Της Παπαστράτη Μαρίας Χρύσας
Η Δικαστική ακρόαση τέκνου επί διαφορών γονικής μέριμνας
και ο νέος Κανονισμός 1111/2019
(ΜονΠρΑγρ 10/2020)
Μήπως η µη ακρόαση του τέκνου επί διαφορών γονικής µέριµνας οδηγεί στην απώλεια της παιδοκεντρικής χρειάς του συστήµατος; Πότε ένα παιδί θεωρείται αρκετά ώριµο ώστε να κρίνει τις ενδοοικογενειακές καταστάσεις;
Στοιχειοθετείται υποχρέωση των δικαστηρίων να λάβουν υπόψιν την οπτική των τέκνων;
Δύναται να καλύψει τα νοµικά κωλύµατα ο νέους Κανονισµός 1111/2019;
Περίληψη Απόφασης Εντός του πλαισίου της παρούσας µελέτης σχολιάζεται η απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου 10/2020 περί αίτησης αναγνώρισης ισχύος και εκετελεστότητας αλλοδαπής απόφασης, επί διαφορών γονικής µέριµνας. Από την ως άνω υπόθεση αναδύονται ζητήµατα που ανάγονται στο πεδίο εφαρµογής τόσο του ισχύοντος Ευρωπαϊκού Κανονισµού 2201/2003 περί αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε γαµικές διαφορές και διαφορές γονικής µέριµνας, όσο και του νέου αναθεωρηµένου 1111/2019, σχετικά µε το δικαίωµα δικαστικής ακρόασης του τέκνου και τα όρια που το περιφρουρούν. Η αναβολή της έκδοσης οριστικής απόφασης και η διαταγή επανάληψης της συζήτησης, σηµατοδοτούν το προστατευτικό πνεύµα που διακατέχει το Δικαστήριο προς αναζήτηση και υπεράσπιση των βέλτιστων συµφερόντων των τέκνων. Πραγµατικά Περιστατικά Την 9η Οκτωβρίου 2019 συνεδρίασε το Μονοµελές Πρωτοδικείο Αγρινίου προκειµένου να επιδικάσει, στα πλαίσια της διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, υπόθεση αναγνώρισης ισχύος και κήρυξης εκτελεστότητας αλλοδαπής απόφασης επί γαµικών διαφορών και διαφορών γονικής µέριµνας. Ειδικότερα, τον Νοέµβριο του 2018 λύεται ο γάµος που είχε συναφθεί µεταξύ του Β, κατοίκου Βελγίου και της Σ, κατοίκου Ελλάδος, από τον οποίο είχαν προέλθει δύο τέκνα, ηλικίας τότε τεσσάρων και έξι ετών. Με απόφαση που εξεδώθη από το Πρωτοδικείο του Λιµβούργου, πέραν της λύσης του γάµου προβλέφθηκε µεταξύ άλλων και η ανάθεση της γονικής µέριµνας και κατ’ επέκταση του δικαιώµατος επιµέλειας, εκάστου ανηλίκου τέκνου στον κάθε γονέα αντίστοιχα. Κατόπιν, ο Β ασκεί το 2019 αίτηση στο Μονοµελές Πρωτοδικείο Αγρινίου, ισχυριζόµενος πως παρά τις επαναλαµβανόµενες προσπάθειες του να το παραλάβει, η Σ κρατεί παρανόµως το άρρεν τέκνο, του οποίου η γονική µέριµνα ανατέθηκε στον πατέρα. Με την µόλις αναφερθείσα αίτηση ο Β εκπροσωπώντας και το ανήλικο τέκνο του, ζητεί την αναγνώριση και την κύρηξη ως εκτελεστής τόσο της βελγικής απόφασης στο σύνολο της, όσο και ειδικότερα της διάταξης περί διαταγής επιστροφής του τέκνου στον ίδιο. Επιπρόσθετα ζητεί επικουρικώς την αναγνώριση της εκτελεστότητας της ως άνω απόφασης επί τη βάσει των πιστοποιητικών των άρθρων 53 και 39 του Ευρωπαικού Κανονισµού 2201/2003. Το Δικαστήριο έκρινε ως νόµιµατα αιτήµατα του Β, πλην του επικουρικού το οποίο απορρίφθηκε καθώς έβρισκε επικαλούµενο έρεισµα σε εσφαλµένη προϋπόθεση. Ακόµη, έγινε λόγος για το δικαίωµα δικαστικής ακρόασης, το οποίο φαίνεται να µη παραχώρησε το Δικαστήριο στα τέκνα, δηµιουργώντας ενδεχόµενα στοιχειοθέτησης λόγου µη αναγνώρισης της απόφασης, ζήτηµα εξαιρετικού θεωρητικού, αλλά και πρακτικού ενδιαφέροντος. Αξιοσηµείωτο εδώ, είναι πως από την βελγική απόφαση προκύπτει πως η υπόθεση αυτή καθ’ αυτήέχει εισαχθεί και στα ελληνικά δικαστήρια, κατόπιν αίτησης ασφαλιστικών µέτρων των πρώην συζύγων, η απόφαση της οποίας ανέθεσε την προσωρινή άσκηση της γονικής µέριµνας και των δυο τέκνων, στην µητέρα, Σ. Το κώλυµα που εµφανίζεται εδώ και που πρέπει να διερευνηθείπερεταίρω από το Δικαστήριο σχετίζεται µε την ηµεροµηνία έκδοσης της ως άνω απόφασης, η οποία λογίζεται πως εξεδώθη µετά την 5η Αυγούστου 2019, ήτοι µεταγενέστερα από την έκδοση της βελγικής απόφασης. Αν κριθεί πως τα ανωτέρω έλαβαν χώρα κατ’ αυτόν τον τρόπο, τότε θα γίνει λόγος για ασυµβίβαστο µεταξύ των αποφάσεων. Έτσι, το Μονοµελές Πρωτοδικείο Αγρινίου αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης και προχωρεί σε επανάληψη της συζήτησης Διατακτικό της Απόφασης «Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο ... αναβάλλει κατά τα λοιπά, την έκδοση οριστικής απόφασης ... διατάσσει την επανάληψη της συζήτησής της υπό κρίση αίτησης, προκειµένου να προσκοµισθεί από τον πρώτο αιτούντα πιστοποιητικό της Γραµµατείας του Πρωτοδικείου Αγρινίου, από το οποίο να προκύπτει αν έχει κατατεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αγωγή της...του...και της...κατά του...του ...και της ... µε αντικείµενο την οριστική ανάθεσητης επιµέλειας των ανηλίκων τέκνων τους σε αυτήν, σε καταφατική δε περίπτωση αν έχει εκδοθεί απόφαση επ’ αυτής και αν έχει καταστεί τελεσίδικη προκειµένου το Δικαστήριο τούτο να αποφανθείγια τα αναφερόµενα στο σκεπτικότης παρούσας ζητήµατα.» ΑνάλυσηΝοµικών Ζητηµάτων Α. Κωλύµατα αναγνώρισης αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων Στο άρθρο 23 του Ευρωπαϊκού Κανονισµού 2201/2003 ορίζονται οι λόγοι µη αναγνώρισης αποφάσεων που αφορούν την γονική µέριµνα. Στα πλαίσια της υπόθεσης που µελετάµε θα µας απασχολήσει ο υπ’ αριθµόν β’ λόγος µη αναγνώρισης, περί παραβίασης του θεµελιώδους δικαιώµατος δικαστικής ακρόασης του τέκνου. I. Δικαστική ακρόαση τέκνου Η ανάγκη για άµεση προστασία των βέλτιστων συµφερόντων των τέκνων, σε περιπτώσεις όπου προκύπτουν ζητήµατα γονικής µέριµνας χάριν γαµικών διαφορών έχει οδηγήσει στην κατοχύρωση του δικαιώµατος δικαστικής ακρόασης των τέκνων από το αρµόδιο δικαστήριο, σε πλήθος θεµελιωδών νοµικών χαρτών. Ειδικότερα προβλέπεται µεταξύ άλλων, στο άρθρο 23 παράγραφος 2 εδάφιοβ της Σύµβασης της Χάγης 1996, στο άρθρο 12 της Σύµβασης των Ηνωµένων Εθνών για τα Δικαιώµατα του Παιδιού 1989, στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του ΕλληνικούΣυντάγµατος, στο άρθρο6 παράγραφος 1 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και στο άρθρο 3 εδάφια α και β της Ευρωπαϊκής Σύµβασης άσκησης δικαιωµάτων των παιδιών. Πρόκειται για ένα δικαίωµα δικαιοδοτικής φύσεως, η σύσταση του οποίου προαπαιτεί ουσιαστικά συµφέροντα ή δικαιώµατα, δεν τα δηµιουργεί. Αναφορικά µε το αν και κατά πόσον το δικαστήριο υποχρεούται να συµπεριλάβει στην απόφαση του την γνώµη του τέκνου, έχει δηµιουργηθεί διχογνωµία, καθώς δεν ορίζεται ρητώς και µε πλήρη απολυτότητα σε κάποιο εκ των ευρωπαϊκών ή διεθνών νοµικών κειµένων η συγκεκριµένη δικαστηριακή υποχρέωση, αφήνοντας έτσι περιθώρια ποικίλων ερµηνειών και δίνοντας χώρο στα εκάστοτε forum να ακολουθήσουν την οδό που διέπει το εσωτερικό τους δίκαιο. Ωστόσο, µέσα από τα νοµολογιακά µας δεδοµένα, κατά κόρων παρατηρείται πως αν το δικαστήριο προβεί σε ενεργοποίηση του δικαιώµατος δικαστικής ακρόασης των τέκνων, έπειτα οφείλει και να συµπεριλάβει την γνώµη του στην λήψη της απόφασής του. Στοιχειοθετεί όµως η ακρόαση του τέκνου κανόνα αναγκαστικού δικαίου ή ανάγεται στην πλήρη ευχέρεια του δικαστηρίου; Προς απάντηση αυτού του κοµβικού, θα έλεγε κανείς, ερωτήµατος, θα πρέπει να τονισθείπως τα θεµελιώδη κριτήρια για την παραχώρηση εκ µέρους του δικαστηρίου της άσκησης αυτού του δικαιώµατος, βρίσκουν έρεισµα στην ηλικία και την ωριµότητα του τέκνου. Είναι θαρρώ εύλογο, πως η κρίση περί της ωριµότητας ενός παιδιού συνίσταται σε ένα συνοθύλευµα παραγόντων διαφορετικής µεταξύτους φύσεως. Συνεπώς δεν υπάρχει κάποια διάταξη-οδηγός που να απαρριθµεί τα στοιχεία που ορίζουν το συγκεκριµένο ζήτηµακαι κατ’ επέκταση αυτό κρίνεται ad hoc από το εκάστοτε δικαστήριο και το γενικότερο πνεύµα που διακατέχει το αντίστοιχο εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας θα µπορούσε να υποστηριχθεί πως κατάλληλη ηλικία για δικαστή ακρόαση, κρίνεται κατά µέσο όρο αυτή των πέντε ετών και άνω, όπου το µεν τέκνο βρίσκεται σε θέση να αντιληφθεί αρκετές από τις γύρω του καταστάσεις και ο δε δικαστής (ή ψυχολόγος ή κοινωνικός λειτουργός) να εντοπίσει την πραγµατική ενδοοικογενειακή κατάσταση και τυχόν χειραγώγηση από την πλευρά των γονέων προκειµένου να κερδίσουν την εύνοια του δικαστηρίου και να αποφανθεί υπέρ τους. Αντιστοίχως, η ωριµότητα κατά κανόνα βρίσκει αναλογική αύξηση µε αυτήν της ηλικίας και θεωρητικά συµβαδίζουν, ωστόσο πληθώρα εξωτερικών παραγόντων µπορεί να συνδράµουν και να καθιστούν νοµικά ανώριµο τέκνο ακόµη και ηλικίας δεκατεσσάρων ετών. Συνεπώς και αυτό θα πρέπει να κριθεί από τις εκάστοτε περιστάσεις και συνθήκες της υπόθεσης. Σε κάθε περίπτωση ενιαία διεθνής ή ευρωπαϊκή ρύθµιση φαίνεται αδύνατο να υπάρξει, βάσει των τωρινών δεδοµένων, καθώς υπάρχει µεγάλη απόκλιση στα ηλικιακά κριτήρια µεταξύ των κρατών µελών. Παραδείγµατος χάριν, στην Γερµανία υιοθετείται το νοµικό-κοινωνικό πλαίσιο, σύµφωνα µε το οποίο, τα παιδιά είναι «ικανά» να ακουστούν στο δικαστήριο από την ηλικία µόλις των τριών ετών, γεγονός που σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ηχεί ως λανθασµένο και µη αξιόπιστο στοιχείο για το δικαστήριο. Όπως ορίζεται από το άρθρο23 του Κανονισµού 2201/2003 αν δεν δοθεί στα τέκνα η δυνατότητα ακρόασης τους, τότε θεµελιώνεται λόγοςµη αναγνώρισης της απόφασης στο κράτος υποδοχής. Στην υπόθεση µας, κεντρικό ζήτηµα της αίτησης του Β στο Μονοµελές Πρωτοδικείο Αγρινίου, είναι η αναγνώριση της απόφασης που εξεδώθη από τα βελγικά δικαστήρια, στην Ελλάδα. Από το κείµενο της απόφασης παρατηρείτο πως το Δικαστήριο, ουδέποτε έδωσε στα τέκνα των Β και Σ το δικαίωµα ακρόασης τους, ισχυριζόµενο πως παραταύτα δεν συνίσταται λόγος µη αναγνώρισης της απόφασης, καθόσον δεν πληρούνται τα κριτήρια της κατάλληλης ωριµότητας και ηλικίας τους. Ωστόσο σε αυτό το σηµείο κρίνεται απαραίτητο να ειπωθεί πως κατά τον χρόνο έναρξης του δικαστικού αγώνα, τα τέκνα βρίσκονταν στην ηλικία των πέντε και επτά ετών αντίστοιχα, γεγονός που συνεπάγεται, κατά την γνώµη µου, το απαράδεκτο της δικαστηριακής θεµελίωσης επί του ζητήµατος, καθώς κρίνονται κατάλληλα να ακουστούν, τόσο ηλικιακά, όσο και από την σκοπιά της ωριµότητας, αφού δεν σηµειώνεται κανένα σχετικό µε αυτή κώλυµα στα δεδοµένα της υπόθεσης. Προς επίρρωση των µόλις αναφερθέντων, σηµειώνεται, πως το άρθρο 12 της Σύµβασης για τα Δικαιώµατα των Παιδιών του 1989 ορίζει τα εξής : «1.Τα Συµβαλλόµενα Κράτη εγγυώνται στο παιδίπου έχει ικανότητα διάκρισης το δικαίωµα ελεύθερης έκφρασης της γνώµης του σχετικά µε οποιοδήποτε θέµα που το αφορά, λαµβάνοντας υπόψη τις απόψεις του παιδιού ανάλογαµε την ηλικίατου και µε το βαθµό της ωριµότητάς του. 2. Για το σκοπό αυτόν θα πρέπει ιδίως να δίνεται στο παιδί η δυνατότητα να ακούγεται σε οποιαδή - ποτε διοικητική ή δικαστική διαδικασία που το αφορά,είτε άµεσα είτε µέσω ενός εκπροσώπου ή ενός αρµοδίου οργανισµού, κατά τρόπο συµβατό µε τους διαδικαστικούς κανόνες της εθνικής νοµοθεσίας.» Κάνοντας γραµµατική ερµηνεία της δεύτερης παραγράφου, θα µπορούσε να υποστηριχθεί πως η φράση «θα πρέπει», εισάγει κανόνα αναγκαστικού δικαίου και κατά συνέπεια υποχρεώνει το εκάστοτε δικαστήριο να προβαίνει σε ακρόαση των τέκνων. Άρα, βάσει αυτού, αλλά και συνδυαστικά, όσων παρατέθηκαν αναφορικά µε τα ηλικιακά κριτήρια και τα δεδοµένα τηςυπόθεσης , συνάγεται το συµπέρασµα πως το δικαστήριο παρανόµως δεν προέβει σε δικαστική ακρόαση, αν όχι και των δύο, τουλάχιστον του ενός τέκνου και εποµένως συντρέχει λόγος µη αναγνώρισης της βελγικής απόφασης στην Ελλάδα, δεδοµένου ότι συντρέχει φανερή και σαφής παραβίαση των θεµελιωδών δικαιωµάτων των παιδιών, προς έκφραση, γνώµη και σκέψη αναφορικά µε τις ενδοοικογενειακές καταστάσεις, η µη προσµέτρηση των οποίων στην τελική απόφαση του δικαστηρίου δύναται να προξενήσει σηµαντικές βλάβες, αν η επιµέλειαδοθεί στα «λάθος» άτοµα.
Τέλος, λόγω του ότι οι ισχύοντες κανόνες αποπνέουν ένα αίσθηµα ευελιξίας ως προς την δυνατότητα άρνησης αναγνώρισης απόφασης και κήρυξης εκτελεστότητας, το οποίο προσδίδει µεγάλη ευχέρεια στα κράτη µέλη, τα τελευταία µπορούν να προβούν σε µη αναγνώριση ακόµη κι αν χαρακτηρίζονται από αυστηρότερα νοµικά πρότυπα, συγκριτικά µε αυτά που ακολουθήθηκαν για την δικαστική ακρόαση του τέκνου, από το κράτος προέλευσης. Εποµένως, έκδοση απόφασης επί διαφορών από γονική µέριµνα, που στερείτο παραχώρηση εκ µέρους του δικαστηρίου της δυνατότητας έκφρασης, της άποψης και των σκέψεων του τέκνου, συνιστά τροχοπέδη στον µηχανισµό προστασίας των ύψιστων συµφερόντων του παιδιού, καθώς εγκυµονεί ο κίνδυνος να µην ληφθούναυτά υπόψιν.
ΙΙ. Νέος Κανονισµός1111/2019 Με την εισαγωγή του νέου Κανονισµού 1111/2019 περί γαµικών διαφορών και διαφορών γονικής µέριµνας,ο οποίος θα τεθεί σε ισχύ τον Αύγουστοτου 2022, πέφτουν στο τραπέζινέα δεδοµένα, τα οποία φαίνεται να επιλύουν, τόσο το ζήτηµα του αν υπάρχει ουσιαστική και αναγκαστική υποχρέωση του δικαστηρίου για προσµέτρηση των όσων προέκυψαν µέσα από την δικαστική ακρόαση τέκνου, όσο το σε τι βαθµό και αν, συνιστά η τελευταία λόγο άρνησης αναγνώρισης απόφασης σε αλλοδαπό κράτος µέλος, όταν έχει διεκπεραιωθεί κατά τρόπο πολύ διαφορετικό από αυτόν που ακολουθείται στο κράτος υποδοχής. Ειδικότερα, µε το άρθρο 21 του Κανονισµού 1111/2019 ορίζονται τα εξής « 1. Κατά την άσκηση της διεθνούς τους δικαιοδοσίας βάσει του τµήµατος 2 του παρόντος κεφαλαίου, τα δικαστήρια των κρατών µελών παρέχουν, σύµφωνα µε την εθνική νοµοθεσία και διαδικασία, στο παιδί που είναι σε θέση να διαµορφώσει ιδία άποψη την πραγµατική και ουσιαστική δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του, είτε άµεσα είτε µέσω εκπροσώπου ή κατάλληλης οργάνωσης. 2. Όταν το δικαστήριο, σύµφωνα µε την εθνική νοµοθεσία και διαδικασία, παρέχει σε ένα παιδί τη δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του σύµφωνα µε το παρόν άρθρο, το δικαστήριο λαµβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του παιδιού ανάλογαµε την ηλικία του και την ωριµότητάτου». Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι, εφόσον η µέθοδος ακρόασης δίνεται αποκλειστικά στο δικαστήριο προέλευσης, το δικαστήριο υποδοχής δεν έχει το δικαίωµα να κρίνει ή να πράξει διαφορετικά επί του θέµατος και κατά συνέπειαδεν δύναται να αρνηθεί την αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης επί τη βάσει αυτού του ισχυρισµού. Σε ό,τι αφορά το ερώτηµα, αν το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψιν του όσα ανακύψουν από την ακρόαση του τέκνου, η απάντηση φαίνεται να είναι καταφατική, αφού πλέον ορίζεται πως αν και εφόσον ακουστεί το τέκνο, τότε το δικαστήριο δεν µπορεί να πράξειάλλως από το να συνυπολογίσει κατά το δέον την άποψη του παιδιού. III. Συµπεράσµατα Ο σχολιασµός της υπόθεσης 10/2020 του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, µας έδωσε τροφή για σκέψη, καθώς έθιξε το ζήτηµα της δικαστικής ακρόασης τέκνου. Αρχικά, οποιαδήποτε υπόθεση εµπεριέχει ως υποκείµενα δικαίου ανήλικα τέκνα,αποκτά αυτοµάτως µια ευαίσθητη και εύθραυστη χροιά υποκειµενικής νοµικής πραγµατικότητας, αφού προτεραιότητα οφείλει να έχει πλέον η προστασία των συµφερόντων και η εξασφάλιση των δικαιωµάτων τους, ειδάλλως δύνανται να επέλθουν καταστροφικές συνέπειες. Προκειµένου λοιπόν να µπορεί να διατηρηθεί αυτή η υποκειµενικότητα ενώπιον τέτοιων υποθέσεων, χρήζει ευελιξίας κάθε σχετικό νοµικό πλαίσιο, εφόσον κάθε κατάσταση είναι πλήρως διαφορετική και συναπαρτίζεται από πληθώρα παραγόντων. Όµως, αυτό θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από την σχετικότητα του µέτρου, ήτοι να υπάρχει µια κατευθυντήρια κοινή για όλα τα κράτη µέλη γραµµή, άλλως αν δίνεται απόλυτη εξουσία στο εκάστοτε κράτος µέλος να διενεργεί την δικαστική ακρόαση τέκνου µη λαµβάνοντας υπόψιν και τα ενιαία ευρωπαϊκά πρότυπα που διέπουν την ένωση και το σύνολο των κρατών µελών, τότε κινδυνεύει να επέλθει αλλοίωση της νοµικής κουλτούρας των κρατών υποδοχής κατά την εκτέλεση και αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης επί διαφορών γονικής µέριµνας, καθώς επίσης και το πνεύµατης απόφασης θα τείνει να προσκρούει στην έως τώρα εσωτερική κοινωνική πρακτική του κάθε κράτους σχετικά µε το κόστος των συνεπειών που θα ορίζει αλλά θα υπάρχει και έντονος κίνδυνος µη αναγνώρισης. Ορθότερη φαίνεται να είναι η ρύθµιση που εισάγεται µε τον νέο ευρωπαϊκό κανονισµό 1111/2019, σύµφωνα µε την οποία η µέθοδος δικαστικής ακρόασης του τέκνου του δικαστηρίου του κράτους προέλευσης, δεν θα είναι κατακριτέα από το κράτος υποδοχήςκαι δεν θα θεµελιώνει λόγο µη αναγνώρισης της απόφασης, ενώ παράλληλα θα ακολουθεί ενιαία στοιχειώδηπολιτική διενέργειας. Αναφορικά µε το αν τα δικαστήρια υποχρεούνται να προβαίνουν σε ακρόαση των τέκνων, οι γνώµες µεταξύ θεωρίας και νοµολογίας ποικίλουν, γεγονός που βρίσκει έρεισµα στην ευελιξία ερµηνείας τόσο του κανονισµού που µελετάµε, όσο και των λοιπών σχετικών νοµοθετηµάτων. Κατά την γνώµη µας, ανεξάρτητα µε το τι πράγµατι ακολουθείται, τείνουµε να πιστεύουµε πως η συνδυαστική ερµηνεία των σχετικών µε την δικαστική ακρόαση τέκνου διατάξεων, στοιχειοθετεί κανόνα αναγκαστικού δικαίου και κατ’ επέκταση βασική υποχρέωση του δικαστηρίου για την ορθότερη και πιο οµαλή έκβαση της υπόθεσης (λαµβάνονταςυπόψιν µόνον το κοινώς αποδεκτό ηλικιακό κριτήριο πχ άνω των 4 ή 5 ετών). Αν λοιπόν µε τον νέο κανονισµό γίνει δεκτός ο ισχυρισµός περί υποχρέωσης του δικαστηρίου, σε συνδυασµό µε το ότι στην υπόθεση µας φαίνεται να πληρούνται και τα κριτήρια ηλικίας και ωριµότητας, η έκβαση θα µπορούσε να είναι εντελώς διαφορετική και το δικαστήριο να µην δεχθεί επί τη βάσει του απαράδεκτου της µη ακρόασης την αναγνώρισης εν όλων της βελγικής απόφασης. Εν κατακλείδι, µε την ένταξητης ισχύος του νέου ευρωπαϊκού Κανονισµού 1111/2019 θα επέλθει η επίλυση αυτώντων κρίσιµων ζητηµάτων και ελπιδοφόρα πιστεύουµε πως θα επιτευχθεί η εξασφάλιση και η προστασία του βέλτιστου συµφέροντος των τελών.
Βιβλιογραφία
Π. Αρβανιτάκης/Ε. Βασιλακάκης/Π. Γιαννόπουλος, Κανονισµός (ΕΚ) 2201/2003 [Κανονισµός Βρυξέλλες ΙΙα, τόµ. 1, 2016, εκδόσεις Π.Ν Σάκκουλα
Δεληκωστόπουλος Ι.Στ. Ελληνική Δικαιοσύνη τεύχος 4 και 5 2021,εκδόσεις Π.Ν Σάκκουλα
Παπαστράτη Μαρία Χρύσα,
Νοµική ΑθηνώνΕΚΠΑ, Τέταρτο (4ο) έτος
Μέλος της οµάδας σχολιασµού δικαστικών αποφάσεων του τοµέα αστικού
δικαίου του The LawProject
Comments