top of page

Δωρεά – Ανάκλησή της λόγω αχαριστίας και απαγόρευση ανάκλησής της λόγω ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος


Της Πέννυς Τσάτσαρη


Δωρεά – Ανάκλησή της λόγω αχαριστίας και απαγόρευση ανάκλησής της στα πλαίσια ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος

ΑΠ 85/2020



Απόσπασμα της απόφασης


«Ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχαριστίας απέναντι στον δωρητή, στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει τον δωρητή. Ως αχαριστία κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διεξαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, που επικρατούν στην κοινωνία και οφείλεται σε υπαιτιότητά του, προσβάλλει δε άμεσα αγαθά του δωρητή. Έτσι, αχαριστία μπορεί κατά τις περιστάσεις να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη περίθαλψης και οικονομικής ενίσχυσης, έστω και αν η δωρεά δεν συμφωνήθηκε υπό τον όρο της διατροφής του, όπως και η καταφρόνησή του με λόγο και έργο. Για την ευδοκίμηση της αγωγής περί ανακλήσεως της δωρεάς πρέπει ο λόγος αχαριστίας να υπάρχει κατά το χρόνο της ανάκλησης. Αν ανακληθεί νόμιμα η δωρεά για λόγους αχαριστίας, ο δωρητής δικαιούται ενοχικώς σε αυτούσια απόδοση του δωρηθέντος πράγματος, ο τρόπος δε της αυτούσιας απόδοσης εξαρτάται από τη φύση του συγκεκριμένου δικαιώματος. Κατά το άρθρο 512 ΑΚ δωρεές που γίνονται από ιδιαίτερο ηθικό ή από λόγους ευπρέπειας, δε μπορούν να ανακληθούν. Δωρεές από ιδιαίτερο ηθικό, μη υποκείμενες σε ανάκληση είναι εκείνες που αντικειμενικά ανταποκρίνονται σε κάποιο ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, όπως σχέσεις συγγένειας ή φιλίας, ασχέτως προς τα ελατήρια της βούλησής του.».


Περίληψη της απόφασης


Με την παρούσα απόφαση γίνεται λόγος για τη δωρεά και την ανάκληση αυτής λόγω αχαριστίας (άρθρο 505 ΑΚ), όσο και το αν και κατά πόσο απαγορεύεται η ανάκληση αυτής όταν γίνεται στα πλαίσια ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος ή για λόγους ευπρέπειας. Συγκεκριμένα, ο αναιρεσίβλητος σύζυγος είχε προχωρήσει σε δωρεά ποσού 60.246,24€ προς τη σύζυγό του, με την οποία (δωρεά) αγόρασε στο όνομά της το ½ εξ αδιαιρέτου του ακινήτου. Η αναιρεσείουσα ωστόσο μετά την ανωτέρω προς αυτή δωρεά του χρηματικού ποσού, άρχισε να επιδεικνύει προβληματική και απαξιωτική συμπεριφορά για το πρόσωπο του συζύγου, η οποία οδηγούσε σταθερά στην αποξένωση των διαδίκων ως συζύγων και στην έλλειψη αισθήματος ευγνωμοσύνης προς τον δωρητή. Ειδικότερα, προφασιζόμενη ότι η προαναφερόμενη διώροφη οικία βρίσκεται σε απομακρυσμένο προάστειο της πόλης, αρνήθηκε να συγκατοικήσουν με τον ενάγοντα σε αυτή, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος είχε καταβάλει αποκλειστικά όλες τις απαιτούμενες δαπάνες για την περάτωση της οικοδομής και τη διαμόρφωσή της, προκειμένου να κατοικηθεί από τους διαδίκους, ενώ παρά το ότι ο ενάγων διέθετε όλα τα απαιτούμενα ποσά για τη διαβίωση της οικογένειάς του και την εκπαίδευση των δύο τέκνων του, η εναγόμενη τον αποκαλούσε συχνότατα, παρουσία τρίτων «τσιγκούνη», ενώ δεν έλλειψαν και περαιτέρω χαρακτηρισμοί όπως «ανήθικος», «πρόστυχος», «γαϊδούρι», αλλά και επιπλέον βαρύτατες κατηγορίες στο πρόσωπό του. Οι προαναφερόμενες εξακολουθητικές ενέργειες αποτελούν βαριά αντικοινωνική και αντισυζυγική συμπεριφορά, αντιβαίνουν στις αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρέπειας, αλλά και στοιχειοθετούν αχαριστία που δικαιολογεί την ανάκληση δωρεάς του συζύγου, στην οποία και προέβη. Η αναιρεσείουσα από την άλλη ισχυρίστηκε ότι απαγορεύεται ανάκληση δωρεάς που έγινε στα πλαίσια ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος, καθώς και η ίδια από την τέλεση του γάμου ανέλαβε ολοκληρωτικά την φροντίδα του συζυγικού οίκου και των τέκνων, παρέχοντας έτσι στο σύζυγο την ευχέρεια να ασκεί απρόσκοπτα την επαγγελματική του ιδιότητα ως παιδίατρος. Εν προκειμένω, το Τριμελές Εφετείο Βορείου Αιγαίου, με την υπ’ αριθμόν 59/2017 προσβαλλομένη απόφαση, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία έκρινε αντίθετα, αναγνώρισε ως νόμιμη την ανάκληση δωρεάς, διατάχθηκε η εναγόμενη να αποδώσει το ακίνητο καθώς η απόφασή της να μην εργασθεί και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη φροντίδα των τέκνων και του οίκου δεν αποτελεί ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο της συζυγικής σχέσης και της οικογένειας.


Ανάκληση της απόφασης


Με την απόφαση 85/2020 του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, έρχεται στην επιφάνεια το ζήτημα της ανάκλησης δωρεάς λόγω αχαριστίας. Ο σύζυγος-δωρητής, αφότου πρόσφερε κάποιο ποσό στην δωρεοδόχο σύζυγο, ζήτησε να του επιστρέψει την παροχή έπειτα από δικό της βαρύ παράπτωμα. Η δωρεά, είτε εκπληρώθηκε, είτε όχι, μπορεί να ανακληθεί για τους λόγους που αναφέρονται στον νόμο, καθώς και για άλλους λόγους, τους οποίους μπορούν να συμφωνήσουν τα μέρη στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων. Το δικαίωμα ανάκλησης συνδέεται στενά με το πρόσωπο του δωρητή και είναι αμεταβίβαστο, ακατάσχετο και ακληρονόμητο, μέχρι την άσκησή του από αυτόν. Οι κληρονόμοι και τα τέκνα του μπορούν να ανακαλέσουν τη δωρεά στις περιπτώσεις που προβλέπουν τα άρθρα 506-508 ΑΚ. Για να ασκηθεί επιτυχώς το δικαίωμα με την άτυπη, απευθυντέα και μονομερή δήλωση, θα πρέπει να αναφέρεται ρητώς ο λόγος ανάκλησης και να τεκμηριώνεται πλήρως με περιστατικά που δικαιολογούν τον συγκεκριμένο λόγο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και αν η δωρεά αφορά ακίνητο, η δήλωση (ανάκλησης) και πάλι είναι άτυπη, ενώ δύναται να ασκηθεί και καταψηφιστική αγωγή (904 ΑΚ) με την οποία θα ζητείται επιστροφή της δωρεάς και έτσι θα αποτελέσει προδικαστικό ζήτημα η συνδρομή ή όχι του λόγου ανάκλησης.

Σύμφωνα με τη θεωρία, αλλά και τη νομολογία, γίνονται δεκτοί πέντε λόγοι για να στοιχειοθετηθεί ανάκληση (505-508 ΑΚ): συγκεκριμένα, πρόκειται για την αχαριστία δωρεοδόχου, την αθέτηση υποχρέωσης διατροφής του δωρητή, τη θανάτωση του δωρητή ή την παρεμπόδιση του να ανακαλέσει τη δωρεά, την υπαίτια παράλειψη εκτέλεσης τρόπου, και την επιγέννηση τέκνου. Η παρούσα απόφαση του Αρείου Πάγου εστιάζει στην ανάκληση δωρεάς λόγω αχαριστίας εκ μέρους της δωρεοδόχου συζύγου. Κατά τη θεωρία, και βασιζόμενοι στο άρθρο 505 του Αστικού Κώδικα, ο δωρητής δικαιούται να προβεί σε ανάκληση της δωρεάς αν ο δωρεοδόχος έδειξε αχαριστία απέναντι στον δωρητή με βαρύ παράπτωμα που στρέφεται εναντίον του ίδιου ή στενού συγγενή του κ.λπ. και πολλώ δε μάλλον αν προέβη σε αθέτηση και παραβίαση της υποχρέωσής του να διατρέφει τον δωρητή. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει ο δωρεοδόχος να χαρακτηρίζεται από βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που να συνιστά παράβαση των κανόνων δικαίου ή των περί ηθικής και ευπρέπειας αντιλήψεων, οφειλόμενη δε σε υπαιτιότητά του και δυνάμενη να του καταλογισθεί. Θα πρέπει να προσβάλλεται η προσωπικότητα ή άμεσα αγαθά του δωρητή ή συγγενικού του προσώπου, σε σημείο που να φέρεται αχάριστα. Αχάριστα φέρεται κάποιος που έχει υποπέσει σε βαριά παραπτώματα και με τη συμπεριφορά του να γίνεται αισθητή η έλλειψη στον δωρεοδόχο συναισθήματος ευγνωμοσύνης. Παραδείγματα μέσα από τα οποία διακρίνεται αχαριστία, αποτελούν οι βαριές ύβρεις και οι απειλές στο πρόσωπο του δωρητή, η υπαίτια παράλειψη περίθαλψής του, η διάπραξη περιουσιακών αδικημάτων κατά του, η συκοφαντική δυσφήμιση, η πρόκληση σωματικών βλαβών και κυρίως η προσβλητική και καταφρονητική συμπεριφορά απέναντί του. Αξίζει να σημειωθεί πως αχαριστία στοιχειοθετείται και με την αδιαφορία του δωρεοδόχου στο πρόσωπο του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη από στοργή και περίθαλψη. Προκειμένου να κριθεί αν η συμπεριφορά του δωρεοδόχου συνιστά αχαριστία, το δικαστήριο θέτει υπόψιν του όλες τις συγκυρίες τη δεδομένη χρονική περίοδο, όπως η σχέση δωρητή-δωρεοδόχου, το κίνητρο δωρεάς, την αξία του αντικειμένου της δωρεάς. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, όπως συνέβη και με την προκειμένη απόφαση. Ο δικαστής συγκεκριμένα κρίνει το ζήτημα αν η καταδεικνύουσα συμπεριφορά αχαριστίας ή διαγωγή του δωρεοδόχου συνιστά βαρύ παράπτωμα και διαμορφώνει την εκτίμησή του λαμβάνοντας υπόψιν και τον βαθμό υπαιτιότητας του δωρεοδόχου αλλά και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή ή στενού συγγενικού του προσώπου. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, ο Άρειος Πάγος έκρινε πως η συμπεριφορά της δωρεοδόχου συζύγου στοιχειοθετούσε αχαριστία, γι’ αυτό και ο δωρητής σύζυγος προέβη σε ανάκληση της δωρεάς, του ποσού των 60.246,24€. Σαφέστατα, η σύζυγος με τη συμπεριφορά της οδηγούσε σταθερά προς την αποξένωση της μεταξύ τους σχέσης, ενώ του απέδιδε ενώπιον τρίτων χαρακτηρισμούς, με τους οποίους τον υποβίβαζε συνεχώς, όπως «τσιγκούνης», παρά το ότι ο ενάγων διέθετε ποσά για την φροντίδα και τη μόρφωση των παιδιών, αλλά και τη διαβίωση της οικογένειάς του. Στη συνέχεια τον χαρακτήριζε και «γαϊδούρι», «ελεεινό», «αλήτη», «πρόστυχο» και «ανήθικο». Πέρα από τους ανωτέρω χαρακτηρισμούς, ακόμα και με τις πράξεις της φαινόταν να εισχωρεί στην προσωπικότητά του και να την προσβάλλει. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το ότι του έκλεψε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, όταν παρέστη ανάγκη να επισκεφθεί ο ενάγων γιατρός ένα άρρωστο κοριτσάκι, ενώ, επίσης προφασιζόμενη ότι η διώροφη κατοικία τους βρισκόταν μακριά από το κέντρο της πόλης, αρνήθηκε να συγκατοικήσουν, παρά το γεγονός ότι ο σύζυγος είχε καταβάλει όλες τις απαιτούμενες δαπάνες για την ολοκλήρωση της οικοδομής. Τέλος, η αναιρεσείουσα δε δίστασε να προβεί και σε συκοφαντική δυσφήμιση προς το πρόσωπο του συζύγου της. Συγκεκριμένα, διέδιδε σε τρίτους πως «έχει πολλές φιλενάδες και πολύ περισσότερο την έπεφτε μέχρι και σε μικρότερα κοριτσάκια. Μάλιστα δε, σε μία περίπτωση πήγε να δώσει χρήματα στους γονείς ενός κοριτσιού για να μη μιλήσουν».

Βέβαια, όλοι οι ανωτέρω ισχυρισμοί και χαρακτηρισμοί εις βάρος του δωρητή απερρίφθησαν ως ουσία αβάσιμοι από το δικαστήριο, έπειτα από εκτίμηση αποδεικτικών μέσων και καταθέσεων μαρτύρων. Το δικαστήριο εν τέλει έκανε δεκτή την ανάκληση της δωρεάς, αφού στοιχειοθετούταν αχαριστία από την αναιρεσιούσα σύζυγο προς τον δωρητή σύζυγό της. Η ίδια στη συνέχεια επικαλέστηκε τη διάταξη του άρθρου 512 του Αστικού Κώδικα, με βάση την οποία δωρεά που γίνεται για λόγους ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος και ευπρέπειας δε δύναται να ανακληθεί. Δωρεά που γίνεται από λόγους ευπρέπειας είναι εκείνη που υπαγορεύεται από τις κοινωνικές υποχρεώσεις και στηρίζεται στις επιταγές της ηθικής. Πιο συγκεκριμένα, η ίδια παραιτήθηκε από το επάγγελμα της νοσηλεύτριας οικειοθελώς και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη φροντίδα και την ανατροφή των τέκνων της και γενικότερα του συζυγικού οίκου, ώστε να μπορεί ο σύζυγος να ασκεί ανεμπόδιστα το επάγγελμα του παιδιάτρου, το οποίο απαιτούσε πολύωρη απασχόληση, κάτι που της ήταν γνωστό ήδη από την τέλεση του γάμου. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ωστόσο απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την προβληθείσα ένσταση ότι η δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, καθώς οι ανωτέρω απασχολήσεις της αποτελούν κοινά αποδεκτή υποχρέωσή της στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσής της με τον σύζυγο, όπως επίσης και της διαβίωσής της και συντήρησης του οίκου τους. Η αποκλειστική ενασχόληση δηλαδή με τα του οίκου, τόσο κατά τη θεωρία όσο και κατά τη νομολογία, δεν θεωρείται ιδιαίτερο καθήκον, αλλά δύναται να γίνει από πολλές μητέρες προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις οικογενειακές υποχρεώσεις καθημερινά, από τη στιγμή που και δεν εργάζονται.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί πως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε σε αντίθετα συμπεράσματα και απέρριψε την αγωγή (του συζύγου) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, κατά παραδοχή ως βάσιμης της ένστασης της εναγομένης, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή ως βάσιμων των λόγων έφεσης. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, τελικώς απερρίφθη η αίτηση αναίρεσης, διετάχθη η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (2.700€), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔικ), όπως ορίζεται ειδικότερα στα διατακτικά.

Θεωρία και νομολογία συμφωνούν στο θέμα ανάκλησης της δωρεάς λόγω αχαριστίας και αυτό αναδεικνύεται και μέσα από άλλες αποφάσεις δικαστηρίων, που έχουν αποφανθεί παρόμοια. Για παράδειγμα, με την 35/2020 απόφαση του Α2 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου, έγινε δεκτό ότι η ανάκληση δωρεάς γίνεται δεκτή όταν ο δωρεοδόχος έχει εξέλθει από την παθητική κατάσταση της ευγνωμοσύνης και έχει προβεί έναντι του δωρητή σε ενέργειες ένοχες που συνιστούν βαρύ παράπτωμα έναντι αυτού ή κοντινών του προσώπων, η αντικοινωνική δε συμπεριφορά ή διεξαγωγή του προσβάλλει άμεσα αγαθά του, ώστε να μαρτυρεί έναντι αυτού την αχαριστία. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η εναγόμενη υπέπεσε σε βαρύ παράπτωμα και δη υπέδειξε αχαριστία με τη μορφή της υπαίτιας αδιαφορίας για την τύχη του αρχικώς ενάγοντα δωρητή, όταν ο τελευταίος είχε ανάγκη εκδηλώσεων αγάπης και ενδιαφέροντος, ένεκα της προεκτεθείσας ψυχοσωματικής του κατάστασης, λόγω γήρατος και ασθένειας, η δε στάση της υπήρξε επίμεμπτη ως συνιστώσα παράβαση των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, ώστε να στοιχειοθετείται η κατά την έννοια του νόμου αχαριστία που δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς. Το εφετείο υποχρέωσε την εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα να επαναμεταβιβάσει το δωρηθέν ακίνητο στην αναιρεσίβλητη, ως εκ διαθήκης κληρονόμο του αρχικώς ενάγοντος δωρητή. Άλλο παράδειγμα, που αξίζει να αναφερθεί και έρχεται να επιβεβαιώσει όλα όσα προαναφέρθηκαν, είναι και η απόφαση 450/2018 του Εφετείου Πειραιώς. Εν προκειμένω, η αρχικώς ενάγουσα, εξέθετε στην αγωγή της ότι το έτος 1993 προέβη σε δωρεές συνολικού ποσού ¾ εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του περιγραφόμενου ακινήτου της προς τον εναγόμενο, που αποτελεί εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, χωρίς να έχει ιδιαίτερη ηθική υποχρέωση, λαμβάνοντας τη διαβεβαίωση του τότε Μητροπολίτη των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Αρμενίων ως εκπροσώπου του, ότι θα ήταν στη διάθεσή της οτιδήποτε χρειαζόταν στο μέλλον. Ωστόσο, όταν το Νοέμβριο του 2010, μετά από χειρουργική επέμβαση στο ισχύο, στην οποία υποβλήθηκε, φιλοξενήθηκε πράγματι στο γηροκομείο του, ο εναγόμενος φάνηκε αχάριστος απέναντί της με βαρύ του παράπτωμα, συνιστάμενο στην αδιαφορία του προς το πρόσωπό της και την έναντι αυτής προσβλητική και εξευτελιστική συμπεριφορά του προσωπικού του γηροκομείου. Ακολούθως, ζήτησε να ανακληθούν οι επίδικες δωρεές και να επανέλθει σε αυτή η ψιλή κυριότητα του ακινήτου, παρ’ όλο που το τελευταίο δεν γίνεται αυτοδικαίως με την ανάκληση, αλλά αναζητείται ενοχικώς με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αλλά και με την απόφαση με αριθμό 1719/2009 του Γ΄ πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου, το δικαστήριο απεφάνθη αναλόγως. Πιο συγκεκριμένα, ο δωρητής πατριός της αναιρεσίβλητης και η σύζυγός του περιέβαλαν με αγάπη και στοργή από τα πρώτα βήματα της ζωής της την αναιρεσίβλητη και μέχρι της αποχώρησής της από την οικογενειακή τους εστία και ο ίδιος παρείχε τα αναγκαία χρηματικά ποσά για να εγγραφεί σε ιδιωτικά σχολεία, να μάθει ξένες γλώσσες, να εγγραφεί στη Γαλλική Ακαδημία και στη συνέχεια της προσέφερε τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους για αγορά αυτοκινήτου και ταξίδια στο εξωτερικό. Το αποκορύφωμα ήταν ότι ο πατριός δωρητής προχωρά στη μεταβίβαση ενός ακινήτου κατά ψιλή κυριότητα. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα, αφότου ολοκληρώθηκαν οι ανωτέρω δωρεές, η αναιρεσίβλητη απέστειλε στον αναιρεσείοντα και τη μητέρα της εξώδικη δήλωση στην οποία διατύπωνε οξεία κριτική για την αθέτηση της υποσχέσεως αυτού και της συζύγου του και λόγω αυτού στη συνέχεια υπέβαλε κατ’ αυτών μήνυση για υπεξαίρεση του εισπραχθέντος τιμήματος, ενώ με αγωγή της ζητούσε χρηματική ικανοποίηση. Η συμπεριφορά της δωρεοδόχου συνιστά προδήλως βαρύ παράπτωμα και αχαριστία, αφού όχι μόνο φάνηκε να μην εκτιμά τα όσα της προσέφεραν ο πατριός και η μητέρα της, αλλά πολύ περισσότερο φάνηκε εκδικητική προς αυτούς. Η συμπεριφορά της αυτή δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς του πατριού, όπως και έγινε δεκτή από τον Άρειο Πάγο.


Συμπέρασμα


Εν κατακλείδι και βασιζόμενοι σε όλα όσα αναλύθηκαν παραπάνω, σωστά αποφάσισε ο Άρειος Πάγος στην υπόθεση με αριθμό 85/2020 και ανακλήθηκε η δωρεά. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε και στηριζόμενοι στο άρθρο 505 του Αστικού Κώδικα, η δωρεά δύναται να ανακληθεί αφ’ ής στιγμής ο δωρεοδόχος δεν εκτιμά την προσφορά και πολλώ δε μάλλον αποδίδει αχαριστία με τη συμπεριφορά του στο δωρητή. Να τονίσουμε πως η αχαριστία είναι ένας από τους λόγους ανάκλησης δωρεάς που προβλέπονται ρητά μέσω νόμου, ενώ μπορεί να υπάρξουν και περισσότεροι στα πλαίσια ελευθερίας των συμβάσεων μεταξύ των δύο μερών. Πράγματι, όταν η δωρεά γίνεται για λόγους ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος η ευπρέπειας, απαγορεύεται σύμφωνα με το 512 ΑΚ η ανάκλησή της. Ωστόσο, θα πρέπει να ερευνάται διεξοδικά πότε υφίσταται αυτή η περίπτωση και εν προκειμένω δεν υπήρχε, καθώς η πρώην σύζυγος ενήργησε απλώς στα πλαίσια των συζυγικών υποχρεώσεών της, που αφορούν τα του οίκου και των τέκνων.





Βιβλιογραφία


Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλας, 2014, σελ. 27-30, 36-39.


Α2 Πολ. Τμήμα ΑΠ 35/2020


Γ Πολ. Τμήμα ΑΠ 1719/2009


ΕφΠειρ 450/2018




Πέννυ Τσάτσαρη, Νομική Σχολή – Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 4ο έτος φοίτησης, μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων, The law Project.

88 views0 comments
bottom of page