Της Παπαστράτη Μαρίας - Χρύσας
Διεθνής δικαιοδοσία δικαστηρίων, χαρακτηριστική παροχή & τόπος εκπλήρωσης επί τη βάσει του Κανονισμού Βρυξέλλες Ι
(ΑΠ 14/2021)
Πώς σκιαγραφούνται τα σύνορα της διεθνούς δικαιοδοσίας των κρατών - μελών;
Ποια δικαιοδοτική βάση ενεργοποιείται σε περίπτωση συρροής αξιώσεων;
Ανατρέπουν οι όροι του διεθνούς εμπορίου την συνήθη πορεία των συμβάσεων πώλησης
εμπορευμάτων;
Από τι εξαρτάται ο προσδιορισμός του τόπου εκπλήρωσης της παροχής και ποιες οι περιπτώσεις νομικού χαρακτηρισμού αυτής;
Περίληψη Απόφασης
Στα πλαίσια του παρόντος σχολιασμού μελετάται η απόφαση του Αρείου Πάγου 14/2021, καθώς επίσης και τα συναφή με αυτή ζητήματα που ανακύπτουν, αναφορικά με την διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων σε αντίστοιχες υποθέσεις, αστικής και εμπορικής φύσεως. Στα πλαίσια ενός εξαντλητικού και χρονοβόρου, ήδη δεκαπέντε ετών, δικαστικού αγώνα, κατατίθεται αίτηση αναίρεσης με αίτημα την παραδοχή της ως άνω αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής, καθώς επίσης και την καταδίκη των αντιδίκων σε δικαστική δαπάνη. Ο Άρειος Πάγος αποφασίζει την αναίρεση της τελευταίας τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας (61/2016) και κρίνει ως ορθότερη νομική δίοδο, την εισαγωγή της υπόθεσης σε περαιτέρω ουσιαστική εκδίκαση.
Πραγματικά Περιστατικά
Στις 4 Δεκεμβρίου 2017 έλαβε χώρα η δημόσια συνεδρίαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, η οποία πραγματεύθηκε υπόθεση αγωγής αποζημίωσης εξ αδικοπραξίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Συγκεκριμένα ελληνική ομόρρυθμη εταιρία, δραστηριοποιούμενη στο χώρο της ύφανσης χοντρού πανιού συνάπτει σύμβαση πωλήσεως το 2004, με γερμανική εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η οποία παράγει και εμπορεύεται κλωστοϋφαντουργικά μηχανήματα. Αντικείμενο της μεταξύ τους σύμβασης αποτέλεσε η πώληση ενός εξ αυτών των υπερσύγχρονων αργαλειών, ο οποίος επρόκειτο να καλύψει κάθε ανάγκη της ΟΕ προκειμένου να ανταποκρίνεται πλήρως στις υψηλές απαιτήσεις της αγοράς και των πελατών της. Κατόπιν σειράς διαπραγματεύσεων συμφωνήθηκε και γραπτώς η πώληση, παράδοση και συναρμολόγηση του πράγματος, στις εγκαταστάσεις της ΟΕ εντός της ελληνικής επικράτειας από αντιπροσώπους της πωλήτριας -η οποία μάλιστα έφερε κάθε ευθύνη και μέριμνα- έναντι συμφωνημένου τιμήματος. Εντούτοις, σε σύντομο χρονικό διάστημα διαπιστώθηκε αδυναμία υποστήριξης και επεξεργασίας της πρώτης ύλης από το μηχάνημα και εν τέλει καταστροφή αυτής. Πέραν της έγγραφης παραδοχής της ΕΠΕ περί ελαττωματικού μηχανήματος, ακολούθησε πληθώρα υποσχέσεων και συμφωνιών προς επιδιόρθωση και αποκατάσταση της ζημιάς, δίχως όμως να εκπληρώσει καμία εξ αυτών. Οι συνέπειες ήταν καταστροφικές για την αγοράστρια καθώς η ίδια δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις, μήτε ως προς την αγορά, ούτε ως προς τους πελάτες της, οδηγούμενη έτσι σε διακοπή της λειτουργίας της λόγω αδυναμίας παραγωγής, χάνοντας επιπλέον την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη της στην αγορά. Τον επόμενο Νοέμβριο η ΟΕ ασκεί αγωγή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας και χρηματικής κακοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θηβών, κατά της πωλήτριας, η οποία συν των άλλων είχε προβεί σε παραβίαση των αρχών της καλής πίστης, των συναλλακτικών ηθών και της αρχής πρόνοιας και εμπιστοσύνης του αγοραστή. Η αγωγή απερρίφθη με την απόφαση υπ’ αριθ. 8/2007, όπου το δικαστήριο έκρινε ως παραδεκτή την προβλεφθείσα από την ΕΠΕ ένσταση περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, επί τη βάση ισχυρισμού για προφορική συμφωνία επίλυσης τυχών μελλοντικών διαφορών μέσω της οδού της διαιτησίας. Αμέσως το Πολυμελές Πρωτοδικείο .Θηβών παραπέμπει την υπόθεση στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο. Κατά της πρωτόδικης απόφασης, η αρχικώς ενάγουσα ασκεί έφεση στο Εφετείο Αθηνών, βρίσκεται όμως πάλι μπροστά σε τοίχο, καθώς αυτό δέχεται την ως άνω εκκαλούμενη απόφαση και κρίνει παραδεκτή και νόμιμη την ένσταση της εναγόμενης-εφεσίβλητης (απ. υπ΄αριθμ. 7195/2007). Μετέπειτα, το 2010, κατατίθεται αίτηση αναίρεσης από την ΟΕ, η οποία ευδοκίμησε, καθώς ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την εφετειακή με την υπ’ αριθμ. 539/2013 απόφαση και παρέπεμψε την εισαγωγή της υπόθεσης στο ίδιο δικαστήριο με διαφορετική σύνθεση δικαστικού σώματος, προς περαιτέρω ουσιαστική εκδίκαση. Ακολούθως, εκδίδεται η απόφαση 3755/2014 του Εφετείου Αθηνών, η οποία αρχικώς αποσαφηνίζει την ανυπαρξία συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων περί υπαγωγής ενδεχόμενης ανακύπτουσας διαφοράς στην διεθνή διαιτησία, κρίνοντας την σχετική ένσταση ως ουσία αβάσιμη. Περαιτέρω, αναγνωρίζει σφάλμα του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αναφορικά με την ερμηνεία, την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Κατ’ εφαρμογή της οριζόμενης διαδικασίας η υπόθεση της αρχικής αγωγής επανήλθε προς εκδίκαση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θηβών και εκδόθηκε η οριστική απόφαση 34/2015, όπου έκρινε την αγωγή ως απαράδεκτη στο σκέλος της ύπαρξης θεμελίωσης διεθνούς δικαιοδοσίας και ως μη νόμιμη σε ό,τι αφορά την βάση περί αδικοπραξίας. Το καλοκαίρι του 2015, η ενάγουσα εταιρία ασκεί έφεση κατά της ως άνω απόφασης ενώπιον του Εφετείου Εύβοιας το οποίο διαπιστώνει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας επί τη βάσει διεθνώς καθιερωμένου εμπορικού όρου στην σύμβαση μεταξύ των μερών, ρήτρα που οδηγεί στον προσδιορισμό του τόπου παράδοσης του πράγματος με βάση το πού φορτώθηκε το εμπόρευμα για μεταφορά και όχι το πού θα εκπληρωθεί η παροχή. Συνεπώς, κρίνει ως τόπο παράδοσης την Γερμανία και κατά ακολουθίαν αναγνωρίζει διεθνή δικαιοδοσία στα γερμανικά δικαστήρια (61/2016). Τέλος ασκήθηκε αναίρεση επί της τελευταίας απόφασης, στα πλαίσια της οποίας ανέκυψε το ζήτημα του προσδιορισμού της «χαρακτηριστικής παροχής», που θα μας απασχολήσει και θα αναλυθεί διεξοδικά στην ακόλουθη μελέτη. Αξίζει πάντως να σημειωθεί, πως ο Άρειος Πάγος έκρινε πως ορθότερο είναι να κρατήσει και να δικάσει κατ’ ουσιών την υπόθεση, εκ νέου όμως σκοπού συζήτησης, προκειμένου οι διάδικοι να έχουν πλήρη γνώση του εύρους της αναιρετικής απόφασης, ώστε να διαμορφώσουν τις προτάσεις και τους ισχυρισμούς τους.
Διατακτικό της Απόφασης
«Αναιρεί την 61/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας …κρατεί την υπόθεση, προς
ουσιαστική εκδίκαση από το Τμήμα τούτο, η οποία θα λάβει χώρα σε νέα συζήτηση αυτής, ύστερα από κλήση του επιμελέστερου από τους διαδίκους … διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης.»
Ανάλυση Νομικών Ζητημάτων
Α. Διεθνής Δικαιοδοσία επί Διαφορών εκ Συμβάσεως
Στα πλαίσια της παραπάνω υπόθεσης όπως παρατηρήθηκε, υπάρχει έντονη διχογνωμία ανάμεσα στα δικαστήρια, αναφορικά με τον χαρακτηρισμό της παροχής, καθώς και τον καθορισμό ενδοσυμβατικής ή αδικοπρακτικής ευθύνης. Επρόκειτο για ένα ζήτημα κομβικής σημασίας για τον προσδιορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Η χάραξη των σχετικών με την διεθνή δικαιοδοσία δικαστηριακών συνόρων και η θεμελίωση των κανόνων της, αναδύονται μέσα από το νομικό οικοδόμημα του Κανονισμού Βρυξέλλες Ι (σε ό,τι αφορά την παρούσα υπόθεση) και του ανανεωμένου και πλέον ισχύοντος Κανονισμού Βρυξέλλες Ια (1215/2012), για αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Προτού διεισδύσουμε στις πιο ειδικές πτυχές του Κανονισμού, οι οποίες και εν προκειμένω μας αφορούν, κρίνω αναγκαία για την σαφή κατανόηση του συγκεκριμένου μηχανισμού, μια σύντομη αναφορά στην κεντρική δικαιοδοτική βάση του Κανονισμού 1215/2012, αυτή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αμέσως αναφερθέντα, ο εναγόμενος ενάγεται στο δικαστήριο του τόπου της μόνιμης κατοικίας του ή της συνήθως διαμονής του. Εντούτοις, υπάρχουν ακολούθως ειδικότερες δικαιοδοτικές βάσεις, οι οποίες ορίζουν την δικαστηριακή δικαιοδοσία σύμφωνα με τον νομικό χαρακτηρισμό της εκάστοτε υπόθεσης. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση μας βρισκόμαστε ανάμεσα στις δικαιοδοτικές βάσεις οι οποίες στοιχειοθετούνται είτε εκ συμβάσεως, είτε εξ αδικοπραξίας.
Με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 5 παρ. 1 του 44/2001 και το πλέον 7 παρ. 1 του 1215/2012, παρατηρείται εισαγωγή μίας γενικής ρύθμισης ως κανόνα, «πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να ενταχθεί σε άλλο κράτος μέλος, ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή» και μίας επόμενης ως lex specialis έναντι της αρχικής, «για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι: α) εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων, β) εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών», και μιας τρίτης, όπου επαναφέρεται ο αρχικός κανόνας «το στοιχείο α εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β». Εμάς θα μας απασχολήσει η πρώτη περίπτωση της πώλησης εμπορευμάτων σε συνδυασμό με την κεντρική έννοια του τόπου εκπλήρωσης της παροχής. Ο προσδιορισμός του τόπου εκπληρώσεως μας παραπέμπει αμέσως, όχι στην ενιαία ως προς την σύμβαση αναζήτησή του, αλλά στην ανεύρεση της εκάστοτε επίδικης παροχής, ζήτημα που θα αναλυθεί παρακάτω.
Ως προς το ενδεχόμενο συρροής αξιώσεων από σύμβαση και από αδικοπραξία, όπως συμβαίνει στην υπόθεση μας, κατά κανόνα δεν υφίσταται ως εξαίρεση από τον κανόνα της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Τόσο η ειδική συντρέχουσα δωσιδικία για διαφορές εξ αδικοπραξίας, όσο και αυτή για διαφορές εκ συμβάσεως, κρίνονται ως αλληλοαποκλειόμενοι δικαιοδοτικοί σύνδεσμοι. Υποστηρίζεται από μία μερίδα της θεωρίας πως λαμβάνοντας υπ’όψιν ότι η αρμοδιότητα του δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στην σύμβαση, ενδέχεται να δικαστεί και η ενοχή εξ αδικοπραξίας προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων επί της ίδιας διαφοράς. Στον αντίποδα, υποστηρίζεται πως η δυνατότητα που δίνεται στον ενάγοντα προς άσκηση όλων των αξιώσεων που πηγάζουν από την σύμβαση και από την αδικοπραξία σε ένα από τα δικαστήρια υπέρ του οποίου θεμελιώνεται στην τρέχουσα δικαιοδοσία, εξομοιώνεται με οιονεί καθιέρωση του forum actors, καθώς ο ενάγων θα δύναται να επιλέξει το πλησιέστερο δικαστήριο σε αυτόν. Σε κάθε περίπτωση το κρίσιμο είναι πως επί συρροής ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο ενάγων έχει πάντοτε την ευχέρεια άσκησης αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας ή της έδρας του εναγομένου και για τις δύο αξιώσεις.
Επίδικη vs Χαρακτηριστική Παροχή
Ο δικαστικός μαραθώνιος τη ΟΕ έβρισκε εμπόδια στις αντικρουόμενες αποφάσεις των δικαστηρίων, όπου πήγαζαν από τον διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό που αποδιδόταν στην κρίσιμη για την ανεύρεση του forum, έννοια της παροχής. Είναι σημαντικό λοιπόν να αποσαφηνίσουμε σε αυτό το σημείο την διαφορά της επίδικης από την χαρακτηριστική παροχή. Η τελευταία συνίσταται ουσιαστικά στην μη χρηματική παροχή, ήτοι στην προκειμένη περίπτωση ο αργαλειός για την πώληση του οποίου καταρτίστηκε η σύμβαση. Αντιθέτως η επίδικη παροχή ανάγεται στην νομική βάση της αγωγής, συνεπώς πυλώνα του άρθρου 5/1 Καν 44/2001 συνιστά ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής και όχι κατάρτισης της σύμβασης.
Σύμβαση Πώλησης Εμπορευμάτων
Το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. β΄ του Κανονισμού Βρυξέλλες Ι θεμελιώνει ένα αυτοτελές κριτήριο σύνδεσης ως προς την πώληση εμπορευμάτων, αυτό του τόπου όπου βάσει της σύμβασης έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων. Η χαρακτηριστική παροχή της σύμβασης είναι το στοιχείο καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων στην προκειμένη περίπτωση. Συνεπώς, όταν η χαρακτηριστική παροχή της σύμβασης ανάγεται σε αγαθό, τότε πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων. Στην υπόθεση μας έχουμε πώληση εμπορευμάτων, καθώς το αντικείμενο της σύμβασης μεταξύ της ΟΕ και της ΕΠΕ ήταν η παράδοση μηχανήματος κλωστοϋφαντουργίας. Κατά κόρον παρατηρείται, πως σε αντίστοιχες υποθέσεις το δικαστήριο τείνει να ευνοεί τον πωλητή, καθώς όταν στοιχειοθετείται βασικός τύπος διεθνούς πώλησης, όπως ο όρος cif στην υπόθεση που μελετούμε, ο τόπος όπου εκπληρώνεται η παροχή είναι ο τόπος όπου έχει την κατοικία ή την έδρα του ο πωλητής, όπως και υποστήριζε η ΕΠΕ. Ωστόσο, αυτή η ερμηνευτική οδός που πηγάζει από νομολογία, ορθώς νομίζω κρίνεται ως εσφαλμένη, τόσο από τον Άρειο Πάγο όσο και από το ΔΕΕ, αφού στα πλαίσια του άρθρου 5/1 Καν. 44/2001, υπάρχει περιθώριο διαφορετικής ερμηνείας, ήτοι έλλειψη ρητής συμφωνίας περί του τόπου παραδόσεως ως πραγματικά τέτοιος κρίνεται ο τόπος παράδοσης του εμπορεύματος στον αγοραστή, εκεί δηλαδή όπου ο τελευταίος αποκτά φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα. Αυτή η ερμηνευτική σκοπιά συνιστά ασφαλιστική δικλείδα ως προς την ύπαρξη στενού συνδέσμου ανάμεσα στο επιληφθέν δικαστήριο και στην σύμβαση.
Συμπεράσματα
Από όλα τα παραπάνω συνάγεται νομίζω εύλογα το συμπέρασμα πως η απόφαση του Εφετείου περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων δυνάμει του διεθνούς εμπορικού όρου, είναι εσφαλμένη. Όσες προσπάθειες και αν έγιναν ο Κανονισμός Βρυξέλλες Ια να αποτελέσει την ενισχυμένη μορφή του Βρυξέλλες Ι και να εδραιωθεί ως ένα σπουδαίο και ακλόνητο νομικό οικοδόμημα, θαρρώ πως απέχει πολύ ακόμη από το να το επιτύχει. Αυτό, γιατί ορισμένες εκ των θεμελιωδών διατάξεων του τείνουν να αφήνουν περιθώρια διαφορετικής ερμηνείας προκαλώντας έτσι κωλύματα στην εύρεση της ουσιαστικής αλήθειας και καταπατώντας τις αρχές της δίκαιης δίκης, της οικονομίας της δίκης και ενδεχομένως το δικαίωμα στο φυσικό δικαστή, αν άδικα εκδικάζεται η υπόθεση σε άλλο από το επιθυμητό από τον νομοθέτη δικαστήριο. Ίσως θα πρέπει να πέσει στο τραπέζι μια ενδεχόμενη αναθεώρηση του Κανονισμού, η οποία θα αποσαφηνίζει με ακρίβεια και πιο διεξοδικά ορισμένες εκ των διατάξεων που φέρουν τόσο μεγάλη διχογνωμία σε νομολογία και θεωρία, έτσι ώστε να διασφαλίζεται το βέλτιστο συμφέρον των διαδίκων.
Βιβλιογραφία
Ε. Βασιλακάκης /Π.Αρβανιτάκης , Κανονισμός (ΕE) 1215/2012 - Κανονισμός Βρυξέλλες Ια - Κατ' άρθρο Ερμηνεία, 4ος τόμος, Π.Ν Σλακκουλα 2020
Ι. Στ. Δεληκωστόπουλος, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2η έκδοση , Π.Ν Σακκουλα, 2019
Ι. Στ. Δεληκωστόπουλος, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων,(Meta to Βρεχιτ). 3η έκδοση , Π.Ν Σακκουλα, 2022
Παπαστράτη Μαρία Χρύσα,
Νομική Αθηνών ΕΚΠΑ, Τέταρτο (4ο) έτος
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του τομέα αστικού δικαίου του The Law Project
Comments