Της Χάριτος Αναγνωστοπούλου
Διατροφή συζύγου λόγω διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης.
Διατροφή ανήλικου τέκνου
Διατροφή ενήλικου τέκνου λόγω σπουδών
ΕΦ ΠΑΤΡ 489/2021
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την αξίωση μεταγαμιαίας διατροφής μεταξύ των συζύγων και ποιές οι προϋποθέσεις για αξίωση διατροφής των ανηλίκων ή ανήλικων τέκνων από τους γονείς;
Περίληψη Αποφάσεως
Η παρούσα υπ’ αριθ. 489/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών αφορά την έφεση που άσκησε ο εκκαλών-εναγόμενος κατά της απόφασης που εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών και αφορούσε την αντιμωλία του με την πρώην σύζυγό του και την ενήλικη κόρη του ως δεύτερη εφεσίβλητη-ενάγουσα, που ρύθμιζε την αποκλειστική επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου, την αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης από την πρώην σύζυγο και τα τέκνα του, ενώ ανήκει κατά αποκλειστική κυριότητα στον εκκαλούντα καθώς και το ύψος της διατροφής που υποχρεούται να καταβάλει ο εκκαλών στην πρώην σύζυγό του και στα δύο κοινά τους τέκνα. Οι οικογενειακές διαφορές ανήκουν στις ειδικές διαδικασίες, σε αντίθεση με την τακτική διαδικασία, διότι αφορούν σημαντικούς τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, με στόχο την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης. Οι οικογενειακές διαφορές περιλαμβάνονται στα άρθρα 592-613 του ΚΠολΔ ενώ σύμφωνα με το άρθρο 17 του ίδιου κώδικα υπάγονται πάντοτε στην ειδική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Την έφεση άσκησε ο εκκαλών εμπρόθεσμα και σύμφωνα με το νόμο, εφόσον στο άρθρο 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ αναφέρεται ρητά πως δικαίωμα στην έφεση έχουν όσοι ηττήθηκαν καθολικά ή εν μέρει στην πρωτοβάθμια δίκη, ενώ στο άρθρο 517 του ίδιου κώδικα ορίζεται πως η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη, ήτοι η πρώην σύζυγός του και η ενήλικη κόρη τους. Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε πως οι λόγοι για την υπό κρίση έφεση που άσκησε ο εκκαλών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι σύμφωνα με το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, διότι συμφώνησε με το αποτέλεσμα της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ήτοι την εκδίκαση των ποσών της μηνιαίας διατροφής, αλλά διαφώνησε με τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης.
Πραγματικά Περιστατικά της υπόθεσης
Στις 14/1/2015 οι ενάγουσες κατέθεσαν αγωγή κατά του εναγομένου συζύγου της πρώτης και πατέρα της δεύτερης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Η πρώτη ενάγουσα τέλεσε μαζί του κατά το θρησκευτικό τύπο νόμιμο γάμο στις 30/12/1995, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα εκ των οποίων το πρωτότοκο είναι η δεύτερη ενάγουσα και το δεύτερο, ανήλικο κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής. Εφόσον η έγγαμη συμβίωση είχε διακοπεί οριστικά, αιτήματα της αγωγής ήταν τα ακόλουθα: α) η ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας του ανήλικου τέκνου στην πρώτη ενάγουσα, β) να της παραχωρηθεί επίσης η αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης, η οποία ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στον εναγόμενο, ώστε να διαμένει με το ανήλικο τέκνο τους και γ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος σε καταβολή μηνιαίας διατροφής εντός του πρώτου πενθήμερου του μήνα με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση της πληρωμής της και επί μία διετία τόσο στην πρώτη ενάγουσα, όσο και στη δεύτερη ενάγουσα. Επιπρόσθετα, στα αιτήματα της αγωγής υπήρξε και η απειλή κατά του εναγομένου με προσωπική κράτηση μέχρις ενός έτους και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ για κάθε παράβαση των όρων και διατάξεων της απόφασης, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών με την οριστική απόφαση του υπ’ αριθ. 489/2017 έκρινε νόμιμη την αγωγή πλην του αιτήματος που αφορούσε την προσωποκράτηση του εναγομένου και την επιβολή προστίμου. Όσον αφορά τα υπόλοιπα αιτήματα το δικαστήριο α) παραχώρησε την αποκλειστική επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου στην πρώτη ενάγουσα, β) διέταξε την παραχώρηση της αποκλειστικής χρήσης της οικογενειακής στέγης στην ενάγουσα με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε περίπτωση παράβασης αυτής της διάταξης και γ) υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα μηνιαίως το ποσό των 216 ευρώ, ως διατροφή της και το ποσό των 300 ευρώ, για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας τους και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 250 ευρώ μηνιαίως, με υποχρεωτική καταβολή τους εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοση της αγωγής.
Στις 21/9/2017 ο εκκαλών-εναγόμενος κατέθεσε έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονούμενος πως οι διαλαμβανόμενοι λόγοι της απόφασης ανάγονται σε εσφαλμένη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμηση των ενώπιον του προσαχθέντων αποδεικτικών μέσων, ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ή άλλως να μεταρρυθμιστεί αυτή κατά τις ειδικότερες αιτιάσεις της έφεσης, ώστε να υποχρεωθεί στην καταβολή χαμηλότερης σε ύψος διατροφής υπέρ της ενάγουσας και των δύο τέκνων του.
Ανάλυση Κρίσιμων Νομικών Ζητημάτων
Όσον αφορά την πρώτη ενάγουσα και πρώην σύζυγο του εκκαλούντος, σε περίπτωση διακοπής του έγγαμου βίου η υποχρέωση συνεισφοράς που ορίζεται στα άρθρα 1389, 1390, 1391 και 1493 του Α.Κ. υποκαθίσταται από την υποχρέωση διατροφής η οποία καθορίζεται κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1493 Α.Κ. Λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες του δικαιούχου συζύγου όπως αυτές διαμορφώνονται μετά τη λύση του έγγαμου βίου. Το άρθρο 1391 παρ. 1 του Α.Κ θεμελιώνει την αξίωση για διατροφή στην διακοπή της έγγαμης συμβίωσης είτε από τον δικαιούχο της διατροφής λόγω εύλογης αιτίας είτε και χωρίς ακόμα εύλογη αιτία, όταν η διακοπή προήλθε από τον υπόχρεο για διατροφή σύζυγο. Επιπροσθέτως, ο δικαιούχος της διατροφής δεν χρειάζεται να είναι άπορος, αλλά αρκεί να είναι οικονομικά ασθενέστερος από τον υπόχρεο. Ο μόνος λόγος απαλλαγής του υπόχρεου προς διατροφή από την υποχρέωσή του αυτή, είναι αν η διάσταση επήλθε από αποκλειστική υπαιτιότητα του δικαιούχου ο οποίος διέκοψε τη συμβίωση παρά τη θέληση του υπόχρεου για εξακολούθηση της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του ιστορικού, διαφαίνεται πως ο λόγος διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων ήταν ο χαρακτήρας του εκκαλούντος και κυρίως η βίαιη και αδιάφορη συμπεριφορά που επεδείκνυε προς την πρώην σύζυγό του με χαρακτηριστικό γεγονός, το πιστοποιητικό που κατέθεσε η εναγόμενη από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών, το οποίο επιβεβαιώνει τους ανωτέρω ισχυρισμούς της για τη συμπεριφορά του. Το Δικαστήριο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, έκρινε πως η διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεως των διαδίκων οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου, που την προκάλεσε με την ως άνω συμπεριφορά του, ενώ τυχόν υπαιτιότητα της ενάγουσας ή συνυπαιτιότητά της στη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μειωμένη διατροφή, δεν αποδείχθηκε. Έτσι, «....η ενάγουσα δικαιούται πλήρους διατροφής σε χρήμα, το ύψος της οποίας προσδιορίζεται σύμφωνα με τις ανάγκες της, όπως είχαν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων…» συνεκτιμώντας βέβαια και τις διαφοροποιήσεις που προέκυψαν από την χωριστή διαβίωση της, υπό την προϋπόθεση ότι από τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων ως συζύγων και το συσχετισμό των οφειλομένων προκύπτει διαφορά υπέρ της ενάγουσας.
Πιο συγκεκριμένα, γίνεται συνυπολογισμός τόσο των εισοδημάτων όσο και της περιουσίας καθώς και της αξία των προσωπικών υπηρεσιών που προσφέρει στα τέκνα της η μητέρα. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί σχετικά με την ακίνητη περιουσία των συζύγων, ότι ασχέτως του προσοδοφόρου αυτής, για το ύψος της διατροφής γίνεται συνυπολογισμός τόσο των εισοδημάτων όσο και της περιουσίας τους. Η περιουσία λαμβάνεται υπόψη ως στοιχείο για τον καθορισμό της αναλογίας, ως προς τις οικονομικές δυνατότητες τις οποίες είναι σε θέση να αναπτύξει ή να ποριστεί ο κάθε γονέας, με την κατάλληλη αξιοποίηση του κεφαλαίου της, που είναι πρόσφορη για την εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης διατροφής. Εν προκειμένω, η εναγόμενη εργάζεται περιστασιακά ως εργάτρια κοπής φασόν σε επιχείρηση έτοιμων ρούχων αποκερδαίνοντας κατά μέσο όρο το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως, ενώ άλλα έσοδα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσία δεν αποδείχθηκε ότι έχει ενώ «.... κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, συνδέεται άμεσα με τη συνοίκηση, η δε προσφορά αυτή της προσωπικής της εργασίας και απασχόλησης για την περιποίησή τους είναι αποτιμητή σε χρήμα…». Αντίθετα, ο εκκαλών είναι ελεύθερος επαγγελματίας και διατηρεί επιχείρηση βουλκανιζατέρ, αποκερδαίνοντας 1.500 ευρώ μηνιαίως, διαμένει στην πατρική του οικία χωρίς να επιβαρύνεται από επιπλέον έξοδα στέγασης ενώ στην κυριότητά του βρίσκεται η οικία που παραχώρησε στην εναγομένη ως οικογενειακή στέγη, ένα αυτοκίνητο, η ψιλή κυριότητα ενός αγροτεμαχίου συμπεριλαμβανομένης και μιας αυτοτελούς κάθετης ιδιοκτησίας και τέλος η κυριότητα υπέρ ισογείου ορόφου, μέσω συμβολαιογραφικού εγγράφου γονικής παροχής. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω στοιχεία, το Δικαστήριο έκρινε πως εφόσον οι οικονομικές δυνάμεις της πρώτης εναγομένης υπολογίζονται στο ποσό των 200 ευρώ κατά μήνα, και δικαιολογείται, έτσι, η αναζήτηση από αυτήν αναλόγου, προς διατροφή της, μέρους από τα εισοδήματα του εναγομένου συζύγου της «...η οποία κατά τα ανωτέρω αφίσταται της έγγαμης συμβίωσης από εύλογη γι’ αυτή αιτία και αδυνατεί να διατρέφει τον εαυτό της, δικαιούται διατροφής έναντι του εναγομένου - συζύγου της, αφού και υπό τις συνθήκες της έγγαμης συμβίωσης είχε τοιούτο δικαίωμα….», ορίζοντας το ποσό των 216 ευρώ μηνιαίως ως διατροφή για τις βιοτικές της ανάγκες, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής.
Όσον αφορά το δικαίωμα διατροφής των τέκνων που προέκυψαν από τον γάμο των διαδίκων σύμφωνα με τα άρθρα 1485, 1486 παρ.1 και 1489 παρ. 2 του Α.Κ., τα τελευταία έχουν δικαίωμα διατροφής έναντι των γονέων τους, τόσο το ανήλικο τέκνο όσο και το ενήλικο με την προϋπόθεση της έλλειψης επαρκών πόρων είτε λόγω έλλειψης περιουσιακών στοιχείων είτε λόγω αδυναμίας να μετέλθει σε κατάλληλη εργασία λόγω των αναγκών της εκπαίδευσης του, ανεξαρτήτως βαθμίδας και επιπέδου σπουδών.
Ειδικότερα, στην συγκεκριμένη υπόθεση από τα στοιχεία που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, προέκυψε πως και τα δύο τέκνα των διαδίκων τόσο το ανήλικο, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, όσο και το ενήλικο, δεν διαθέτουν επαρκή περιουσία και εισοδήματα, από οποιαδήποτε πηγή, με αποτέλεσμα να έχουν αξίωση για διατροφή σε χρήμα έναντι των γονέων τους. Για το ενήλικο τέκνο, την δεύτερη ενάγουσα, κρίθηκε πως λόγω της φοιτητικής της ιδιότητας αδυνατεί να αναλάβει επικερδή απασχόληση χωρίς να επηρεαστεί η απρόσκοπτη φοίτησή της στο Πανεπιστήμιο. Το γεγονός πως της ανήκει η ψιλή κυριότητα ενός διαμερίσματος πρώτου ορόφου, μιας κλειστής θέσης πάρκινγκ και μιας αποθήκης σε πολυκατοικία αντικειμενικής αξίας 56.817,42 ευρώ, δεν αναιρεί το γεγονός ότι αδυνατεί να καλύψει τις βιοτικές της ανάγκες μόνη της, εφόσον υπάρχει παρακράτηση της ισόβιας επικαρπίας του διαμερίσματος από τους δωρητές του, παππού και γιαγιά της ενάγουσας. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των τέκνων των διαδίκων, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής τους, και από την κοινή πείρα των συνήθων δαπανών που απαιτούνται για άτομα ηλικίας αντίστοιχης με τη δική τους που ζουν υπό παρόμοιες συνθήκες, σε αναλογία με τις οικονομικές δυνατότητες των γονέων τους όρισε το ποσό της μηνιαίας διατροφής στα 400 ευρώ το μήνα για το ανήλικο τέκνο τους και το ποσό των 350 ευρώ για τη δεύτερη ενάγουσα, για το διάστημα των δύο ετών από την επίδοση της αγωγής. Συσχετίζοντας τις οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων, στις οποίες συμπεριλήφθηκε η αξία των προσωπικών υπηρεσιών και τα έξοδα συντήρησης της στέγασης τους που προσφέρει σε αυτά η μητέρα, όπως προκύπτει από την αποκλειστική επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου και τη συνοίκηση της με το ενήλικο, έκρινε και επιδίκασε για τον εκκαλούντα το μηνιαίο ποσό διατροφής ύψους 300 ευρώ το μήνα, για το ανήλικο τέκνο του και 250 ευρώ για την ενήλικη θυγατέρα τους-δεύτερη ενάγουσα.
Το Μονομελές Εφετείο Πατρών έκρινε αβάσιμους τους λόγους της εφέσεως του εκκαλούντος, διότι με την απόφασή του το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών επιδίκασε ορθώς τα ανωτέρω ποσά ως μηνιαία διατροφή, αλλά έσφαλε εν μέρει στην διαφορετική αιτιολογία τους και όχι ως προς το αποτέλεσμα. Η έφεση απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη στο σύνολό της εφόσον δεν υφίσταντο άλλοι λόγοι έφεσης, με τους οποίους να πλήττονται άλλα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης.
Διατάξεις του Αστικού Κώδικα που ανεφύησαν με τα νομικά ζητήματα της υπόθεσης
Μεταγαμιαία διατροφή
Με το διαζύγιο ο γάμος λύνεται για το μέλλον και μία από τις συνέπειες που μπορούν να προκύψουν από τη λύση του είναι η μεταγαμιαία υποχρέωση διατροφής. Οι περιπτώσεις χορήγησης μεταγαμιαίας διατροφής αποτελούν την εξαίρεση στον κανόνα, διότι ο κάθε σύζυγος οφείλει να καλύπτει τις βιοτικές του ανάγκες στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις. Από τις διατάξεις των άρθρων 1487 και 1493 του Α.Κ στις οποίες μας παραπέμπει το άρθρο 1443 του ίδιου κώδικα, διαφαίνεται πως βασική προϋπόθεση για την αξίωση της διατροφής είναι η απορία του δικαιούχου συζύγου και η ευπορία του υπόχρεου. Ως απορία δικαιούχου εκλαμβάνεται η αδυναμία του να καλύπτει ο ίδιος άμεσα τις βιοτικές του ανάγκες, είτε από εισοδήματα τα οποία μπορεί να προέρχονται από την εργασία του, κέρδη από τη συμμετοχή του σε εταιρίες, επιδόματα ή συντάξεις που μπορεί να λαμβάνει λόγω υγείας ή ανεργίας είτε εισοδήματα που μπορεί να προέρχονται από την περιουσία του όπως τα μισθώματα ή τόκοι. Ως περιουσία λαμβάνεται το περιουσιακό κεφάλαιο, τόσο το προσοδοφόρο όσο και το απρόσοδο αν μπορεί να ρευστοποιηθεί βέβαια, με τρόπο που θα του επιφέρει καλύτερη οικονομική επιφάνεια. Αν η απορία του δικαιούχου είναι μερική, τότε γεννιέται υπέρ του μερική αξίωση για διατροφή, εφόσον μόνος του μπορεί να καλύψει ένα μέρος από τις βιοτικές του ανάγκες. Ωστόσο στο άρθρο 1443 Α.Κ γίνεται παραπομπή στο άρθρο 1487 εδ. 1, στο οποίο γίνεται λόγος για την ένσταση διακινδύνευσης της διατροφής του υπόχρεου θέτοντας ως προϋπόθεση τη δική του ευπορία ώστε να μην υποχρεούται στην καταβολή διατροφής πρώην σύζυγος που για να καταβάλει την υποχρέωση διατροφής θα θέσει σε κίνδυνο την δική του. Η ευπορία του υπόχρεου δεν κρίνεται μόνο από τα εισοδήματα και την περιουσία του αλλά και από την ύπαρξη άλλων υποχρεώσεων, όπως διαμορφώθηκαν μετά τη λύση του γάμου και από τις υποχρεώσεις που έχει ο ίδιος έναντι τρίτων. Σε περίπτωση απορίας του υπόχρεου, ο ίδιος πρέπει να προβάλει την ένσταση της διακινδύνευσης της δικής του διατροφής στο δικαστήριο, ενώ αν η απορία του είναι μερική, με την προβολή αυτής της ένστασης, μπορεί να πετύχει μερική απαλλαγή από την υποχρέωση του για μεταγαμιαία διατροφή.
Πέρα από τις δύο αυτές προϋποθέσεις σχετικά με την απορία του δικαιούχου και την ευπορία του υπόχρεου, για τη γέννηση δικαιώματος της μεταγαμιαίας διατροφής αρκεί να συντρέχει μία από τις ειδικές προϋποθέσεις του άρθρου 1442 Α.Κ. Στο άρθρο 1442 του Α.Κ ορίζεται πως σε περίπτωση που ο ένας πρώην σύζυγος δε μπορεί να εξασφαλίσει την διατροφή του από τα εισοδήματά του ή από την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλον σε τέσσερις περιπτώσεις : «....1.αν κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις επόμενες περιπτώσεις βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν επιτρέπει να αναγκαστεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει από’ αυτό την διατροφή του∙ 2. αν έχει την επιμέλεια ανηλίκου τέκνου και γι’ αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος∙ 3. αν δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, και στις δύο όμως περιπτώσεις για ένα διάστημα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου∙ 4. σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση του διαζυγίου επιβάλλεται από λόγους επιείκειας...».
Κατά την πρώτη περίπτωση, ο νομοθέτης δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο όριο ηλικίας ούτε η ηλικία αυτή μπορεί να είναι ίδια για όλα τα επαγγέλματα. Έτσι ως μεγάλη ηλικία μπορεί να θεωρηθεί ηλικία μικρότερη αυτή της συνταξιοδότησης εφόσον αναφέρεται και η περίπτωση άσκησης επαγγέλματος για πρώτη φορά. Όσον αφορά την κατάσταση της υγείας του εν δυνάμει δικαιούχου που μπορεί να επηρεάσει την άσκηση επαγγέλματος, μπορεί να εννοηθεί οποιαδήποτε ψυχική ή σωματική ασθένεια, η οποία δεν χρειάζεται να είναι ανίατη ούτε να έχει προκληθεί από το διαζύγιο. Για την επίκληση όμως αυτής της ειδικής περίπτωσης δεν αρκεί η πιθανολόγηση της ασθένειας αλλά χρειάζονται αποδείξεις από ιατρικές γνωματεύσεις ή και μάρτυρες.
Κατά την δεύτερη περίπτωση που αφορά την αδυναμία άσκησης κατάλληλου επαγγέλματος λόγω της επιμέλειας ανήλικου παιδιού, πρόκειται για την περίπτωση όπου ο δικαιούχος της μεταγαμιαίας διατροφής έχει αναλάβει την άσκηση επιμέλειας ενός ή περισσότερων ανήλικων τέκνων. Ο νομοθέτης δεν αναφέρει εάν αφορά και ανήλικα τέκνα του δικαιούχου από άλλο γάμο, ορθότερο όμως είναι να γίνει λόγος για τα κοινά ανήλικα τέκνα των συζύγων, αλλά πάντως είναι αδιάφορο αν τα το κοινό παιδί είναι φυσικό ή υιοθετημένο ή γεννημένο εκτός γάμου, εφόσον έχει ακολουθηθεί η διαδικασία της αναγνώρισης από τον πρώην σύζυγο. Η αδυναμία άσκησης του κατάλληλου επαγγέλματος μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική, όπως και η αξίωση της μεταγαμιαίας διατροφής και εξαρτάται επίσης από την ηλικία, τον αριθμό των παιδιών αλλά και την ηλικία του εν δυνάμει δικαιούχου. Η αξίωση της διατροφής σε αυτή την περίπτωση παύει όταν πάψει η αδυναμία εργασίας λόγω της άσκησης της επιμέλειας ανήλικου τέκνου, είτε λόγω ενηλικίωσης του παιδιού είτε γιατί βρέθηκε η κατάλληλη εργασία που δεν εμποδίζεται από την επιμέλεια είτε γιατί ανατέθηκε η επιμέλεια του τέκνου σε άλλον.
Κατά την τρίτη περίπτωση ειδική προϋπόθεση της αξίωσης για διατροφή αποτελεί η αδυναμία εύρεσης κατάλληλης και σταθερής εργασίας ή η ανάγκη επαγγελματικής εκπαίδευσης του δικαιούχου. Για τον ορισμό της κατάλληλης εργασίας πρέπει να συνεκτιμηθούν οι σωματικές, ατομικές και πνευματικές ικανότητες του δικαιούχου σε συνδυασμό και με την κατάσταση της αγοράς εργασίας καθώς και το βιοτικό του επίπεδο. Σημαντικό στοιχείο είναι και η σταθερότητα της εργασίας, η οποία πρέπει να είναι μόνιμη και σταθερή και όχι προσωρινή και αβέβαιη σε διάρκεια. Πάντως, η εποχιακή εργασία ασχέτως από την διάρκειά της, αν του προσφέρει αυτάρκεια για τις βιοτικές ανάγκες όλου του χρόνου, μπορεί να λογιστεί ως σταθερή. Αν και οι λόγοι μη ανεύρεσης εργασίας από τον δικαιούχο δεν έχουν ιδιαίτερο ρόλο, ο ίδιος του θα πρέπει να έχει προβεί στις ανάλογες ενέργειες εύρεσης εργασίας με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Προπαρασκευαστικό στάδιο για την εύρεση μίας κατάλληλης και σταθερής εργασίας, είναι η ανάγκη για επαγγελματική εκπαίδευση. Ως επαγγελματική εκπαίδευση πρέπει να νοηθεί οποιαδήποτε εκπαίδευση, σε τεχνικές σχολές, σε Α.Τ.Ε.Ι. και Α.Ε.Ι., είτε διεκόπησαν στο παρελθόν για οποιονδήποτε λόγο ή η έναρξη τους έγινε μετά τη λύση του γάμου. Για την παροχή της διατροφής δεν τίθεται από το νόμο ως όρος η ολοκλήρωση των σπουδών αλλά τίθεται χρονικό όριο το οποίο δε μπορεί να υπερβαίνει τα τρία χρόνια μετά την αμετάκλητη δικαστική απόφαση διαζυγίου. Ο εν δυνάμει δικαιούχος θα πρέπει να έχει την δυνατότητα για επιτυχή περάτωση των σπουδών του και όχι αδιαφορία και απραξία κατά την διάρκειά τους, καθώς η έλλειψη επιτυχούς περάτωσης τους μπορεί να αποτελέσει σοβαρό λόγω παύσης της διατροφής ή να καταστήσει την αξίωση για διατροφή καταχρηστική.
Στην τέταρτη περίπτωση του άρθρου 1442 ο νομοθέτης κάνει λόγο για λόγους επιείκειας. Επίκληση στην τέταρτη αυτή περίπτωση γίνεται από τον εν δυνάμει δικαιούχο όταν δε συντρέχει καμία από τις παραπάνω προϋποθέσεις διατροφής (1442 Α.Κ 1-3) και έτσι μπορεί να επικαλεστεί υπέρ αυτού κάποιο λόγο επιείκειας που να δικαιολογεί την χορήγηση μεταγαμιαίας διατροφής. Ως λόγοι επιείκειας μπορούν να θεωρηθούν μόνο όσοι σχετίζονται με τις ανάγκες του δικαιούχου που υπήρχαν κατά τον χρόνο λύσης του γάμου. Παραδείγματος χάρη ο δικαιούχος ασκεί την γονική επιμέλεια των ανήλικων τέκνων του από άλλο γάμο, ή ζει με τους ηλικιωμένους και ανήμπορους γονείς του. Στις δύο αυτές περιπτώσεις οι συγγενείς του δικαιούχου θα πρέπει να υπήρχαν ως συνθήκες και κατά την διάρκεια του έγγαμου βίου με τη συναίνεση του υπόχρεου συζύγου, ο οποίος είτε βοηθούσε οικονομικά είτε με άλλο τρόπο.
Αξίωση διατροφής ανήλικων και ενήλικων τέκνων
Η αξίωση διατροφής των ανήλικων και ενήλικων τέκνων βρίσκεται στο δέκατο κεφάλαιο του αστικού κώδικα με τίτλο «Διατροφή από το νόμο» και καλύπτει τα άρθρα 1485-1500 του Α.Κ. Σύμφωνα με το άρθρο 1493 Α.Κ., η έκταση της διατροφής περιλαμβάνει τις βασικές ανάγκες του τέκνου και κρίνεται με βάση τα κριτήρια που συνθέτουν το βιοτικό επίπεδο του τέκνου ή στοιχεία που μπορούν να προβλεφθούν μελλοντικά σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας. Κύρια επιδίωξη της διατροφής είναι η κάλυψη κύριων βιοτικών αναγκών όπως τροφή, στέγη, ένδυση, θέρμανση, ψυχαγωγία, μόρφωση, νοσηλεία, δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, παραθέριση, συγκοινωνία και επικοινωνία. Επιπλέον, περιλαμβάνονται έξοδα θεωρητικής, επαγγελματικής ή τεχνικής μόρφωσης ακόμα και μεταπτυχιακής. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των νόμων καλύπτεται από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, οι οποίες καταστούν άκυρες συμφωνίες μεταξύ των μερών, όταν έρχονται σε αντίθεση με αυτά που ορίζει ρητά ο νόμος.
Ως κατιόντες του άρθρου 1485 ΑΚ εννοούνται οποιουδήποτε βαθμού κατιόντες, οι οποίοι κατάγονται από αυτόν ή συνδέονται μαζί του με τεχνητή συγγένεια λόγω της υιοθεσίας. Στην έννοια αυτοί δε περιλαμβάνονται οι εξ αγχιστείας συγγενείς όπως συνάγεται από το άρθρο 1488 Α.Κ το οποίο ορίζει πως υπόχρεοι για την διατροφή κατιόντων είναι η σειρά των ανιόντων, με την οποία αυτοί καλούνται στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή. Αδιάφορο είναι αν οι κατιόντες είναι έγγαμοι ή άγαμοι, ανήλικοι ή ενήλικοι.
Προϋπόθεση για την αξίωση διατροφής σύμφωνα με το άρθρο 1486 Α.Κ είναι η απορία ή η αδυναμία του δικαιούχου να καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες είτε επειδή δεν διαθέτει εισοδήματα από καμία άλλη πηγή είτε δεν διαθέτει κανένα περιουσιακό κεφάλαιο. Ωστόσο αν υπάρχει απρόσοδο περιουσιακό κεφάλαιο, ο εν δυνάμει δικαιούχος καλείται να το ρευστοποιήσει πριν πετύχει την διατροφή του από τρίτο. Όσον αφορά το ανήλικο τέκνο, στο άρθρο 1486 παρ. 2 του Α.Κ υπάρχει εξαιρετική ρύθμιση που ορίζει πως ο ανήλικος έχει υποχρέωση να καταναλώσει μόνο τα εισοδήματά του και όχι το περιουσιακό του κεφάλαιο, προκειμένου να απαιτήσει την αξίωση για διατροφή από τους γονείς του, όμως για να στραφεί εναντίον άλλου υπόχρεου για την αξίωση της διατροφής του θα πρέπει να έχει εκποιηθεί και το περιουσιακό του κεφάλαιο. Η υπαιτιότητα του δικαιούχου ως προς την περιέλευσή του σε κατάσταση απορίας δεν έχει κάποια σημασία, εκτός και αν περιήλθε επίτηδες σε αυτή την κατάσταση, ώστε να ζει εις βάρος τρίτου, λόγος που καθιστά την αξίωσή του για διατροφή καταχρηστική. Η προσπάθεια που έχει καταβάλει ο εν δυνάμει δικαιούχος της διατροφής για εύρεση εργασίας είναι και αυτή αδιάφορη και αρκεί η αδυναμία του για εύρεση μη κατάλληλης εργασίας ως προς τις βιοτικές του ανάγκες.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να κρίνει το δικαστήριο επί της διατροφής είναι επίσης η ευπορία του υπόχρεου προς καταβολή της. Ο υπόχρεος πρέπει να είναι σε θέση να την καταβάλει ανάλογα και με τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του, χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή. Την ένσταση περί διακινδύνευσης της δικής του διατροφής πρέπει να την επικαλεστεί και να την αποδείξει ο υπόχρεος, αποδεικνύοντας πως υπάρχει διακινδύνευση της διατροφής του από τον συσχετισμό ενεργητικού και παθητικού της περιουσίας του με την καταβολή διατροφής. Δεν είναι σωστό η ένσταση περί διακινδύνευσης να προτείνεται από τους γονείς κατά των ανήλικων τέκνων τους όταν αυτά δεν είναι σε θέση να καλύψουν τις βιοτικές τους ανάγκες. Στην περίπτωση που οι γονείς του τέκνου είναι άποροι, η ένσταση για διακινδύνευση της διατροφής πρέπει να προβάλλεται ως ένσταση παραπομπής στον επόμενο υπόχρεο ή στην κατανάλωση του περιουσιακού κεφαλαίου του ανήλικου τέκνου που υπό άλλες συνθήκες προστατεύεται από το άρθρο 1486 Α.Κ παρ 2.
Βιβλιογραφία
Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Έφη «Οικογενειακό δίκαιο-Επιτομή» Γ’ έκδοση, 2018, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Kεφάλαιο Έβδομο «Διαζύγιο» IV. Συνέπειες του διαζυγίου και Κεφάλαιο Ένατο «Διατροφή από το νόμο».
Χάρις Αναγνωστοπούλου,
Τριτοετής φοιτήτρια Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου,
Πτυχιούχος του τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων, Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων του The Law Project.
Comments