top of page
Writer's picturethelawproject

Δωρεά από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας και ανάκλησή της (ΑΠ 29/2021)

Της Χρυσούλας Πετρουλάκη


Δωρεά από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας

και ανάκλησή της (ΑΠ 29/2021)



 

Πότε έχουμε δωρεά από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας;

Ποιες είναι οι προϋποθέσεις ανάκλησης της δωρεάς;

Πώς ορίζεται η αχαριστία και το βαρύ παράπτωμα του δωρεοδόχου;

Με ποιον τρόπο γίνεται η ανάκληση της δωρεάς;

 


Κεντρικός Άξονας – Περίληψη Επίσημου Κειμένου


Δωρεά από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή λόγους ευπρέπειας. Δεν μπορεί να ανακληθεί. Τέτοια συνιστά και η ανταποδοτική δωρεά, με την οποία ο δωρητής σκοπεί να ανταμείψει υπηρεσίες που του παρασχέθηκαν από τον δωρεοδόχο, ο οποίος δεν μπορούσε να αξιώσει εκ του νόμου αμοιβή, από τον δωρητή, για την παροχή τους. Δικαίωμα δωρητή να ανακαλέσει τη δωρεά, εάν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος απέναντί του. Η ανάκληση είναι άτυπη, ακόμη και εάν αφορά ακίνητο. Περιεχόμενο. Έννοιες αχαριστίας και βαρέως παραπτώματος. Ανεπαρκείς αιτιολογίες προσβαλλόμενης ως προς το ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και τους λόγους ευπρέπειας που προσέδωσαν ανταποδοτικό χαρακτήρα στις επίδικες δωρεές. Οι ανελλιπείς επισκέψεις της δωρεοδόχου στον δωρητή και η φροντίδα των εκκρεμών υποθέσεών του, δεν αρκούν για να θεμελιώσουν ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή λόγο ευπρέπειας. Η αδιαφορία της δωρεοδόχου για πρόβλημα υγείας του δωρητή συνιστά συμπεριφορά αποδοκιμαστέα κοινωνικά και αντιβαίνει στις επικρατούσες αντιλήψεις γύρω από την ηθική και την ευπρέπεια. Αναιρεί την 50/2018 ΕΦ ΕΥΒΟΙΑΣ.


Πραγματικά Περιστατικά

Με την πρώτη του από 07-07-2016 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι είναι έγκυρη η ανάκληση των δωρεών στις οποίες είχε προβεί προς την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη. Ο λόγος ανάκλησης ήταν η αχάριστη συμπεριφορά της δωρεοδόχου. Επίσης, ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη, με καταδίκη σε δήλωση βούλησης, να του αναμεταβιβάσει τα επίδικα ακίνητα.

Συγκεκριμένα, οι διάδικοι είναι συγγενείς τρίτου βαθμού. Η εναγόμενη είναι ανιψιά του ενάγοντος, κόρη της αδερφής του. Ο ενάγων δεν έχει δικά του τέκνα και ήδη από το 2008 είχε προβεί σε δωρεές προς τα δώδεκα ανίψια του, είτε ακινήτων, είτε μετρητών χρημάτων και λιρών. Τη μεγαλύτερη, ωστόσο, εύνοιά του είχε κερδίσει η εναγόμενη ανιψιά του στην οποία είχε δωρίσει τρία ακίνητα. Στα συμβόλαια μεταβίβασης κυριότητας έχει αναγραφεί ότι παραιτείται ο δωρητής (ενάγων) από κάθε δικαίωμα για την ανάκλησή τους, αναγνωρίζοντας ότι αυτές (δωρεές) έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και από λόγους ευπρέπειας προς την εναγομένη, στο δε τρίτο από αυτά, επιπλέον με τον όρο ότι : «να μη μεταφερθεί ο δωρητής ποτέ σε κανένα γηροκομείο οποιαδήποτε και αν είναι η κατάσταση της υγείας του, να παραμείνει η οικιακή βοηθός του μέχρι το θάνατό του για την εξυπηρέτησή του (τα έξοδα της οποίας θα καλύπτονται από τη σύνταξη του δωρητή) και να καλύψει η δωρεοδόχος όλα τα έξοδα νοσηλείας και κηδείας του δωρητή, ειδικά δε για τα έξοδα κηδείας να χρησιμοποιήσει η δωρεοδόχος οποιοδήποτε επίδομα ή αποζημίωση από οποιοδήποτε Ταμείο (του δωρητή), εντός και εκτός Ελλάδος». Επίσης, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η αληθινή βούλησή του, την οποία γνώριζε και αποδέχτηκε η εναγόμενη, ήταν ότι οι ανωτέρω δωρεές έγιναν με την προοπτική ότι η τελευταία θα του συμπαραστέκεται τόσο ψυχικά, όσο και έμπρακτα στο μέλλον, ενόψει της ηλικίας του (90 ετών το έτος 2015), της επιδείνωσης της υγείας του και του γεγονότος ότι ήταν άτεκνος και είχε αποβιώσει η σύζυγός του.


Στις 22-03-2016, ενώ είχε αποχωρήσει πρόσκαιρα η οικιακή του βοηθός για την πατρίδα της, γεγονός που γνώριζε η εναγομένη, ο ενάγων τηλεφώνησε στην τελευταία και την κάλεσε να μεταβεί στην οικία του προκειμένου να τον συνοδέψει σε γιατρό, καθόσον είχε παρατηρήσει ότι είχε αιματηρές κενώσεις. Η εναγομένη δεν το έπραξε, επικαλούμενη αδυναμία του συζύγου της να την μεταφέρει. Όταν ο ενάγων της είπε να μισθώσει ταξί και πάλι αρνήθηκε, λέγοντάς του ότι δε το θεωρεί αναγκαίο. Μετά από δύο ημέρες ο ενάγων έπεσε και χτύπησε στα πλευρά και το χέρι του και επικαλείται ότι το περιστατικό αυτό είναι αποτέλεσμα της αδιαφορίας της εναγομένης που οδήγησε στο να εξασθενήσει ο οργανισμός του. Αυτός είναι και ο λόγος ανάκλησης της δωρεάς.


Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 89/2017 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της άνω απόφασης άσκησε έφεση ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων. Επ` αυτής εκδόθηκε η 50/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Εύβοιας, η οποία απέρριψε στην ουσία της την έφεση. Ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων υπέβαλε αίτηση αναιρέσεως κατά της απόφασης αυτής.


Το δικαστήριο στην παρούσα απόφαση αποφάνθηκε ότι η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης συνδυαζόμενη με τις λοιπές επικρατούσες ειδικές συνθήκες και συγκεκριμένα την ηλικία του ενάγοντος (90 ετών), το γεγονός ότι ζούσε μόνος του, (η οικιακή βοηθός του είχε μεταβεί πρόσκαιρα στην πατρίδα της), την αξία των δωρεών και δύο περιστατικών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπισε ο ενάγων, συνιστά βαρύ παράπτωμα και υπάγεται στην έννοια της αχαριστίας που δικαιολογεί την ανάκληση των δωρεών.



Ανάλυση νομικών ζητημάτων


Σύμφωνα με το άρθρο 512 του Αστικού Κώδικα, «δωρεές που έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, ή από λόγους ευπρέπειας, δεν μπορούν να ανακληθούν». Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης της 512 ΑΚ, δωρεές από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον είναι εκείνες που αντικειμενικά, κατά τις κρατούσες ηθικές και κοινωνικές αντιλήψεις, ανταποκρίνονται σε κάποιο ιδιαίτερο ηθικό καθήκον του δωρητή, όπως οι σχέσεις συγγένειας ή φιλίας, χωρίς να ενδιαφέρουν τα συναισθήματα και τα ειδικότερα κίνητρα του δωρητή που τον ώθησαν στην δωρεά (ασχέτως δηλαδή προς τα ελατήρια της βούλησής του). Όσον αφορά τον όρο «ιδιαίτερο ηθικό καθήκον», θα πρέπει να επισημανθεί, ότι δεν είναι το κοινό καθήκον που έχει κάθε άνθρωπος απέναντι στους συνανθρώπους του, αλλά μόνο εκείνο, που απορρέει από τις ιδιαίτερες σχέσεις του δωρητή προς το δωρεοδόχο, όπως είναι οι σχέσεις συγγένειας, φιλίας ή σχέσεις εργοδότη προς εργαζόμενο.


Από την άλλη, δωρεά από λόγους ευπρέπειας είναι εκείνη που ανταποκρίνεται στις κοινωνικές συνήθειες ή απαιτήσεις της κοινής γνώμης ή γίνεται από κοινωνική υποχρέωση. Έτσι, για παράδειγμα, δωρεές από λόγους ευπρέπειας χαρακτηρίζονται εκείνες οι περιουσιακές μετακινήσεις, οι οποίες γίνονται ευκαιριακά ή περιστασιακά, σε συγκεκριμένες ημερομηνίες επ’ ευκαιρίας ονομαστικών εορτών, γενεθλίων ή επετείων. Πρόκειται για δωρεές, με λίγα λόγια, οι οποίες μπορεί να μην γίνονται αναγκαστικά, εάν παραλειφθούν όμως από τον δωρητή θα έχουν καθαρά κοινωνικό αντίκτυπο. Επιβάλλονται από κοινωνικούς λόγους ή λόγους ευπρέπειας και για αυτό τον λόγο δεν μπορούν να αναζητηθούν σύμφωνα με τα άρθρα 512 και 906 του Αστικού Κώδικα.


Στις δωρεές που δεν ανακαλούνται περιλαμβάνεται και η ανταποδοτική δωρεά, δηλαδή αυτή με την οποία ο δωρητής αποσκοπεί στο να ανταμείψει υπηρεσίες που του παρασχέθηκαν από το δωρεοδόχο, ο οποίος δεν μπορούσε να αξιώσει εκ του νόμου αμοιβή από το δωρητή για την παροχή τους. Πρόκειται ουσιαστικά για δωρεά, στην οποία προβαίνει ο δωρητής για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς τον δωρεοδόχο για προγενέστερες υπηρεσίες που του παρείχε χωρίς αμοιβή και μάλιστα χωρίς να είναι υποχρεωμένος από το νόμο. Παράδειγμα ανταποδοτικής δωρεάς συνιστούν και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι σύζυγοι έχουν κοινή επαγγελματική δραστηριότητα και δεν μπορεί να καταβληθεί αμοιβή για τις παρεχόμενες υπηρεσίες ή οι περιπτώσεις εκείνες φροντίδας συγγενικού προσώπου του άλλου συζύγου χωρίς να υπάρχει υποχρέωση από το νόμο.


Η ύπαρξη του ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος δεν εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, για το λόγο αυτό θα πρέπει να παρουσιάζονται στο συμβόλαιο της δωρεάς όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν αντικειμενικά, ότι η εν λόγω δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, χωρίς ωστόσο ο χαρακτηρισμός αυτός της δωρεάς που δόθηκε από τα μέρη να είναι δεσμευτικός για την κρίση του δικαστηρίου. Το δικαστήριο θα κρίνει την υπό εξέταση δωρεά αντικειμενικά με βάση τις κρατούσες ηθικές και κοινωνικές αντιλήψεις, λαμβάνοντας υπόψη και αξιολογώντας όλες τις συνθήκες της κάθε μεμονωμένης υπόθεσης, όπως η οικονομική κατάσταση του δωρητή και η περιουσία του, η κοινωνική του θέση καθώς και οι σχέσεις του με τον δωρεοδόχο, και γενικότερα διερευνώντας το περιεχόμενο της συμφωνίας των συμβαλλόμενων μερών αλλά και επιπλέον στοιχεία εκτός της σύμβασης δωρεάς. Υπάρχει λοιπόν δυνατότητα το δικαστήριο να καταλήξει σε τελείως διαφορετικό χαρακτηρισμό της δωρεάς. Επομένως, η μνεία στο δωρητήριο συμβόλαιο, ότι η δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, δεν έχει έννομη επιρροή, αλλά μόνο αν τα εκτεθέντα στο συμβόλαιο πραγματικά περιστατικά αποδειχθούν αληθινά, θεμελιώνουν τέτοια κρίση του δικαστηρίου.


Ομοίως, η εν γένει φύση της συναπτόμενης σύμβασης δεν εξαρτάται από την ονομασία που δίνεται σε αυτή από τους συμβαλλομένους, αλλά ο χαρακτηρισμός της αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του από το περιεχόμενο όσων έχουν συμφωνηθεί και καθορίζει τους κανόνες δικαίου που αρμόζουν στην εκάστοτε σχέση. Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί ακόμα και να προσφείγει, αν υπάρχει ανάγκη, σε στοιχεία ευρισκόμενα έξω από τη σύμβαση, όταν αυτά συνδέονται με τα συμφωνηθέντα κατά τρόπο που επηρεάζει το αποτέλεσμα.



Ανάκληση δωρεάς


Η ανάκληση της δωρεάς ρυθμίζεται στις διατάξεις 505 – 512 του Αστικού Κώδικα. Σύμφωνα με το άρθρο 505 ΑΚ σχετικά με την αχαριστία του δωρεοδόχου, «ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή, στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει το δωρητή». Προϋποθέσεις λοιπόν ανάκλησης της δωρεάς είναι ο δωρεοδόχος να φάνηκε αχάριστος απέναντί στον δωρητή με κάποιο βαρύ παράπτωμα. Ο Αστικός Κώδικας δίνει μεγάλο εύρος στην έννοια της αχαριστίας, διατυπώνοντας μία γενική ρήτρα αυτής, προσφέροντας παράλληλα την ευχέρεια στο δικαστή να καθορίζει με ηθικά και κοινωνικά κριτήρια πότε στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει αχαριστία.


Πρώτη προϋπόθεση της διάταξης αυτής είναι η ύπαρξη αχαριστίας, η οποία εκδηλώνεται ως βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας που επικρατούν στην κοινωνία και οφείλεται σε υπαιτιότητά του δυνάμενη να του καταλογισθεί. Δεύτερη προϋπόθεση αποτελεί η βαρύτητα του παραπτώματος του δωρεοδόχου, το οποίο κρίνεται από τον δικαστή. Ο δικαστής, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του, θα εκτιμήσει τη συμπεριφορά αυτή με βάση αντικειμενικά κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη και το βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου, το δεσμό μεταξύ δωρητή και δωρεοδόχου, τα κίνητρα της δωρεάς, την αξία του αντικειμένου της, τον χαρακτήρα του δωρεοδόχου ακόμη και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή ή του συζύγου ή στενού συγγενούς του. Με τον τρόπο αυτό θα αποφανθεί για το εάν οι πράξεις του δωρεοδόχου εμπίπτουν κατά αντικειμενική κρίση στις νομικές έννοιες του βαρέος παραπτώματος και της αχαριστίας και για το αν αρμόζει αυτός ο χαρακτηρισμός και στη συγκεκριμένη περίπτωση.


Η ως άνω αντικοινωνική ή κατά παράβαση των κανόνων δικαίου ή περί ηθικής αντιλήψεων συμπεριφορά δεν είναι αναγκαίο να αποτελείται από μία μεμονωμένη πράξη κάθε φορά, αλλά είναι δυνατόν να προκύπτει και από ένα σύνολο περισσότερων πράξεων ή ακόμη και παραλείψεων, οι οποίες όλες μαζί όμως συνιστούν βαρύ παράπτωμα, χωρίς να έχουν από μόνες τους χωριστά, την ίδια βαρύτητα και τον ίδιο αντίκτυπο στις σχέσεις μεταξύ δωρητή και δωρεοδόχου.


Η νομολογία έχει αναγνωρίσει ως αχαριστία τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες, ο δωρεοδόχος δεν ανταποδίδει την ευγνωμοσύνη του απέναντι στον δωρητή για την χαριστική του πράξη, και αυτή η «αγνωμοσύνη» εξωτερικεύεται και παύει να αποτελεί απλώς μια εσωτερική κατάσταση του δωρεοδόχου, με την τέλεση από πλευράς του «βαρέος παραπτώματος». Έτσι αχαριστία μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη από περίθαλψη ή ανάγκη εκδηλώσεων αγάπης και ενδιαφέροντος για ψυχολογική του στήριξη, λόγω της δύσκολης ψυχοσωματικής κατάστασης, στην οποία έχει περιέλθει λόγω γήρατος συνοδευόμενος από ασθένεια. Η αδιαφορία αυτή, λόγω των συνθηκών κάτω από τις οποίες ευρίσκεται ο δωρητής, είναι κοινωνικώς αποδοκιμαστέα, ώστε, όταν συντρέχει, να δικαιούται ο δωρητής να ανακαλέσει τη δωρεά, έστω και αν ο δωρεοδόχος, που αδιαφορεί για την τύχη του, δεν ανέλαβε με τη σύμβαση της δωρεάς τέτοια υποχρέωση.


Η κρίση αυτή του δικαστηρίου ελέγχεται αναιρετικά. Ωστόσο στην αναιρετική κρίση δεν υπόκειται το αν έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν το βαρύ παράπτωμα και την αχαριστία, ούτε ως προς το αν τα περιστατικά αυτά, ενόψει του χαρακτήρα των συγκεκριμένων διαδίκων, ή των μεμονωμένων συνθηκών κάτω από τις οποίες τελέστηκαν, συνιστούν ή όχι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, βαρύ παράπτωμα και αχαριστία, καθώς στις συγκεκριμένες περιπτώσεις πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων. Αντιθέτως, στην αναιρετική κρίση υπόκειται η περαιτέρω αξιολόγηση, αν τα περιστατικά, όπως το δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν, πληρούν ή όχι το πραγματικό των νομικών εννοιών του βαρέος παραπτώματος και της αχαριστίας και κατά συνέπεια δικαιολογούν ή αποκλείουν γενικώς την εφαρμογή του άρθρου 505 ΑΚ.


Επομένως, ο Αστικός Κώδικας παρέχει στον δωρητή το δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά σε περίπτωση ηθικά επίμεμπτης συμπεριφοράς του δωρεοδόχου. Πρόκειται για δικαίωμα διαπλαστικό, το οποίο είναι στενά συνδεδεμένο με το πρόσωπο του δωρητή, και για το λόγο αυτό είναι αμεταβίβαστο, ακληρονόμητο και ακατάσχετο μέχρι να προβεί στην άσκησή του ο ίδιος ο δωρητής.


Σύμφωνα με το άρθρο 509 ΑΚ, «η ανάκληση της δωρεάς γίνεται με δήλωση προς το δωρεοδόχο. Αφού γίνει η ανάκληση αποσβήνεται η υποχρέωση του δωρητή για παροχή και αναζητείται η παροχή που εκπληρώθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό». Συνεπώς, το δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς ασκείται με μονομερή δήλωση του δωρητή, απευθυντέα προς τον δωρεοδόχο, η οποία είναι άτυπη, ακόμη και αν αφορά ακίνητο. Σ’ αυτήν πρέπει να αναφέρεται ο λόγος της ανάκλησης για τη συγκεκριμένη αιτία, ενώ επιφέρει τα νόμιμα αποτελέσματά της, από το χρόνο που περιέρχεται στο δωρεοδόχο, υπό την προϋπόθεση της απόδειξης της αλήθειας του επικαλούμενου στη δήλωση από το δωρητή ως άνω λόγου ανάκλησης.



Βιβλιογραφία

§ Γεωργιάδης Απ., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλας, 5η Έκδοση, 2019

§ Γεωργιάδης Απ., Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλας, 2014

§ Γεωργιάδη Απ. - Σταθόπουλου Μ., Αστικός Κώδιξ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο - Νομολογία Βιβλιογραφία, Τόμος τέταρτος, ειδικό ενοχικό (1982) [Σταθόπουλος Μ.]

§ Ευθυμίου, Δωρεαί εξ ευπρέπειας ή καθήκοντος, ΕλλΔνη 22

§ Ζέπος Παν. Ι., Ενοχικόν Δίκαιο, Β Μέρος Ειδικόν, Εκδόσεις Αθήναι, 2η έκδοση, 1965

§ Κορνηλάκης Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο I, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012

§ Φίλιος Π., Ενοχικό δίκαιο - Ειδικό μέρος, Τόμος Ι, Εκδόσεις Σάκκουλα, 6η Έκδοση, 2005

§ ΑΠ 109/2010

§ ΑΠ 655/2014

§ ΑΠ 1434/2014


Χρυσούλα Πετρουλάκη

Νομική Σχολή – Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 3ο Έτος

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project


68 views0 comments

Comments


bottom of page