top of page

ΕΔΔΑ 43395/09 – De Tommaso v. Italy - Δικαίωμα στην ελευθερία κίνηση

Της Ιωάννας Γκίνη


Δικαίωμα στην ελευθερία κίνησης

(ΕΔΔΑ 43395/09 – De Tommaso v. Italy)




 

Η επιβολή περιορισμών ή κατάστασης στέρησης της ελευθερίας ενός προσώπου αποσκοπεί, στην ειδική, αλλά και τη γενική πρόληψη, ενώ παράλληλα προστατεύεται και η κοινωνία από τη διάπραξη περαιτέρω εγκλημάτων από μέρους του, πλέον, κρατουμένου.


Πότε, όμως, πράγματι, υπερέχει η κοινωνική ασφάλεια έναντι του δικαιώματος στην ελευθερία κινήσεως; Υπό ποιες προϋποθέσεις θίγονται οι ατομικές ελευθερίες;


Με αυτά τα ερωτήματα ασχολείται η υπόθεση De Tommaso κατά Ιταλίας ενώπιον του ΕΔΔΑ.

 

Ιστορικό υπόθεσης

Το 2007 επιβλήθηκαν στον Ιταλό Angelo De Tommaso περιοριστικά μέτρα διάρκειας δύο ετών από το δικαστήριο της περιοχής Μπάρι της Ιταλίας, όπως η υποχρέωση παραμονής σε ορισμένη κατοικία, ενώ παράλληλα τέθηκε υπό την επίβλεψη αστυνομικών οργάνων. Τα μέτρα αυτά δεν ακολούθησαν συγκεκριμένη πράξη, αλλά είχαν προληπτικό χαρακτήρα. Το νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο βασίστηκε το δικαστήριο ήταν ο νόμος 1423/1956. Ο λόγος για τη λήψη αυτών των μέτρων ήταν οι προηγούμενες καταδίκες του για διακίνηση ναρκωτικών, διαφυγή και παράνομη κατοχή όπλων, στοιχεία που τον καθιστούσαν, κατά την κρίση του εισαγγελέα, επικίνδυνο άτομο. Της επιβολής των παραπάνω μέτρων είχε προηγηθεί προειδοποίηση από την αστυνομία, με σκοπό την συμμόρφωση του De Tommaso προς το δίκαιο, ωστόσο, σύμφωνα με την δικαστική απόφαση αυτό δεν συνέβη. Ένα χρόνο αργότερα, πράγματι τέθηκαν σε εφαρμογή τα παραπάνω περιοριστικά μέτρα, που περιείχαν ειδικότερες απαγορεύσεις – όπως αυτή της εξόδου για συγκεκριμένες ώρες το βράδυ, παρά μόνο για άμεση ανάγκη, της χρήσης τηλεφώνου, της σύναψης σχέσεων με άτομα που είχαν διαπράξει στο παρελθόν ποινικά αδικήματα κλπ. – , παρά τις αντιρρήσεις του De Tommaso ότι οι κατηγορίες αφορούσαν άλλο άτομο με το ίδιο όνομα. Συγκεκριμένα, ο ίδιος είχε κατηγορηθεί μόνο για διαφυγή, κάτι που δεν θεώρησε καθοριστικό παράγοντα για την επιβολή εις βάρος του των παραπάνω μέτρων, ενώ ποτέ δεν είχε διαπράξει τα υπόλοιπα εγκλήματα, κυρίως εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και τα σχετικά με όπλα και ναρκωτικά, στα οποία βασίστηκε η απόφαση.

Τον Ιούλιο του 2008 ο Ιταλός προσέβαλε την απόφαση, ασκώντας έφεση. Το εφετείο, εξετάζοντας την υπόθεση, ισχυρίστηκε ότι για την επιβολή των περιοριστικών μέτρων πρέπει να υφίσταται «παρών κίνδυνος» για την κοινωνία που προκύπτει από τον τρόπο ζωής του ατόμου, βάσει του οποίου μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πράγματι αυτός συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη. Εντούτοις, στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση αυτή, αφού ο De Tommaso δεν είχε καταδικαστεί τα τελευταία 5 έτη πριν την επιβολή των μέτρων, άρα δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επικίνδυνος εκείνη την περίοδο. Παράλληλα, υποστήριξε ότι η επικοινωνία του Ιταλού με άλλους καταδικασμένους δεν ήταν επαρκής λόγος για τους περιορισμούς που διατάχθηκαν εις βάρος του, ενώ διαπίστωσε ότι είχε βρει και επάγγελμα, από τον μισθό του οποίου είχε τη δυνατότητα να διάγει μια αξιοπρεπή ζωή, παρά την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι συντηρούσε τον εαυτό του μόνο με παράνομα μέσα. Ακολούθως, εξαφάνισε την απόφαση επιβολής των παραπάνω μέτρων, ως ανυποστήρικτη.

Το 2009 η υπόθεση οδηγήθηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) βάσει του άρθρου 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).


Αναφυόμενα νομικά ζητήματα

Ο De Tommaso υπέβαλε τα αιτήματά του στο Δικαστήριο που αφορούσαν την αναγνώριση της παραβίασης του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ελευθερία, του άρθρου 2 του 4ου Πρωτοκόλλου για την ελευθερία της κίνησης, καθώς και των άρθρων 6 και 13 της ΕΣΔΑ που αφορούν στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και την ύπαρξη αποτελεσματικών ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων, αντίστοιχα. Το Δικαστήριο εξέτασε κάθε αίτημα ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την προηγούμενη νομολογία του, όσο και το ιταλικό εθνικό δίκαιο, κυρίως τον νόμο 1423/1956 και τις τροποποιήσεις του, όπως και την ερμηνεία που δόθηκε σε αυτόν από τα δικαστήρια που εξέτασαν την υπόθεση και το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας.


Παραβίαση του δικαιώματος στην ελεύθερη κίνηση (άρθρα 5 ΕΣΔΑ και 2 του 4ου Πρωτοκόλλου)

Αρχικά ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι τα ιταλικά δικαστήρια παραβίασαν τα δικαιώματά του που απορρέουν από τα παραπάνω άρθρα. Αφενός, το άρθρο 5 κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ελευθερία και απαγορεύει κάθε στέρηση αυτής, απαριθμώντας ορισμένες εξαιρέσεις που αφορούν κυρίως τη σύλληψη και κράτηση προσώπων που έχουν παραβιάσει το νόμο. Αφετέρου, βάσει του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου προστατεύεται το δικαίωμα στην ελευθερία κυκλοφορίας, απαγορεύοντας την επιβολή περιορισμών, εκτός εκείνων που “προβλεπόμενοι από το δίκαιο, συνιστούν αναγκαία μέτρα, μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία, για την εθνική ασφάλεια, την τήρηση της δημόσιας τάξης την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας, της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων”.

Ελέγχοντας τις προϋποθέσεις εφαρμογής αυτών των άρθρων στην προκείμενη υπόθεση το Δικαστήριο προέβη σε μια ιδιαίτερης σημασίας ερμηνεία, δεδομένης και της διαφοράς μεταξύ στέρησης της ελευθερίας και περιορισμών σε αυτήν, δύο περιπτώσεις που δεν πρέπει να συγχέονται. Βάσει του άρθρου 5, επιδιώκεται η διασφάλιση της μη στέρησης της ελευθερίας των ατόμων κατά τρόπο αυθαίρετο και παράνομο.[1] Το ίδιο το Δικαστήριο εκλαμβάνει την έννοια της ελευθερίας, όσον αφορά το εν λόγω δικαίωμα, ως φυσική, σωματική ελευθερία και διακρίνει μεταξύ στέρησης και περιορισμού με παραμέτρους όπως είναι ο τύπος, η διάρκεια, οι συνέπειες, ο τρόπος εφαρμογής του μέτρου. Έτσι, για παράδειγμα, στην υπόθεση Guzzardi κατά Ιταλίας το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι πράγματι είχε στερηθεί την ελευθερία του ο προσφεύγων, ο οποίος είχε περιοριστεί σε ένα μικρό απερίφραχτο νησί ευρισκόμενος υπό συνεχή επίβλεψη μαζί με άλλους που βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση. Όπως έχει αποφανθεί και σε άλλες υποθέσεις, ο κατ’ οίκον περιορισμός συνιστά περιορισμό της ελευθερίας, και ειδικά στο ιταλικό δίκαιο ισοδυναμεί με προφυλάκιση. Ωστόσο, ο De Tommaso δεν περιορίστηκε να κυκλοφορεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ μπορούσε και να διατηρεί κοινωνικές σχέσεις με άλλα άτομα. Επομένως, το Δικαστήριο βασίστηκε αποκλειστικά στο άρθρο 2 του 4ου Πρωτοκόλλου για να εξετάσει τα αιτήματά του, αφού στέρηση της ελευθερίας δεν υπήρξε.

Επί τη βάσει, λοιπόν, του προαναφερόμενου άρθρου ο De Tommaso ισχυρίστηκε ότι η δικαστική εξουσία είχε διακριτική ευχέρεια καθορισμού των κατηγοριών επικίνδυνων ατόμων στους οποίους μπορούν να επιβληθούν τα προληπτικά αυτά μέτρα που διατάχθηκαν και για τον ίδιο, το περιεχόμενο των οποίων ήταν αρκετά ασαφές και αόριστο, επομένως μη προβλέψιμο από τους απλούς πολίτες. Πράγματι, αποτελεί πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ότι ένα μέτρο για να είναι σύμφωνο με το νόμο “πρέπει να βασίζεται στο εθνικό δίκαιο και να είναι προσβάσιμο στους ανθρώπους στους οποίους αφορά και προβλέψιμο ως προς τις συνέπειές του” χωρίς να ρυθμίζεται η προβλεψιμότητα.[2]Μάλιστα, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι στοιχείο αυτής της προβλεψιμότητας είναι η παροχή προστασίας από αυθαίρετες παρεμβάσεις της δημόσιας εξουσίας. Εξάλλου, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας είχε ήδη κρίνει αντισυνταγματική τη λήψη προληπτικών μέτρων βάσει του Ν. 1423/1956 κατά μιας συγκεκριμένης κατηγορίας ανθρώπων. Αυτή αφορούσε σε ανθρώπους από τη συμπεριφορά των οποίων προέκυπτε ότι είχαν εγκληματικές τάσεις. Από την παραπάνω περιγραφή δεν μπορεί να διασαφηνιστεί το περιεχόμενο της συγκεκριμένης κατηγορίας, δεδομένου ότι δεν επιτρέπει μια αντικειμενική εκτίμηση των περιστατικών που εμπίπτουν σε μια τέτοια συμπεριφορά και, επομένως, τον κατάλληλο περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της. Αντιθέτως, επιβάλλεται η ύπαρξη σαφήνειας και όχι απλώς ενός κινδύνου σε θεωρητικό επίπεδο ο οποίος είναι αποτέλεσμα της υπαγωγής του ατόμου σε μια από τις προβλεπόμενες στο νόμο και αμφίβολης συνταγματικότητας κατηγορίες. Ενόψει των ανωτέρω, το ΕΔΔΑ δέχτηκε τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 του 4ου Πρωτοκόλλου διότι το εθνικό δικαστήριο δεν βασίστηκε σε συγκεκριμένη πράξη του De Tommaso λόγω της οποίας επιβλήθηκαν τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος του, ενώ οι υποχρεώσεις που του είχαν επιβληθεί ήταν ασαφείς, έλειπε η απαιτούμενη προβλεψιμότητα των συνεπειών που θα είχε η συμπεριφορά του μετά την επιβολή των μέτρων και τέλος, ο νόμος έδινε στα δικαστήρια ευρεία διακριτική ευχέρεια, χωρίς να παρέχονται επαρκή εχέγγυα στους πολίτες, διότι δεν καθοριζόταν περαιτέρω ο τρόπος άσκησής της.


Παραβίαση του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη (άρθρο 6 ΕΣΔΑ)

Το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα καθενός να δικαστεί δικαίως, εντός εύλογης προθεσμίας από ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο θα αποφασίσει για τις αμφισβητήσεις των αστικής φύσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του ή για το βάσιμο μιας ποινικής κατηγορίας εναντίον του. Οι δύο αυτές περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου ερμηνεύονται από το ΕΔΔΑ διασταλτικά, χωρίς να βασίζεται στο νόημα που αποδίδεται σε αυτές από τα εθνικά δίκαια των κρατών-μελών της ΕΣΔΑ.[3] Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η αστυνομική επίβλεψη εμπίπτει όχι στην ποινική κατηγορία, αφού δεν έχει χαρακτήρα ποινικής κύρωσης, αλλά στην αστικής φύσεως αμφισβήτηση. Η αμφισβήτηση αυτή, όπως αναφέρει το Δικαστήριο, πρέπει να είναι σοβαρή και αληθινή και να αφορά στην ύπαρξη ή το πεδίο εφαρμογής ή τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος. Εν προκειμένω, οι αμφισβητήσεις αστικής φύσεως στηρίχθηκαν στην απαγόρευση εξόδου το βράδυ, συμμετοχής σε δημόσιες συναντήσεις, χρησιμοποίησης τηλεφώνου ή συσκευών τηλεπικοινωνίας, τα οποία ξεκάθαρα θίγουν ατομικά δικαιώματα.[4]

Ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη βασίστηκε στην μη παροχή σε αυτόν της δυνατότητας άσκησης του δικαιώματος ακρόασης σε δημόσια συνεδρίαση, το οποίο δεν προβλεπόταν κατά τον χρόνο επιβολής του μέτρου και στο άδικο της διαδικασίας. Η Ιταλική κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε το πρώτο μέρος του ισχυρισμού του προσφεύγοντος, εφόσον πράγματι δεν έλαβε χώρα ακρόασή του, αλλά, αντιθέτως, το αναγνώρισε, ζητώντας την εξάλειψη αυτού του μέρους της προσφυγής, αίτημα το οποίο δεν έγινε αποδεκτό. Η δυνατότητα διαγραφής προσφυγής παρέχεται, εξάλλου, από το άρθρο 37 της ΕΣΔΑ. Παράλληλα, η κυβέρνηση προσφέρθηκε να αποζημιώσει τον De Tommaso για την παραβίαση αυτή, χωρίς, όμως, ικανοποίησή του λόγω ηθικής βλάβης. Τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων για την θεμελίωση της παραβίασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, πέρα από την έλλειψη ακρόασής του, ήταν και η σύγχυση της ταυτότητάς του με άλλον πρώην κατάδικο και η καθυστέρηση λήψης απόφασης από το εφετείο, το οποίο όφειλε, βάσει του νόμου 117/1988, να αποφανθεί για την τήρηση ή άρση του μέτρου εντός 30 ημέρων από το αίτημα του διαδίκου. Το Δικαστήριο αναγνώρισε την αναγκαιότητα της ακρόασης, δεδομένου ότι η λήψη και επιβολή του επιβαρυντικού προληπτικού μέτρου βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον χαρακτήρα του αποδέκτη. Εφόσον, εξάλλου, η επιβολή αποσκοπεί να προλάβει την πραγμάτωση του κινδύνου που εγκυμονεί εξαιτίας της συμπεριφοράς του παραβάτη, προς τον οποίο απευθύνεται, εύλογο είναι να προαπαιτείται η εκτίμηση της προσωπικότητάς του, πράγμα αδύνατο χωρίς την προηγούμενη ακρόασή του. Εντούτοις, το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης και τον τρόπο εκτίμησης των αποδείξεων από το αρχικώς επιλαμβανόμενο εθνικό δικαστήριο, παρά μόνο εάν τα πορίσματά του προέκυψαν αυθαίρετα ή είναι προδήλως παράλογα. Αντιθέτως, περιορίζεται στον έλεγχο της τήρησης δικονομικών εγγυήσεων από το εθνικό δικαστήριο. Επομένως, δεν προέβη στην εξέταση της ορθότητας της κρίσης του ιταλικού δικαστηρίου, εφόσον ούτως ή άλλως είχε καταργηθεί το μέτρο με την απόφαση του εφετείου.


Άρθρο 13 ΕΣΔΑ

Τέλος, το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ προβλέπει την υποχρέωση ύπαρξης ενδίκων μέσων σε εθνικό επίπεδο για παραβιάσεις των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προστατεύονται στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ ως σύνολο. Βέβαια, η απλή νομοθετική πρόβλεψη ενδίκων μέσων δεν αρκεί, αλλά θα πρέπει αυτά να είναι αποτελεσματικά, με την έννοια της μη παρεμπόδισης της άσκησής τους εξαιτίας πράξεων ή παραλείψεων της κρατικής εξουσίας5.[5] Εν προκειμένω, ο De Tommaso είχε τη δυνατότητα να προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση ενώπιον του εφετείου και άσκησε αποτελεσματικά το δικαίωμά του, αφού το εφετείο εξέδωσε απόφαση κατάργησης των μέτρων της αστυνομικής επίβλεψης και υποχρεωτικής διαμονής σε συγκεκριμένη κατοικία. Επομένως, δεν υπήρξε κάποια παραβίαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ.


Επίλογος

Συμπερασματικά, η παραπάνω απόφαση υπήρξε σύμφωνη με την προηγούμενη νομολογία του ΕΔΔΑ σε παρόμοιες υποθέσεις. Οι ερμηνείες του ιταλικού νόμου και του ίδιου του κειμένου της ΕΣΔΑ στις οποίες προέβη το Δικαστήριο υπήρξαν σύμφωνες με την κοινή πείρα και λογική. Πράγματι, τα μέτρα που επιβλήθηκαν στον Ιταλό δεν ήταν σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον δεν ήταν ούτε κατάλληλα ούτε αναγκαία για την προστασία της κοινωνίας, κυρίως αν ληφθεί υπόψη και η σύγχυση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς την ταυτότητά του. Παράλληλα δε, δεν θα μπορούσε η κατάσταση την οποία βίωσε ο προσφεύγων να ταυτιστεί με στέρηση της ελευθερίας του, καθώς δεν υποχρεώθηκε να περιοριστεί σε συγκεκριμένο τόπο χωρίς καμία δυνατότητα να απομακρυνθεί από αυτόν. Επίσης, ορθώς έγινε δεκτή παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, κάτι που είχε δεχτεί και η ίδια η Ιταλική κυβέρνηση και, συνεπώς, ο ενάγων κατάφερε την επιβολή υποχρέωσης αποζημίωσης με την καταβολή συγκεκριμένου χρηματικού ποσού από μέρους του ιταλικού κράτους.


 

[1]Το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, Βασίλης Χειρδάρης, ECHRCaseLaw, 13.12.2017. [2]ΕΔΔΑ, De Tommaso κατά Ιταλίας, παρ. 106, διαθέσιμο στο https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22001-171804%22]} [3]Σισιλιάνος Λ.Α. (Διεύθυνση έκδοσης), Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο. Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 233. [4]supra σημ. 2, παρ. 154. [5]supra σημ. 2, παρ. 179.



Ιωάννα Γκίνη

Τριτοετής φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών

Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων του The Law Project

38 views0 comments
bottom of page