Της Σωτηρίας Δημητροπούλου
ΠΠρΝαυπλίου 286/2017
Οι ενάγοντες κατήρτισαν στο Ναύπλιο στις 10/4/2007 με την εναγόμενη τράπεζα δύο συμβάσεις τοκοχρεολυτικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο ποσών 215.000 CHF και 250.000 CHF. Ως διάρκεια αποπληρωμής των δανείων συμφωνήθηκαν τα τριάντα έτη με την καταβολή 360 μηνιαίων δόσεων και με κυμαινόμενο επιτόκιο υπολογιζόμενο με βάση το Libor μηνιαίας διαρκείας. Με τον όρο υπ ́αριθμόν 4 συμφωνήθηκε ότι «πιστώνεται σε συνδεδεμένο με το δάνειο λογαριασμό καταθέσεων του οφειλέτη το ποσό που προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού του δανείου από ελβετικό φράγκο σε ευρώ με βάση την τιμή αγοράς από την τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία εκταμίευσης. Με τον υπ ́αριθμόν 14 όρο συμφωνήθηκαν τα εξής: «Οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο, όπως περιγράφεται στο επόμενο άρθρο και θα εξοφλούνται με χρέωση του συνδεδεμένου με το δάνειο λογαριασμού καταθέσεων του οφειλέτη κατά το ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικό φράγκο σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά τη ημερομηνία πληρωμής της δόσης». Εν προκειμένω, η μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας είχε ως αποτέλεσμα την παρεπόμενη αύξηση της μηνιαίας δανειακής δόσης. Το δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος του άρθρου 14 παρ. 2 των συμβάσεων ο οποίος ήταν προδιατυπωμένος από την εναγόμενη τράπεζα και δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων κατά το μέρος που ρύθμιζε τη συναλλαγματική ισοτιμία με βάση την οποία θα μετατρέπονται σε ελβετικά φράγκα οι καταβολές που λάμβαναν χώρα σε ευρώ καθ ́ όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου, είναι αόριστος και ασαφής και ως εκ τούτου καταχρηστικός και άκυρος, καθώς παραβιάζονται από την εναγόμενη η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των Γενικών Όρων Συναλλαγών (εφεξής, ΓΟΣ).
Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ανωτέρω αρχές επιτάσσουν οι ΓΟΣ να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ούτως ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωση του, διαθετών δε την αντίληψη του μέσου κοινωνού, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του βούλησης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά στη σχέση της παροχής και αντιπαροχής. Πιο συγκεκριμένα, με την ως άνω ρήτρα, παρά την σαφή γραμματική της διατύπωση, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν συνάγονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς επίσης και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και τυχόν άλλων μηχανισμών, που προβλέπουν έτερες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων. Αυτά τα στοιχεία είναι απαραίτητα ώστε οι καταναλωτές, να μπορούν να εκτιμήσουν τις οικονομικές συνέπειες, που ήταν δυνατόν να έχει για τους ίδιους ο όρος αυτός, και συγκεκριμένα, να διαγνώσουν, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλουν για την αποπληρωμή των δανείων τους, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των τελευταίων, το οποίο ήταν πιθανό να αυξηθεί υπέρμετρα σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου. Επιπλέον, κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπ' αρ. II νομική σκέψη της απόφασης, κρίθηκε ότι ο επίμαχος όρος ήταν μεν σαφώς διατυπωμένος από γραμματική άποψη, πλην όμως, ότι μόνη η σαφήνεια αυτή δεν αρκεί, προκειμένου να θεωρηθεί ως έγκυρος βάσει των κριτηρίων, που ο ν. 2251/1994 και η οδηγία 93/13/ΕΟΚ θέτουν. Εξαιτίας της παραπάνω αοριστίας του ως προς τις οικονομικές συνέπειες του, οδηγεί ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή - πελάτη αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την τράπεζα (βλ. ΑΠ 1219/2001). Η αοριστία αυτή του όρου και η παραβίαση της αρχής της διαφάνειας από τη διατύπωση του επιτάθηκαν στην προκειμένη περίπτωση από την έλλειψη οποιασδήποτε ενημέρωσης των εναγόντων από τους προσκτηθέντες υπαλλήλους της εναγομένης σχετικά με την έννοια και τον κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Από την ακυρότητα των υπ’ αριθμόν 14 παρ. 2 όρων δανειακών συμβάσεων δημιουργείται κενό αναφορικά με την ισοτιμία βάσει της οποίας θα υπολογίζονται οι καταβολές των εναγόντων σε ευρώ, το οποίο, σύμφωνα με το Δικαστήριο, πρέπει να πληρωθεί με συμπληρωματική ερμηνεία κατ ́ άρθρο ΑΚ 200 ερμηνεία της σύμβασης.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Τα νομικά ζητήματα που προκύπτουν από την παραπάνω απόφαση αφορούν στην διαφάνεια και καταχρηστικότητα των ΓΟΣ που εμπεριέχονται σε δάνεια που συνήφθησαν σε ελβετικά φράγκα και ρυθμίζουν την αποπληρωμή του δανείου βάσει της συναλλακτικής ισοτιμίας ευρώ/ελβετικού φράγκου κατά μετατροπή σε ελβετικά φράγκα των καταβολών που γίνονταν σε ευρώ. Συνακόλουθα, σε περίπτωση ακυρότητας ανακύπτει το ζήτημα της πλήρωσης του κενού που δημιουργείται μέσω της συμπληρωματικής ερμηνείας του ΑΚ 200 ή του ΑΚ 291.
ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΕ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΦΡΑΓΚΟ
Σε πρώτο επίπεδο πρέπει να σημειωθεί ότι το διάστημα 2006-2009 καταρτίστηκε μεγάλος αριθμός στεγαστικών δανείων σε ελβετικό φράγκο1. Τα δάνεια αυτά είχαν απήχηση λόγω του χαμηλότερου επιτοκίου του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το επιτόκιο που εφαρμοζόταν στα δάνεια σε ευρώ. Τα ποσά αυτών των δανείων λαμβάνονται σε ευρώ με μετατροπή κατά την ημέρα της εκταμίευσης του οφειλόμενου ποσού σε ελβετικό φράγκο, η δε καταβολή των δόσεων υπολογίζεται σε ευρώ με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημέρα της καταβολής (Ρόκας, Γκόρτσος, Μικρουλέα, Λιβαδά, 2016, σ. 577-579). Δηλαδή τα ποσά διαμορφώνονται με βάση την εκάστοτε ισοτιμία, όμως η διακύμανση της δεν μπορεί να προβλεφθεί, με άμεση συνέπεια να υπάρχει κίνδυνος μεταβολής συναλλαγματικής ισοτιμίας, ήτοι «συναλλαγματικός κίνδυνος» που συνεπάγεται ευνοϊκά η δυσμενή αποτελέσματα για τον δανειολήπτη.
Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΡΗΤΡΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΙΣΟΤΙΜΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
Στις δανειακές συμβάσεις εμπεριέχονται ΓΟΣ2 3, δηλαδή προδιατυπωμένοι όροι, τιθέμενοι μονομερώς από την τράπεζα τους οποίους ο δανειολήπτης- καταναλωτής δεν μπορεί να διαπραγματευτεί (take it or leave it). Οι ΓΟΣ που αφορούν τη συναλλαγματική ισοτιμία πρέπει να διαπνέονται από την αρχή της διαφάνειας η οποία επιβάλλεται από το νόμο 2251/1994 και από την οδηγία 93/13/ΕΟΚ. Η αρχή της διαφάνειας αποτελεί αυτόνομο και χωριστό κριτήριο
για τον χαρακτηρισμό ενός ΓΟΣ ως καταχρηστικού. Στην αιτιολογική σκέψη 20 της ανωτέρω οδηγίας διατυπώνεται η σημασία της αρχής της διαφάνειας των όρων που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Οι όροι πρέπει να συντάσσονται κατά σαφή και κατανοητό τρόπο και ο καταναλωτής πρέπει να έχει την ευκαιρία να λάβει γνώση όλων των ρητρών και σε περίπτωση αμφιβολίας πρέπει να υπερισχύει η πιο ευνοϊκή ερμηνεία για τον καταναλωτή (Μπώλος,2016, σ. 106).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εξαιρούνται από τον έλεγχο της καταχρηστικότητας οι ρήτρες που αφορούν τον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της σύμβασης και το ανάλογο ή μη μεταξύ τιμής και αμοιβής αφενός και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν αφετέρου. Η εξαίρεση αυτή αφορά σε ρήτρες που είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό (Απόφαση Kasler, 30.4.2014, υποθ. C-26/13 EU:C:2014:282).
Στην απόφαση Kasler (Μπώλος, 2016 σ. 106-118) σημειώνεται ότι η αρχή της διαφάνειας επιβάλλει να εκτίθεται στη σύμβαση κατά τρόπο διαφανή ο λόγος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος προκειμένου ο καταναλωτής να μπορεί να προβλέψει τις ενδεχόμενες μεταβολές του κόστους, λόγω της διαφοράς μεταξύ της συναλλαγματικής ισοτιμίας αγοράς και πώλησης του αλλοδαπού νομίσματος. Παράλληλα, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει αν λαμβανομένων όλων των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η διαφήμιση και η πληροφόρηση στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, ο μέσος καταναλωτής ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος μπορούσε αντικειμενικά να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες.
Το ζήτημα της καταχρηστικότητας ή μη των ΓΟΣ που αφορούν στην καταβολή των δόσεων των στεγαστικών δανείων με βάση την ισοτιμία ευρώ/ελβετικό φράγκο κατά την καταβολή έχει εγείρει αντικρουόμενες απόψεις στη θεωρία και τη νομολογία. Αφετηρία για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού υπήρξε η απόφαση ΠΠρΞανθ 23/2014 η οποία αφορούσε στην ακόλουθη ρήτρα: «εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε EURO με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα καταβολής».
Το δικαστήριο έκρινε ότι στον σχετικό ΓΟΣ συναλλαγματικής ισοτιμίας «δεν παρουσιάζονταν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων στη σύμβαση διαδίκων, αφού δεν διατυπώθηκαν ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος».
Στη θεωρία υποστηρίζονται δύο αποκλίνουσες απόψεις. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρώτη άποψη (Ψυχομάνης, ΔΕΕ 2015, 1 επ, Δέλλιος /Βαλτούδης, ΕπισκΕΔ 2015, 89 επ., Βενιέρης, ΕΕμπΔ 2015, 743, Καράκωστας/Βρεττού, ΕφΑΔ 2015, 1043 επ, Νικολόπουλος, ΝοΒ 2016, 224 επ, Σπυράκος, ΔΕΕ 2015, 825 επ, Νούκα, ΔΕΕ 2015, 424 επ, Μαργαρίτης Ε, ΕφΑΔ 2014, 500 επ.) ΓΟΣ όπως αυτός της απόφασης ΠΠρΞανθ 23/214 είναι καταχρηστικός ως αδιαφανής και η κάλυψη του κενού που δημιουργείται από την ακυρότητα δεν γίνεται βάσει του ΑΚ 291 4 αλλά μέσω της συμπληρωματικής ερμηνείας του ΑΚ 200 5.
Ο έλεγχος στον οποίο γενικά δύναται να προβεί το δικαστήριο αφορά την παραβίαση ή μη της αρχής της διαφάνειας και στον χαρακτηρισμό του επίμαχουΓΟΣ ως καταχρηστικού και άρα άκυρου. Κατά το στάδιο αυτό ελέγχου προκύπτει ο μη ευκρινής τρόπος λειτουργίας της ισοτιμίας, η ασάφεια της μεθόδου του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ελβετικό φράγκο. Ο δανειολήπτης δεν έχει αντιληφθεί τον κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας που συνδέεται με την ρήτρα, ούτε μπορεί να γνωρίζει εξ αρχής τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από την εφαρμογή της, δηλαδή το υπόλοιπο του κεφαλαίου που θα πρέπει να επιστρέψει στην περίπτωση μεταβολής της ισοτιμίας. Η αοριστία αυτή οδηγεί στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του δανειολήπτη σχετικά με την μελλοντική συναλλακτική σχέση του με την τράπεζα. Η εφαρμογή του ΑΚ 291 πρέπει να αποκλειστεί, καθώς θα οδηγούσε πάλι στον υπολογισμό του δανείου με βάση την τρέχουσα ισοτιμία ευρώ/ελβετικό φράγκο. Συνεπώς το κενό που δημιουργείται από την ακυρότητα του όρου πληρώνεται με συμπληρωματική ερμηνεία της διάταξης ΑΚ 200 (Μπώλος,2016, σ.135-137).
Σύμφωνα με την αντίθετη άποψη (Λιάππης, ΧρΙΔ 2016,241 επ., Γεωργιάδης Απ./Γεωργιάδης Γ., Γνμδ. 2015 ,9 επ., Κολοτούρος, ΔΕΕ 2015, 1189 επ., Γιοβαννόπουλος, ΕπισκΕΔ 2014, 647 επ., Χασάπης ΧρηΔικ 2014, 413 επ., Ευθυμίου, ΧριΔ 2014, 609 επ. Μουντάλας, ΧρηΔικ 2015, 278 ), ο εν λόγω ΓΟΣ δεν συγκαταλέγεται στους ουσιώδεις όρους της σύμβασης αλλά στους δηλωτικούς όρους, καθώς επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της διάταξης ΑΚ 291 και εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου καταχρηστικότητας βάσει της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ 6 7.
Κατά τους υποστηρικτές αυτής της κατεύθυνσης θα ήταν άτοπηενδεχόμενη ακυρότητα καθώς ο όρος επαναλαμβάνει διάταξη ενδοτικού δικαίου. Ταυτόχρονα, είναι αρκούντως διαφανής και είναι δυνατό να γίνει κατανοητός από τον μέσο συναλλασσόμενο. Σε περίπτωση που θεωρηθεί αδιαφανής το κενό πληρώνεται μέσω της ΑΚ 291 (Μπώλος, 2016, σ. 136- 137).
Η υπό ανάλυση απόφαση8 τάσσεται προς την άποψη της θεωρίας υπέρ της αδιαφάνειας και καταχρηστικότητας των ΓΟΣ που αφορούν τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων ως παράγοντα για την αποπληρωμή του δανείου, κάτι που υποστηρίζεται και από τη γράφουσα.
Παράλληλα, και η θέση της νομολογίας διαφέρει σε ότι αφορά στην καταχρηστικότητα ή μη των εν λόγω ΓΟΣ.
Υπέρ της αδιαφάνειας του ΓΟΣ τάσσεται η απόφαση ΠΠρΞανθ 23/2014 (ΠΠρΞανθ 23/2014, ΝΟΜΟΣ), όπως προαναφέρθηκε. Η νομολογία που κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, όπως και η υπό ανάλυση απόφαση, συνδέει την επίγνωση του συναλλαγματικού κινδύνου με ad hoc έλεγχο του μορφωτικού επιπέδου, επαγγέλματος και της προηγούμενης συναλλακτικής εμπειρίας του δανειολήπτη. Ενδεικτικά κρίθηκε ότι δεν είχαν επίγνωση του συναλλακτικού κινδύνου ο δικηγόρος (νομικός) (ΠΠρΙωαν 46/201, ΝΟΜΟΣ), ο λογιστής (ΠΠρΠειρ 619/2016, ΝΟΜΟΣ) και ο ιατρός (ΠΠρΙωαν 46/2016 (αδημ.) , Μπώλος , 2016, σ. 129). Στην υπό σχολιασμό απόφαση δε αναφέρεται ότι οι ενάγοντες δεν διέθεταν ιδιαίτερες οικονομικές γνώσεις για τουςνομισματικούς κανόνες και τη λειτουργία της αγοράς συναλλάγματος, καθώς ο πρώτος ήταν έμπορος οπτικών και η δεύτερη στερείτο εισοδημάτων και ασχολείτο με τις οικιακές εργασίες.
Το κενό που δημιουργείται από την ακυρότητα του ΓΟΣ πληρούται με την κατά ΑΚ 200 συμπληρωματική ερμηνεία, δηλαδή εφαρμόζεται η συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε κατά την εκταμίευση του δανείου. Αυτό ακολούθησε και η υπό σχολιασμό απόφαση.
Αντίθετα, στις αποφάσεις (ΠΠρΘεσ 1101/2016, ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΚαβ 18/2016 (αδημ.), ΠΠρΚαβ 56/2016 (αδημ), Μπώλος, 2016, σελ. 132-133) στις οποίες υποστηρίζεται η διαφάνεια του ΓΟΣ υιοθετείται το σκεπτικό ότι ο δανειολήπτης μπορούσε να αντιληφθεί τους όρους της σύμβασης και τις οικονομικές συνέπειες από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλακτικής ισοτιμίας. Ταυτόχρονα υποστηρίζεται ότι η διαφάνεια απορρέει από το γεγονός ότι η ρήτρα επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της ενδοτικού δικαίου διάταξης ΑΚ 291 παρέχοντας την ευχέρεια στους δανειολήπτες να καταβάλλουν τις μηνιαίες δόσεις για την εξόφληση του δανείου είτε σε ευρώ είτε σε αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα (ελβετικό φράγκο). Προς αυτή την κατεύθυνση, η νομολογία αξιοποιεί το μορφωτικό επίπεδο του εκάστοτε δανειολήπτη και την παραδοχή ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η ισοτιμία των νομισμάτων διαρκώς μεταβάλλεται. Άρα, υποστηρίζεται ότι ο δανειολήπτης με απλή ανάγνωση του όρου θα μπορούσε να έχει αντιληφθεί το ενδεχόμενο της συναλλαγματικής μεταβολής, δεδομένου ότι καθημερινά μπορεί να ενημερωθεί για τη διαμόρφωση της ισοτιμίας μέσω επίσημων πηγών. Σε μία πολυετή σύμβαση υπάρχει ο κίνδυνος μεταβολής των οικονομικών μεγεθών, εξαιτίας
της διακύμανσης της ισοτιμίας και έτσι απορρίπτεται ο ισχυρισμός περί έλλειψης ενδελεχούς ενημέρωσης και παροχής πληροφόρησης. Κατά τη γράφουσα, όμως δεν μπορούν να παραβλεφθούν οι ιδιαιτερότητες των δανείων σε ελβετικά φράγκα και έτσι δεν αρκεί μία απλή ανάγνωση για να κατανοηθούν από τον δανειολήπτη οι ενδεχόμενες οικονομικές συνέπειες.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΗ
Οι υποχρεώσεις ενημέρωσης των δανειοληπτών περιλαμβάνονται στην ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 και στην οδηγία 2014/17/ΕΕ. Στην ιδιαίτερα σημαντική απόφαση ΔΕΚ C-186/16 αναφέρεται ότι στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να ελέγξει αν ο καταναλωτής πληροφορήθηκε όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκταση της δέσμευσης που αναλάμβανε για να υπολογίσει το συνολικό κόστος του δανείου και γι ́αυτό είναι κρίσιμο αν οι ρήτρες είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Η πληροφόρηση πριν από τη σύναψη της σύμβασης είναι κεφαλαιώδους σημασίας και πρέπει να περιλαμβάνει κατ ́ελάχιστον τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις του δανείου μια σοβαρή υποτίμηση. Η τράπεζα πρέπει να εκθέτει τις δυνητικές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών (Απόφαση ΔΕΕ C-186/16, www.taxheaven.gr ) .
ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
Κατά τη γράφουσα οι ΓΟΣ που εμπεριέχονται σε δάνεια σε ελβετικό φράγκο και καθορίζουν την αποπληρωμή του εν λόγω δανείου βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ/ελβετικού φράγκου που υφίσταται κατά την ημέρα της καταβολής είναι αδιαφανείς και άρα άκυροι. Ο δανειολήπτης δεν είναι σε θέση να καταλάβει τον τρόπο λειτουργίας μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος και ότι ενδέχεται μία συναλλαγματική διακύμανση να μην επιτρέψει την μείωση του οφειλόμενου κεφαλαίου. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η κρίση του δικαστηρίου στην υπό ανάλυση απόφαση ότι δεν αρκεί η σαφής γραμματική διατύπωση του όρου αλλά πρέπει ταυτόχρονα διαφανώς και ευκρινώς να παρουσιάζονται στον δανειολήπτη οι ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες λόγω της διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας των δύο νομισμάτων και να του παρέχεται η κατάλληλη ενημέρωση.
1 Η νομιμότητα των δανείων σε ελβετικό φράγκο δεν αμφισβητείται, καθώς έχουν καταργηθεί οι περιορισμοί δημοσίας τάξεως που ίσχυαν στην Ελλάδα αναφορικά με τις συναλλαγές σε ξένο νόμισμα (Ρόκας, Γκόρτσος, Μικρουλέα, Λιβαδά, 2016, σ. 577). Παράλληλα, η χορήγηση δανείων σε ελβετικό φράγκο δεν θεωρείται επενδυτική υπηρεσία .Στην υπόθεση του Δικαστηρίου της ΕΕ C-312/14 (BanifPlus Bank) αναφέρεται ότι οι πράξεις συναλλάγματος που χρησιμοποιεί η τράπεζα στο πλαίσιο της εκτέλεσης του δανείου σε ξένο νόμισμα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως επενδυτικές υπηρεσίες, αφού μέσω αυτών ο καταναλωτής αποσκοπεί μόνο στη λήψη του χορηγούμενου κεφαλαίου και όχι στην κερδοσκοπία επί της συναλλαγματικής ισοτιμίας ξένου νομίσματος (Μπώλος, 2016, σ. 25-26)
2 Σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2251/1994, όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή,εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξη τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 οι ΓΟΣ απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο αυτή, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά, ή στεγαστικά δάνεια.
3 Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 της οδηγίας 33/13/ΕΟΚ ρήτρα σύμβασης που δ εν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών. Κατά το άρθρο 6 παρ.1 της οδηγίας οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές.
4 Η διάταξη ΑΚ 291 προβλέπει: Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής.
5 Η διάταξη ΑΚ 200 προβλέπει: Οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη.
6 Στο άρθρο 1 παρ. 2 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ προβλέπεται ότι οι δηλωτικές ρήτρες δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.
7 Έτσι και Ολομέλεια ΑΠ 4/2019 (www.dsanet.gr), ΔΕΕ C-81/19 (www.lawspot.gr). Αντίθετα, στην απόφαση ΠολΠρΑθ 1599/2020 (www.lawspot.gr) το δικαστήριο υιοθέτησε την άποψη της μειοψηφίας της ολομέλειας του Αρείου Πάγου ότι τα ελληνικά δικαστήρια μπορούν να προβούν σε έλεγχο καταχρηστικότητας των ρητρών που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου με το σκεπτικό ότι η εξαίρεση του άρθρου 1 παρ.2 της οδηγίας 93/13/ΕΚ (μη έλεγχος καταχρηστικότητας δηλωτικών ρητρών), η οποία δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν.2251/1994, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ερμηνευτικά ότι εμπεριέχεται στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ.2 του ν 2251/1994.
8 Έτσι και ΠΠρΑθ 334/2016 (www.dsanet.gr) :« Ο όρος του υπολογισμού δόσεως δανείου με βάση την εκάστοτε τρέχουσα κατά την καταβολή της δόσης ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου είναι καταχρηστικός ως διαταράσσων λόγω αδιαφάνειας της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ρόκας Ν. Κ., Γκόρτσος Χ. ΒΛ. , Μικρουλέα Α. Π. , Λιβαδά Χ. Κ.,(2016),
Στοιχεία τραπεζικού δικαίου, 3η έκδοση , Αθήνα , Νομική Βιβλιοθήκη
Μπώλος Α. Π. , (2016) , Δάνεια σε ελβετικό φράγκο: θεωρητική και πρακτική
προσέγγιση , Αθήνα, Εκδόσεις Διπλογραφία
Γράφουσα : Σωτηρία Δημητροπούλου, Νομική Σχολή Εθνικό και
Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών - 4ο έτος φοίτησης , μέλος ομάδας
σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project
Commentaires