top of page

(Βαριά) Σωματική Βλάβη εξ αμελείας και Τροχαία Ατυχήματα

Της Μαριτίνας Λεοντίου


(Βαριά) Σωματική Βλάβη εξ αμελείας και Τροχαία Ατυχήματα



Αριθμός Απόφασης: ΗΜ 3114/2019 Παράθεση Απόφασης «Στον Ταύρο στις 30/7/2014, όντας υπόχρεος από το επάγγελμάτου, ως οδηγού αυτοκινήτου, σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή κατά την πορεία του αυτοκινήτου του, από αμέλειάτου, δηλαδή από την έλλειψητης προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, προξένησε με τ’ όχημά του και κατά την οδήγησή του, σωματική κάκωση καιβλάβη υγείας σ’ άλλον, χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που παράχθηκε από την παρακάτω πράξητου και συγκεκριμένα οδηγώντας το με αριθμόΚυκλοφορίας……., αυτοκίνητο του και βαίνοντας μ’ αυτό στην οδό Μακεδονίας στο αντίθετο ρεύμακυκλοφορίας με κατεύθυνση προς Πειραιώς δεν ασκούσε, όπως όφειλε τον έλεγχο και την εποπτεία του κι έτσι δεν μπόρεσε να εκτελέσειτους αναγκαίους χειρισμούς για να αποφύγειτον πεζό............................................ που διέσχιζε κάθετα το οδόστρωμα της πιο πάνω οδού και από δεξίαπρος αριστερά εκτός σε σχέσημε την πορεία του εκτός διαβάσεως πεζών, αν και αντιλήφθηκε έγκαιρα αυτόν με αποτέλεσμα, να τον παρασύρεικαι να του προξενήσει τραυματικό ακρωτηριασμό κάτωθεν του γόνατος αρ.»

Ανάλυση Απόφασης / Αναφυόμενα νομικά ζητήματα


Τα διαπραγμένα αδικήματα κατά τον Ποινικό Κώδικα

Η παρούσα Δικαστική Απόφαση, πραγματεύεται το σχετικό αδίκημα της (βαριάς) σωματικήςβλάβης από αμέλεια,όπως αναφέρεται στον Ποινικό Κώδικαστο αντίστοιχο άρθρο 315ΠΚ. Για την καλύτερη κατανόηση της απόφασης, κρίνεται απαραίτητη η παράθεση του άρθρου που αφορά αμιγώς στη σωματική βλάβη από αμέλεια (314ΠΚ): «Όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλουτιμωρείται με φυλάκισημέχρι τριών ετών.

Αν η σωματική βλάβη που προκλήθηκε είναι όλως ελαφρά, επιβάλλεται κράτηση έως τρεις (3) μήνες ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ».

Στην προκειμένη περίπτωση εξετάζεται ως εξής το εν λόγω άρθρο: «Στις περιπτώσεις των άρθρων 308 και 314 η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση. Δεν απαιτείται έγκληση αν ο υπαίτιος της πράξης του άρθρου 314 ήταν υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή. Η οδήγηση οχήματος εμπίπτει στο προηγούμενο εδάφιο όταν εξυπηρετεί τη βιοποριστική μεταφορά επιβατών ή πραγμάτων. Στην περίπτωση του άρθρου 314, αν η πράξη τελέστηκε κατά την οδήγηση οχήματος και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του δευτέρου εδαφίου του παρόντος, η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως με διάταξη του απέχει από την ποινική δίωξη αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη.Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την άσκησηποινική δίωξης, το δικαστήριο παύει οριστικά αυτήν». (315ΠΚ)

Όπως διακρίνεται και με την ανάγνωση του σχετικού άρθρου,το αδίκημα της σωματικής βλάβης (και δη βαριάς στην παρούσα περίπτωση) διώκεται αυτεπαγγέλτως από τη στιγμή που ο οδηγός του οχήματος ήταν επαγγελματίας και έφερε ιδιαίτερη επιμέλεια ήπροσοχή κατά τη διάρκεια της διαδρομής όπου συνέβη το ατύχημα. Συνεπώς,στην εξεταζόμενη απόφαση, ο οδηγός του οχήματος, παρά τα χρόνια εμπειρίας που έφερε στο συγκεκριμένο επάγγελμα, δε μπόρεσε να διακρίνει και στη συνέχεια να αποφύγει τον πεζό ο οποίος προσπάθησε να διασχίσει τον δρόμο με τρόπο απρεπή/παράνομο σύμφωνα με τα δεδομένα του ΚΟΚ. Τα τροχαία ατυχήματα αντιμετωπίζονται πάντα ως εγκλήματα τελούμενα με αμέλεια (γεγονόςπου μερικές φορές – εξαιρουμένης της παρούσης – προκαλεί προβλήματα στην διασφάλιση της αντικειμενικότητας των συμβάντων και κατά συνέπεια στην διαδικασία επιδίκασης της εκάστοτε ποινής αναλόγως).

Η μαρτυρία του επαγγελματία οδηγού καθιστά εύληπτο στον αναγνώστη πως η πράξη του τελέστηκε από αμέλεια, δηλαδήαπό ασυνείδητη κίνησήτου. Η κίνηση του πεζούκρίθηκε τέτοια με αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό του οδηγού και κατά συνέπειατην αδυναμία πρόβλεψηςτου αποτελέσματος που επακολούθησε.

Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, θα μπορούσε κανείς να συναγάγει τη βαρύτητα του ατυχήματος από την κατάσταση του πεζού όπως κατέληξε μετά το πέρας του ατυχήματος. Το άρθρο 310§2ΠΚ, αναλύει δεόντως τι εστί βαριά σωματική αμέλεια καθώς εφαρμόζεται πλήρως στην παρούσα απόφαση: §2 «Βαριά σωματική βλάβη υπάρχει ιδίως αν η πράξη προξένησε στον παθόντα κίνδυνοζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αν τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιάτου». Όπως συνάγεταιαπό τις λεπτομερείς μαρτυρίες αλλά και την επίσημη εκδοθείσααπόφαση, ο πεζός που προσπάθησε να διασχίσει το δρόμο με τρόπο απρεπή και επικίνδυνο, κατέληξε σε «τυφλό σημείο»για τον οδηγό με αποτέλεσμα να τον παρασύρειστο κάτω μέρος του οχήματοςκαι να του προξενήσει τραυματικό ακρωτηριασμό κάτωθεν του γόνατος.

Σύμφωνα με το άρθρο38 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας «Οι πεζοί υποχρεούνται να χρησιμοποιούν τα πεζοδρόμια ή τα ειδικό γι' αυτούς ερείσματα. Κατ' εξαίρεση, μπορούν να χρησιμοποιούν το οδόστρωμα, αφού λάβουν τις αναγκαίες προφυλάξεις». Θα ήταν δίκαιηλοιπόν η εξέτασητου ζητήματος και από τη πλευρά του πεζού, που παρά τις προβλεπόμενες ενέργειες για τη διάσχιση του εκάστοτε δρόμου, αποφάσισε να θέσει σε κίνδυνο την σωματική του ακεραιότητα. Στη συνέχεια του ίδιου άρθρου§4 προβλέπονται τα εξής: «Οι πεζοί προκειμένου να διασχίσουν το οδόστρωμα, υποχρεούνται: α) Αν υπάρχουν στο οδόστρωμα διαβάσεις πεζών, να τις χρησιμοποιούν. β) Αν στη διάβαση πεζών την οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσουν,υπάρχουν φωτεινοί σηματοδότες πεζών, να συμμορφώνονται στα σήματά τους. γ) Αν στη διάβασηδεν υπάρχουν φωτεινοίσηματοδότες πεζών, αλλά η κυκλοφορία ρυθμίζεται με φωτεινούςσηματοδότες οχημάτων ή από τροχονόμους και δίνεται σήμα για να προχωρήσουν τα οχήματα, να μην κατέρχονται στο οδόστρωμα. δ) Σε διαβάσεις που η κυκλοφορία τόσο των πεζών όσο και των οχημάτωνδεν ρυθμίζεται με φωτεινούς σηματοδότες, να μην κατεβαίνουν στο οδόστρωμα πριν λάβουν υπ’όψη τους την απόσταση και την ταχύτητα των οχημάτων τα οποία πλησιάζουν. ε) Αν δεν υπάρχουν στο οδόστρωμα διαβάσειςπεζών, να μην κατεβαίνουν σ' αυτό, αν δεν βεβαιωθούν ότι δεν θα παρεμποδίσουν την κυκλοφορία των οχημάτων, στη συνέχεια δε να διασχίζουν το οδόστρωμα κάθετα προς τον άξονά του». Χαρακτηριστικά διαπιστώνεται ότι κανένα από τα εν λόγω αναφερόμενα σενάρια δεν ακολουθήθηκε από τον πεζό, ο οποίος πεπεισμένος ότι μπορεί να διασχίσει τον ‘στενό’ αυτό δρόμο χωρίς να παρακωλύσει την κυκλοφορία, δε μπόρεσε να προβλέψει το αποτέλεσμα και την περιαγωγή της υγείας του σεσοβαρό κίνδυνο.


Εφαρμογή ελαφρυντικών περιστάσεων


Κατόπιν συνεννόησης των Εισαγγελέων, διαδίκων και Πλημμελειοδίκη για μη συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης μαρτύρων (ή για συμπληρωματική εξέταση), η δικαστής κηρύττει τη λήξη της διαδικασίας. Η Εισαγγελέας προτείνει την ενοχή του κατηγορουμένου όπως και ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του πολιτικώς ενάγοντος. Ο τελευταίος προτείνει την χρηματική ικανοποίηση του πελάτη του για ηθική βλάβη προκληθείσα από το ατύχημα.


Μόλις ολοκληρώνεται η διαδικασία εξέτασης των μαρτύρων υπεράσπισης και μη, η συνήγορος του κατηγορουμένου αναπτύσσει, όπως αναμένεται, την υπεράσπιση ζητώντας συνδυαστικά και την αθώωση του πελάτη της. Διαφορετικά, προτείνει την εφαρμογή κάποιων ελαφρυντικών περιστάσεων που συνάδουν με το τελεσθέν αδίκημα καθώς και τη γενικότερη ζωή του κατηγορουμένου.


Εδώ κρίνεται απαραίτητη η επισήμανση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης που φέρει ο επαγγελματίας οδηγός του οχήματος που προξένησε το ατύχημα. Οποιαδήποτε αποφυγή παροχή βοήθειας ή γενικότερης επιμέλειας του πολιτικώς ενάγοντος, θα αποτελούσε έγκλημα τελούμενο με παράλειψη σύμφωνα με το σχετικό άρθρο 15Κ. Εκ προοιμίου όμως ορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του επαγγελματία οδηγού, και προπαντός σε ατυχήματα τροχαία όπως και το παρόν. Πάντα υπάρχουν περιθώρια να αναρωτηθεί ο ίδιος και οι ενδιαφερόμενοι, αν υπήρχε κάτι άλλο που έπρεπε να πράξει προκειμένου να αποφευχθεί το ατύχημα.


«Η συνήγορος του κατηγορουμένου αφού ζήτησε και έλαβε το λόγο, ανέπτυξε την υπεράσπιση και ζήτησε την αθώωση του πελάτη της, ειδάλλως την αναγνώριση ελαφρυντικών προτέρου εντίμου βίου, μη ταπεινών αιτίων και άρ.84§2ε’».


Από τους μάρτυρες υπεράσπισης (διευθυντές εταιρείας κατηγορουμένου κ.α.), διαπιστώνουμε πως αφού συνέβη το ατύχημα υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση από τη μεριά της εταιρείας, των διευθυντών και του ίδιου του επαγγελματία οδηγού, γεγονός που δείχνει την έλλειψη υπαιτιότητας από το διαπραχθέν αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα παρατίθενται τα ακριβή λόγια των μαρτύρων: «Ενδιαφερθήκαμε μετά, ο Διευθυντής τον επισκέφθηκε στο Νοσοκομείο, δώσαμε αίμα. Η εταιρεία είναι ευαίσθητη σ’ αυτά τα θέματα», «Την ίδια μέρα πήγα στο νοσοκομείο, ο κατηγορούμενος έπαθε νευρικό κλονισμό. Έδωσα αίμα».


Σύμφωνα με αυτές τις καταθέσεις, η συνήγορος του κατηγορούμενου πρότεινε τα ελαφρυντικά του άρθρου 84§2 α’, β’ και ε’. Συγκεκριμένα: «§1 Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83 και στις περιπτώσεις που συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις. §2 Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης… ε) το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του».


Από τα εν λόγω ελαφρυντικά στοιχεία, η Εισαγγελέας απέρριψε τις περιπτώσεις α’ και β’, αποδεχόμενη μόνο την περίπτωση ε’. Σε κάθε περίπτωση, ένα είδος ελαφρυντικού κρίνεται απαραίτητο για να βελτιώσει τη θέση του κατηγορούμενου. Συνεπώς, όσα και να προταθούν, θα γίνει αποδεκτό το επικρατέστερο και όποιο διαφαίνεται ευκρινώς μέσα από τη διαδικασία. Η εντατική συμβολή της εταιρείας του κατηγορουμένου στη διαδικασία περίθαλψης του παθόντος, βελτίωσε σημαντικά τη θέση του επαγγελματία οδηγού.


Φυσικά, πριν την εξέταση των προτεινόμενων ελαφρυντικών, έχουν προταθεί τα αντίστοιχα αποδεικτικά έγγραφα που επιβεβαιώνουν την ισχυριζόμενη συμπεριφορά των μαρτύρων και του κατηγορουμένου. Κατά τα άρθρα 177ΚΠΔ και 178ΚΠΔ, προσκομίζονται τα εξής: «1) ιατρική βεβαίωση, 2) Έκθεση αυτοψίας, 3) Σχεδιάγραμμα, 4) Κοστολόγιο ανελκυστήρα σκάλας, 5) Ιατρική Βεβαίωση – Γνωμάτευση, 6) Γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας, 7) Φωτογραφίες (εν προκειμένω έξι – 6) και 8) Αρ. 1448 (Δικ. 18/1/2018)».



Διαδικασία επιδίκασης ποινής και αναστολή


Αφού έχουν εισακουστεί όλες οι μαρτυρίες, Δικηγόρος, Συνήγορος και Πλημμελειοδίκης, η τελευταία σε συνδυασμό με την Εισαγγελία, προτείνει την ποινή εις βάρος του κατηγορουμένου, λαμβάνοντας υπόψη τα ελαφρυντικά και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Στην αρχή, επιδικάζεται «η ποινή φυλάκισης των δέκα (10) μηνών με χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης υπέρ του παθόντος πολιτικώς ενάγοντος ποσού σαράντα (40,00€) ευρώ». Ας σημειωθεί εδώ πως το παράβολο των σαράντα ευρώ όπως προτείνεται παραπάνω, αποτελεί ένα συμβολικό ποσό σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα (με ισχύ από το 1951), ένα παράβολο πολιτικής αγωγής. Στη συνέχεια προβλέπεται αντίστοιχη παραπομπή σε πολιτικό δικαστήριο για την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης ποσοτικά. Ιδανικά, το ποσό αυτό καλό είναι να καταβάλλεται σαν υποστηρικτικό της μαρτυρίας μέχρι και την ημέρα του δικαστηρίου. Άλλη άποψη υποστηρίζει πως για την καλύτερη διενέργεια της υπόθεσης, καλό θα ήταν να καταβάλλεται το ποσό στην αρχή της διαδικασίας.


Στη συνέχεια, αναφέρονται αναλυτικά οι διατάξεις εκείνες που προβλέπονται και τιμωρούν τον κατηγορούμενο ως εξής: «Για παράβαση των άρθρων 1, 14, 26, 28. 314§1α, 315§1 ΠΚ, όπως το άρθρο 314 τούτο αντικ. με το άρθρο 16 του Ν. 1419/84 και το άρθρο 315 τούτου αντικ. με άρθρο 1§11 Ν. 2207/94».


Ενώ στην αρχή της διαδικασίας επιδικάζονται οι ποινές με αντικειμενικά κριτήρια, όπως προβλέπει ο νόμος, στη συνέχεια λαμβάνονται υπόψη και άλλα στοιχεία που συγκεκριμενοποιούν την ποινή και την προσαρμόζουν στο πραγματικό της υπόθεσης. Έτσι, αξιολογούνται στοιχεία όπως τόπος και χρόνος εγκλήματος, προσωπικότητα κατηγορουμένου, πρότερος βίος, πιθανή οικονομική δυσχέρεια και άλλα. Κατόπιν της αποδοχής του υποχρεωτικού και σταθερού παράβολου των σαράντα (40,00€) ευρώ, προτείνεται η μείωση της ποινής φυλάκισης κατά δύο μήνες, δηλαδή σε οκτώ (8) μήνες, συνδυαστικά με έξοδα και τέλη δίκης ποσού ογδόντα (80,00€) ευρώ. Η καταβολή του παράβολου αιτιολογείται ως εξής:


«ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον κατηγορούμενο να πληρώσει στον άνω πολιτικώς ενάγοντα, σαράντα (40,00€) ευρώ, με προσωπική κράτηση, ως χρηματική ικανοποίηση για την βλάβη που έχει υποστεί λόγω του αδικήματος».


Εντέλει, κατόπιν συνεννόησης της Πλημμελειοδίκη και του κατηγορουμένου (με αρνητική απάντηση του τελευταίου στο ερώτημα αν έχει καταδικαστεί ποτέ σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερης του έτους), η πρώτη προτείνει την αναστολή της ποινής φυλάκισης για τρία έτη όπως επιβλήθηκε σε βάρος του κατηγορουμένου. Σύμφωνα με το άρθρο 99ΠΚ «Αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρο – 1. Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για διάστημα από ένα έως τρία έτη…». Σε τέτοιες περιπτώσεις η τριετής αναστολή κηρύσσεται αυτεπαγγέλτως, διαφορετικά μπορεί να προκύψουν αναστολές κατά συνθήκη όπως προβλέπεται στα άρθρα 473ΚΠΔ και 497ΚΠΔ, μέχρι την επιδίκαση έφεσης.


Προσωπική τοποθέτηση


Η αλήθεια είναι πως από την αρχή μελέτης της συγκεκριμένης απόφασης, μού γεννήθηκαν κάποιες αμφιβολίες όσον αφορά στην πραγματική ενοχή του επαγγελματία οδηγού και στον βαθμό αυτής.


Αρχικά θα υποστήριζε κανείς πως «ο οδηγός φταίει πάντα» ή αντίστροφα «δε φταίει ποτέ ο πεζός». Στην προκειμένη περίπτωση όμως, μπορούμε να αναφερθούμε σε εξ ολοκλήρου ευθύνη του πεζού. Η προσπάθεια να διασχίσει κανείς έναν δρόμο διπλής κυκλοφορίας χωρίς να τηρήσει τις προβλεπόμενες από τον Κ.Ο.Κ. ενέργειες, μπορεί να προκαλέσει (όπως εξάλλου έγινε) σοβαρά ατυχήματα. Αν μπορούσα να τοποθετηθώ στη θέση του πεζού, ίσως αν έβλεπα ένα μεγάλο όχημα σαν κι αυτό που παρουσιάζεται εν προκειμένω, θα σκεφτόμουν δεύτερη φορά το αν θα προτιμούσα να περάσω αυθαίρετα. Ίσως πρόκειται για μία βιαστική, αφελή κίνηση του πεζού, που έχοντας λίγη παραπάνω εμπιστοσύνη στον εαυτό του και τις δυνάμεις του, υποτίμησε την απόσταση αυτού από το μεγάλο όχημα και επέλεξε τη «γρήγορη» οδό.


Το Δικαστήριο, εξετάζοντας αντικειμενικά όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, τους μάρτυρες και τις υποδείξεις των σχετικών δικηγόρων, προέβη στην πλέον ορθή απόφαση της αναστολής για μία τριετία της φυλάκισης του ‘ενόχου’ οδηγού. Πραγματικά γεγονότα εμπόδισαν τον οδηγό από το να διαγνώσει την ύπαρξη του πεζού από κάτω του οχήματος – αυτό που στα νομικά ονομάζεται «αντικειμενική ευθύνη». Εξάλλου, ποιος επαγγελματίας οδηγός χρόνων θα ήθελε να διακινδυνεύσει τη θέση του, την οικονομική του κατάσταση και τις συνθήκες ζωής του ίδιου και της οικογένειάς του; Η αντίδραση της εταιρείας, υπήρξε πολύ θερμή και κρίσιμη, καθώς χωρίς αυτήν (τη δωρεά αίματος) τα πράγματα θα ήταν δυσκολότερα πόσο μάλλον θα έλειπε ένα κύριο ελαφρυντικό στην περίπτωσή μας – το ελαφρυντικό που αθώωσε εν ολίγοις τον κατηγορούμενο.


Συνεπώς, πρόκειται για μία δίκαιη απόφαση, η οποία με απόλυτη αντικειμενικότητα και αμεροληψία, αντιμετώπισε το πολλές φορές απροσδιόριστο ζήτημα των τροχαίων ατυχημάτων και δη με επαγγελματίες οδηγούς. Η τελεσίδικη απόφαση, είναι νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις του ποινικού κώδικα καθώς ακολουθήθηκαν με τρόπο ορθό οι διαδικασίες για την διεξαγωγή της δίκης. Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποιες κατά τα άλλα νόμιμες αποφάσεις δε συνάδουν με την ηθική υπόσταση της κοινωνίας (κυρίως αυτό παρατηρείται σε εγκλήματα που αφορούν σε ανθρωποκτονίες ή κατά της γενετήσιας ελευθερίας). Όμως, τα τροχαία ατυχήματα αντιμετωπίζονται πάντα ως ‘εξ αμελείας’ κι έτσι αντιμετωπίστηκε και στην προκειμένη περίπτωση.



Μαριτίνα Λεοντίου, δευτεροετής φοιτήτρια στη Νομική Σχολή Αθηνών,

Μέλος της ομάδας σχολιασμού́ δικαστικών αποφάσεων του The Law Project.


1,404 views0 comments
bottom of page