top of page

Ατμοσφαιρική ρύπανση και παραβίαση της ιδιωτικής ζωής υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ

Της Άννας Μαρίας Μισούλη Μάργαρη


Cordella και άλλοι κατά Ιταλίας

Ατμοσφαιρική ρύπανση και παραβίαση της ιδιωτικής ζωής υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ



Cordella και άλλοι κατά Ιταλίας της 20/01/2019 (αρ. προσφ. 54414/13 και 54264/15)



Sur la qualité de « victime » des requérants


101. Selon la jurisprudence de la Cour, l’élément crucial qui permet de déterminer si, dans les circonstances d’une affaire, des atteintes à l’environnement ont emporté violation de l’un des droits garantis par le paragraphe 1 de l’article 8 est l’existence d’un effet néfaste sur la sphère privée ou familiale d’une personne, et non simplement la dégradation générale de l’environnement.


106. Les nombreux rapports et études scientifiques dont la Cour dispose attestent en effet l’existence d’un lien de causalité entre l’activité productive de la société Ilva de Tarente et la compromission de la situation sanitaire, notamment dans les communes susmentionnées.


Article 8 de la Convention


157. À cet égard la Cour rappelle également que, dans les affaires où la notion de seuil de gravité a été spécifiquement examinée en matière d’environnement, la Cour a jugé que un grief défendable sur le terrain de l’article 8 peut naître si un risque écologique atteint un niveau de gravité diminuant notablement la capacité du requérant à jouir de son domicile ou de sa vie privée ou familiale.


158. L’article 8 ne se borne pas à astreindre l’État à s’abstenir d’ingérences arbitraires : à cet engagement plutôt négatif peuvent s’ajouter des obligations positives inhérentes à un respect effectif de la vie privée. En tout état de cause, que l’on aborde la question sous l’angle de l’obligation positive de l’État (…) il faut avoir égard au juste équilibre à ménager entre les intérêts concurrents de l’individu et de la société dans son ensemble, l’État jouissant en toute hypothèse d’une certaine marge d’appréciation.


Article 13 de la Convention


175. La Cour rappelle que l’article 13 de la Convention garantit l’existence en droit interne d’un recours permettant à l’autorité nationale compétente de connaître du contenu d’un « grief défendable » fondé sur la Convention. L’objet de cet article est de fournir un moyen au travers duquel les justiciables peuvent obtenir, au niveau national, le redressement des violations de leurs droits garantis par la Convention, avant d’avoir à mettre en œuvre le mécanisme international de plainte devant la Cour.


Application de l’article 46 de la Convention


179. La Cour rappelle qu’un arrêt constatant une violation de la Convention entraîne pour l’État défendeur l’obligation juridique non seulement de verser aux intéressés les sommes allouées à titre de satisfaction équitable, mais aussi de choisir, sous le contrôle du Comité des Ministres, les mesures générales à adopter dans son ordre juridique interne afin de mettre un terme à la violation constatée par la Cour et d’en effacer autant que possible les conséquences.


180. Or, à la lumière de ces principes, compte tenu de l’ensemble des circonstances de cette affaire et en particulier de la complexité technique des mesures nécessaires à l’assainissement de la zone concernée, qui relève de la compétence des autorités internes, la Cour estime qu’il n’est pas nécessaire d’appliquer la procédure d’arrêt pilote


Με την απόφαση αυτή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έκρινε ότι η παράλειψη των ιταλικών αρχών να προβούν σε απορρύπανση της πληγείσας από τους ρύπους ενός εργοστασίου περιοχής και η μη παροχή αποτελεσματικών ένδικων μέσων στους ιδιώτες για να προσφύγουν κατά της παράλειψης αυτής συνιστά παραβίαση του άρθρου 8 και 13 της ΕΣΔΑ.


Τα Πραγματικά Περιστατικά

Το εργοστάσιο της Ilva στον Τάραντα, το μεγαλύτερο εργοστάσιο χαλυβουργίας στην Ευρώπη που απασχολεί πάνω από 11.000 εργαζομένους, ξεκίνησε να λειτουργεί το 1965. Οι εκπομπές από το εργοστάσιο προκάλεσαν ατμοσφαιρική ρύπανση στην ευρύτερη περιοχή και σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων. Οι επιπτώσεις αυτές διαπιστώθηκαν από επιστημονικές μελέτες εθνικών και διεθνών οργανισμών, όπως το Ευρωπαϊκό Κέντρο Περιβάλλοντος και Υγείας του ΠΟΥ, οι οποίες επιβεβαίωσαν την αιτιώδη σχέση μεταξύ της έκθεσης στους περιβαλλοντικούς ρύπους και την αύξηση του ποσοστού θνητότητας από καρκίνο στην περιοχή.

Ο Τάραντας χαρακτηρίστηκε το 1990 από το Ιταλικό Υπουργικό Συμβούλιο ως περιοχή «υψηλού περιβαλλοντικού κινδύνου» και αποφασίστηκε η απορρύπανση και ο καθαρισμός της. Την περίοδο 2003-2004, οι εθνικές αρχές προχώρησαν σε συμφωνίες με την Ilva για την μείωση των ατμοσφαιρικών ρύπων του εργοστασίου και έλαβαν νομοθετικά μέτρα θεσπίζοντας κατώτατο όριο εκπομπών διοξίνης.

Το 2012 εθνικό δικαστήριο επέβαλε το κλείσιμο του εργοστασίου λόγω της μη συμμόρφωσης με τις ισχύουσες περιβαλλοντικές και υγειονομικές απαιτήσεις. Ωστόσο, η κυβέρνηση εξέδωσε διαδοχικά νομοθετικά διατάγματα, γνωστά ως «Διατάγματα Salva-Ilva», με τα οποία επιτράπηκε η συνέχιση της λειτουργίας του[1] .

Παράλληλα, η διοίκηση της Ilva αντιμετώπισε κατηγορίες για σοβαρές οικολογικές καταστροφές, δηλητηρίαση των τροφίμων, αδυναμία πρόληψης ατυχημάτων στο χώρο εργασίας, εκπομπή ρύπων και ατμοσφαιρικής ρύπανσης, οι οποίες οδήγησαν στην καταδίκη της το 2002, 2005 και 2007. Το 2014 η Επιτροπή άσκησε προσφυγή κατά της Ιταλίας για παραβίαση της Οδηγίας 2008/1/ΕΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης.

Με δύο προσφυγές 181 κάτοικοι του Τάραντα και των γειτονικών δήμων προσέφυγαν κατά της Ιταλίας στο ΕΔΔΑ επικαλούμενοι παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή(άρθρο 2 ΕΣΔΑ), της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής(άρθρο 8) και του άρθρου 13, λόγω της μη παροχής αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει τις προσφυγές μόνο υπό το πρίσμα του άρθρου 8 και 13.



Τα Πραγματικά Περιστατικά

Το εργοστάσιο της Ilva στον Τάραντα, το μεγαλύτερο εργοστάσιο χαλυβουργίας στην Ευρώπη που απασχολεί πάνω από 11.000 εργαζομένους, ξεκίνησε να λειτουργεί το 1965. Οι εκπομπές από το εργοστάσιο προκάλεσαν ατμοσφαιρική ρύπανση στην ευρύτερη περιοχή και σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων. Οι επιπτώσεις αυτές διαπιστώθηκαν από επιστημονικές μελέτες εθνικών και διεθνών οργανισμών, όπως το Ευρωπαϊκό Κέντρο Περιβάλλοντος και Υγείας του ΠΟΥ, οι οποίες επιβεβαίωσαν την αιτιώδη σχέση μεταξύ της έκθεσης στους περιβαλλοντικούς ρύπους και την αύξηση του ποσοστού θνητότητας από καρκίνο στην περιοχή.

Ο Τάραντας χαρακτηρίστηκε το 1990 από το Ιταλικό Υπουργικό Συμβούλιο ως περιοχή «υψηλού περιβαλλοντικού κινδύνου» και αποφασίστηκε η απορρύπανση και ο καθαρισμός της. Την περίοδο 2003-2004, οι εθνικές αρχές προχώρησαν σε συμφωνίες με την Ilva για την μείωση των ατμοσφαιρικών ρύπων του εργοστασίου και έλαβαν νομοθετικά μέτρα θεσπίζοντας κατώτατο όριο εκπομπών διοξίνης.

Το 2012 εθνικό δικαστήριο επέβαλε το κλείσιμο του εργοστασίου λόγω της μη συμμόρφωσης με τις ισχύουσες περιβαλλοντικές και υγειονομικές απαιτήσεις. Ωστόσο, η κυβέρνηση εξέδωσε διαδοχικά νομοθετικά διατάγματα, γνωστά ως «Διατάγματα Salva-Ilva», με τα οποία επιτράπηκε η συνέχιση της λειτουργίας του[1].

Παράλληλα, η διοίκηση της Ilva αντιμετώπισε κατηγορίες για σοβαρές οικολογικές καταστροφές, δηλητηρίαση των τροφίμων, αδυναμία πρόληψης ατυχημάτων στο χώρο εργασίας, εκπομπή ρύπων και ατμοσφαιρικής ρύπανσης, οι οποίες οδήγησαν στην καταδίκη της το 2002, 2005 και 2007. Το 2014 η Επιτροπή άσκησε προσφυγή κατά της Ιταλίας για παραβίαση της Οδηγίας 2008/1/ΕΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης.

Με δύο προσφυγές 181 κάτοικοι του Τάραντα και των γειτονικών δήμων προσέφυγαν κατά της Ιταλίας στο ΕΔΔΑ επικαλούμενοι παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή(άρθρο 2 ΕΣΔΑ), της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής(άρθρο 8) και του άρθρου 13, λόγω της μη παροχής αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει τις προσφυγές μόνο υπό το πρίσμα του άρθρου 8 και 13.



Παραδεκτό των προσφυγών

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για να κινηθεί ο μηχανισμός προστασίας της Σύμβασης ο προσφεύγων πρέπει να αποδείξει ότι θίγεται άμεσα ή έμμεσα από την επικαλούμενη παραβίαση, καθώς το άρθρο 45 της Σύμβασης αποκλείει την actio popularis[2]. Ειδικά όσον αφορά την περιβαλλοντική ρύπανση, το δικαστήριο στις σκέψεις 100-101 τόνισε ότι η Σύμβαση δεν εγγυάται την γενική προστασία του περιβάλλοντος ως έχει, αλλά μόνο στο πλαίσιο της παραβίασης δικαιώματος που κατοχυρώνεται στη Σύμβαση, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 8[3]. Συνεπώς, οι προσφεύγοντες θα έπρεπε να αποδείξουν σημαντική επίπτωση στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή προκαλούμενη από τις εκπομπές του εργοστασίου.

Το ΕΔΔΑ στηριζόμενο στις επιστημονικές μελέτες, οι οποίες προσδιόριζαν τις πληγείσες περιοχές και τις σημαντικές επιπτώσεις της λειτουργίας του εργοστασίου στην υγεία των κατοίκων έκρινε ότι 19 προσφεύγοντες δεν είχαν την ιδιότητα του θύματος καθώς ζούσαν σε περιοχές που δεν επηρεάζονταν από τις εκπομπές[4].



Ουσιαστικά Ζητήματα


1. Παραβίαση του άρθρου 8


Οι αιτούντες ισχυρίστηκαν ότι οι ιταλικές αρχές δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος, και ότι δεν τους παρείχαν πληροφορίες σχετικά με τη ρύπανση και τους συνακόλουθους κινδύνους. Η κυβέρνηση απάντησε ότι έχει λάβει νομοθετικά και διοικητικά μέτρα, τα οποία συνέβαλαν στην μείωση των τοξικών ρύπων και παράλληλα υποστήριξε ότι η προσφυγή ήταν αβάσιμη, καθώς δεν αποδείχθηκε η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εκπομπών του εργοστασίου και των επιπτώσεων στην υγεία των προσφευγόντων.

Παρά το γεγονός ότι το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον δεν κατοχυρώνεται στην ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο στη σκέψη 157 υπογράμμισε ότι η περιβαλλοντική ρύπανση μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ευημερία ενός ατόμου και την απόλαυση της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Για να εξετάσει όμως, μια περιβαλλοντική ρύπανση υπό το πρίσμα του άρθρου 8, θα πρέπει να υφίσταται πρώτον, άμεσος αντίκτυπος της υπό κρίση δραστηριότητας στην ποιότητα ζωής των προσφευγόντων και δεύτερον, ένα ελάχιστο επίπεδο βλάβης στην υγεία ή την ποιότητα ζωής τους[5] .

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το κράτος έχει τόσο την αρνητική υποχρέωση να απέχει από ζημιογόνες πράξεις όσο και την θετική υποχρέωση να λαμβάνει μέτρα για την προστασία του δικαιώματος αυτού[6]. Στις θετικές υποχρεώσεις περιλαμβάνεται η λήψη προληπτικών μέτρων και η θέσπιση κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου για τον έλεγχο των επικίνδυνων δραστηριοτήτων [7] προβαίνοντας παράλληλα σε δίκαιη στάθμιση μεταξύ των αντιτιθέμενων συμφερόντων των ιδιωτών και της κοινωνίας [8] . Κατά την εκπλήρωση των παραπάνω υποχρεώσεων, τα κράτη έχουν ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας ωστόσο, όταν δεν ενεργούν με τη δέουσα επιμέλεια και δεν λαμβάνουν υπόψη όλα τα συμφέροντα, το Δικαστήριο μπορεί να προβεί σε ουσιαστική αξιολόγηση των αποφάσεων των εθνικών αρχών.

Στην υπό κρίση περίπτωση, οι επιπτώσεις της λειτουργίας του εργοστασίου στην υγεία των κατοίκων είχαν διαπιστωθεί ήδη από το 1970 από πλήθος επιστημονικών μελετών. Μεταξύ αυτών, ιδιαίτερη σημασία έχει η έκθεση Santieri, που δημοσιεύτηκε το 2012, με την οποία αποδείχθηκε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της έκθεσης στους ρύπους του εργοστασίου και της εμφάνισης καρκίνου και άλλων παθήσεων σε άτομα που κατοικούσαν στις πληγείσες περιοχές.



Η υλοποίηση του σχεδίου των εθνικών αρχών για την απορρύπανση της περιοχής προχώρησε με αργούς ρυθμούς. Με τα νομοθετικά διατάγματα «Salva-Ilva» προβλέφθηκε η συνέχιση της λειτουργίας του εργοστασίου, παρά την απόφαση του εθνικού δικαστηρίου το 2012 με την οποία διατάχθηκε το κλείσιμο του λόγω της ύπαρξης σοβαρών κινδύνων για τη δημόσια υγεία. Παράλληλα, μετά την υπαγωγή της εταιρίας σε ειδικό καθεστώς πτώχευσης, η κυβέρνηση χορήγησε ποινική ασυλία στον αναγκαστικό διαχειριστή και τον μελλοντικό αγοραστή της. Το 2017 με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η προθεσμία για την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονταν στο περιβαλλοντικό σχέδιο που εγκρίθηκε το 2014 αναβλήθηκε έως τον Αύγουστο του 2023.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, το Δικαστήριο διαπίστωσε την παραβίαση του άρθρου 8 λόγω της παράλειψης των εθνικών αρχών να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και της μη δίκαιης στάθμισης του συμφέροντος των αιτούντων να μην υποστούν σοβαρές ζημίες στο περιβάλλον που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ευημερία και την ιδιωτική τους ζωή αφενός και αφετέρου, το συμφέρον της κοινωνίας ως σύνολο.

Αξίζει να σημειωθεί η άποψη του Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με την δίκαιη στάθμιση των συμφερόντων. Στην απόφαση 85/2013, με την οποία κρίθηκε η συνταγματικότητα του νομοθετικού διατάγματος που επέτρεπε την συνέχιση της λειτουργίας της Ilva, το δικαστήριο υπογράμμισε την υποχρέωση διασφάλισης μιας αμοιβαίας ισορροπίας μεταξύ του δικαιώματος στην υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος και του δικαιώματος στην εργασία, χωρίς όμως αξιώσεις απόλυτης εφαρμογής για κανένα από αυτά [9]. Τελικά το νομοθετικό διάταγμα κρίθηκε σύμφωνο με το Σύνταγμα δεδομένου ότι η συνέχιση της λειτουργίας επετράπη υπό τον όρο λήψης πρόσθετων μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος. Αντίθετα, σε μεταγενέστερη απόφαση του [10] απεφάνθη ότι η παράταση της άδειας λειτουργίας του εργοστασίου για μεγάλο χρονικό διάστημα εις βάρος της προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας είναι αντισυνταγματική [11].



2. Παραβίαση του άρθρου 13


Το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ προβλέπει το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία έναντι παραβιάσεων των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη. Τα κράτη έχουν διακριτική ευχέρεια ως προς τον τρόπο με τον οποίο συμμορφώνονται με την υποχρέωση αυτή ωστόσο, η αποκατάσταση που απαιτείται από το άρθρο 13 πρέπει να είναι «αποτελεσματική» τόσο στην πράξη όσο και στη νομοθεσία [12] .

Στην υπόθεση της Ilva, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι αιτούντες δεν μπορούσαν να αμφισβητήσουν την συνταγματικότητα των νόμων στο Συνταγματικό Δικαστήριο, δεδομένου ότι αυτό επιλαμβάνεται μόνο έπειτα από αίτηση δικαστηρίου ή αυτεπαγγέλτως ούτε μπορούσαν να ασκήσουν αξίωση αποζημίωσης για οικολογική ζημία, διότι για την άσκηση αυτής νομιμοποιείται μόνο το Υπουργείο Περιβάλλοντος. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης [13].


Εκτέλεση Αποφάσεων-Πιλοτική Δίκη


Με τη δεύτερη προσφυγή, οι αιτούντες ζήτησαν την άμεση αναστολή της ρυπογόνου δραστηριότητας και της κατάρτισης σχεδίου απορρύπανσης κατ’ εφαρμογή της διαδικασίας της πιλοτικής δίκης του άρθρου 61 του Κανονισμού του Δικαστηρίου εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των ατόμων που ενδέχεται να επηρεαστούν από την εν λόγω κατάσταση. Οι εθνικές αρχές υπογράμμισαν ότι η επίλυση προβλημάτων τέτοιας φύσεως μπορεί να διασφαλιστεί μόνο από το ίδιο το κράτος.

Το άρθρο 46 της Σύμβασης επιβάλει την συμμόρφωση των κρατών με την απόφαση του δικαστηρίου. Η υποχρέωση αυτή αφορά όχι μόνο την αποζημίωση του προσφεύγοντος αλλά και την λήψη ατομικών ή και γενικών διοικητικών και νομοθετικών μέτρων στην εσωτερική έννομη τάξη με σκοπό τον τερματισμό της παράβασης. Το κράτος έχει κατ’ αρχήν διακριτική ευχέρεια ως προς τον τρόπο εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου, η αποτελεσματικότητα όμως των μέτρων κρίνεται από το Συμβούλιο των Υπουργών [14].

Στην απόφαση Broniowski κατά Πολωνίας, το Δικαστήριο επισήμανε για πρώτη φορά ότι στην περίπτωση που η παραβίαση της Συνθήκης οφείλεται σε συστημικά προβλήματα, δηλαδή αυτά που ανακύπτουν λόγω της ασυμβατότητας του εσωτερικού δικαίου προς την Σύμβαση, και επηρεάζουν μεγάλο αριθμό ατόμων δύναται να υποδείξει στο κράτος τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα που πρέπει να λάβει [15].

Σύμφωνα με το άρθρο 61, στην περίπτωση της πιλοτικής δίκης το Δικαστήριο εξετάζεται μόνο μία ή ορισμένες από τις προσφυγές και αναβάλει την εξέταση των υπολοίπων ομοειδών προσφυγών. Αφού εκδώσει μία «πιλοτική» απόφαση, το Δικαστήριο καλεί το εμπλεκόμενο κράτος να προσαρμόσει τη νομοθεσία του στις επιταγές της Σύμβασης και του υποδεικνύει τα ληπτέα μέτρα [16].

Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο τόνισε ότι η απορρύπανση του εργοστασίου και της περιοχής που επηρεάζεται από την ατμοσφαιρική ρύπανση είναι απαραίτητη και επείγουσα, ωστόσο λόγω της τεχνικής πολυπλοκότητας των μέτρων για τον καθαρισμό αποφάσισε την μη εφαρμογή της πιλοτικής δίκης [17].


Η Υπόθεση της ILVA στο ΔΕΕ


Η υπόθεση του εργοστασίου της Ilva απασχόλησε και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης(ΔΕΕ). Η Οδηγία 2008/1/EΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης απαιτεί οι εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της να λειτουργούν σύμφωνα με άδειες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οριακές τιμές εκπομπών βάσει των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών για την πρόληψη των εκπομπών. Στις 2 Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε την έλλειψη των απαιτούμενων αδειών στο εργοστάσιο της Ilva, εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη και στη συνέχεια, παρέπεμψε την Ιταλία στο ΔΕΕ, το οποίο διαπίστωσε την παράβαση [18].

Επιπλέον, το 2013 η Επιτροπή, ύστερα από αναφορές ιδιωτών προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο [19], κίνησε την διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ιταλίας για την μη συμμόρφωση με την Οδηγία 2010/75/ΕΕ περί βιομηχανικών εκπομπών.


Επίλογος


Η απόφαση αυτή, με την οποία κρίθηκε ότι η αποτυχία των αρχών να αντιμετωπίσουν την μακροχρόνια περιβαλλοντική ρύπανση παραβιάζει το άρθρο 8 της Σύμβασης δεν προκαλεί έκπληξη. Ήδη από το 1994 με την απόφαση Ostra Lopez κατά Ισπανίας, το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι «η σοβαρή περιβαλλοντική ρύπανση μπορεί να επηρεάσει την ευημερία των ατόμων και να τους αποτρέψει να απολαύσουν τα σπίτια τους με τέτοιο τρόπο ώστε να επηρεάσουν αρνητικά την ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή, χωρίς να θέσουν σοβαρά σε κίνδυνο την υγεία τους». Παρά το γεγονός ότι η ΕΣΔΑ δεν κατοχυρώνει δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον, το Δικαστήριο μέσω της ευρείας ερμηνείας της Συνθήκης προσέδωσε προοδευτικά μια περιβαλλοντική διάσταση στις διατάξεις της.


Η χρήση του μηχανισμού της ΕΣΔΑ για την προστασία του περιβάλλοντος παρέχει δυο σημαντικά πλεονεκτήματα. Πρώτον, επιτρέπει στους ιδιώτες σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων τους εξαιτίας περιβαλλοντικής ρύπανσης να χρησιμοποιήσουν τον μηχανισμό της Σύμβασης για να προσφύγουν κατά του κράτους, υπό τον όρο ότι έχουν εξαντλήσει πρώτα όλα τα εθνικά ένδικά μέσα. Αντίθετα, οι προϋποθέσεις για να στραφούν οι ιδιώτες κατά του κράτους μέσω της εξωσυμβατικής ευθύνης κράτους μέλλους λόγω παραβίασης ενωσιακού δικαίου, η οποία καθιερώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση Francovich, είναι πολύ πιο αυστηρές.

Δεύτερον, το ΕΔΔΑ στο πλαίσιο της πιλοτικής δίκης έχει δικαίωμα να υποδείξει τα μέτρα που πρέπει να λάβει το κράτος για να τερματίσει την παραβίαση, σε αντίθεση με το ΔΕΕ, το οποίο διαπιστώνει την παράβαση και μπορεί να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 260 ΣΛΕΕ, δεν έχει όμως το δικαίωμα να επέμβει στην εσωτερική έννομη τάξη υπαγορεύοντας το ίδιο τα κατάλληλα μέτρα [20] .

Η απόφαση Cordella και άλλοι κατά Ιταλίας κατέδειξε επίσης, την σημασία των επιστημονικών μελετών τόσο για την θεμελίωση του παραδεκτού, όσο και για την απόδειξη του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της περιβαλλοντικής ρύπανσης και της παραβίασης του δικαιώματος των προσφευγόντων. Αν και σε προγενέστερες αποφάσεις [21] το Δικαστήριο δεν δέχτηκε ότι οι επιστημονικές μελέτες είναι από μόνες τους επαρκείς για την απόδειξη της αιτιότητας, στην υπόθεση της Ilva βασίστηκε σε αυτές για να προσδιορίσει τους ιδιώτες που είχαν την ιδιότητα του θύματος και να θεμελιώσει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των τοξικών εκπομπών του εργοστασίου της Ilva και των επιπτώσεων στην ιδιωτική τους ζωή.



Άννα Μαρία Μισούλη Μάργαρη

Επί πτυχίω φοιτήτρια Νομικής Σχολής Αθηνών

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του «The Law Project»


 

[1] Alberto Muratori “Decreto Salva Ilva: scelte difficili” http://www.giuristiambientali.it

[2] βλ. ΕΔΔΑ Perez κατά Γαλλίας της 12.02.2004 «Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Σύμβαση δεν παρέχει κανένα δικαίωμα, όπως ζητείται από την προσφεύγουσα, σε «ιδιωτική εκδίκηση» ή σε actio popularis»

[3] βλ. ΕΔΔΑ Κυρτάτος κατά Ελλάδας της 22.5.2003 σκέψη 52 «Ούτε το άρθρο 8 ούτε κανένα από τα άλλα άρθρα της σύμβασης έχουν σχεδιαστεί ειδικά για να παρέχουν γενική προστασία του περιβάλλοντος ως έχει»

[4] ΕΔΔΑ Cordella και άλλοι κατά Ιταλίας σκέψη 106

[5]Council of Europe, Guide on article 8 of ECHR para.139 διαθέσιμο στο https://www.echr.coe.int

[6] ΕΔΔΑ Cordella και άλλοι κατά Ιταλίας σκέψη 158-159

[7] βλ. ΕΔΔΑ Oneryildiz κατά Τουρκίας της 30.11.2004 σκέψη 90 «στο ιδιαίτερο πλαίσιο των επικίνδυνων δραστηριοτήτων ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί σε κανονισμούς που διέπουν την αδειοδότηση, τη λειτουργία, την ασφάλεια και την επίβλεψη της δραστηριότητας»

[8]βλ. ΕΔΔΑLopez Ostra κατάΙσπανίαςτης9.12.1994σκέψη 51 «Whether the question is analyzed in terms of a positive duty on the State under paragraph 1 of Article 8 (…)regard must be had to the fair balance that has to be struck between the competing interests of the individual and of the community as a whole(…) in any case the State enjoys a certain margin of appreciation»

[9] Gianfranco Amendola “Ilva e il diritto alla salute. La Corte costituzionale ci ripensa?” https://www.questionegiustizia.it

[10Corte Constitutionale Sentenza n. 85/2017 διαθέσιμο στο https://www.giurcost.org

[11] Francesco Carelli “Enforcing a right to healthy environment in ECHR system: The Cordella v. Italy case” σελ. 9 https://www.ambientediritto.it

[12] Βλ. ΕΔΔΑ Ζ και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 10.05.2001, σκέψη 108

[13] ΕΔΔΑ Cordella κατά Ιταλίας σκέψη 176

[14] βλ. ΕΔΔΑ Παπαμιχαλόπουλος και άλλοι κατά Ελλάδας της 31.10.1995 σκέψη 34

[15] ΕΔΔΑ Broniowskiκατά Πολωνίας της 22.6.2004 σκέψη 193

[16] Council of Europe, Guide on article 46 of ECHR para.20-21

[17] ΕΔΔΑ Cordellaκαι άλλοι κατά Ιταλίας σκέψη 180

[18] ΔΕΕ C-50/10, Επιτροπή κατά Ιταλίας

[19] Αναφορές αριθ. 760/2007 και 2207/2013

[20] Ευγενία Σαχπεκίδου «Ευρωπαϊκό Δίκαιο» Εκδόσεις Σάκκουλα 2013 σελ. 556

[21] βλ. ΕΔΔΑ Tatarκατά Ρουμανίας της 27.1.2009 σκέψη 106

37 views0 comments
bottom of page