Της Άννας Μαρίας Μισούλη Μάργαρη
ΔΕΕ C-619/2018 Επιτροπή κατά Πολωνίας -
Ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και κράτος δικαίου
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 24ης Ιουνίου 2019
Επί της εφαρμογής και του περιεχομένου του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ
52. Επιπλέον, μολονότι, όπως υπενθυμίζουν η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Ουγγαρία, η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.
58. Η απαίτηση αυτή περί ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αξιών των κρατών μελών οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου.
Επί της πρώτης αιτιάσεως
72. Η πρώτη, εξωτερική, πτυχή προϋποθέτει ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε φορέα και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους.
75. Ειδικότερα, η απαραίτητη αυτή ελευθερία των δικαστών από κάθε είδους εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις επιτάσσει, όπως έχει επανειλημμένα υπενθυμίσει το Δικαστήριο, ορισμένες εγγυήσεις για την προστασία των προσώπων στα οποία έχει ανατεθεί το δικαιοδοτικό έργο, όπως είναι η ισοβιότητα.
Επί της δεύτερης αιτιάσεως
111. Συναφώς, το γεγονός ότι ένα πολιτειακό όργανο όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαθέτει την εξουσία να αποφασίζει να επιτρέψει ή όχι μια τέτοια ενδεχόμενη παράταση δεν αρκεί, βεβαίως, αφεαυτού, για να γίνει δεκτή η ύπαρξη παραβιάσεως της εν λόγω αρχής. Ωστόσο, επιβάλλεται να διασφαλισθεί ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και οι όροι της διαδικασίας για την έκδοση τέτοιων αποφάσεων δεν θα μπορούν να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των οικείων δικαστών από εξωτερικά στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων.
Η Δημοκρατία της Πολωνίας, μειώνοντας το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και για τους εν ενεργεία δικαστές και παρέχοντας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας διακριτική ευχέρεια να παρατείνει την υπηρεσία των δικαστών πέραν του νέου ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως παραβίασε το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.
Νομικό Πλαίσιο
1. Άρθρο 2 και 7 ΣΕΕ: Κράτος δικαίου
Σύμφωνα με το άρθρο 2 της ΣΕΕ, η Ένωση βασίζεται «στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες». Το κράτος δικαίου διασφαλίζει ότι οι δημόσιες εξουσίες ενεργούν με βάση τους περιορισμούς που θέτει ο νόμος, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, της ασφάλειας δικαίου, του αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων μεταξύ άλλων[1].
Η σπουδαιότητα των εν λόγω αξιών στην ενωσιακή έννομη τάξη αποτυπώνεται στο άρθρο 49 και 7 ΣΕΕ. Ο σεβασμός και η προώθηση των αξιών του άρθρου 2 αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 49 προϋπόθεση για να ενταχθεί ένα υποψήφιο κράτος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα, σε περίπτωση σοβαρής παραβίασης των θεμελιωδών αξιών είναι δυνατή η ενεργοποίηση του μηχανισμού πρόληψης και επιβολής κυρώσεων του άρθρου 7 ΣΕΕ[2]. Κατά το προληπτικό σκέλος του άρθρου 7, το Συμβούλιο με πλειοψηφία 4/5 διαπιστώνει την ύπαρξη κινδύνου σοβαρής παραβίασης και δύναται να απευθύνει συστάσεις στο κράτος μέλος. Στο κατασταλτικό σκέλος, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίζοντας ομόφωνα διαπιστώνει την ύπαρξη σοβαρής και διαρκούς παραβίασης και με ειδική πλειοψηφία δύναται να αναστείλει ορισμένα δικαιώματα που απονέμονται στα κράτη μέλη από τις Συνθήκες.
Το 2014 η Επιτροπή παρουσίασε το πλαίσιο για το κράτος δικαίου, ένα εργαλείο έγκαιρης προειδοποίησης που προηγείται της διαδικασίας του άρθρου 7[3]. Σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις συστημικής απειλής κατά του κράτους δικαίου, η Επιτροπή σε πρώτο στάδιο προβαίνει σε αξιολόγηση των στοιχείων και αποστέλλει γνωμοδότηση στο κράτος. Εφόσον το ζήτημα δεν επιλυθεί, η Επιτροπή εκδίδει δημόσια σύσταση για το κράτος δικαίου με αποδέκτη το κράτος μέλος και στη συνέχεια, παρακολουθεί την πρόοδο και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ενεργοποιεί τη διαδικασία του άρθρου 7.
2. Άρθρο 19 ΣΕΕ και 47 ΧΘΔΕΕ: αποτελεσματική δικαστική προστασία
Το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης) κατοχυρώνει το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής και το δικαίωμα δίκαιης δίκης τόσο έναντι των θεσμικών οργάνων της Ένωσης όσο και έναντι των κρατών μελών. Το πεδίο εφαρμογής του όμως περιορίζεται στην περίπτωση εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Χάρτη.
Το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προστασίας θεμελιώνεται και στο άρθρο 19 παρ1 εδάφιο δεύτερο ΣΕΕ, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη να «προβλέπουν ένδικα βοηθήματα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης». Με τη διάταξη αυτή καλύπτεται το κενό δικαστικής προστασίας που δημιουργείται από τις αυστηρές προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως που θέτει το άρθρο 263 IV ΣΛΕΕ για τους μη προνομιούχους διαδίκους[4]. Οι ιδιώτες που δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά με βάση το άρθρο 263 θα πρέπει να έχουν στη διάθεση τους τα κατάλληλα ένδικα βοηθήματα, ώστε να προσφύγουν στα εθνικά δικαστήρια κατά των εκτελεστικών της κανονιστικής πράξης μέτρων και να επιτύχουν τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της μέσω της προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΕ[5].
Με την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018 AssociaçãoSindicaldosJuízesPortugueses, το ΔΕΕ, με αφορμή προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το αν η μείωση των αποδοχών των δικαστών παραβιάζει την δικαστική ανεξαρτησία, έκρινε ότι το άρθρο 19 παρ1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ συγκεκριμενοποιεί την αρχή του κράτους δικαίου, που θεμελιώνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ.
Πραγματικά Περιστατικά
Από το 2015 ως το 2017, η Πολωνία θέσπισε διαδοχικούς νόμους για την μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, οι οποίοι παρείχαν στην νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία την δυνατότητα να παρεμβαίνουν στην οργάνωση και λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, του Ανώτατου Δικαστηρίου, των τακτικών δικαστηρίων και της εισαγγελίας.
Στις 20 Δεκεμβρίου 2017 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Πολωνίας υπέγραψε τον νέο νόμο περί του Ανώτατου Δικαστηρίου, ο οποίος προέβλεπε την μεταβολή του ορίου συνταξιοδότησης των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου από τα 70 στα 65 έτη, ρύθμιση η οποία θα εφαρμοζόταν και στους εν ενεργεία δικαστές. Παράλληλα, παρείχε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την διακριτική ευχέρεια να χορηγεί άδεια στους δικαστές προκειμένου να εξακολουθήσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους πέραν της ηλικίας αυτής μετά από γνωμοδότηση του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου.
Η Επιτροπή της Βενετίας στην γνωμοδότηση που εξέδωσε στις 8 Δεκεμβρίου 2017 σχετικά με το σχέδιο νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έκρινε ότι η πρόωρη συνταξιοδότηση των εν ενεργεία δικαστών και η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στον Πρόεδρο παραβιάζει την ισοβιότητα των δικαστών και ανοίγει το δρόμο για τη αδικαιολόγητη επιρροή της εκτελεστικής εξουσίας στην απονομή δικαιοσύνης, υπονομεύοντας την αρχή της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας[6].
Ύστερα από την έκδοση τριών συστάσεων κατά της Πολωνίας σύμφωνα με το πλαίσιο για το κράτος δικαίου, η Επιτροπή στις 20 Δεκεμβρίου 2017 εξέδωσε αιτιολογημένη πρόταση για την ενεργοποίηση του προληπτικού μηχανισμού του άρθρου 7 παρ. 1 ΣΕΕ. Ειδικά όσον αφόρα τον νέο νόμο για το Ανώτατο Δικαστήριο, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η υποχρεωτική συνταξιοδότηση μεγάλου αριθμού δικαστών εγείρει ανησυχίες όσον αφορά την ασφάλεια δικαίου, την διάκριση των εξουσιών και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, οι οποίες αποτελούν βασικές συνιστώσες του κράτους δικαίου, δεδομένου ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές οδηγούν στην ανασύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου και την αντικατάσταση των μελών του, με δικαστές οι οποίοι διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Στις 2 Ιουλίου 2018 η Επιτροπή εκκίνησε τη διαδικασία επί παραβάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ λόγω παραβίασης του άρθρου 19, παρ1, δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ και του άρθρου 47 του ΧΘΔΕΕ και στις 2 Οκτωβρίου 2018, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Πολωνίας. Παράλληλα, η Επιτροπή άσκησε ασφαλιστικά μέτρα ζητώντας από το ΔΕΕ να υποχρεώσει την Πολωνία να αναστείλει την εφαρμογή του εθνικού μέτρου και να απέχει από κάθε πράξη αντικατάστασης των μελών του, αίτηση η οποία έγινε δεκτή.
Ουσιαστικά ζητήματα
1. Εφαρμογή του άρθρου 19 ΣΕΕ
Κατά την Επιτροπή οι εθνικές διατάξεις που διέπουν την δομή και τον τρόπο οργάνωσης των δικαστηρίων, όπως το Ανώτατο Δικαστήριο, που δύνανται να αποφαίνονται επί ζητημάτων απτομένων της εφαρμογής ή της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης θα πρέπει να πληρούν την απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαστών, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 19 παρ1 ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη. Αντίθετα, η Πολωνία υποστήριξε ότι αφενός η οργάνωση των δικαστηρίων ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών και αφετέρου αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 19 παρ1 ΣΕΕ και 47 του Χάρτη, διότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.
Το Δικαστήριο στις σκέψεις 52-59 επισήμανε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μια Ένωση δικαίου, στο πλαίσιο της οποίας υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών και ιδίως μεταξύ των δικαστηρίων σχετικά με τον σεβασμό του κράτους δικαίου και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, σύμφωνα με την οποία «οι ιδιώτες έχουν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν δικαστικώς τη νομιμότητα κάθε αποφάσεως ή άλλης εθνικής ρυθμίσεως σχετικής με την έναντι τους εφαρμογή πράξεως της Ένωσης».
Παρά το γεγονός ότι η οργάνωση των δικαστηρίων αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να συμμορφώνονται με την υποχρέωση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του άρθρου 19 παρ 1, δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ, η οποία συγκεκριμενοποιεί την αρχή του κράτους δικαίου. Η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας του εν λόγω οργάνου έχει πρωταρχική σημασία, όπως επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο ανάγει την πρόσβαση σε «ανεξάρτητο» δικαστήριο σε μια από τις απαιτήσεις που συνδέονται με το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής. Η υποχρέωση όμως, που απορρέει από το άρθρο 19 ΣΕΕ έχει ευρύτερο περιεχόμενο από το άρθρο 51 του Χάρτη, αφού αφορά «τους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης».
Στην προκειμένη περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστήριο ενδέχεται στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής και της ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το ενωσιακό δίκαιο να αποφανθεί επί ζητημάτων εφαρμογής και ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια, εντάσσεται στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και θα πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ1 ΣΕΕ.
2. Μείωση του ορίου συνταξιοδότησης των δικαστών
Η Επιτροπή θεώρησε ότι θα πρέπει να είχαν ληφθεί προσήκοντα μέτρα, όπως η πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου, προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενη πρόκληση της εντύπωσης ότι η σύντμηση της χρονικής διάρκειας της θητείας των δικαστών αποσκοπεί στην άσκηση πολιτικής πίεσης και ελέγχου. Η Πολωνία αντέκρουσε τον ισχυρισμό αυτό επισημαίνοντας ότι η μεταβολή του ορίου συνταξιοδότησης έχει γενική και αυτόματη εφαρμογή και αποσκοπεί στην βελτιστοποίηση ταυτόχρονα, της ηλικιακής σύνθεσης του δικαστηρίου.
Το ΔΕΕ υπογράμμισε ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας έχει δύο πτυχές: την εξωτερική, η οποία συνδέεται με την προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών, διασφαλίζοντας ότι ασκούν τα καθήκοντα τους με πλήρη αυτονομία χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις και την εσωτερική, η οποία ταυτίζεται με την αρχή της αμεροληψίας. Η αρχή της ανεξαρτησίας είναι άμεσα συνυφασμένη με την αρχή της ισοβιότητας, η οποία εγγυάται ότι οι δικαστές μπορούν να παυθούν από τα καθήκοντά τους μόνον εφόσον κριθεί ότι είναι ακατάλληλοι για την άσκησή τους λόγω αδυναμίας ή σοβαρού παραπτώματος, τηρουμένων των κανόνων που διέπουν το πειθαρχικό καθεστώς, οι οποίοι παρέχουν τις αναγκαίες εγγυήσεις, ώστε να αποτραπεί η χρήση του καθεστώτος αυτού ως συστήματος πολιτικού ελέγχου. Η εν λόγω αρχή όμως δεν είναι απόλυτη, επιδέχεται εξαιρέσεις μόνον εφόσον το δικαιολογούν θεμιτοί και επιτακτικοί λόγοι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου[7], η μείωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης με σκοπό την βελτίωση της ηλικιακής σύνθεσης του δικαστηρίου έχει θεμιτό χαρακτήρα. Στην προκείμενη περίπτωση όμως, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφαρμογή του μέτρου αυτού δεν θα είχε άμεσα αποτελέσματα δεδομένου ότι δεν είχε αυτοδίκαιη εφαρμογή και ταυτόχρονα, θα οδηγούσε στην παύση του ενός τρίτου των μελών του δικαστηρίου, η θητεία των οποίων όμως θα μπορούσε κατ’ εξαίρεση να παραταθεί με βάση το νέο μηχανισμό που παρείχε διακριτική ευχέρεια στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αμφισβήτησε ότι η μεταρρύθμιση αυτή εξυπηρετούσε αυτόν τον σκοπό.
Συνεπώς, έκρινε ότι η εφαρμογή του μέτρου της μειώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στους εν ενεργεία δικαστές δεν δικαιολογείται από θεμιτό σκοπό και παραβιάζει την αρχή της ισοβιότητας των δικαστών, η οποία αποτελεί μία από τις εγγυήσεις της ανεξαρτησίας τους.
3. Παροχή διακριτικής ευχέρειας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την παράταση της θητείας των δικαστών
Η Πολωνία απάντησε στην αιτίαση της Επιτροπής ισχυριζόμενη ότι η παροχή διακριτικής ευχέρειας στον Πρόεδρο της Δημοκρατία αποσκοπεί ακριβώς στην προστασία της δικαστικής εξουσίας από παρεμβάσεις της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας και παράλληλα αποκλείεται ο επηρεασμός των μελών του δικαστηρίου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ενόψει του υψηλού ποσού σύνταξης και της μυστικότητας των διασκέψεων.
Σύμφωνα με τις σκέψεις 110 έως 112, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίσουν διαδικασία παράτασης της δικαστικής υπηρεσίας των δικαστών πέραν του ορίου της ηλικίας συνταξιοδότησης, υποχρεούνται όμως να προβλέψουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ώστε «να διαλύσουν κάθε αμφιβολία των πολιτών ως προς τη στεγανότητα του δικαιοδοτικού οργάνου αυτού έναντι εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων».Προς τούτο, επιβάλλεται, ιδίως, οι προϋποθέσεις και όροι να έχουν καθορισθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε «να αποκλεισθεί όχι μόνον οποιαδήποτε άμεση άσκηση επιρροής, υπό τη μορφή εντολών, αλλά και πιο έμμεσες μορφές ασκήσεως επιρροής δυνάμενες να κατευθύνουν τις αποφάσεις των οικείων δικαστών».
Κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, η διακριτική ευχέρεια του Πρόεδρου της Δημοκρατίας να επιτρέπει την παράταση της θητείας των μελών του Ανώτατου Δικαστηρίου, απόφαση η οποία δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη και δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, καθώς και οι αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο καλείται να εκδώσει γνωμοδότηση προς τον Πρόεδρο εγείρει ερωτήματα ως προς την ανεξαρτησία και αμεροληψία των μελών του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, οι όροι της διαδικασίας που προβλέπει ο νέος νόμος περί του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της ανεξαρτησίας και παραβιάζουν το άρθρο 19 παρ 1, δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ.
Επίλογος
Η μεταβολή του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστών έχει απασχολήσει και παλαιότερα το ΔΕΕ στην απόφαση C-286/12 στην οποία έκρινε ότι η Ουγγαρία θεσπίζοντας την παύση της επαγγελματικής δραστηριότητας των δικαστών με τη συμπλήρωση του 62ου έτους, η οποία συνεπάγεται δυσμενή μεταχείριση λόγω ηλικίας παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από την Οδηγία 2000/78/ΕΚ. Και το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Baka κατά Ουγγαρίας[8] απεφάνθη ότι η μείωση της θητείας του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου παραβιάζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς η πρόσβαση του αιτούντα σε δικαστική προστασία παρεμποδίστηκε εξαιτίας του γεγονότος ότι το μέτρο αυτό εισήχθη με συνταγματική διάταξη, η οποία δεν υπόκειται σε καμία μορφή δικαστικού ελέγχου[9].
Στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο αξιοποιώντας την πρόσφατη νομολογία του στην υπόθεση Associação Sindical dos Juízes Portugueses κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η οργάνωση της δικαιοσύνης θα πρέπει να πληροί την υποχρέωση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του άρθρου 19 παρ 1, δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ, ειδικότερη έκφανση του οποίου αποτελεί η πρόσβαση σε ανεξάρτητο δικαστήριο. Τόνισε επίσης ότι η μείωση των ορίων της ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστών συνδέεται άμεσα με την αρχή της ισοβιότητας, η οποία αποτελεί εγγύηση της ανεξαρτησίας τους αναδεικνύοντας την σημασία της εν λόγω αρχής στην διασφάλιση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Η απόφαση αυτή καταδεικνύει τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει το ΔΕΕ στην διασφάλιση του κράτους δικαίου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει πλέον πέραν της πολιτικής και συχνά αδιέξοδης διαδικασίας του άρθρου 7 ΣΕΕ και την δυνατότητα άσκησης προσφυγής λόγω παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, από τη στιγμή που με βάση την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου, ο σεβασμός της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης θεμελιώνεται σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, το άρθρο 19 παρ 1, εδάφιο δεύτερο ΣΕΕ και όχι μόνο ως θεμελιώδης αξία του άρθρου 2 ΣΕΕ.
Άννα Μαρία Μισούλη Μάργαρη
Επί πτυχίω φοιτήτρια Νομικής Σχολής Αθηνών
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του “The Law Project”
[1] Βλ. ΔΕΚ 294/83 της 23ης Απριλίου 1986 σκέψη23 «η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα συνιστά κοινότητα δικαίου υπό την έννοια ότι ούτε τα κράτη μέλη της ούτε τα θεσμικά της όργανα διαφεύγουν τον έλεγχο της συμφωνίας των πράξεων τους προς το βασικό καταστατικό χάρτη που αποτελεί η Συνθήκη», ΔΕΚ C50/00P της 25ης Ιουλίου 2002 σκέψη 38 «πρέπει να υπομνησθεί ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι μια κοινότητα δικαίου, οι δε πράξεις των θεσμικών οργάνων της υπόκεινται σε έλεγχο για το αν είναι σύμφωνες με τη Συνθήκη και τις γενικές αρχές του δικαίου στις οποίες περιλαμβάνονται και τα θεμελιώδη δικαιώματα»
[2] Ευγενία Σαχπεκίδου «Ευρωπαϊκό Δίκαιο» εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη(2013) σελ. 168
[3] Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου COM/2014/0158 final
[4]Ευγενία Β. Πρεβεδούρου «Η σχέση των άρθρων 19 ΣΕΕ και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ υπό το πρίσμα της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας», Pro Justitia τ.2 2019, διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο https://ejournals.lib.auth.gr/projustitia
[5]ΠρβΔΕΚ C-50/00 Union de Pequenos Agricultores, σκέψη 41-45
[6]Γνωμοδότηση 904/2017 CDL(2017)035 της Επιτροπής της Βενετίας σχετικά με το σχέδιο νόμου για την τροποποίηση του νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, το σχέδιο νόμου για την τροποποίηση του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίουκαι τον νόμο περί της οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων σημεία 48-49 και 51
[7] Πρβ ΔΕΕ Fuchs και Köhler C‑159/10 και C‑160/10της 21ης Ιουλίου 2011, σκέψη 50 «Πρέπει ομοίως να γίνει δεκτό ότι ο στόχος δημιουργίας μιας ισόρροπης ηλικιακής διάρθρωσης μεταξύ νεαρής ηλικίας δημόσιων υπαλλήλων και μεγαλύτερης ηλικίας δημόσιων υπαλλήλων, με σκοπό την παροχή κινήτρων για την πρόσληψη και επαγγελματική προώθηση των νέων(…) με παράλληλη επιδίωξη της επίτευξης υψηλού ποιοτικού επιπέδου κατά την απονομή της δικαιοσύνης, μπορεί να αποτελεί θεμιτό στόχο της πολιτικής που εφαρμόζεται στον τομέα της απασχόλησης και της αγοράς εργασίας» και C‑286/12 Επιτροπή κατά Ουγγαρίας σκέψεις 61-62.
[8]ΕΔΔΑ Baka κατά Ουγγαρίας, 23-6-2016, Grande Chambre
[9]Κ. Σακελλαροπούλου «Η ΕυρωπαϊκήΈνωση ως ένωση δικαίου» διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόποhttps://www.constitutionalism.gr
Comments