Της Αγγελικής Ιωσηφέλη
ΔΕΕ C-235/17:
Εθνική διάταξη που καταργεί το δικαίωμα επικαρπίας επί γεωργικών γαιών υπηκόων άλλων κρατών μελών παραβιάζει το Δίκαιο της ΕΕ
Ιστορικό της υπόθεσης:
Το 2013, η Ουγγαρία θέσπισε νομοθεσία η οποία προέβλεπε ότι δικαιώματα επικαρπίας επί γεωργικών γαιών κείμενων στην Ουγγαρία μπορούν να παραχωρηθούν ή να διατηρηθούν σε ισχύ μόνο υπέρ προσώπων που έχουν δεσμό στενής συγγενείας με τον κύριο των εν λόγω γεωργικών γαιών. Η νομοθεσία αυτή, η οποία επηρέαζε ιδίως την κατάσταση υπηκόων άλλων κρατών μελών πλην της Ουγγαρίας, προέβλεπε ότι τα δικαιώματα επικαρπίας τα οποία συστήθηκαν υπέρ νομικών προσώπων ή φυσικών προσώπων που δεν έχουν τέτοιον δεσμό συγγενείας με τον κύριο καταργούνται από 1ης Μαΐου 2014.
Σημαντικά σημεία δικαστικής απόφασης:
Στην υπόθεση C-235/17, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, με αντικείμενο προσφυγή επί παραβάσει δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, που ασκήθηκε στις 5 Μαΐου 2017, το Δικαστήριο εκδίδει την ακόλουθη απόφαση:
Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι, περιορίζοντας κατά τρόπο προδήλως δυσανάλογο τα δικαιώματα επικαρπίας επί των γεωργικών και δασικών γαιών, η Ουγγαρία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
I.Το νομικό πλαίσιο
1. Το δίκαιο της Ένωσης
1. Ο Χάρτης
Το άρθρο 17 του Χάρτη, με τίτλο «Δικαίωμα ιδιοκτησίας», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί. Κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από το νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον.»
Το άρθρο 52 του Χάρτη, το οποίο επιγράφεται «Εμβέλεια και ερμηνεία των δικαιωμάτων και των αρχών», ορίζει, τα εξής:
«1. Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από το νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων».
2.Η Πράξη Προσχωρήσεως του 2003
«Παρά τις υποχρεώσεις δυνάμει των Συνθηκών στις οποίες βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ουγγαρία μπορεί να διατηρήσει, εν ισχύι, για επτά έτη από την ημερομηνία προσχώρησης, τις απαγορεύσεις που περιλαμβάνονται στην ισχύουσα νομοθεσία της κατά την υπογραφή της παρούσας Πράξης, όσον αφορά την απόκτηση γεωργικών γαιών από φυσικά πρόσωπα που δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι ή υπήκοοι της Ουγγαρίας και από νομικά πρόσωπα. Σε καμία περίπτωση, δεν είναι δυνατό η μεταχείριση υπηκόων των κρατών μελών ή νομικών προσώπων που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους να είναι λιγότερο ευνοϊκή όσον αφορά την απόκτηση γεωργικών γαιών από την ισχύουσα κατά την ημερομηνία υπογραφής της Συνθήκης Προσχώρησης». […]
2. Το ουγγρικό δίκαιο
Το άρθρο 38, παράγραφος 1, του νόμου αριθ. I του 1987 περί γαιών προέβλεπε ότι τα φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν την ουγγρική ιθαγένεια ή που έχουν την ιθαγένεια αυτή, αλλά διαμένουν μόνιμα εκτός Ουγγαρίας, καθώς και τα νομικά πρόσωπα που έχουν την έδρα τους εκτός Ουγγαρίας ή που έχουν την έδρα τους στην Ουγγαρία, αλλά των οποίων το κεφάλαιο ανήκε σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατοικούν εκτός Ουγγαρίας, μπορούσαν να αποκτήσουν την κυριότητα αρόσιμων γαιών μέσω αγοράς, ανταλλαγής ή δωρεάς μόνον κατόπιν προηγούμενης αδείας του υπουργού των Οικονομικών.
[...] Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του νόμου του 1994 περί των αρόσιμων γαιών τροποποιήθηκε με τον νόμο CCXIII του 2012 και, στη νέα του μορφή, όριζε ότι «τα δικαιώματα επικαρπίας που έχουν συσταθεί βάσει συμβάσεως παύουν να υφίστανται, εκτός εάν έχουν συσταθεί υπέρ στενού συγγενούς».
Το άρθρο 108, παράγραφος 1, του νόμου του 2013 περί μεταβατικών μέτρων, το οποίο κατήργησε το άρθρο 91, παράγραφος 1, του νόμου του 1994 περί των αρόσιμων γαιών, ορίζει τα εξής:
«Τα υφιστάμενα στις 30 Απριλίου 2014 δικαιώματα επικαρπίας ή χρήσεως τα οποία συστήθηκαν για απεριόριστη διάρκεια ή για ορισμένη διάρκεια λήγουσα μετά τις 30 Απριλίου 2014, βάσει συμβάσεως μεταξύ προσώπων που δεν είναι στενοί συγγενείς, παύουν αυτοδικαίως να υφίστανται την 1η Μαΐου 2014.» […]
II. Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία
Εκτιμώντας ότι, με την επιβολή περιορισμών επί του δικαιώματος επικαρπίας επί των γεωργικών γαιών που περιλαμβάνονται σε ορισμένες διατάξεις του νόμου του 2013 περί μεταβατικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 108, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, η Ουγγαρία είχε παραβεί τα άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ καθώς και το άρθρο 17 του Χάρτη, η Επιτροπή απέστειλε, στις 17 Οκτωβρίου 2014, προειδοποιητική επιστολή στο εν λόγω κράτος μέλος. Το κράτος μέλος απάντησε τόσο στην παραπάνω επιστολή όσο και στην μεταγενέστερη αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής αρνούμενο ότι είχε διαπράξει τις εν λόγω παραβάσεις.
III. Επί του αντικειμένου της προσφυγής
Στο αιτητικό του δικογράφου της προσφυγής της, η Επιτροπή προσάπτει στην Ουγγαρία ότι «περιόρισε» τα δικαιώματα επικαρπίας επί των γεωργικών και δασικών γαιών κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων εθνικών διατάξεων, και συγκεκριμένα της κατάργησης των δικαιωμάτων αυτών δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 1, του νόμου του 2013 περί μεταβατικών μέτρων.
IV. Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την εφαρμογή του σε νέο κράτος μέλος από την ημερομηνία της προσχωρήσεώς του στην Ένωση. […] Στην παρούσα υπόθεση, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, τα δικαιώματα επικαρπίας που θίγονται από την επίμαχη νομοθεσία εξακολουθούσαν να υφίστανται στις 30 Απριλίου 2014 και η κατάργησή τους καθώς και η εν συνεχεία διαγραφή τους από το κτηματολόγιο επήλθαν ως αποτέλεσμα της εν λόγω νομοθεσίας, η οποία θεσπίσθηκε σχεδόν δέκα έτη μετά την προσχώρηση της Ουγγαρίας στην Ένωση, και όχι λόγω της εφαρμογής εθνικών κανόνων δικαίου που ήσαν σε ισχύ και παρήγαγαν όλα τα αποτελέσματά τους όσον αφορά τα εν λόγω δικαιώματα επικαρπίας ήδη πριν από την ημερομηνία της προσχωρήσεως αυτής.
V. Επί της ουσίας
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
1.Επί του άρθρου 49 ΣΛΕΕ
Όσον αφορά το αίτημα της Επιτροπής περί διαπιστώσεως της παραβάσεως από την Ουγγαρία των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι η άσκηση, ως συμπλήρωμα του δικαιώματος εγκαταστάσεως, του δικαιώματος κτήσεως, εκμεταλλεύσεως και μεταβιβάσεως των ακινήτων που ευρίσκονται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους συνεπάγεται κινήσεις κεφαλαίων.
Όπως υποστήριξε η Επιτροπή, επικαλούμενη, στο πλαίσιο αυτό, την περίπτωση υπηκόων άλλων κρατών μελών πλην της Ουγγαρίας που ασκούν δραστηριότητα γεωργικής εκμεταλλεύσεως στο εν λόγω κράτος μέλος και έχουν, για τον σκοπό αυτόν, αποκτήσει, απευθείας ή εμμέσως, δικαίωμα επικαρπίας επί γεωργικών γαιών, το εν λόγω δικαίωμα συνιστά, σε μια τέτοια περίπτωση, συμπλήρωμα της ασκήσεως του δικαιώματος εγκαταστάσεως των εν λόγω υπηκόων.
Στην παρούσα υπόθεση, ο περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως που απορρέει από την επίμαχη νομοθεσία και για τον οποίον κάνει λόγο η Επιτροπή στην προσφυγή της, συνιστά την άμεση συνέπεια του περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, τον οποίον άλλωστε προβάλλει με την ίδια προσφυγή. Συνεπώς, δεδομένου ότι ο πρώτος προβληθείς περιορισμός συνδέεται αρρήκτως με τον δεύτερο, παρέλκει η εξέταση της επίμαχης νομοθεσίας υπό το φως του άρθρου 49 ΣΛΕΕ.
2. Επί του άρθρου 63 ΣΛΕΕ και του άρθρου 17 του Χάρτη
1) Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 63 ΣΛΕΕ και επί της υπάρξεως περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων
Υπενθυμίζεται ότι οι κινήσεις κεφαλαίων περιλαμβάνουν την πραγματοποίηση επενδύσεων σε ακίνητα ευρισκόμενα στο έδαφος κράτους μέλους από πρόσωπα που δεν κατοικούν στο κράτος αυτό.
Στη δε έννοια αυτή εμπίπτουν μεταξύ άλλων οι επενδύσεις σε ακίνητα που έχουν ως αντικείμενο την απόκτηση επικαρπίας επί γεωργικών γαιών.
Εν προκειμένω, η επίμαχη νομοθεσία καταργεί τα δικαιώματα επικαρπίας που είχαν συσταθεί επί γεωργικών γαιών σε προγενέστερο χρονικό σημείο, στην περίπτωση που οι επικαρπωτές δεν πληρούν την απαίτηση από την οποία η εθνική νομοθεσία εξαρτά εφεξής την απόκτηση των δικαιωμάτων αυτών, ήτοι την ύπαρξη στενού δεσμού συγγένειας μεταξύ του αποκτώντος το δικαίωμα επικαρπίας και του κυρίου των εν λόγω γαιών.
Η επίμαχη νομοθεσία περιορίζει, ως εκ του αντικειμένου της και εξ αυτού του λόγου και μόνον, το δικαίωμα των ενδιαφερομένων στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων το οποίο κατοχυρώνει το άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Πράγματι, η νομοθεσία αυτή τους στερεί τόσο τη δυνατότητα να συνεχίσουν να απολαύουν του δικαιώματός τους επικαρπίας, εμποδίζοντάς τους, ιδίως, να χρησιμοποιούν και να εκμεταλλεύονται τις οικείες γαίες ή να τις διαθέτουν υπό καθεστώς αγρομισθώσεως και, με τον τρόπο αυτό, να αποκτούν κέρδος, όσο και τη δυνατότητα μεταβιβάσεως του δικαιώματος αυτού, για παράδειγμα με την επιστροφή του δικαιώματος στον κύριο.
2) Επί της δικαιολογήσεως του περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 17 του Χάρτη
Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, μέτρα όπως η επίμαχη νομοθεσία, τα οποία περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, επιτρέπονται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και ότι τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που προϋποθέτει ότι τα μέτρα αυτά είναι κατάλληλα για την επίτευξη του θεμιτώς επιδιωκόμενου σκοπού και ότι δεν βαίνουν πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.
Υπενθυμίζεται επίσης, συναφώς, ότι εθνική νομοθεσία είναι κατάλληλη προς επίτευξη του σκοπού του οποίου γίνεται επίκληση μόνον εφόσον υπηρετεί πράγματι τον σκοπό αυτό κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό.
Εξάλλου, υπενθυμίζεται επίσης ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη έχουν εφαρμογή σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και ότι απαιτείται, ως εκ τούτου, σεβασμός των δικαιωμάτων αυτών στην περίπτωση εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω δικαίου.
Τούτο ισχύει ιδίως στην περίπτωση που μια εθνική νομοθετική ρύθμιση είναι ικανή να περιορίσει μία ή περισσότερες από τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται με τη ΣΛΕΕ και το οικείο κράτος μέλος επικαλείται, προς δικαιολόγηση του περιορισμού αυτού, λόγους προβλεπόμενους στο άρθρο 65 ΣΛΕΕ και επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος τους οποίους αναγνωρίζει το δίκαιο της Ένωσης. Σε μια τέτοια περίπτωση, η επίμαχη εθνική ρύθμιση μπορεί, κατά πάγια νομολογία, να εμπίπτει στις προβλεπόμενες εξαιρέσεις μόνον εφόσον είναι σύμφωνη με τα θεμελιώδη δικαιώματα, των οποίων την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο.
1) Επί του αν υφίσταται στέρηση της ιδιοκτησίας κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, του Χάρτη
Το άρθρο 17 του Χάρτη συνιστά κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.
Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, κατ’ αρχάς, ότι η προστασία που παρέχει η διάταξη αυτή αφορά δικαιώματα με περιουσιακή αξία, εκ των οποίων απορρέει, λαμβανομένης υπόψη της έννομης τάξεως, μια δεδομένη νομική θέση βάσει της οποίας ασκούνται αυτοτελώς τα εν λόγω δικαιώματα από και υπέρ του φορέα τους.
Είναι προφανές ότι τα δικαιώματα επικαρπίας επί ακινήτου, όπως είναι τα επίμαχα εν προκειμένω, κατά το μέρος που επιτρέπουν στον φορέα τους να έχει τη χρήση και την απόλαυση του αγαθού αυτού, έχουν περιουσιακή αξία και προσπορίζουν στον εν λόγω φορέα μια δεδομένη νομική θέση που παρέχει τη δυνατότητα αυτοτελούς ασκήσεως των εν λόγω δικαιωμάτων χρήσεως και απολαύσεως, και δη ακόμη και αν η δυνατότητα μεταβιβάσεως των εν λόγω δικαιωμάτων οριοθετείται ή αποκλείεται βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας.
Πράγματι, η συμβατική απόκτηση των συγκεκριμένων δικαιωμάτων επικαρπίας επί γεωργικών γαιών συνοδεύεται, κατ’ αρχήν, από την καταβολή τιμήματος. Τα εν λόγω δικαιώματα παρέχουν στους φορείς τους τη δυνατότητα απολαύσεως των γαιών αυτών, ιδίως για οικονομικούς σκοπούς, ή και, ενδεχομένως, τη δυνατότητα εκμισθώσεώς τους σε τρίτους, και συνεπώς τα εν λόγω δικαιώματα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17, παράγραφος 1, του Χάρτη.
Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επί του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ, προκύπτει, εξάλλου, ότι τα δικαιώματα χρήσεως ή επικαρπίας επί ακινήτου πρέπει να θεωρούνται ως «αγαθά» δυνάμενα να τύχουν της προστασίας την οποία κατοχυρώνει το εν λόγω άρθρο 1.
Δεύτερον, τα δικαιώματα επικαρπίας τα οποία κατήργησε η επίμαχη νομοθεσία πρέπει, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η Ουγγαρία, να θεωρούνται ως «νομίμως κτηθέντα» κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, του Χάρτη. […]
Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι τα δικαιώματα επικαρπίας που αποκτώνται κατ’ αυτόν τον τρόπο από μη μόνιμους κατοίκους καταχωρίζονταν συστηματικά στα κτηματολόγια από τις αρμόδιες ουγγρικές αρχές και η εν λόγω καταχώριση στο κτηματολόγιο είχε συστατικό χαρακτήρα.
Ως εκ τούτου, δεν αμφισβητείται ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν, εν γένει, να απολαύουν των δικαιωμάτων αυτών χωρίς προβλήματα, ως επικαρπωτές, ενδεχομένως από μακρού χρόνου.
Η επίμαχη νομοθεσία καταργεί ex lege όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα επικαρπίας επί των εν λόγω γαιών, με εξαίρεση τα δικαιώματα που έχουν συσταθεί μεταξύ στενών συγγενών. Εξ ορισμού, η εν λόγω κατάργηση στερεί αναγκαστικώς από τους ενδιαφερόμενους τα εν λόγω δικαιώματα επικαρπίας, προς όφελος των ψιλών κυρίων των εν λόγω γαιών.
Η δε επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Ουγγαρία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σύμφωνα με την οποία οι επικαρπωτές που απώλεσαν τοιουτοτρόπως τα δικαιώματά τους διατηρούν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να έχουν την απόλαυση των εν λόγω γαιών με τη σύναψη συμβάσεως μισθώσεως με τον κύριο δεν ευσταθεί ως προς το σημείο αυτό. Πράγματι, η σύναψη μιας τέτοιας συμβάσεως εξαρτάται αποκλειστικά από τη συναίνεση του κυρίου και δεν επιτρέπει να επανακάμψει στον πρώην επικαρπωτή το εμπράγματο δικαίωμα το οποίο ήταν δικό του στο παρελθόν και το οποίο είναι διαφορετικής φύσεως από το ενοχικό δικαίωμα που απορρέει από τη σύμβαση μισθώσεως.
Από τις παραπάνω εκτιμήσεις προκύπτει ότι η γενόμενη βάσει της επίμαχης νομοθεσίας κατάργηση των δικαιωμάτων επικαρπίας συνιστά στέρηση ιδιοκτησίας κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, του Χάρτη.
Μολονότι η εν λόγω διάταξη δεν απαγορεύει, κατά τρόπο απόλυτο, τη στέρηση της ιδιοκτησίας, εντούτοις προβλέπει ότι μια τέτοια στέρηση μπορεί να γίνει μόνο για λόγους δημοσίας ωφελείας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημιώσεως για την απώλειά της.
Ως προς τις απαιτήσεις αυτές, πρέπει να ληφθούν υπόψη επίσης οι διευκρινίσεις του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, διάταξη η οποία επιτρέπει περιορισμούς στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται με αυτόν, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο, σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.
2) Επί των δικαιολογητικών λόγων και επί των λόγων δημοσίας ωφελείας
i) Επί του δικαιολογητικού λόγου που στηρίζεται σε σκοπούς γενικού συμφέροντος συνδεόμενους με την εκμετάλλευση των γεωργικών γαιών
Οι δικαιολογητικοί λόγοι που μπορούν να προβληθούν από το κράτος μέλος πρέπει να συνοδεύονται από κατάλληλες αποδείξεις ή από ανάλυση της καταλληλότητας και της αναλογικότητας του περιοριστικού μέτρου που λαμβάνεται από το κράτος μέλος αυτό, καθώς και από συγκεκριμένα στοιχεία που να μπορούν να στηρίξουν την επιχειρηματολογία του.
Η επίμαχη νομοθεσία, στον βαθμό που καταργεί όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα επικαρπίας επί των γεωργικών γαιών, εξαιρουμένων εκείνων των οποίων φορέας είναι στενός συγγενής του κυρίου των γαιών αυτών, δεν είναι κατάλληλη για την επιδίωξη των σκοπών τους οποίους επικαλείται η Ουγγαρία και με τους οποίους δεν έχει καμία άμεση σχέση.
Η Ουγγαρία δεν απέδειξε τους σχετικούς δικαιολογητικούς λόγους. Η ύπαρξη του απαιτούμενου εν προκειμένω δεσμού συγγένειας μεταξύ του επικαρπωτή και του κυρίου δεν είναι ικανή να εγγυηθεί ότι ο επικαρπωτής εκμεταλλεύεται ο ίδιος το οικείο γεωτεμάχιο και δεν έχει αποκτήσει το επίμαχο δικαίωμα επικαρπίας για καθαρά κερδοσκοπικούς σκοπούς.
Δεύτερον, η επίμαχη νομοθεσία βαίνει, εν πάση περιπτώσει, πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών τους οποίους επικαλείται η Ουγγαρία.
Πράγματι, θα ήταν δυνατόν να ληφθούν άλλα μέτρα, τα οποία θα έθιγαν σε μικρότερο βαθμό την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων σε σχέση με τα μέτρα ταοποία προβλέπει η εν λόγω νομοθεσία, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η ύπαρξη δικαιώματος επικαρπίας επί γαιών που χρησιμοποιούνται για γεωργική εκμετάλλευση δεν θα συνεπάγεται την παύση της εκμεταλλεύσεως αυτής.
ii) Επί του δικαιολογητικού λόγου που στηρίζεται στην παράβαση της εθνικής νομοθεσίας περί ελέγχου του συναλλάγματος
Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, πρέπει να τυγχάνει στενής ερμηνείας.
Η Ουγγαρία δεν απέδειξε ότι η εθνική νομοθεσία περί ελέγχου του συναλλάγματος στην οποία παραπέμπει σκοπούσε να εξαρτήσει τις αποκτήσεις δικαιωμάτων επικαρπίας από μη μόνιμους κατοίκους από τη λήψη άδειας συναλλάγματος, επίποινή ακυρότητας των αποκτήσεων αυτών. Επίσης, δεν απέδειξε ότι η θέσπιση τηςεπίμαχης νομοθεσίας υπαγορεύθηκε από τη βούληση να αντιμετωπισθούν οι παραβάσεις της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας περί ελέγχου του συναλλάγματος.
Υπενθυμίζεται ότι η επίμαχη νομοθεσία προβλέπει τη συστηματική κατάργηση των δικαιωμάτων επικαρπίας επί γεωργικών γαιών που ανήκουν σε πρόσωπα τα οποία δεν μπορούν να αποδείξουν στενό δεσμό συγγένειας με τον κύριο του οικείου γεωτεμαχίου. Εντούτοις, το κριτήριο αυτό του δεσμού συγγενείας δεν έχει σχέση με την εθνική νομοθεσία περί ελέγχου του συναλλάγματος.
Δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, η ex lege κατάργηση των δικαιωμάτων επικαρπίας που έχουν καταχωρισθεί προ πολλού στα κτηματολόγια, η οποία έγινε 10 και πλέον έτη μετά την παύση της ισχύος της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας περί ελέγχου του συναλλάγματος, δεν συνιστά αναλογικό μέτρο.
iii) Επί του δικαιολογητικού λόγου που βασίζεται στην καταπολέμηση, στο πλαίσιο της προστασίας της δημοσίας τάξεως, πρακτικών που αποσκοπούν στην καταστρατήγηση της εθνικής νομοθεσίας
Ένας δικαιολογητικός λόγος περιορισμού θεμελιώδους ελευθερίας είναι, κατά τη νομολογία, παραδεκτός μόνον στο βαθμό που αφορά ειδικώς τεχνητές μεθοδεύσεις, σκοπός των οποίων είναι η μη υπαγωγή στην οικεία εθνική νομοθεσία. Τούτο αποκλείει ιδίως τη θέσπιση ενός γενικού τεκμηρίου περί υπάρξεως καταχρηστικών πρακτικών, το οποίο θα αρκούσε για να δικαιολογήσει τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.
Προκειμένου να είναι σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας, μέτρο με το οποίο επιδιώκεται ένας τέτοιος συγκεκριμένος σκοπός καταπολεμήσεως των αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων πρέπει αντιθέτως να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να πραγματοποιεί έλεγχο κατά περίπτωση, συνεκτιμώντας τις ιδιαιτερότητες της κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως και βασιζόμενο σε αντικειμενικά στοιχεία, προκειμένου να λαμβάνει υπόψη την καταχρηστική ή απατηλή συμπεριφορά των ενδιαφερομένων.
Δεν είναι λογικά δυνατό να συναχθεί από το γεγονός και μόνον ότι ο επικαρπωτής γεωργικών γαιών είναι νομικό πρόσωπο ή φυσικό πρόσωπο που δεν έχει δεσμό στενής συγγενείας με τον κύριο των γαιών αυτών ότι το πρόσωπο αυτό ενήργησε καταχρηστικώς κατά τον χρόνο της κτήσεως του δικαιώματος επικαρπίας.
Ως εκ τούτου, για την καταπολέμηση των καταχρηστικών αυτών πρακτικών θα μπορούσαν να προβλεφθούν άλλα μέτρα, τα οποία θα έθιγαν σε μικρότερο βαθμό την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων.
iv) Επί της μη συνδρομής λόγων δημοσίας ωφελείας και της μη προβλέψεως αποζημιώσεως κατά την έννοια του άρθρου 17 του Χάρτη
Η Ουγγαρία ουδόλως απέδειξε ότι η ex lege κατάργηση των δικαιωμάτων επικαρπίας με την επίμαχη νομοθεσία επιδιώκει πραγματικά τους εν λόγω σκοπούς σχετικά με την εκμετάλλευση των γεωργικών γαιών ή, εν πάση περιπτώσει, ότι είναι πρόσφορο ή, ακόμη, αναγκαίο μέσο προς επίτευξή τους στο πλαίσιο αυτό.
Εν πάση περιπτώσει, η επίμαχη νομοθεσία δεν πληροί την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη, σύμφωνα με την οποία πρέπει να καταβάλλεται εγκαίρως δίκαιη αποζημίωση για τη στέρηση της ιδιοκτησίας, όπως είναι η απώλεια των επίμαχων δικαιωμάτων επικαρπίας.
3) Συμπέρασμα
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα, αφενός, ότι η Ουγγαρία δεν απέδειξε ότι η κατάργηση των δικαιωμάτων επικαρπίας που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα οι υπήκοοι άλλων κρατών μελών πλην της Ουγγαρίας, την οποία επάγεται η επίμαχη νομοθεσία, σκοπεί να διασφαλίσει την επίτευξη σκοπών γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου ή που αναφέρονται στο άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ ούτε ότι η εν λόγω κατάργηση είναι κατάλληλη και συνεπής ή ακόμη ότι περιορίζεται στο αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρο. Από την άλλη πλευρά, η εν λόγω κατάργηση δεν είναι σύμφωνη με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν οι περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων τους οποίους θέτει τοιουτοτρόπως η στέρηση αγαθών κτηθέντων με κεφάλαια τα οποία απολαύουν της προστασίας του άρθρου 63 ΣΛΕΕ.
Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ουγγαρία, θεσπίζοντας την επίμαχη νομοθεσία και καταργώντας με τον τρόπο αυτόν, ex lege, τα δικαιώματα επικαρπίας επί των κείμενων στην Ουγγαρία γεωργικών γαιών που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα υπήκοοι άλλων κρατών μελών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 63 ΣΛΕΕ και του άρθρου 17 του Χάρτη.
Αναφυόμενα νομικά ζητήματα και σχολιασμός τους:
Παραβίαση κανόνων Ενωσιακού Δικαίου:
Στην συγκεκριμένη απόφαση, προκύπτουν ποικίλα νομικά ζητήματα που αξίζει να εξεταστούν. Κατ’ αρχήν, αναδεικνύεται η θεμελιώδης σημασία των ρυθμίσεων του Ευρωπαϊκού Δικαίου, τις οποίες οφείλουν σε κάθε περίπτωση να σέβονται και να εφαρμόζουν τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως υποκείμενα της ενωσιακής έννομης τάξης, η οποία έχει ενσωματωθεί στα νομικά συστήματα των κρατών μελών, δεσμεύοντας όλα τα όργανά τους. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα και με τον Βασίλειο Α. Χριστιανό (2010, σελ. 155 – 157), στο σύνολο του δικαίου της Ένωσης εφαρμόζεται η «αρχή της υπεροχής», σύμφωνα με την οποία κάθε φορά που ένας εθνικός κανόνας συγκρούεται με ενωσιακό κανόνα (πρωτογενούς ή παραγώγου δικαίου), ο ενωσιακός κανόνας υπερέχει του εθνικού, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να παραμερίζεται και να μην εφαρμόζεται από τον εθνικό δικαστή.
Μία από τις προτεινόμενες μεθόδους για να διασφαλιστεί ότι τα κράτη – μέλη συμμορφώνονται προς το δίκαιο της Ένωσης, είναι η άσκηση της προσφυγής λόγω παραβάσεως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 258 ΣΛΕΕ (προειδοποιητική επιστολή στο κράτος μέλος, εξηγήσεις του τελευταίου, όχληση αν κριθούν αυτές ανεπαρκείς, αιτιολογημένη γνώμη), όπως αναφέρει και ο Βασίλειος Α. Χριστιανός (2010, σελ. 107 – 111). Αυτό συνέβη και στην παρούσα υπόθεση, η οποία έχει ως αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Ουγγαρίας. Ειδικότερα, η Ουγγαρία, περιορίζοντας με νομοθετικές ρυθμίσεις τα δικαιώματα επικαρπίας σε πρόσωπα μη δυνάμενα να αποδείξουν στενό δεσμό συγγένειας με τον κύριο των γαιών, παραβίασε τις υποχρεώσεις της από το δίκαιο της Ένωσης, και συγκεκριμένα από το άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης και τα άρθρα 49 και 63 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όμοια απάντηση του ΔΕΕ δόθηκε στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-52/16 και C-113/16 μετά από προδικαστική παραπομπή).
1. Άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 63 ΣΛΕΕ:
Στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, θεσπίζεται η ελευθερία εγκατάστασης που απολαμβάνουν οι υπήκοοι των κρατών μελών της ΕΕ. Απαραίτητο συμπλήρωμα του δικαιώματος εγκατάστασης αποτελεί το δικαίωμα κτήσεως, εκμεταλλεύσεως και μεταβιβάσεως των ακινήτων που ευρίσκονται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσεται και η απόκτηση δικαιώματος επικαρπίας επί γεωργικών γαιών και η άσκηση γεωργικής εκμετάλλευσης στο έδαφος της Ουγγαρίας από υπηκόους άλλων κρατών μελών, περίπτωση που αντιμετωπίζεται στην υπό εξέταση απόφαση (εφόσον η επίμαχη νομοθεσία είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από τα ανωτέρω δικαιώματα υπηκόων άλλων κρατών – μελών εκτός της Ουγγαρίας). Οι παραπάνω ενέργειες συνδέονται στενά με την ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων, δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Λόγω της στενής σύνδεσης των περιορισμών των δύο δικαιωμάτων, το Δικαστήριο αρκείται στην διαπίστωση της παράβασης από την επίμαχη νομοθεσία του άρθρου 63 ΣΛΕΕ. Αυτή η απελευθέρωση της κυκλοφορίας των κεφαλαίων και των πληρωμών έχει μεγάλη σημασία σε ενωσιακό επίπεδο, καθώς αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των υπόλοιπων οικονομικών ελευθεριών και υπόβαθρο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης αλλά και της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, όπως σημειώνουν και οι Β. Χριστιανός, Μ. Κουσκουνά, Ρ. – Ε. Παπαδοπούλου, Μ. Περάκης (2011, σελ. 307).
2. Άρθρο 17 του Χάρτη:
Όσον αφορά το άρθρο 17 του Χάρτη, σε αυτό κατοχυρώνεται η προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας του ατόμου, που λόγω της θεμελιώδους σημασίας του, μπορεί να αποκλειστεί μόνο με νομοθετική πρόβλεψη και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης, ενώ περιορισμοί στην ιδιοκτησία μπορεί να τεθούν εφόσον αυτοί είναι αναγκαίοι χάριν του γενικού συμφέροντος. Στην υπό κρίση περίπτωση, η επίμαχη νομοθεσία της Ουγγαρίας περιορίζει την ελευθερία των κεφαλαίων και κατ’ επέκταση και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 ΧΘΔΕΕ). Εφόσον το δικαίωμα επικαρπίας έχει περιουσιακή αξία και παρέχει τη δυνατότητα για χρήση και κάρπωση, η στέρηση του δικαιώματος επικαρπίας συνεπάγεται και στέρηση της ιδιοκτησίας. Οι δικαιολογητικοί λόγοι, όμως, για την στέρηση αυτή, μέσω της υιοθέτησης της ανωτέρω νομοθεσίας (πχ. δικαιολογητικός λόγος περί ελέγχου του συναλλάγματος), δεν αποδείχθηκαν επαρκώς από την Ουγγαρία, ενώ η νομοθεσία αυτή ξεπέρασε το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των σκοπών της Ουγγαρίας, παραβιάζοντας έτσι την μεγάλης σημασίας αρχή της αναλογικότητας. Παράλληλα, στην επίμαχη νομοθεσία, δεν υπήρχε καμία διάταξη που να ρυθμίζει συγκεκριμένα την καταβολή αποζημίωσης σε όσους απώλεσαν το δικαίωμα επικαρπίας τους. Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν την προφανή παραβίαση του άρθρου 17 του Χάρτη από την πλευρά της Ουγγαρίας.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι η ανωτέρω νομοθεσία της Ουγγαρίας είναι κατ’ αποτέλεσμα ιδιαιτέρως ευνοϊκή για τους Ούγγρους υπηκόους, ενώ συγχρόνως θίγει τα παραπάνω δικαιώματα των υπηκόων άλλων κρατών μελών (που πολύ πιο δύσκολα θα έχουν στενό συγγενικό δεσμό με Ούγγρους υπηκόους), ενδεχομένως έρχεται σε σύγκρουση με την αρχή απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, που ισχύει μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. και άρθρο 21 του Χάρτη). Επομένως, η συγκεκριμένη απόφαση του ΔΕΕ βρίσκεται σε συμφωνία και διασφαλίζει με πλέον αποτελεσματικό τρόπο την θεωρία που επικρατεί στο πλαίσιο της ΕΕ για την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου και την απαίτηση επίδειξης σεβασμού στα κατοχυρωμένα ενωσιακά δικαιώματα και θεμελιώδεις ελευθερίες.
Κατοχύρωση του δικαιώματος της Ιδιοκτησίας:
Ο όρος «ιδιοκτησία» αποδίδει έναν νομικό δεσμό ανάμεσα στον άνθρωπο και στα διάφορα αγαθά και αξίες που είναι δεκτικά εξουσίασης. Όπως αναφέρει και ο Σπύρος Βλαχόπουλος (2017, σελ. 393), ο δεσμός αυτός συνίσταται στην αναγνώριση ενός αποκλειστικού δικαιώματος να έχει κανείς κάτι, να το χρησιμοποιεί και να το διαθέτει κατά βούληση. Στο άρθρο 17 του Ελληνικού Συντάγματος ορίζεται ότι: «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους», διάταξη με την οποία η ιδιοκτησία προστατεύεται τόσο ως ατομικό δικαίωμα όσο και ως θεσμική εγγύηση, δηλαδή υφίσταται θετική υποχρέωση του κράτους να προστατεύει και να εξασφαλίζει τον σεβασμό στο δικαίωμα ιδιοκτησίας κάθε ατόμου. Ορίζεται, όμως, επίσης, ότι «τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος». Εύκολα μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι παρόμοιος περιορισμός του δικαιώματος της ιδιοκτησίας για χάριν του γενικού συμφέροντος προβλέπεται και στο άρθρο 17 του Χάρτη, που παρατέθηκε παραπάνω. Η επίκληση, όμως του γενικού συμφέροντος πρέπει να εξειδικεύεται και να αποδεικνύεται επαρκώς σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πράγμα που στην παρούσα υπόθεση δεν συνέβη από την μεριά της Ουγγαρίας, γι’ αυτό και το Δικαστήριο έκρινε αδικαιολόγητο τον επιβληθέντα περιορισμό στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας των μη Ούγγρων υπηκόων, οι οποίοι στερήθηκαν το δικαίωμα επικαρπίας τους. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα και με τον Σπύρο Βλαχόπουλο (2017, 417 – 418), τα νομοθετικά μέτρα που τυχόν λαμβάνονται για τον περιορισμό της αόριστης νομικής έννοιας του «γενικού συμφέροντος» πρέπει να προσδιορίζονται με αντικειμενικά κριτήρια, ενώ οι περιορισμοί που επιβάλλονται πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, κάτι το οποίο επίσης παραβιάστηκε στην υπό κρίση υπόθεση. Εξίσου σημαντικές είναι οι προβλέψεις για προστασία της ιδιοκτησίας στην Οικουμενική Διακήρυξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα (ΟΔΑΔ – άρθρο 17 παρ. 1) αλλά και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΠΠΠ – άρθρο 1 παρ. 1), όπως υπογραμμίζει και ο Σπύρος Βλαχόπουλος (2017, σελ. 394 – 397).
Το εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας:
Στο επίκεντρο της υπό κρίση υπόθεσης, βρίσκεται το εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας. Στην ελληνική έννομη τάξη, σύμφωνα και με την ΑΚ 1142, η επικαρπία είναι «το εμπράγματο δικαίωμα του επικαρπωτή να χρησιμοποιεί και να καρπώνεται ξένο πράγμα, διατηρώντας όμως ακέραιη την ουσία του.» Σύμφωνα με τον Απόστολο Σ. Γεωργιάδη (2012, σελ. 641- 642), η επικαρπία συνδέεται πάντα με ορισμένο πρόσωπο ως δικαιούχο, γι’ αυτό και συνιστά εμπράγματο δικαίωμα προσωπικής δουλείας. Ο επικαρπωτής δικαιούται να αντλεί εκτεταμένη ωφέλεια από το σύνολο της υπόστασης του πράγματος (δικαίωμα για πλήρη χρήση και κάρπωση του πράγματος), γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα ότι η κυριότητα απογυμνώνεται από τις ανωτέρω εξουσίες και περιορίζεται μόνο στην εξουσία του κυρίου να διαθέτει το πράγμα (η κυριότητα αυτή χαρακτηρίζεται ως «ψιλή κυριότητα»).
Στη θεωρία, γίνεται βέβαια αντιληπτό ότι η επικαρπία συνιστά ένα ιδιαίτερα ευρύ κατά περιεχόμενο δικαίωμα, που στερεί από τον κύριο του πράγματος σχεδόν όλες τις εξουσίες του (πχ. ο κύριος δεν μπορεί να αξιοποιεί και να εκμεταλλεύεται ο ίδιος το πράγμα), και μάλιστα συνήθως για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού βάσει και της ΑΚ 1167: «Η επικαρπία, εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά, αποσβήνεται με το θάνατο του επικαρπωτή. Επικαρπία υπέρ νομικού προσώπου εκλείπει μαζί με αυτό.» Γι’ αυτό και η σύσταση της επικαρπίας δεν είναι τόσο συχνό φαινόμενο στην πράξη ή συναντάται συνήθως στις σχέσεις στενά συνδεδεμένων προσώπων (πχ. ο ένας σύζυγος με διάθεση αιτία θανάτου αφήνει στον άλλο σύζυγο την επικαρπία στην περιουσία του ή σε ορισμένα αντικείμενα αυτής) – γι’ αυτό και είναι δυνατόν να συμφωνηθεί ότι ορισμένες εξουσίες χρήσης και κάρπωσης εξαιρούνται από την επικαρπία και παραμένουν στον κύριο του πράγματος (περιορισμένη ή περιτμημένη επικαρπία).
Παρόλα αυτά, γίνεται δεκτό ότι το περιεχόμενο του εμπράγματου δικαιώματος της επικαρπίας είναι κατά τέτοιον τρόπο προσδιορισμένο από τον νόμο, έτσι ώστε να οδηγεί με αποτελεσματικότητα στην παγίωση μιας έννομης κατάστασης, που δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η αρχή του κλειστού αριθμού των εμπράγματων δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία τα εμπράγματα δικαιώματα είναι μόνο όσα ορίζει περιοριστικά ο νόμος και το περιεχόμενό τους καθορίζεται δεσμευτικά στον νόμο (ΑΚ 973:«Δικαιώματα που παρέχουν εξουσία άμεση και εναντίον όλων πάνω στο πράγμα (εμπράγματα δικαιώματα) είναι η κυριότητα, οι δουλείες, το ενέχυρο και η υποθήκη».).
Όπως, λοιπόν, υπογραμμίζει ο Απόστολος Σ. Γεωργιάδης (2012, σελ. 17 – 19), για χάρη της ασφάλειας των συναλλαγών αλλά και της αποφυγής υπερβολικού κατακερματισμού του δικαιώματος της κυριότητας, η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να διαπλάσσει άλλα, εκτός από τα προβλεπόμενα στον νόμο, εμπράγματα δικαιώματα ούτε να διαμορφώσει διαφορετικά τα ήδη υπάρχοντα αλλά σε αυτήν εναπόκειται κατ’ αρχήν μόνο η σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση των εμπράγματων δικαιωμάτων. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί ένα πρόσωπο από το συγκεκριμένο περιεχόμενο του δικαιώματος της επικαρπίας, διότι θαείναι αδύνατο να βρεθεί (και δεν θα επιτρέπεται να διαμορφωθεί) άλλο εμπράγματο δικαίωμα που να επιτυγχάνει τον ίδιο σκοπό και να παρέχει τις ίδιες εξουσίες με αυτό, ιδίως μάλιστα όταν ο συγκεκριμένος περιορισμός δεν δικαιολογείται ούτε αποδεικνύεται με συγκεκριμένα στοιχεία, όπως αποφάνθηκε το δικαστήριο σχετικά με την επίκληση άλλων υπέρτερων συμφερόντων εκ μέρους της Ουγγαρίας. Σε κάθε περίπτωση, η εναπομένουσα δυνατότητα των ενδιαφερόμενων προσώπων για αγορά ή μίσθωση των γεωργικών γαιών (που εξαρτάται στο μέλλον αποκλειστικά από την συναίνεση του κυρίου της γης) διαφέρει πολύ κατά περιεχόμενο από το έως τώρα δικαίωμα επικαρπίας τους, οπότε και δεν συνιστά επαρκές αντιστάθμισμα της έλλειψής της. Συνεπώς, ο περιορισμός των δικαιωμάτων επικαρπίας κρίνεται αδικαιολόγητος, άποψη που βρίσκει σύμφωνη και την γράφουσα.
Αρχή της Ελευθερίας των Συμβάσεων:
Μία ενδιαφέρουσα παράμετρος της ανωτέρω υπόθεσης, που δεν θίγεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, είναι η ενδεχόμενη αντίθεση της συγκεκριμένης νομοθεσίας της Ουγγαρίας προς μία από τις θεμελιώδεις αρχές του Ενοχικού Δικαίου, της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων. Πιο συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η νομοθεσία της Ουγγαρίας θέτει εμπόδιο στην απόκτηση και διατήρηση δικαιωμάτων επικαρπίας από πρόσωπα που δεν έχουν δεσμό στενής συγγένειας με τον κύριο των συγκεκριμένων γεωργικών γαιών μπορεί να θεωρηθεί μια αυθαίρετη και αδικαιολόγητη παρέμβαση του κράτους στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, η οποία, όπως περιγράφεται και από τον Μιχ. Π. Σταθόπουλο (2016, σελ. 251επ.), περιλαμβάνει την ελευθερία του ατόμου να συνάψει ή όχι σύμβαση, την ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου καθώς και την ελευθερία καθορισμού του περιεχομένου, δηλαδή των όρων της σύμβασης. Εφόσον, λοιπόν, στην απόφαση αναφέρεται ότι η Ουγγαρία δεν δικαιολόγησε επαρκώς τον παραπάνω περιορισμό (παραδείγματος χάριν με κάποιον σχετικό λόγο δημοσίου ή άλλου υπέρτερου συμφέροντος), δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην αφεθεί η επιλογή του αντισυμβαλλομένου (επικαρπωτή) στην διακριτική ευχέρεια του κυρίου της γης, που στο πλαίσιο των εξουσιών της κυριότητάς του (ΑΚ 1000) μπορεί «να διαθέτει (το πράγμα) κατ’ αρέσκειαν» και επομένως να κρίνει σε ποιον θα παραχωρήσει δικαίωμα επικαρπίας πάνω σε αυτό. Η ανεμπόδιστη, λοιπόν, λειτουργία της ανωτέρω θεμελιώδους για τη θεωρία αρχής του Αστικού Δικαίου φαίνεται στο σημείο αυτό να ενισχύεται από την κρίση του ενωσιακού δικαστή.
Παρόμοια περίπτωση στην Ελληνική νομοθεσία:
Αξίζει να γίνει αναφορά στη στάση της ελληνικής νομοθεσίας απέναντι στα κοινοτικά δικαιώματα που θίχτηκαν παραπάνω, και συγκεκριμένα το δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης και διακίνησης κεφαλαίων των υπηκόων των κρατών – μελών της ΕΕ (άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ) αλλά και το θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 του ΧΘΔΕΕ). Στην ελληνική νομοθεσία, δεν εντοπίζεται βέβαια κάποια διάταξη αντίστοιχη με την επίμαχη νομοθεσία της Ουγγαρίας, που μάλιστα για τους ίδιους λόγους δεν θα μπορούσε και να ισχύει ως αντίθετη στις προβλέψεις του (υπέρτερου) ενωσιακού δικαίου. Όμως, σε αντίστοιχα εθνικά συμφέροντα με αυτά που επικαλέστηκε η Ουγγαρία ενώπιον του Δικαστηρίου (πχ. καλύτερη εκμετάλλευση των γαιών ή έλεγχος του συναλλάγματος) ενδεχομένως να αποσκοπεί και η διαμόρφωση της ελληνικής νομοθεσίας.
Ως παραπλήσια περίπτωση μπορεί, λοιπόν, να αναφερθεί η επιφυλακτικότητα απέναντι στην κτήση εμπραγμάτων ή ενοχικών δικαιωμάτων από μη Έλληνες πολίτες σε ακίνητα που βρίσκονται σε παραμεθόριες περιοχές της χώρας. Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1892/1990): «Απαγορεύεται κάθε δικαιοπραξία εν ζωή με την οποία συνιστάται υπέρ φυσικών ή νομικών προσώπων με ιθαγένεια ή έδρα εκτός των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών οποιοδήποτε εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα, που αφορά ακίνητα, κείμενα στις παραμεθόριες περιοχές, καθώς και η μεταβίβαση μετοχών ή εταιρικών μεριδίων ή η μεταβολή του προσώπου εταίρων εταιρειών οποιασδήποτε μορφής που έχουν στην κυριότητά τους ακίνητα στις περιοχές αυτές». Για την άρση αυτής της απαγόρευσης προβλέπονται στον νόμο συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Παρατηρείται, λοιπόν, ότι η ελληνική νομοθεσία, προκειμένου περί αλλοδαπών, περιόρισε αντίστοιχα την απόκτηση εμπραγμάτων ή ενοχικών δικαιωμάτων σε ακίνητα που βρίσκονται σε παραμεθόριες περιοχές, λόγω της επισφαλούς κατάστασης που συχνά επικρατεί σε αυτές και συγχρόνως της σημασίας της διατήρησης της ελληνικής τους ταυτότητας. Όμως, σε αντίθεση με τους αλλοδαπούς (δηλαδή πρόσωπα που δεν είναι υπήκοοι κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), η ελληνική νομοθεσία δεν προβλέπει τέτοιον περιορισμό για τους «κοινοτικούς υπηκόους», δηλαδή τους πολίτες των κρατών – μελών που ανήκουν στην ΕΕ και των οποίων τα δικαιώματα προστατεύονται από τις Συνθήκες (ΣΕΕ και ΣΛΕΕ) και από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης. Δηλαδή, σε αντίθεση με την Ουγγαρία, η ελληνική νομοθεσία βρήκε έναν τρόπο να διασφαλίσει αποτελεσματικά τα εθνικά συμφέροντα, χωρίς να θίξει τις θεμελιώδεις αρχές του ενωσιακού δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της ελευθερίας εγκατάστασης και διακίνησης κεφαλαίων αλλά και την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, που ισχύει στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιθέτως, προσπάθησε να παροτρύνει τους Έλληνες πολίτες να επενδύσουν σε απόκτηση δικαιωμάτων επί ακινήτων σε παραμεθόριες περιοχές, μέσω παροχής επιδοτήσεων ή φορολογικών ελαφρύνσεων για τις σχετικές επενδύσεις. Από όλα τα παραπάνω, αναδεικνύεται η διαφορετική καιορθή αντιμετώπιση του ζητήματος από την ελληνική νομοθεσία.
Βιβλιογραφικές Παραπομπές:
- Σπύρος Βλαχόπουλος, 2017, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη
- Μιχ. Π. Σταθόπουλος, 2016, Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, 2012, Εγχειρίδιο Εμπραγμάτου Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη
- Β. Χριστιανός, Μ. Κουσκουνά, Ρ. – Ε. Παπαδοπούλου, Μ. Περάκης, 2011, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα από τη νομολογία, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη
- Βασίλειος Α. Χριστιανός, 2010, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη
Αγγελική Ιωσηφέλη
Τεταρτοετής Φοιτήτρια στη Νομική Αθήνας
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του «The Law Project»
Comments