Της Έλενας Μαυρονικόλα
Διαζύγιο: Συναινετικό ή κατ’ αντιδικίαν
(ΜονΕφ Πειραιώς 442/202)
Διαζύγιο: Συναινετικό ή κατ’ αντιδικίαν. Όταν φτάνει η στιγμή που δεν εξελίσσονται όλα όπως τα έχουμε προβλέψει, οφείλεται άραγε διατροφή στον/στην πρώην σύζυγο μετά τη λύση του γάμου;
Περίληψη Απόφασης
Το Εφετείο Πειραιά καλείται στην συγκεκριμένη περίπτωση να καταπιαστεί με μια υπόθεση οικογενειακού δικαίου και δη μια διαφορά μεταξύ συζύγων για καταβολή διατροφής μετά το διαζύγιο. Ειδικότερα, η ενάγουσα σύζυγος - εφεξής Σ – ζητά από το Πρωτοδικείο Πειραιώς μετά την αμετάκλητη έκδοση της απόφασης διαζυγίου της με τον Χ, να της καταβάλλει (ο Χ) το ποσό 500 € ως διατροφή για χρονικό διάστημα 2 ετών. Ο Χ ισχυρίζεται ότι η αγωγή είναι καταχρηστική και πως η καταβολή της εν λόγω διατροφής φέρνει σε κίνδυνο τη δική του διατροφή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς το νόμο απορρίπτοντας τους ως άνω ισχυρισμούς του εναγόμενου ως ουσία αβάσιμους και καταδικάζοντας τον στην καταβολή μηνιαίας διατροφής ύψους 250€ για 2 έτη. Ο ίδιος, εν μέρει ηττηθείς, ασκεί έφεση ζητώντας να εξαφανιστεί η πρωτοβάθμια απόφαση, την οποία (έφεση) κάνει εν τέλει δεκτή το δικαστήριο και τον καταδικάζει, λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα στοιχεία που διέθετε, στην καταβολή μηνιαίας διατροφής ύψους 200 € για διάστημα 2 ετών και στην πληρωμή δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Ανάλυση Νομικών Ζητημάτων
Στη συγκεκριμένη ενότητα θα αποπειραθούμε να αναλύσουμε όσο το δυνατόν ευχερέστερα αλλά και με ακρίβεια κάποια από τα σημαντικότερα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν μέσα από την ενασχόλησή μας με την εν λόγω απόφαση του εφετείου. Ο κύριος πυλώνας γύρω από τον οποίο θα κινηθεί η ανάλυση και ο σχολιασμός μας είναι το κομμάτι της διατροφής, το οποίο αποτελεί κατά κυριολεξία ένα πολυδιάστατο τμήμα του οικογενειακού δικαίου και έχει απασχολήσει τη θεωρία και τη νομολογία σε διάφορες χώρες του κόσμου ήδη από τις απαρχές του δικαίου.
Οι ρυθμίσεις του δικαίου περί διατροφής αντανακλούν τις αρχές της οικογενειακής αλληλεγγύης και του συγγενικού δεσμού. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η οικογένεια συνεισφέρει στις βιοτικές ανάγκες των μελών της στο μέτρο που αυτές δεν καλύπτονται από ένα κράτος πρόνοιας. Η ίδια η ιδέα της διατροφής αλλά και οι μορφές της έχουν διαφοροποιηθεί άρδην ήδη από την εποχή πριν την εκβιομηχάνιση, που οφειλόταν σε είδος και όχι σε χρήμα όπως είναι σήμερα (Αθηνά Κοτζάμπαση, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου). Χρησιμοποιώντας έναν σύντομο ορισμό του καθηγητή της νομικής μας σχολής Απόστολου Γεωργιάδη , «διατροφή είναι το σύνολο των παροχών που δίνει κάποιος σε κάποιον άλλο με σκοπό την ικανοποίηση των βιοτικών του αναγκών καθώς περιλαμβάνει όλα όσα είναι απαραίτητα για τη συντήρησή του όπως λόγου χάρη τροφή, ένδυση, στέγαση, εκπαίδευση, ψυχαγωγία κ.ά.».
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι οι διατάξεις περί διατροφής είναι αναγκαστικού δικαίου, το οποίο σημαίνει πως αντίθετες συμφωνίες των μερών δεν είναι επιτρεπτές και καθίστανται ως εκ τούτου άκυρες. Ανωτέρω αναφέρθηκε ότι το κεφάλαιο της διατροφής είναι από τη φύση του πολυδιάστατο και αυτός ο ισχυρισμός δικαιολογείται από την πολλαπλότητα των ειδών διατροφής που παρέχονται. Στο δίκαιό μας αναγνωρίζεται διατροφή ανάμεσα σε ανιόντες και κατιόντες, ανάμεσα σε αδέλφια, διατροφή της μητέρας που κυοφορεί ή μιας άγαμης μητέρας και διατροφή ανάμεσα στους συζύγους στη διάρκεια του γάμου, κατά τη διάσταση/ διακοπή του συζυγικού βίου και κατά τη λύση του γάμου.
Όλες αυτές όμως οι περιπτώσεις οι οποίες φαίνονται μεν πολύ ενδιαφέρουσες, δεν θα μπορούσαν με επιτυχία να αναλυθούν στα πλαίσια αυτού του σχολιασμού και ως εκ τούτου η ανάλυσή μας θα περιοριστεί αποκλειστικά στην διατροφή των συζύγων μετά τη λύση του γάμου, καθώς αυτή την περίπτωση πραγματεύεται και η δικαστική απόφαση με την οποία καταπιανόμαστε. Χάριν καλύτερης κατανόησης και συνεκτικότητας ωστόσο, θεωρώ σημαντικό να κάνουμε μια μικρή αναφορά στους θεσμούς της διατροφής των συζύγων στη διάρκεια του γάμου αλλά και κατά το στάδιο της διακοπής της έγγαμης συμβίωσής τους ώστε να μεταβούμε χωρίς νοηματικά κενά στην ανάπτυξη και σχολιασμό της διατροφής των συζύγων μετά το διαζύγιο όπως αυτή ρυθμίζεται στον νόμο.
Είναι ευρέως γνωστό και αποδεκτό πως η συμβίωση στα πλαίσια ενός γάμου δημιουργεί πληθώρα δαπανών και εξόδων για την κάλυψη των αναγκών του κοινού οίκου (οικογενειακές ανάγκες). Πρόκειται ουσιαστικά για την σύγχρονη απόδοση του όρου «βάρη του γάμου» ο οποίος επισημαίνει την υποχρέωση των συζύγων να συνεισφέρουν από κοινού, ανάλογα πάντα με τις δυνάμεις τους, στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών ( Κουμάντος , ΟικΔικ Ι, 1998,Κεφ.4ο, αρ.1,σ.116 , Ιωάννης Ε. Πιτσιρίκος, Συνεισφορά στις οικογενειακές ανάγκες και διατροφή κατά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, 2011). Οι ρυθμίσεις αυτές διαπνέονται από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί ισότητας των δυο φύλων, αλλαγή όχι απαραιτήτως δεδομένη καθώς παλαιότερα θεσπιζόταν η υποχρεωτική διατροφή του συζύγου προς τη σύζυγό του σε αντίθεση με την επικουρική υποχρέωση της συζύγου, για παροχή διατροφής προς τον σύζυγό της (βλ. προϊσχύσασα ΑΚ 1391: «Ο ανήρ υποχρεούται να παρέχει διατροφή ανάλογη προς την κοινωνική του θέση, την περιουσία ή τους πόρους αυτού»). Παρατηρούμε ότι αυτές οι ρυθμίσεις αντικατόπτριζαν πατριαρχικές αντιλήψεις συνδεδεμένες με την λογική ότι ο άνδρας είναι κεφαλή της οικογένειας και αποφασίζει για ό,τι αφορά τον συζυγικό βίο (Γενική εισαγωγή στο οικογενειακό δίκαιο,1987,σ.95, αρ.83επ., Μπαλή ,ΟικΔικ,1956,σ.83-88, Πιτσιρίκος Ιωάννης Ε. ο.π). Η συνεισφορά στις οικογενειακές ανάγκες είναι έννοια ευρύτερη από αυτή της «διατροφής», καθώς αναφερόμαστε στην συμβολή των συζύγων στην κάλυψη των αναγκών του κοινού τους οίκου. Βασικές προϋποθέσεις είναι η ύπαρξη υποστατού γάμου – όχι κατ’ ανάγκη έγκυρου- και συμβίωσης (ΑΠ 1765/2007 ΝοΒ 56, 701.676/2000 ΕλλΔνη 41,1597). Όπως μάλιστα επισημαίνει και ο κος. Γεωργιάδης Απ. (Οικογενειακό Δίκαιο, Β’ έκδοση 2017 , σ.156), η εν λόγω υποχρέωση για συνεισφορά υπάρχει ακόμα και αν ο γάμος είναι άκυρος ή ακυρώσιμος, στο μέτρο βέβαια που δεν έχει ακυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
Η υποχρέωση συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες διατηρείται όσο διαρκεί η έγγαμη συμβίωση, καθώς όταν αυτή διακοπεί γεννάται αφηρημένη υποχρέωση διατροφής των συζύγων όπως αυτή ρυθμίζεται στα άρθρα 1391ΑΚ. Αξίζει να αναφέρουμε μάλιστα πως τα αντίστοιχα άρθρα του παλαιού κώδικα όριζαν ότι ο/η σύζυγος δικαιούταν διατροφής αν διέκοπτε την έγγαμη συμβίωση από εύλογη αιτία, ο δε άντρας ειδικότερα ήτο υποχρεωμένος να διατρέφει τη σύζυγό του ανάλογα με την κοινωνική του θέση και την περιουσία του. Η σύζυγος από πλευράς της όφειλε να παρέχει διατροφή στον σύζυγό της στην περίπτωση που εκείνος ήταν ανίκανος να διατρέφει τον εαυτό του (Στ. Ματθία, Η συμβολή των συζύγων στις οικογενειακές ανάγκες και η αξίωση διατροφής , ΝοΒ 31, 1476επ.). Στις μέρες μας, ο σύζυγος που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση ή εγκαταλείφθηκε από τον σύζυγό του, δικαιούται να απαιτήσει μηνιαία διατροφή σε χρήμα. Η εν λόγω περίπτωση ρυθμίζεται στο άρ.1391 ΑΚ, το οποίο και θέτει ορισμένες προϋποθέσεις για την καταβολή διατροφής. Είναι επομένως απαραίτητο να υπάρχει:
1. υποστατός γάμος
2. διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, η οποία συνίσταται στην εξαφάνιση του corpus(σωματικό στοιχείο – συγκατοίκηση) και στο animus(ψυχολογικό στοιχείο).
3. Εύλογη αιτία διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, στην οποία περιλαμβάνεται κάθε γεγονός αναγόμενο σε αποκλειστική υπαιτιότητα του υπόχρεου συζύγου που δικαιολογεί τη διακοπή της συμβίωσης (Δεληγιάννης, ΟικΔικ Ι, 1987,σ. 176).
Αναφέρθηκε ανωτέρω ότι η οφειλόμενη διατροφή θα πρέπει να καταβάλλεται σε χρήμα. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει μια συγκεκριμένη διάταξη στον κώδικά μας, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα παραχώρησης της οικογενειακής στέγης στον έναν σύζυγο σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης ως ένα είδος περιορισμένης διατροφής από το νόμο. Ο λόγος γίνεται φυσικά για το άρθρο 1393ΑΚ, στο οποίο ορίζεται εκτός των άλλων η πλήρης χρήση ολόκληρου ή μέρους της οικογενειακής στέγης ανεξάρτητα αν ο άλλος σύζυγος είναι κύριος ή μόνο μισθωτής.
Οι αξιώσεις του δικαιούχου για διατροφή παραγράφονται ύστερα από πέντε έτη (ΑΚ 250 αρ.17). Στο νόμο προβλέπονται βέβαια περεταίρω περιπτώσεις κατά τις οποίες παρατηρείται παύση ή μείωση της διατροφής. Εν συντομία αναφέρουμε ενδεικτικά τις κατωτέρω:
1. Λύση ή ακύρωση του γάμου
2. Αποκατάσταση συμβίωσης
3. Αλλαγή περιστάσεων που αφορούν κυρίως οικονομικές μεταβολές και απροσδόκητες μεταβολές στην περιουσιακή & προσωπική κατάσταση των μερών
4. Βάσιμος & υπαίτιος λόγος διαζυγίου
5. Δικαστική μεταρρύθμιση
Ύστερα από όλα όσα έχουν αναφερθεί έως αυτό το σημείο θα προχωρήσουμε στο κεντρικό σημείο της ενασχόλησής μας , δηλαδή τη διατροφή μετά τη λύση του γάμου, η οποία ρυθμίζεται κατά βάση στο άρ. 1442 ΑΚ. Η αναγνώριση διατροφής επιβάλλεται από λόγους κοινωνικούς αλλά και ηθικούς, εφόσον μετά το διαζύγιο καθένας από τους συζύγους πρέπει να διατρέφεται με τις δικές του ανάγκες βάσει της αρχής της αυτάρκειας. Το σύνολο δε των κανόνων αυτών διαπνέονται σε μεγάλο βαθμό από το θεσμό της επιείκειας που διατρέχει ολόκληρο σχεδόν το οικογενειακό δίκαιο όπως έχουμε διαπιστώσει από τα ανωτέρω. Πρέπει εξάλλου να τονίσουμε ότι η πρόβλεψη αυτή για διατροφή βρίσκει αντίκρισμα και σε διεθνή κείμενα ανά τον κόσμο. Ενδεικτικά αναφέρουμε ένα σχετικό χωρίο: «Where the partners have been in an enduring relationship for at least five years…, the partner who has insufficient resources to meet his or her needs has a claim of maintenance against the other partner provided that he or she is able to satisfy those needs.» (Principles of European Family Law regarding Property, Maintenance and succession Rights of couples in de facto unios, intersentia, p.175).
Ενδιαφέρουσα επίσης καθίσταται η ρύθμιση του Βελγικού Αστικού κώδικα περί διατροφής, η οποία λαμβάνει διαφορετικής μεταχείρισης ανάλογα αν πρόκειται για συναινετικό ή κατ’ αντιδικία διαζύγιο. Πιο συγκεκριμένα ο νόμος τονίζει : «There is no legal maintenance obligation between former spouses after a divorce by mutual consent.» (Article 1288, paragraph 1, indent 4 judicial Code). Στον αντίποδα «a legal maintenance obligation may arise in the event of a divorce on the ground of the irretrievable breakdown of the marriage.» ( Article 301 Civil Code).
Για την καταβολή της διατροφής αυτής είναι απαραίτητο να συντρέχουν κάποιες βασικές προϋποθέσεις – γενικές και ειδικές – οι οποίες να δικαιολογούν ως ένα βαθμό την ανάγκη του δικαιούχου να απαιτήσει διατροφή από τον πρώην σύζυγό του. Η κυριότερη από τις προϋποθέσεις αυτές είναι η απορία του δικαιούχου και η ευπορία του υποχρέου. Σχετικές αναφορές βρίσκουμε φυσικά και σε ξένες νομοθεσίες όπως λόγου χάρη στης Κροατίας. Ο νόμος εκεί είναι διατυπωμένος ως εξής: «…a maintenance obligation exists if the partner…does not have sufficient means for subsistence…, and if such means cannot be obtained based on his or her assets.» (Resetar/lucic, Croatian Report, Q34). Βέβαια εκ πρώτης όψεως οι έννοιες αυτές μοιάζουν κάπως αόριστες γι’ αυτό θα κάνουμε μια προσπάθεια να τις προσδιορίσουμε λίγο περισσότερο.
Ξεκινώντας από την έννοια της απορίας και ύστερα από αναζήτηση στην θεωρία μας, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή εννοείται ως η αδυναμία του δικαιούχου (όχι έσχατη ένδεια) προς εξασφάλιση της διατροφής του από τα προσωπικά του εισοδήματα και την περιουσία του στο επίπεδο που επιβάλλεται από τις συνθήκες της ζωής του (Καλλιρρόη Παντελίδου, ζητήματα του δικαίου της διατροφής, σ.34-35). Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μας ενδιαφέρει αν αυτή (απορία) οφείλεται σε υπαιτιότητα του δικαιούχου παρά μόνο αν συντρέχει κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής και του αμετακλήτου του διαζυγίου (ΑΠ 1921/2009, ΑΠ348/2006, ΤΠΝ Ισοκράτης). Ωστόσο, βασική προϋπόθεση για να εξετάσουμε την απορία αποτελεί η εξάντληση όλων των οικονομικών δυνατοτήτων του ακόμα και του κεφαλαίου της περιουσίας του (Γεωργιάδης Απ., εγχειρίδιο οικογενειακού δικαίου 2017, σ.272).
Στον αντίποδα, ευπορία του υποχρέου δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ιδιαίτερο πλούτο αυτού αλλά τη δυνατότητά του, με βάση τις οικονομικές του δυνάμεις να διατρέφει τον πρώην σύζυγό του χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δική του διατροφή. Περεταίρω ο νόμος ορίζει στο άρθρο 1442 και κάποιες επιπλέον προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν ώστε να γεννηθεί αξίωση σε διατροφή. Αυτές είναι:
i. Φυσική αδυναμία εργασίας:
Σε αυτή την περίπτωση αναφερόμαστε όταν ο άπορος σύζυγος δεν δύναται να εξασφαλίσει τη διατροφή του εξαιτίας της ηλικίας ή της κατάστασης της υγείας του που τον αποτρέπουν από την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, συνυφασμένου με τις σωματικές και νοητικές ικανότητές του. Όσο για την ηλικία και την κατάσταση της υγείας αυτές θεωρούνται αόριστες νομικές έννοιες, τις οποίες εξετάζει το δικαστήριο.
ii. Επιμέλεια τέκνου:
Ευλόγως γεννάται αξίωση διατροφής στην περίπτωση που ο δικαιούχος σύζυγος είναι επιφορτισμένος με την ανατροφή του τέκνου, η επιμέλεια του οποίου θα πρέπει να συνδέεται αιτιωδώς με την δυσκολία άσκησης κατάλληλου επαγγέλματος (Γεωργιάδης Απ., ό.π, σ. 275).
iii. Επαγγελματικές δυσχέρειες
Αναφερόμαστε στη μη ύπαρξη σταθερής κατάλληλης εργασίας για διάστημα όχι μεγαλύτερο των τριών ετών από την έκδοση του διαζυγίου. Σταθερή θεωρείται και η εποχιακή εργασία ενώ η αδυναμία εύρεσης πρέπει να εξαρτάται από αντικειμενικούς λόγους όπως η ανεργία ή η οικονομική κρίση. (ΕφΛαρ 178/2005 ΤΠΝ ΔΣΑ, Γεωργιάδης Απ., ό.π, σ.276)
iv. Λόγοι επιείκειας
Διατροφή θεμελιώνεται και σε άλλους λόγους από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 1442, οι οποίοι δικαιολογούν την υποχρέωση διατροφής από επιείκεια. Λόγοι επιείκειας είναι παραδείγματος χάρη η φροντίδα από τον δικαιούχο σύζυγο ενήλικου τέκνου που πάσχει από αναπηρία ή η επέλευση έκτακτων περιστατικών που επηρεάζουν τον βιοπορισμό του (Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου /Λέκκα, άρθρο 1442 αρ.78, Γεωργιάδης Απ. ο.π , σ.277).
Δεν θα μπορούσε ωστόσο ο Έλληνας νομοθέτης να αφήσει αρρύθμιστη την περίπτωση περιορισμού ή παύσης του δικαιώματος διατροφής του δικαιούχου συζύγου, οι οποίες ρυθμίζονται ως επί το πλείστων στο άρθρο 1444 ΑΚ. Παράγοντες όπως η μικρή διάρκεια του γάμου, η υπαιτιότητα του δικαιούχου και η εκούσια απορία οδηγούν στον αποκλεισμό της διατροφής. Πότε η διάρκεια του γάμου θεωρείται “μικρή” ωστόσο; Μικρή διάρκεια θεωρείται ότι υπάρχει όταν ο γάμος διαρκεί λιγότερο ή έως ένα χρόνο και ειδικά αν η συμβίωση ήταν καθαρά τυπική μεταξύ του ζεύγους. Περαιτέρω η υπαιτιότητα του δικαιούχου αφορά τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης εξαιτίας παραπτωμάτων του δικαιούχου σε διατροφή συζύγου. Εκούσια τέλος απορία συνεπάγεται η δόλια πρόκληση απορίας του δικαιούχου στον εαυτό του.
Αναφορικά με την παύση της διατροφής, αυτή λαμβάνει χώρα ύστερα από σύναψη νέου γάμου του δικαιούχου – έγκυρο ή μη -, σε περίπτωση ελεύθερης ένωσης και τέλος σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ο θάνατος του υποχρέου δεν συνεπάγεται απόσβεση δικαιώματος διατροφής καθώς τη σχετική αξίωση θα ασκήσουν οι κληρονόμοι του.
Η θέση του Δικαστηρίου
Συνοψίζοντας, στο δικαστήριο τέθηκε όπως αναφέρθηκε παραπάνω το ζήτημα να αποφανθεί για το αν η ενάγουσα σύζυγος δικαιούται διατροφής από τον πρώην σύζυγό της. Το δικαστήριο έλαβε υπόψιν του όλα τα ανωτέρω αναλυθέντα στοιχεία και εστίασε στο δίπολο «ευπορία υποχρέου – απορία δικαιούχου». Δεδομένου ότι – όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης- ο υπόχρεος σύζυγος ελάμβανε κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής σύνταξη ύψους 1.090€ και σταθμίζοντας τις οικονομικές/κοινωνικές/οικογενειακές του ανάγκες σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η δεύτερη σύζυγός του με την οποία διαμένουν στην ίδια οικία είναι σε κατάλληλη ηλικία ώστε να συνεισφέρει στις ανάγκες του κοινού τους οίκου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος είναι σε θέση να καταβάλει στην ενάγουσα συμπληρωματική διατροφή ύψους 200€ χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την δική του διατροφή, αλλά και αυτή του ανήλικου τέκνου του. Βέβαια στον σχηματισμό της δικανικής αυτής απόφασης σπουδαίο ρόλο έπαιξε και η ηλικία, η μόρφωση και η έλλειψη προϋπηρεσίας της ενάγουσας. Η ύπαρξη αυτών των δεδομένων δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει τον δικαστή της ουσίας στην απόφασης υπέρ καταβολής διατροφής. Ωστόσο – ορθώς κατά την προσωπική μου άποψη- ο δικαστής απεφάνθη ότι η διατροφή είναι συμπληρωματική, καθώς λαμβανομένων υπόψιν των εν τη δικογραφία συμπεριλαμβανομένων στοιχείων η ενάγουσα είναι σε θέση να εξεύρει συμπληρωματική- μερικής απασχόλησης- εργασία, από την οποία θα αποκομίζει τουλάχιστον 300€ ώστε σε συνδυασμό με τη διατροφή να καλύψει πλήρως τις διατροφικές της ανάγκες.
Προσωπικές Θέσεις
Φτάνοντας σε αυτό το σημείο μου δίνεται η δυνατότητα να εκφράσω κάποιες προσωπικές μου θέσεις και σκέψεις αναφορικά με τα εν λόγω ζητήματα, οι οποίες ανέκυψαν στην διάρκεια της ενασχόλησής μου με το παρόν. Δεν θα μπορούσα να μην εκφράσω τον θαυμασμό μου για την προσοχή και την προνοητικότητα που έχει επιδείξει ο Έλληνας νομοθέτης στα θέματα του οικογενειακού μας δικαίου και δη όσων σχετίζονται με ζητήματα του γάμου όπως η διατροφή. Κύρια μέριμνά του είναι κατά την άποψή μου η διατήρηση των έγγαμων σχέσεων και όχι ο χωρισμός των ζευγαριών, γι’ αυτό τον λόγο εξ’ άλλου έχει δημιουργήσει τόσες δικλείδες ασφαλείας που δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια στην ελεύθερη βούληση των μερών ώστε να εξασφαλίσει ότι τυχόν αποφάσεις περί λύσεως του γάμου έχουν παρθεί με σιγουριά κατόπιν αρκετής περίσκεψης από μέρους του ζευγαριού. Η προνοητικότητα αυτή του νομοθέτη αλλά και οι στάθμιση των εκατέρωθεν συνθηκών από την νομολογία, η οποία αντιμετωπίζει κάθε υπόθεση διαφορετικά και με την προσοχή που της αρμόζει με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη. Εξάλλου ο γάμος είναι ένας θεσμός που χαίρει μεγάλης βαρύτητας στην χώρα μας τόσο χάριν της θρησκείας όσο και χάριν της παράδοσης. Δεν θα μπορούσαμε ως εκ τούτου παρά να βασιστούμε σε κάποιες βασικές ρυθμίσεις και να διανθήσουμε το οικογενειακό δίκαιο ακόμα περισσότερο στο πέρας του χρόνου με γνώμονα το πνεύμα κοινωνικών και ηθικών αξιών που μας διακατέχει.
Βιβλιογραφία
Γεωργιάδης Απ., 2017, Εγχειρίδιο οικογενειακού δικαίου, εκδ. Σάκκουλα
Κοτζάμπαση Α., 2022, Εγχειρίδιο οικογενειακου δικαιου, εκδ. Σάκκουλα
Πανελλήνιο συνέδριο οικογενειακού δικαίου , 2018, Ζητήματα δικαίου διατροφής, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη
Πιτσιρίκος Ιωάννης Ε., 2011, Συνεισφορά στις οικογενειακές ανάγκες και διατροφή κατά την διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη
Boele-Woelki, Katharina , 2019, Principles Of European Family Law Regarding Property, Maintenance And Succession Rights Of Couples In De Facto Unions, Intersentia
Margaret Brinig, 2018, International Survey Of Family Law 2018, Intersentia
Έλενα Μαυρονικόλα, Νομική Σχολή – Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 3ο Έτος. Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project
Comments