκειμένω θα ικανοποιηθεί ως δανειστής από τη ρευστοποίηση της ενεχυριασθείσας απαίτησης μέσω της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Με απλά λόγια, το Εφετείο θεωρεί πως η ενεχυρίαση μίας απαίτησης είναι καθόλα επιτρεπτή ακόμα και αν η αυτή απαίτηση αφορά στη μεταβίβαση δικαιώματος επί ακινήτου, χωρίς να τίθεται, επομένως, ζήτημα έμμεσης σύστασης ενεχύρου επί ακινήτου, πράγμα που απαγορεύει ο Αστικός Κώδικας. Βάσει αυτής της θέσης, το Εφετείο έκανε δεκτό τον προβαλλόμενο λόγο έφεσης και εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση που είχε απορρίψει την αίτηση ανακοπής εκ μέρους της “EUROBANK”.
Εν συνεχεία θα εξετασθεί η θέση που έγινε δεκτή από την πλειοψηφία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί της αναίρεσης της άνω εφετειακής απόφασης. Ο Άρειος Πάγος εκκινεί με τη θέση ότι το οικείο νομοθετικό διάταγμα ρυθμίζει την εξαιρετική περίπτωση της ενεχυρίασης ονομαστικών απαιτήσεων προς εξασφάλιση ανωνύμων εταιρειών και επομένως, ως ειδικότερη ρύθμιση, υπερισχύει των γενικότερων διατάξεων του Αστικού Κώδικα για την ενεχυρίαση απαιτήσεων. Οι τελευταίες αυτές διατάξεις χρήζουν συμπληρωματικής μόνο εφαρμογής σε περίπτωση που κάποιο ζήτημα δε ρυθμίζεται ειδικώς από το νομοθετικό διάταγμα. Περαιτέρω, στην απόφαση μνημονεύεται η γενική ρύθμιση ότι η σύσταση ενεχύρου εν γένει χωρεί μόνο επί κινητών πραγμάτων. Ο Άρειος Πάγος θεωρεί ότι τόσο από τα άρθρα 35επ. του νομοθετικού διατάγματος όσο και από τα άρθρα 1247επ. ΑΚ (διατάξεις που ρυθμίζουν την ενεχυρίαση απαίτησης) προκύπτει πως αντικείμενο ενεχύρου δε δύναται να είναι ονομαστική απαίτηση αφορώσα σε ακίνητο. Δικαιολογητική βάση της διαπίστωσης αυτής το γεγονός πως, επί αντίθετης παραδοχής, η είσπραξη της ενεχυριασμένης απαίτησης θα οδηγούσε εκ των πραγμάτων στην απαγορευμένη έμμεση σύσταση ενεχύρου επί ακινήτου. Μάλιστα, το γεγονός ότι η είσπραξη θα γίνει με ρευστοποίηση της απαίτησης διά αναγκαστικής εκτέλεσης δεν παραλλάσσει το ανεπίτρεπτο διότι και πάλι το πλειστηρίασμα θα προκύψει από τη ρευστοποίηση ακινήτου. Κατά το αναιρετικό δικαστήριο, κάτι τέτοιο συνιστά καταστρατήγηση του δικαίου περί ενεχύρου. Επομένως, κάνει δεκτό τον λόγο αναίρεσης καθώς κρίνει ότι το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις σχετικές διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος και του Αστικού Κώδικα.
Απεναντίας, η μειοψηφούσα θέση του Αρείου Πάγου, που συμφωνεί ως επί το πλείστον με το Εφετείο, υποστηρίζει πως η εξουσία του εκδοχέα της απαίτησης να εισπράξει το ενεχυριασθέν πράγμα έχει τη μορφή αναγκαστικής εκτέλεσης και δεν οδηγεί σε κτήση του πράγματος εκ μέρους του ίδιου. Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα έμμεσης σύστασης ενεχύρου επί ακινήτου. Ως επιχείρημα εν προκειμένω χρησιμοποιείται το γράμμα του άρθρου 39 του νομοθετικού διατάγματος, το οποίο εξομοιώνει την ενεχυρίαση ονομαστικής απαίτησης με εκχώρηση απαίτησης προς εξασφάλιση μίας πίστωσης. Επαναλαμβάνει μάλιστα τη θέση του Εφετείου ότι η είσπραξη του ενεχυράσματος γίνεται με ρευστοποίηση διά αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς να τίθεται ζήτημα έμμεσου ενεχύρου επί ακινήτου.
Αφού αναπτύχθηκαν αμφότερες οι θέσεις των δύο δικαστηρίων θα προχωρήσουμε στη μελέτη των κρίσιμων νομικών ζητημάτων που προκύπτουν από το κείμενο της απόφασης επί της αίτησης αναίρεσης.
Κατ’ αρχάς, αξίζει να σημειωθεί πως το εξεταζόμενο είδος ενεχύρου χαρακτηρίζεται ως εμπορικό ή τραπεζικό, με κύρια λειτουργία την εξασφάλιση απαιτήσεων των τραπεζών έναντι ανωνύμων εμπορικών εταιρειών κυρίως. Πρόκειται για μία συμβατική μορφή που χρησιμοποιείται ευρέως στις τραπεζικές συναλλαγές. Ο νομοθέτης του διατάγματος, όπως προαναφέρθηκε, εξομοιώνει αυτό το είδους ενεχύρου με την εξασφαλιστική εκχώρηση απαίτησης των άρθρων 455επ. ΑΚ. Γενικά, ως εξασφαλιστική χαρακτηρίζεται η εκποιητική δικαιοπραξία που συνάπτεται όχι με σκοπό την περιουσιακή πρόσκτηση αλλά την εξασφάλιση κάποιας απαίτησης του αποκτώντος έναντι του μεταβιβάζοντος. Κατά τη νομολογία, με την επίδοση του αντιγράφου της ενεχυρίασης στον τρίτο-οφειλέτη της μεταβιβαζόμενης απαίτησης επέρχεται εκ του νόμου εκχώρηση αυτής στον ενεχυρούχο δανειστή, ο οποίος καθίσταται αποκλειστικός δικαιούχος της. Προϋπόθεση τέτοιας έγκυρης ενεχυρίασης είναι, μεταξύ άλλων, ο χρηματικός, ή τουλάχιστον μετατρέψιμος σε χρηματικό, χαρακτήρας της απαίτησης. Το εμπορικό ενέχυρο διαφέρει από το κοινό, μεταξύ άλλων, σε δύο βασικά σημεία: για τη σύστασή του αρκεί απλό ιδιωτικό έγγραφο χωρίς βέβαιη χρονολογία, ενώ παράλληλα η αναγκαστική εκτέλεση προς ρευστοποίηση του ενεχύρου γίνεται βάσει της διαδικασίας που προβλέπει ειδικώς το νομοθετικό διάταγμα και όχι βάσει αυτής που διαγράφει ο ΚΠολΔ. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 40 του νομοθετικού διατάγματος προβλέπει ότι, από τη στιγμή που η ασφαλιζόμενη απαίτηση καταστεί απαιτητή, ο δικαιούχος της μπορεί, με μόνη την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή, να εκκινήσει τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς προηγουμένως να απαιτείται η έκδοση εκτλεστού τίτλου. Θέση εκτελεστού τίτλου θεωρείται εδώ ότι επέχει η ίδια η πιστωτική σύμβαση. Μάλιστα, αμέσως μετά την επίδοση αυτή δίδεται παραγγελία στον συμβολαιογράφο να συντάξει και να δημοσιεύσει ειδοποίηση για τη διενέργεια πλειστηριασμού δίχως να μεσολαβεί κάποια άλλη πράξη εκτέλεσης, ενώ παράλληλα δεν απαιτείται ούτε η τήρηση της τριήμερης προθεσμίας του 926 ΚΠολΔ. Παρατηρείται, λοιπόν, πως το νομοθετικό διάταγμα διαφοροποιείται από τον Αστικό Κώδικα και τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας σε αρκετές επί μέρους ρυθμίσεις γεγονός που υποδηλώνει την τάση του νομοθέτη να διευκολύνει την εξασφάλιση του ενεχυρούχου δανειστή και δη των τραπεζών καθιστώντας την εκτελεστική διαδικασία πιο άμεση.
Προχωρώντας στο κύριο ζήτημα της παρούσας μελέτης, αυτό της ενεχυρίασης απαίτησης αφορώσας σε ακίνητο, ας εκκινήσουμε με μία σημαντικά υποστηριζόμενη στη θεωρία θέση. Με βάση αυτήν, αν η απαίτηση δεν είναι χρηματική, αυτή θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αφορά σε κινητό πράγμα και μόνο. Μη χρηματική είναι η απαίτηση με αντικείμενο την παροχή κάθε κινητού πράγματος με περιουσιακό χαρακτήρα. Το ενέχυρο, ως δικαίωμα αξιοποίησης, μπορεί να έχει ως αντικείμενο μόνο κινητό πράγμα, δυνάμενο να ρευστοποιηθεί. Η θεωρία, λοιπόν, υιοθετεί την άνω θέση του Αρείου Πάγου θεωρώντας πως το αντίθετο θα οδηγούσε σε έμμεσο ενέχυρου επί ακινήτου. Η θέση αυτή βρίσκει έρεισμα και στο γράμμα του 1252 εδ. β΄ ΑΚ που προβλέπει ότι από την είσπραξη της απαίτησης ο δανειστής αποκτά ενέχυρο σε πράγμα του ενεχυραστή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί ενεχυρίασης απαίτησης για ακίνητο θα οδηγούμασταν εκ των πραγμάτων σε ενέχυρο επί ακινήτου. Μάλιστα, αντίστοιχη θέση στη θεωρία έχει υποστηριχθεί και ως προς την ενεχυρίαση επικαρπίας: αυτή είναι έγκυρη μόνο αν η ίδια η επικαρπία είναι μεταβιβαστή και έχει ως αντικείμενο κινητό πράγμα. Η θεώρηση αυτή φαίνεται να συμβαδίζει με το γενικότερο πνεύμα του δικαίου περί ενεχύρων, καθώς μάλιστα ο νομοθέτης διέκρινε το ενέχυρο από την υποθήκη βάσει της ειδοποιούς διαφοράς ότι η τελευταία είναι αυτή που αφορά σε ακίνητα.
Κατά τη γνώμη του γράφοντος, δογματικά ορθότερη φαίνεται η άποψη που έκανε δεκτή ο Άρειος Πάγος και η κρατούσα στη θεωρία θέση. Στοιχεία που οδηγούν στο συμπέρασμα αυτό είναι κατ’ αρχάς η διατύπωση του άρθρου 35 περ. α΄ του νομοθετικού διατάγματος στο οποίο ορίζεται ότι «οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται οσάκις η πιστώτρια λαμβάνει ενέχυρο κινητό πράγμα ή απαίτηση». Η έμφαση εδώ πρέπει να δοθεί στη χρήση της έκφρασης «κινητό πράγμα». Ασφαλώς εδώ μπορεί να συναχθεί πως βούληση του νομοθέτη είναι η τήρηση του γενικού κανόνα ότι σύσταση ενεχύρου χωρεί μόνο επί κινητών πραγμάτων. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάζευξη που γίνεται ως προς την ενεχυρίαση πράγματος ή απαίτησης δε διαφοροποιεί την τήρηση του άνω κανόνα. Συνιστά καταστρατήγηση του θεσμού του ενεχύρου η χορήγηση δυνατότητας ενεχυρίασης απαιτήσεως επί ακινήτου. Το αντεπιχείρημα ότι η είσπραξη της απαίτησης δε συνεπάγεται και κτήση του ακινήτου από την πιστώτρια δε θεμελιώνεται επαρκώς στην αιτιολογία της εφετειακής απόφασης ούτε βρίσκει έρεισμα σε κάποια διάταξη. Η θέση ότι το ανεπίτρεπτο τέτοιας ενεχυρίασης αίρεται από το γεγονός ότι η ικανοποίηση της πιστώτριας γίνεται μέσω ρευστοποίησης του ενεχυράσματος δεν ευσταθεί για τον εξής λόγο: ο υπερθεματιστής που θα αποκτήσει την απαίτηση για μεταβίβαση του ακινήτου θα πρέπει στη συνέχεια να αποκτήσει το ακίνητο καθαυτό είτε με αυτοσύμβαση είτε ασκώντας αγωγή καταδίκης σε δήλωση βούλησης. Κάτι τέτοιο αποτελεί παράδοξο και, κατά τον Άρειο Πάγο, αντιστρατεύεται το δίκαιο περί ενεχύρου. Το Εφετείο ισχυρίστηκε επίσης πως στην περίπτωση του τραπεζικού ενεχύρου εφαρμόζεται μόνο το νομοθετικό διάταγμα και όχι ο Αστικός Κώδικας. Και αυτό όμως είναι ελλιπές. Όπως διακηρύττει και ο Άρειος Πάγος, το νομοθετικό αυτό διάταγμα εισάγει εξαιρετικό δίκαιο, ήτοι εξαιρετική ρύθμιση ως προς την ενεχυρίαση ονομαστικών απαιτήσεων προς εξασφάλιση απαιτήσεων τραπεζών. Υφίστανται όμως και ρυθμιστικά κενά για την κάλυψη των οποίων αναγκαία είναι η παραπομπή στις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την ενεχυρίαση απαιτήσεων, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, απαγορεύουν σαφώς τη σύσταση ενεχύρου επί ακινήτου.
Συνοψίζοντας, η μελέτη επικεντρώθηκε στο ζήτημα του αν η απαίτηση που ενεχυριάζεται επιτρέπεται να αφορά σε μεταβίβαση ακινήτου. Η εφετειακή απόφαση τάχθηκε υπέρ του επιτρεπτού με κύριο επιχείρημα ότι η είσπραξη της απαίτησης γίνεται με ρευστοποίηση αυτής, χωρίς να μεσολαβεί κάποιο στάδιο πρόσκτησης του ακινήτου στην περιουσία του ενεχυρούχου δανειστή. Ο Άρειος Πάγος, όπως και η θεωρία, αντιτάχθηκε υποστηρίζοντας ότι το ενέχυρο εν γένει μπορεί να συσταθεί μόνο επί κινητού πράγματος, ακόμα και στην προκείμενη περίπτωση που το εμπορικό ενέχυρο εξομοιώνεται με εξασφαλιστική μεταβίβαση απαίτησης. Η τελευταία αυτή άποψη προκρίνεται ως ορθότερη, καθώς συνάδει περισσότερο με το γενικότερο πνεύμα του δικαίου της εμπράγματης ασφάλειας.
Βιβλιογραφία: Α.Σ. Γεωργιάδης , «Εγχειρίδιο Εμπραγμάτου Δικαίου», 2012.
Ν.Κ. Ρόκας, Α.Π. Μικρουλέα, Χ.Κ. Λιβαδά, «Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου», 2016.
Ι.Σ. Σπυριδάκης , «Το συμβατικό ενέχυρο πράγματος κατά τον Αστικό Κώδικα», 2003.
Γ.Δ. Λαδογιάννης, «Οι επιχειρηματικές απαιτήσεις ως αντικείμενο ασφάλειας», 2005.
Στασινόπουλος Χρήστος, Νομική ΕΚΠΑ, 5ο έτος φοίτησης.
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project.
Comments