Της Σοφίας Ανθοπούλου
Διεκδικητική αγωγή ακινήτου και ένσταση ιδίας κυριότητας βάσει τακτικής χρησικτησίας
ΕιρΚερ 45/2021
Αποσπάσματα Απόφασης
«…Διεκδικητική αγωγή ακινήτου…Στοιχεία ορισμένου διεκδικητικής αγωγής ακινήτου ή αναγνωριστικής της κυριότητας του αγωγής ιδίως επί κτήσεως κυριότητας του ενάγοντος διά παράγωγου τρόπου… η έκθεση του τρόπου θεμελίωσης κυριότητας του δικαιοπαρόχου αυτού δεν απαιτείται παρά μόνο αν αμφισβητηθεί από τον εναγόμενο…Αίτημα διεκδικητικής αγωγής…Ισχυρισμός ιδίας κυριότητας του εναγόμενου. Πότε συνιστά δικαιοκωλυτική της αγωγής ένσταση ή άρνηση αυτής. Προϋποθέσεις μεταβίβασης κυριότητας επί ακινήτου κατ’ άρθρο 1033 ΑΚ και θεμελίωσης κυριότητας επί αυτού διά τακτικής άλλως εκτάκτου χρησικτησίας αντίστοιχα…υλικές πράξεις που συνιστούν άσκηση νομής και περιπτώσεις νόμιμων τίτλων ως στοιχείων τακτικής χρησικτησίας επί ακινήτου…έννοια ποιοτικής αοριστίας αγωγής… καταχρηστική άσκηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ…Πότε συντρέχει κατά την άσκηση διεκδικητικής ή αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου…μόνη η μακρά αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμα του δεν αρκεί προς τούτο…Από τις αποδείξεις προέκυψε πως ο εναγόμενος κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου βάσει τακτικής χρησικτησίας. Απορρίπτει αγωγή…»
Περίληψη απόφασης
Στην παρούσα απόφαση υπ’ αριθμόν 45/2021 του Ειρηνοδικείου Κέρκυρας, εξετασθείσα κατά την τακτική διαδικασία, κρίνεται υπόθεση διεκδικητικής αγωγής ακίνητου και συγκεκριμένα αγροτεμαχίου εκτάσεως 199,97 τ.μ., το οποίο βρίσκεται σε ορισμένη περιοχή του Δήμου Κέρκυρας και βάσει αυτής εγείρεται πληθώρα νομικών ζητημάτων, τόσο ουσιαστικού όσο και δικονομικού δικαίου, τα οποία συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης και θα αναλυθούν στη συνέχεια.
Συγκεκριμένα, με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι έχει την πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του εν λόγω ακινήτου, την οποία απέκτησε με τρόπο παράγωγο τον Σεπτέμβριο του 1989 από τον πατέρα της δυνάμει γονικής παροχής και έκτοτε το νέμεται αδιαλείπτως, ειρηνικά και αδιαφιλονίκητα καθώς το φροντίζει, είτε αυτοπροσώπως είτε με βοηθούς νομής, το εκμεταλλεύεται και το δηλώνει στην περιουσιακή της κατάσταση πληρώνοντας και το ανάλογο Ε. Ν.Φ.Ι.Α· τα παραπάνω, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, την καθιστούν κυρία του ακινήτου και με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας, ανεξάρτητα, δηλαδή, από την εγκυρότητα ή μη της γονικής παροχής. Συνεχίζοντας, η ενάγουσα εκθέτει ότι επί αρκετά χρόνια και έως το 2010 εκμίσθωνε το εν λόγω ακίνητο στον αποβιώσαντα θείο του εναγόμενου επικαλούμενη και τα αντίστοιχα μισθωτήρια συμφωνητικά, ενώ έκτοτε δεν επακολούθησε άλλη συμφωνία νέας μίσθωσης ή παράτασης της προηγούμενης. Παρά την έλλειψη αυτών, όπως υποστηρίζει η ίδια, τόσο ο εναγόμενος όσο και ο αποβιώσας θείος του χρησιμοποιούσαν επανειλημμένα παράνομα και ενάντια στη βούλησή της το ακίνητο χωρίς να καταβάλλουν κάποιο μίσθωμα ή αντίτιμο, γεγονός που την ώθησε στο να κοινοποιήσει στον δεύτερο εξώδικη δήλωση το 2014, με την οποία τον καλούσε να αποχωρήσει από την παρανόμως καταληφθείσα ιδιοκτησία της αφαιρώντας και όλες τις κατασκευές που εκείνος είχε δημιουργήσει. Μετά τον θάνατο του τελευταίου, ο ανιψιός του και εδώ ο εναγόμενος συνέχισε να χρησιμοποιεί παράνομα το ακίνητο, από το οποίο και την απέβαλλε, διατηρώντας τις προαναφερθείσες κατασκευές και αδιαφορώντας, κατά τα λεγόμενα της, για την προφορική όχληση της, συμπεριφορά που προσβάλλει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία της. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά και για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, η ενάγουσα ζητά αφενός να αναγνωριστεί η ίδια ως αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος του συγκεκριμένου ακινήτου και αφετέρου να διαταχθεί η απόδοση του σε αυτήν δια της αποβολής του εναγόμενου αφού αφαιρεθούν και οι ανωτέρω κατασκευές.
Από την άλλη πλευρά, ο εναγόμενος, που συμμετείχε νόμιμα στη δίκη με την προκατάθεση των έγγραφων προτάσεων (άρ.237 ΚΠολΔ), αρνήθηκε την αγωγή γενικά και ειδικά το περιεχόμενο και τα αναφερόμενα σε αυτήν πραγματικά περιστατικά και προέβαλε τις ακόλουθες ενστάσεις: α) αοριστίας, β) ιδίας κυριότητας, γ) καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Ο εναγόμενος, ειδικότερα, επικαλείται στις προτάσεις του ότι κατέστη κύριος, νομέας και κάτοχος κατά ποσοστό 100% του εν λόγω ακινήτου δυνάμει ενός συμβολαίου αγοραπωλησίας που καταρτίστηκε το 2007 με πωλητή, στον οποίο περιήλθε το ακίνητο από άτυπη παραχώρηση της συζύγου του 30 χρόνια πριν. Επιπροσθέτως, ο εναγόμενος αναφέρει ότι εφόσον από το 2007 έως και σήμερα κατέχει και νέμεται με καλή πίστη το συγκεκριμένο ακίνητο έχοντας διάνοια κυρίου και ασκώντας όλες τις διακατοχικές πράξεις που αρμόζουν στη φύση και στον προορισμό του, πληροί όλες τις προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας και καθίσταται κύριος του ακίνητου, ανεξάρτητα από την εγκυρότητα ή μη της σύμβασης πωλήσεως. Τέλος, αρνείται ότι δέχτηκε προφορική όχληση από την ενάγουσα και αμφισβητεί τη γνησιότητα των ιδιωτικών συμφωνητικών και των σχετικών αποδείξεων που εκείνη προσκόμισε.
Το δικαστήριο κατόπιν συγκρίσεως και αντιπαραβολής των ισχυρισμών αμφότερων πλευρών και της εξέτασης των αποδεικτικών μέσων, έκρινε ότι η ενάγουσα πράγματι κατέστη καταρχήν με παράγωγο τρόπο (γονική παροχή) κυρία του ακινήτου το 1989, όχι, όμως, και με πρωτότυπο και δη χρησικτησία αφού οι ισχυρισμοί της περί αδιάλειπτης και συνεχούς άσκησης νομής δεν αποδείχθηκαν. Αντιθέτως, ως προς τον εναγόμενο, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παρόλο που δεν μπορεί να θεωρηθεί κύριος του ακινήτου δυνάμει της σύμβασης πωλήσεως, η οποία καθίσταται άκυρη σύμβαση λόγω έλλειψης κυριότητας του πωλητή (άρ.1033 ΑΚ), πληροί τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας βάσει των άρθρων 974, 1041, 1042, 1045, 1051 ΑΚ και έτσι έχει αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας στο επίδικο ακίνητο. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο απέρριψε ως κατ’ ουσία αβάσιμη τη διεκδικητική αγωγή της ενάγουσας, η οποία εξαιτίας της πολυετούς αδράνειάς της έχασε το δικαίωμα κυριότητά της.
Α. Ακυρότητα της μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου λόγω έλλειψης κυριότητας του πωλητή
Σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ: «Για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή.». Πρόκειται, ειδικότερα, για έναν από τους πιο διαδεδομένους και συνήθεις στην καθημερινή ζωή τρόπους παράγωγής κτήσης κυριότητας και τελεί υπό τις εξής ειδικές προϋποθέσεις: α) κυριότητα του μεταβιβάζοντος, β) μεταβιβαστική συμφωνία, γ) η συμφωνία να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο, δ) νόμιμη αιτία μεταβίβασης και ε) μεταγραφή. Για την εγκυρότητα της μεταβίβασης, βέβαια, κρίνεται απαραίτητη η συνδρομή και των γενικών προϋποθέσεων κύρους κάθε δικαιοπραξίας (βλ. Α. Γεωργιάδης, «Εγχειρίδιο Εμπράγματου Δικαίου», σελ.344)
Στην εξεταζόμενη υπόθεση, κρίσιμη εκ των ανωτέρω προϋποθέσεων θεωρείται η κυριότητα του μεταβιβάζοντος, η οποία και εκλείπει, γι’ αυτό και θα αναλυθεί περαιτέρω. Η προϋπόθεση αυτή συνάδει με μία θεμελιώδη αρχή του δικαίου, σύμφωνα με την οποία για να είναι έγκυρη μία διάθεση πρέπει ο εκποιών να έχει το εκποιούμενο δικαίωμα τόσο κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης όσο και κατά τον χρόνο μεταγραφής του μεταβιβαστικού συμβολαίου, όπου αυτή χρειάζεται. Η γενική αυτή αρχή κάμπτεται στην περίπτωση της κτήσης κυριότητας κινητού από μη κύριο, καθώς, όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 1036 ΑΚ, ότι, για να είναι αυτή εφικτή, αρκεί ο αποκτών να είναι καλόπιστος· κάτι τέτοιο, όμως, δεν προβλέπεται στην περίπτωση των ακινήτων, αφού ο νομοθέτης, εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής αξίας και συναλλακτικής σημασίας που αυτά έχουν και χάριν της ασφάλειας δικαίου, δεν θέσπισε αντίστοιχη εξαίρεση.
Αναφορικά με τις έννομες συνέπειες της μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου από μη κύριο, ενδιαφέρουσα είναι η διάσταση των απόψεων που αναφύεται. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη μία άποψη, η ιδιότητα του κυρίου αποτελεί στοιχείο της νομοτυπικής μορφής της εμπράγματης συμβάσεως του 1033 ΑΚ και ως εκ τούτου η έλλειψή της καθιστά τη σύμβαση όχι άκυρη, αλλά ατελή πλήττοντας, και την υπόσταση της (βλ. Παπαστερίου, «Εμπράγματο Δίκαιο, τόμος Β’», σελ.201). Αντιθέτως, σύμφωνα με την άλλη και, κατά τη γνώμη μου, ορθότερη άποψη, στην οποία μπορεί να ενταχθεί και η θέση της νομολογίας, έννομη συνέπεια της έλλειψης κυριότητας του μεταβιβάζοντος είναι η ακυρότητα της μεταβιβαστικής πράξης (όχι της σύμβασης πώλησης), η οποία, όμως, είναι υποστατή. Πάντως, σε καμία από τις δύο περιπτώσεις ο συμβαλλόμενος δεν αποκτά έγκυρα και νομότυπα την κυριότητα του μεταβιβαζόμενου ακινήτου (όπως και νομολογία: ΜονΕφΠατρών 380/2020, ΑΠ 99/2019, ΠΠρΠατρών 15/2019, ΑΠ 20/2017).
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, γίνεται δεκτό ότι το δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε ότι στην εξεταζόμενη περίπτωση ο εναγόμενος δεν κατέστη κύριος του ακινήτου το 2007 βάσει της προαναφερθείσας σύμβασης αγοραπωλησίας, καθώς ο αντισυμβαλλόμενος του πωλητής δεν ήταν αληθινός κύριος του εν λόγω πράγματος με αποτέλεσμα να μην μπορεί να μεταβιβάσει έγκυρα την κυριότητα του· αντιθέτως, κυρία του ακινήτου το χρονικό εκείνο διάστημα ήταν ακόμα η ενάγουσα, η οποία είναι και η μόνη που θα μπορούσε να προβεί σε μία τέτοια πράξη μεταβίβασης.
Β. Θεμελίωση κυριότητας επί ακινήτου δια τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας
Η απόκτηση της κυριότητας ενός ακίνητου, εκτός από τον παράγωγο τρόπο της σύναψης σύμβασης και ιδίως όταν αυτή για οποιονδήποτε λόγο δεν καθίσταται έγκυρη, επιτυγχάνεται και με την χρησικτησία, έναν πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας με μεγάλη πρακτική σπουδαιότητα. Πρόκειται, ειδικότερα, για τον θεσμό της χρησικτησίας, τακτικής ή έκτακτης, που αποσκοπεί κυρίως στην προστασία των καλόπιστων συναλλασσόμενων και στην επικύρωση μίας πραγματικής κατάστασης, που δημιουργείται από τη μακροχρόνια οικονομική εκμετάλλευση του πράγματος.
Πιο αναλυτικά, στο άρθρο 1041 ΑΚ που προβλέπει την τακτική χρησικτησία ορίζεται ότι «εκείνος που έχει στη νομή του με καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο πράγμα κινητό για μία τριετία και ακίνητο για μία δεκαετία, γίνεται κύριος του πράγματος». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις της επιγραμματικά αναφερόμενες είναι: α) πράγμα δεκτικό χρησικτησίας, β) νομή του πράγματος, γ) καλή πίστη, δ) νόμιμος ή νομιζόμενος τίτλος, και, τέλος, ε) πάροδος ορισμένου χρονικού διαστήματος.
Ως προς το ζήτημα της νομής, δηλαδή της φυσικής εξουσίας με διάνοια κυρίου (974 ΑΚ) ως απαραίτητη προϋπόθεση της χρησικτησίας, επισημαίνεται στην ίδια την απόφαση ότι, ειδικά για τα ακίνητα, άσκηση νομής αποτελούν οι υλικές και εμφανείς πράξεις πάνω στο πράγμα που φανερώνουν τη βούληση του κυρίου να το έχει ως δικό του, όπως είναι η εποπτεία, η δεντροφύτευση, η φύλαξη, η οριοθέτηση, ενώ αντιθέτως πράξεις αφανείς, όπως η εγγραφή προσημειώσεων, υποθηκών, κατασχέσεων, όταν αυτές είναι αυτοτελείς και μη συνδεόμενες με άλλες υλικές πράξεις, δεν αποτελούν πράξεις νομής όπως, άλλωστε, διευκρίνισε και το Γ’ Πολιτικό Τμήμα του ΑΠ στην απόφαση 240/2017. Η νομή, επιπροσθέτως, πρέπει να υφίσταται σε όλον τον αναγκαίο χρόνο της χρησικτησίας συνεχώς και αδιαλείπτως καθώς και η κτήση της να συνδυάζεται αναγκαία και με μεταγραφή του τίτλου (άρ.1192 επ. ΑΚ), στον οποίο αυτή στηρίζεται.
Όσον αφορά την καλή πίστη του χρησιδεσπόζοντος, σημειώνεται ότι πρόκειται για την πεποίθηση του νομέα, που δεν οφείλεται σε βαριά αμέλειά του, ότι απέκτησε την κυριότητα του πράγματος, πεποίθηση η οποία πρέπει να υπάρχει κατά την κτήση της νομής και να συνδέεται με τον νόμιμο τίτλο (όπως και νομολογία: ΑΠ189/2019, ΑΠ 1192/2014, όπου τονίζεται και η διαφορά με την καλή πίστη στην κτήση κινητού από μη κύριο, στην οποία η ανωτέρω πεποίθηση έγκειται στην κυριότητα του μεταβιβάζοντος και όχι του ιδίου του νομέα). Σημαντική κρίνεται η ρύθμιση του άρθρου 1044 εδ. β΄, σύμφωνα με την οποία «η μεταγενέστερη κακή πίστη δεν βλάπτει». Η διάταξη αυτή ανταποκρίνεται σε μία αρχή του ρωμαϊκού δικαίου: «mala fides superveniens nonnocet» και έχει ως αποτέλεσμα η μεταγενέστερη πληροφόρηση του νομέα αναφορικά με την έλλειψη κυριότητας μεταβιβάζοντος ή την ακυρότητα της μεταβίβασης, να μην αποτελεί κώλυμα της χρησικτησίας, η οποία καθίσταται απόλυτα εφικτή.
Υπό την έννοια της διάταξης 1041 ΑΚ και σύμφωνα με την εξεταζόμενη απόφαση, νόμιμος τίτλος αποτελεί κάθε νομικό γεγονός, ικανό να προσπορίσει κυριότητα κατά πρωτότυπο ή παράγωγο τρόπο. Κατά τον Α. Γεωργιάδη, ειδικότερα, αυτός υπάρχει όταν ο κτητικός τρόπος κτήσης κυριότητας έχει όλα τα αναγκαία για το κύρος του στοιχεία, δεν επιφέρει, όμως, κτήση κυριότητας, γιατί αυτή εξέλιπε από τον δικαιοπάροχο-μεταβιβάζοντα· η χρησικτησία, δηλαδή αναπληρώνει αυτό ακριβώς το ελλείπον στοιχείο, καθώς αν υφίστατο και η προϋπόθεση της κυριότητας, τότε ο νομέας θα γινόταν κύριος αμέσως παράγωγα και δεν θα είχε ανάγκη τη χρησικτησία. Σύμφωνα, δηλαδή, με την εξεταζόμενη απόφαση, νόμιμος τίτλος αποτελεί και το μεταβιβαστικό συμβολαιογραφικό έγγραφο, που έχει νομίμως μεταγραφεί και το οποίο παρουσιάζει εξωτερικά τους όρους του έγκυρου τίτλου. Αντίθετα, ο νομιζόμενος τίτλος, ο οποίος σύμφωνα με το 1043 εδ. α’ ΑΚ «αρκεί για τη χρησικτησία εφόσον δικαιολογείται η καλή πίστη του νομέα», είναι αφενός ο ανύπαρκτος, τον οποίο ο νομέας δικαιολογημένα νόμιζε ότι υπάρχει, και αφετέρου ο άκυρος, τον οποίο δικαιολογημένα θεωρούσε ως έγκυρο, σύμφωνα με την ορθότερη γνώμη του Α. Γεωργιάδη. Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του νόμιμου τίτλου, έτσι και στον νομιζόμενο, ειδικά για τα ακίνητα, απαιτείται μεταγραφή για την έγκυρη ύπαρξη του (1043 εδ. β΄), καθώς αλλιώς δεν δικαιολογείται η πεποίθηση του νομέα ότι απέκτησε την κυριότητα αφού αυτή «στερείται και του στοιχειώδους ευλογοφανούς στηρίγματος δι’ επιμελή άνθρωπο».
Συμπληρωματικά, το άρθρο 1045 ΑΚ ορίζει ότι: «Εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο, γίνεται κύριος». Πρόκειται, ειδικότερα, για τον θεσμό της έκτακτης χρησικτησίας, ο οποίος αποσκοπεί, μεταξύ άλλων στην εκκαθάριση των σχέσεων προσώπων και πραγμάτων αίροντας την αβεβαιότητα για την τύχη τους. Δεν προϋποθέτει ούτε καλή πίστη ούτε νόμιμο τίτλο του νομέα, αλλά αρκείται στην εικοσαετή νομή ενός δεκτικού χρησικτησίας πράγματος. Όσον αφορά το ζήτημα των έννομων συνεπειών, τόσο η τακτική όσο και η έκτακτη χρησικτησία συνεπάγονται την απόσβεση της προηγούμενης κυριότητας πάνω στο πράγμα και την απόκτηση νέας από τον χρησιδεσπόζοντα, η έκταση της οποίας προσδιορίζεται από την έκταση της νομής, σύμφωνα με τον ρωμαϊκό κανόνα: «tantum praescriptum, quantum possessum» [για ανάλυση όλων των ανωτέρω εννοιών βλ. Α. Γεωργιάδη, ό.π. σελ.362-395 και Σπυριδάκης, «Εγχειρίδιο Εμπράγματου Δικαίου», σελ. 168-175].
Από τα ανωτέρω αναπτυχθέντα, ορθώς το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο εναγόμενος, παρόλο που δεν έγινε κύριος του ακινήτου δυνάμει της σύμβασης πώλησης το 2007, από τότε βρισκόταν σε καλή πίστη αναφορικά με την κυριότητα του, είχε νόμιμο τίτλο στα χέρια του, το νεμόταν ασκώντας διακατοχικές πράξεις σαν να είναι δικό του, όπως η κατασκευή χώρου στάθμευσης το 2009 και η ενοποίηση του με το δικό του όμορου ακίνητου, και ως εκ τούτου μέχρι τον χρόνο επίδοσης σ’ αυτόν της αγωγής συμπληρώθηκαν στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας και έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο. Αντίθετα, ως προς την ενάγουσα, το δικαστήριο ορθώς απέρριψε τον ισχυρισμό της ότι πληροί της προϋποθέσεις της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας καθώς όπως προκύπτει, αυτή αδρανώντας μακροχρόνια και αδιαφορώντας για την κατάσταση του ακινήτου, δεν βρισκόταν πράγματι στη νομή του, με αποτέλεσμα να χάσει την κυριότητα της και να απορριφθεί η διεκδικητική της αγωγή ως κατ’ ουσία αβάσιμη.
Γ. Ένα σύντομο σχόλιο για τη διαφορά διεκδικητικής και αρνητικής αγωγής
Σύμφωνα με το άρθρο 1094 ΑΚ, το οποίο αποτελεί και το νόμιμο έρεισμα της υπό κρίση απόφασης: «Ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από τον νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητας του και την απόδοση του πράγματος.». Πρόκειται για τη λεγόμενη διεκδικητική αγωγή, σπουδαίο μέσο ένδικης προστασίας, το οποίο παρέχεται σε περίπτωση καθολικής προσβολής της κυριότητας είτε με αφαίρεση είτε με κατακράτηση του πράγματος, όχι, δηλαδή, σε περίπτωση απλής διατάραξης του δικαιώματος του κυρίου. Είναι συγχρόνως αναγνωριστική και καταψηφιστική αφού αίτημά της είναι τόσο η αναγνώριση της κυριότητας, όσο και η απόδοση του πράγματος. Από την άλλη πλευρά, ακριβώς για τις περιπτώσεις, όπου η προσβολή του δικαιώματος της κυριότητας είναι μερική, υπάρχει η αρνητική αγωγή του άρθρου 1108 ΑΚ, η οποία αποσκοπεί στην προστασία του κυρίου από προσβολές που συνιστούν παράνομη διατάραξη της κυριότητας και όχι ολοκληρωτική αφαίρεση της. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη νομολογία (ενδεικτικά: ΠΠρΧαλκίδας 62/2019, ΑΠ 761/2017, ΕφΔυτΜακ 72/2015), αυτή αναφέρεται σε κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνο ο κύριος δικαιούται, όπως η παράλειψη άρσης ή η ανέγερση διαταρακτικού κατασκευάσματος ή αντικειμένου που συνεπάγεται διαρκή και εξακολουθητική παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του.
Με βάση τα ανωτέρω, λοιπόν, το δικαστήριο ορθώς από την αρχή απέρριψε ως νομικά αβάσιμο το αίτημα της ενάγουσας περί αφαίρεσης από τον εναγόμενο των αυθαίρετων παρεμβάσεων και κατασκευών στο ακίνητο, αφού αυτό δεν προσήκει στη διεκδικητική αγωγή ακινήτου, της οποίας το κατά το ουσιαστικό δίκαιο αίτημα στηρίζεται σε διαφορετική ιστορική και νομική αιτία, ενώ αντιθέτως προσιδιάζει στην αρνητική αγωγή, που αν ήθελε θα μπορούσε να έχει ασκήσει η ενάγουσα, πράγμα το οποίο, όμως, δεν έκανε. Εξάλλου, τονίζει το δικαστήριο, μετά την απόδοση του ένδικου ακινήτου, αυτό θα περιέλθει στη σφαίρα επιρροής της ενάγουσας κυρίας, η οποία μπορεί να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια θέλει πάνω σε αυτό και δεν εξηγείται πως ο εναγόμενος θα μπορούσε να επέμβει.
Δ. Οι ενστάσεις του εναγόμενου και ιδίως η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατά 281 ΑΚ
Σε περίπτωση άσκησης διεκδικητικής αγωγής, οι ενστάσεις που μπορεί να προτείνει ο εναγόμενος για την άμυνα του είναι ποικίλες και πηγάζουν τόσο από το ουσιαστικό όσο και από το δικονομικό δίκαιο. Εισαγωγικά, στην κρινόμενη υπόθεση ο εναγόμενος προέβαλε ένσταση αοριστίας της διεκδικητικής αγωγής, την οποία και ορθώς απέρριψε το δικαστήριο ως αβάσιμη, επισημαίνοντας ότι η εν λόγω αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, αφού στο δικόγραφο της εκτίθενται με σαφήνεια όλα τα περιστατικά που είναι αναγκαία κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, για τη θεμελίωση της ιστορικής βάσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την απόφαση, από το συνδυασμό των διατάξεων 1094 ΑΚ και 118 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο της διεκδικητικής αγωγής κυριότητας ακινήτου είναι α) η κυριότητα του ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο (δηλαδή οι προϋποθέσεις του1033 ΑΚ όπως αναλύθηκαν), β) η κατάληψη του επίδικου ακινήτου από τον εναγόμενο και γ) ο ακριβής προσδιορισμός του ακινήτου κατά θέση, όρια, είδος και έκταση, ώστε να μην δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα του. Άλλωστε, κατά την πάγια γνώμη της νομολογίας, η ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής υπάρχει, αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, κάτι το οποίο δεν συνέβη στην εξεταζόμενη περίπτωση (ενδεικτικά: ΑΠ 1014/2014, ΜονΕφΠατρ 87/2019).
Αναφορικά με την δεύτερη ένσταση του εναγόμενου, την ένσταση ιδίας κυριότητας, αυτή έγινε δεκτή από το δικαστήριο ως κατ’ ουσία βάσιμη, αφού ο εναγόμενος κατέστη πράγματι κύριος του επίδικου ακινήτου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, όπως αναλύθηκε ανωτέρω. Από δικονομική σκοπιά, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρατήρηση του δικαστηρίου ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός του εναγόμενου διαμορφώνεται σε ένσταση καταλυτική της αγωγής και όχι σε αιτιολογημένη άρνηση της. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Α. Γεωργιάδη αλλά και τη θέση της νομολογίας (ενδ. ΑΠ 1100/1995 και ΑΠ 256/1989), όταν τα προς θεμελίωση της κυριότητάς του υπ’ αυτού προτεινόμενα πραγματικά περιστατικά είναι χρονικά μεταγενέστερα των πραγματικών περιστατικών που προβάλλει ο ενάγων με την αγωγή του, πρόκειται για ένσταση καταλυτική της αγωγή, όπως συμβαίνει και στη σχολιαζόμενη περίπτωση· αντίθετα, όταν αυτά είναι σύγχρονα προς τα περιστατικά των οποίων η ύπαρξη θεμελιώνει το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος ή προγενέστερα τούτων, πρόκειται για αιτιολογημένη άρνηση.
Τέλος, ο εναγόμενος προέβαλε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή: «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Το πότε η διεκδίκηση του πράγματος αντίκειται στις προαναφερθείσες αόριστες νομικές έννοιες, είναι ζήτημα πραγματικό και εξαρτάται από τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης περίπτωσης. Πάντως, όπως συνάγεται και από την εξεταζόμενη απόφαση, η μακρόχρονη αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος του αυτή καθαυτή δεν αρκεί για να καταστήσει τη διεκδίκηση αναγκαίως καταχρηστική. Απαιτείται, δηλαδή, και η συνδρομή και άλλων ειδικών περιστάσεων, που συνδέονται με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και δημιουργούν στον εναγόμενο την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα εγείρει πια τη διεκδικητική αγωγή όπως είναι, για παράδειγμα, και η οικειοθελής από αυτόν παραχώρηση της κατοχής του. Σε αυτή την περίπτωση, και ειδικά αν ο δικαιούχος μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που ήδη έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντά του εναγόμενου επιπτώσεις για να καταστεί η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος καταχρηστική, μη ανεκτή και απαγορευμένη. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, πάντως, οι απαιτούμενες ειδικές περιστάσεις δεν συντρέχουν, οπότε εύλογα το δικαστήριο απέρριψε τη συγκεκριμένη ένσταση του εναγόμενου.
Βιβλιογραφία
Γεωργιάδης Α.Σ., «Εγχειρίδιο Εμπράγματου Δικαίου», Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2012, σελ. 343-395, 492-513, 549-559.
Γεωργιάδης Α.Σ., «Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου», Εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2019, σελ. 267-276.
Νίκας Ν.Θ., «Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας», Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2018, σελ. 189-195
Παπαστερίου Δ., «Εμπράγματο δίκαιο», τόμ. 2, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2008, σελ. 202-377, 444-476.
Σπυριδάκης Ι., «Εγχειρίδιο Εμπράγματου Δικαίου», Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2016 σελ. 149-152, 197-203.
Φίλιος Π., «Εμπράγματο δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, 4η έκδ., 2011, σελ. 142-150, 239-250.
Σοφία Ανθοπούλου,
Δευτεροετής φοιτήτρια στη Νομική Σχολή Αθηνών
Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων του The Law Project
Commentaires