Της Παπαγιάννη Σπυριδούλας-Μαρίας
Ασφάλιση σκαφών κατά θαλάσσιων κινδύνων - Σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης- Εφαρμοστέο Δίκαιο- Αγγλικό Δίκαιο- Όροι ασφαλιστηρίου συμβολαίου - Σύμβαση Πρακτορείας- Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης
ΕΦ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ 6/2021
Ιστορικό της υπόθεσης
Η προσφάτως δημοσιευθείσα απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (6/2021) πραγματεύεται ζητήματα ευθύνης στο πλαίσιο σύναψης σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης. Ειδικότερα, ο εκκαλών στην Α’ έφεση και πρώτος εφεσίβλητος στην Β’ έφεση ανέφερε στην αγωγή τα εξής: αρχικώς, ότι ήταν κάτοχος κατά αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή μέχρι τις 28-03-2015 του υπό ελληνικής σημαίας ταχύπλοου μηχανοκίνητου φουσκωτού σκάφους «Ν». Παράλληλα και δυνάμει ασφαλιστηρίου συμβολαίου με την πρώτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία-που όριζε την αποκλειστική αρμοδιότητα των Δικαστηρίων του Πειραιά-, είχε ασφαλίσει μεταξύ άλλων το ως άνω σκάφος και για τον κίνδυνο κλοπής στην πρώτη εναγόμενη για ένα έτος και κατόπιν μεσολάβησης του δεύτερου εναγόμενου και ασφαλιστικού πράκτορα -συνεργάτη της πρώτης εναγόμενης- κατέβαλε κατόπιν σχετικής εντολής το απαιτούμενο ετήσιο ασφάλιστρο. Μάλιστα, παρά την επέλευση του κινδύνου της κλοπής του επίδικου σκάφους, δεν καταβλήθηκε ασφαλιστική αποζημίωση από την πρώτη εναγόμενη με τον ισχυρισμό της λήξης της διάρκειας της ασφαλιστικής κάλυψης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκλήθη να εξετάσει ζητήματα εφαρμοστέου δικαίου στην υπό κρίση υπόθεση λόγω των στοιχείων αλλοδαπότητας που φέρει και τυχόν ζητήματα ευθύνης απορρέοντα από σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης.
Αναδυόμενα Νομικά Ζητήματα
Α. Εφαρμοστέο Δίκαιο
Ι.Η έννοια της θαλάσσιας ασφάλισης
α) Άρθρο 25 ΑΚ
Το άρθρο 25 ΑΚ αποτελεί γενικό κανόνα ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και σύμφωνα με το γράμμα της διάταξης του εδ. α’ που προβλέπει ότι «οι ενοχές που προέρχονται από σύμβαση ρυθμίζονται, καταρχήν, από το δίκαιο, στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υποβληθεί», καθιερώνεται ως κύριος σύνδεσμος η αυτονομία των συμβαλλομένων μερών να ορίζουν ελεύθερα -ρητώς ή σιωπηρώς αλλά σε καμία περίπτωση υποθετικώς-το δίκαιο από το οποίο θέλουν να διέπεται η σύμβαση που καταρτίζουν.1 Η νομολογία2 των δικαστηρίων μας αναφορικά με την ελευθερία επιλογής αλλοδαπού δικαίου είναι σχετική, ήτοι υφίσταται περιορισμός επιλογής μόνο μεταξύ των δικαίων με τα οποία η εκάστοτε υπό κρίση σύμβαση έχει έστω χαλαρή σύνδεση και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν διαλέξουν το δίκαιο τρίτηςπολιτείας.3
Στο δεύτερο εδάφιο της υπό εξέταση διάταξης προβλέπονται «ειδικές συνθήκες», ήτοι ένας επικουρικός σύνδεσμος σε περίπτωση παράλειψης εκ μέρους των μερών ρητής ή σιωπηρής επιλογής εφαρμοστέου δικαίου. Ως «ειδικές συνθήκες» λογίζεται κάθε στοιχείο νομοθετημένο ή μη , όπως είναι οι κλασσικοί σύνδεσμοι του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (π.χ ιθαγένεια, κατοικία, συνήθης διαμονή, σημαία του πλοίου, τόπος κατάρτισης, τόπος εκτέλεσης, έδρα νομικού προσώπου) ή ακόμα η ρήτρα διαιτησίας και η επιλογή δικαστηρίου.4
β)Κανονισμός (Ε.Κ) 593/2018 («Ρώμη Ι»)
Ταυτόσημη και ομοειδής ρύθμιση όσον αφορά το περιεχόμενο εμπεριέχεται και στον Κανονισμό (Ε.Κ.) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)». Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 28 του Κανονισμού εφαρμόζεται στις συναπτόμενες μετά τις 17-12-2009 συμβάσεις αντικαθιστώντας έτσι της Σύμβαση της Ρώμης της 19ης Ιουνίου 1980 και έχει γενικό χαρακτήρα, ήτοι εφαρμόζεται σε όλες τις κατηγορίες συμβατικών ενοχών εξαιρουμένων όσων αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί και η διάκριση με το άρθρο 25 ΑΚ, διότι ο Κανονισμός υιοθετεί την απόλυτη ελευθερία των συμβαλλομένων αναφορικά με την επιλογή εφαρμοστέου δικαίου στην σύμβαση τους.5 Η υπό κρίση όμως ασφαλιστική σύμβαση, εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής του Κανονισμού σύμφωνα και με τα ειδικότερα οριζόμενα στο αρ. 1 παρ. 2 περ. (ι) του Κανονισμού.
Αξίζει να αναφερθεί ότι στις διεθνείς συμβάσεις ασφάλισης τόσο οι εθνικές όσο και οι ενωσιακές νομοθετικές διατάξεις, αντικατοπτρίζουν τα αντικρουόμενα κυρίως συμφέροντα του ασφαλισμένου και του ασφαλιστή. Ο μεν πρώτος, ο οποίος είναι και το ασθενέστερο μέρος στην υπό κρίση συναλλαγή, προκρίνει ως εφαρμοστέο το δίκαιο της χώρας κύριας διαμονής του, διότι είναι και αυτό που γνωρίζει καλύτερα τις περισσότερες φορές. Αντιθέτως, ο ασφαλιστής, έχει οικονομικά και συναλλακτικά πλεονεκτήματα από την ομοιομορφία στους συναλλακτικούς όρους των συμβάσεών του. Παράλληλα, πρέπει να εξετάζεται η ασφάλεια των συναλλαγών, σύμφωνα και με την Εποπτεία της Ασφαλιστικής Αγοράς αλλά και το δημόσιο (κρατικό) συμφέρον, το οποίο στο πλαίσιο του εξαγωγικού εμπορίου καθιστά επιτακτική την δημιουργία μιας ανταγωνιστικής εξαγωγικής και ασφαλιστικής αγοράς.6
Η ανάγκη εξισορρόπησης των ως άνω αντικρουόμενων συμφερόντων, αναδεικνύει έτι περισσότερο την σημασία της θεμελιώδους για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, αρχής στο της ιδιωτικής αυτονομίας.
γ)Marine Insurance Act 1906
Στο πλαίσιο της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως και όπως προκύπτει και από τα πραγματικά περιστατικά, εφαρμοστέο δίκαιο στην υπό κρίση υπόθεση είναι το αγγλικό, πρακτική άλλωστε που συμφωνήθηκε από τα μέρη. Σε ορισμένους δε κλάδους του εμπορίου, όπως εν προκειμένω η ασφάλιση, υπάρχει η τάση για διεθνή ενοποίηση ανεξαρτήτως ιθαγένειας, κατοικίας των μερών ή τόπου σύναψης της σύμβασης και ένας τέτοιος εσωτερικός σύνδεσμος σύμφωνα και με τα έθιμα του αγγλικού εμπορίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί απαράδεκτος.7
Σύμφωνα μάλιστα με τον αγγλικό νόμο για την θαλάσσια ασφάλιση,Marine Insurance Act 1906, (στο εξής Μ.Ι.Α) και ειδικότερα κατά το άρθρο 1 αυτού, ως ναυτική ασφάλιση ορίζεται εκείνη η σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση αποζημίωσης του ασφαλισμένου κατά τρόπο και έκταση που συμφωνείται με αυτήν, κατά ναυτικών κινδύνων, ήτοι κινδύνων συναφών με τη ναυτική περιπέτεια. Στους εν λόγω κινδύνους εμπεριέχεται και η κλοπή, η οποία κατά τον κανόνα 9 του νόμου με τον τίτλο «Κανόνες για την Κατάρτιση Ασφαλιστηρίων Συμβολαίων», νοείται εκείνη που συνοδεύεται από τη χρήση βίας, ήτοι με την άσκηση δύναμης ή την απειλή άσκησης κατά περιουσίας ή προσώπων και όχι η βίαιη ή λαθραία κλοπή.
Εν συνεχεία και σύμφωνα με τα άρθρα 5 παρ.1 και 2 Μ.Ι.Α 1906, ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο με συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο.
Β. Ζητήματα ευθύνης από σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης
Ι. Η ευθύνη του ασφαλιστή κατά την Marine Insurance Act 1906
Σύμφωνα με το άρθρο 55 παρ. 1 Μ.Ι.Α 1906, το οποίο ρυθμίζει τις καλυπτόμενες και εξαιρούμενες ζημίες ή απώλειες, ορίζεται ότι αν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο ασφαλιστήριο, ο ασφαλιστής φέρει την ευθύνη για κάθε ζημία που έχει προκύψει από ασφαλισμένο κίνδυνο ακόμη και στην περίπτωση εκείνη που η απώλεια δεν έχει προκληθεί χωρίς την μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά είτε του πληρώματος είτε του πλοιάρχου.
H ζημία λοιπόν, πρέπει να συνιστά το αποτέλεσμα της εγγύτερης (proxima) προς αυτήν κείμενης αιτίας (causa). Εν ολίγοις, η θεμελίωση της ευθύνης του ασφαλιστή είναι δυνατή μόνο αν υφίσταται σύνδεση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, δηλαδή του ασφαλισμένου κινδύνου και της προξενηθείσας ζημίας.8 Ιδιαίτερη σημασία στο σημείο αυτό θα πρέπει να δοθεί στον προσδιορισμό της έννοιας της απώλειας. Μια απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική και πραγματική ή τεκμαρτή όπως ορίζει το άρθρο 56 παρ. 1-2 Μ.Ι.Α. Στην υπό κρίση περίπτωση, έχουμε πραγματική ολική απώλεια καθώς το σκάφος κλάπηκε με αποτέλεσμα όπως ορίζει και το άρθρο 57 Μ.Ι. Α, αυτό να παύσει να αποτελεί πράγμα του είδους που ασφαλίστηκε.
Στο άρθρο 67 παρ. 1 Μ.Ι.Α μάλιστα, προβλέπεται το ύψος της αποζημίωσης καθώς ο ασφαλιστής επί σύμβασης ναυτικής ασφάλισης είναι υποχρεωμένος να αποδώσει αποζημίωση στον ασφαλισμένο. Η υποχρέωση αυτή υφίσταται από τη στιγμή της έγκυρης σύναψης της σύμβασης ναυτικής ασφάλισης, ήτοι με την αποδοχή της πρότασης του ασφαλισμένου από τον ασφαλιστή, ανεξαρτήτως μάλιστα έκδοσης ή μη ασφαλιστηρίου.9
ΙΙ. Ερμηνεία όρων ασφαλιστηρίου συμβολαίου
Σε κάθε σύμβαση, έτσι και στη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, επειδή τεκμαίρεται ότι αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη αποβλέπουν στην εγκυρότητα των συμβάσεων τους, η ερμηνεία των όρων θα πρέπει να ερείδεται στην αληθινή βούληση των μερών και αφού βεβαίως ληφθούν υπόψη η συνήθης έννοια των χρησιμοποιούμενων όρων, το πλαίσιο στο οποίο υπάγονται οι όροι εντός της σύμβασης, το εύλογο της ερμηνείας και τέλος η επιχειρηματική κοινή λογική.10
Στην υπό κρίση περίπτωση, το αμφίβολο ζήτημα ήταν η ημερομηνία της 05- 05-2015, την οποία ο ενάγων την έχει ως βάση του αγωγικού του ισχυρισμού καθώς η ασφαλιστική κάλυψη δεν δύναται να ξεκινήσει από την καταβολή της δόσης.
ΙΙΙ. Ευθύνη ασφαλιστή ως προστήσαντος κατά τον Αστικό Κώδικα
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυαστική εφαρμογή με τις 297,298 και 300 ΑΚ, προκύπτει ότι για να υπάρξει θεμελίωση της υποχρέωσης αποζημίωσης από αδικοπραξία – όπως εν προκειμένω η κλοπή του επίδικου σκάφους- απαιτείται παράνομη συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη, ενέχουσα προσβολή δικαιώματος ή συμφέροντος ετέρου προσώπου προστατευόμενο εκ του νόμου, το παράνομο της συμπεριφοράς να αποδίδεται σε δόλο ή αμέλεια και τέλος να υπήρξε θετική ή αποθετική ζημία άλλου προσώπου τελούσα σε αιτιώδη με αυτήν συνάφεια.
Στο σημείο αυτό πρέπει να εξεταστεί και κατά πόσο δύναται να εφαρμοστεί το άρθρο 922 ΑΚ στην οποία θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις παράνομες και υπαίτιες ζημίες του προστηθέντος όπως άλλωστε προκύπτει και από τις διατάξεις 481,486, 926 ΑΚ. Για την εφαρμογή του συγκεκριμένου άρθρου όπως έχει κριθεί και σε πρόσφατη νομολογία11, πρέπει να πληρούνται τρία κριτήρια: ειδικότερα, απαραίτητη είναι «1) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσσας διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, που να καλύπτει τους όρους του άρθρου 914ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμα δε και κατά κατάχρηση αυτής, για την οποία μπορεί να γίνει λόγος, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων, που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ’ ευκαιρία, ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σε αυτόν, ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της ανατεθείσας σε αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση, ή ότι, η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας.»12
IV. Ο Ν.1569/1985 και η έννοια του ασφαλιστικού πράκτορα
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 1569/1985 όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 2170/1993 , ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό, ή νομικό πρόσωπο, με αποκλειστικό του έργο, την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας ασφαλιστικών εργασιών, στο όνομα και για λογαριασμό μίας, ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Η νομική φύση του ασφαλιστικού πράκτορα με την ασφαλιστική εταιρεία και η δυνατότητα εκπροσώπησης καθώς και η δέσμευση της εταιρείας και η τυχόν παράλληλη ευθύνη αυτού έναντι τρίτων εκ των συμβάσεων, απαιτεί in concreto κρίση για το εάν υφίσταται τω όντι σχέση πρόστησης, όπως έχει κριθεί και προσφάτως από την νομολογία.13 Εν προκειμένω, ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι υφίσταντο σχέση προστηθέντος όσον αφορά τον πράκτορα, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη αυτού και να στραφεί κατ’ αυτού ο εκκαλών, αιτούμενος χρηματική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης.
Συμπεράσματα
Η άποψη της γράφουσας είναι ότι ορθώς δεν αναγνωρίστηκε στον δεύτερο εναγόμενο σχέση πρακτορείας. Ωστόσο, αναφορικά με το ζήτημα της μη υποχρέωσης εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρείας γνωστοποίησης της επικείμενης λήξης του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, προσωπικά θεωρώ ότι μία τέτοια συμπεριφορά επιβάλλεται τόσο από την καλή πίστη όσο και από τα συναλλακτική ήθη, δεδομένου ότι ο λόγος ύπαρξης μιας ασφαλιστικής εταιρείας είναι η διαφύλαξη τόσο της περιουσίας όσο και του προσώπου με το οποίο συμβάλλεται. Το αντίθετο που προτάσσεται εν προκειμένω, αντίκειται στην προσπάθεια δημιουργίας μιας υγιούς και συνάμα ανταγωνιστικής ασφαλιστικής αγοράς καθώς επικροτεί έμμεσα μονομερείς ενέργειες των «δυνατών» μερών μιας σύμβασης εις βάρος των προστατευόμενων.
1 Γραμματικάκη -Αλεξίου, Άρθρο 25 σε Αστικός Κώδικας- Γενικές Αρχές ερμηνεία κατ’ άρθρο, Π.Ν Σάκκουλας (2η Εκδ.), 2016, σελ.457
2 ΟλΑΠ 46/1987 ΕΕΝ 1987.864, ΑΠ 276/1982 ΕΕΝ 1983.151, ΑΠ 1206/1982 ΝοΒ 1983.1168, ΕφΑθ
6272/1985 ΑρχΝ 37.114
3 Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, Διεθνείς Συμβατικές Ενοχές σε Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλας (Στ’ Έκδ.),2017, σελ.300-301
4 Ibid σελ.301-302
5 Χάρης Π. Παμπούκης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σελ. 636
6 Μ. Βαρελά, Η Διεθνής Ασφάλιση σε Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, Νομική Βιβλιοθήκη, 2009 σελ. 1105
7 Α.Π. 1584/2011, Εφ. Πειρ. 143/2015, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ
8Templeman F., R.J Lambeth, Templeman on marine insurance : its principles and practice, Pitman (6th Ed.), 1986, σελ.190-191
9H. Bennett, The Law of Marine Insurance, 2nd ed., OUP, Oxford 2006, 2.11 επ.
10S. Hodges, Cases and Materials on Marine Insurance Law,1999 , σελ.122
11 Α.Π 418/2016, Α.Π. 147/2011, Α.Π293/2011, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ
12 1336/2018 Μον Εφ Θεσσαλονίκης
13 Α.Π. 1440/2014, Α.Π. 530/2014, Α.Π. 316/2009, Εφ Θεσ.1336/2017 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνόγλωσση
Βαρελά Μ. (2009), Η Διεθνής Ασφάλιση σε Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, Νομική Βιβλιοθήκη
Γραμματικάκη -Αλεξίου (2016), Άρθρο 25 σε Αστικός Κώδικας- Γενικές Αρχές ερμηνεία κατ’ άρθρο, Π.Ν Σάκκουλας (2η Εκδ.)
Παπασιώπη-Πασιά Ζ. (2017), Διεθνείς Συμβατικές Ενοχές σε Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλας (Στ’ Έκδ.)
Παμπούκης Χ.Π. (2020), Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη
Ξενόγλωσση
Templeman F. (1986), R.J Lambeth, Templeman on marine insurance: its principles and practice, Pitman (6th Ed.)
Bennett H.(2006), The Law of Marine Insurance,(2nd ed.),OUP, Oxford Hodges S.(1999), Cases and Materials on Marine Insurance Law ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
1336/2018 Μον Εφ Θεσ. ΟλΑΠ 46/1987 ΕΕΝ 1987.864 ΑΠ 276/1982 ΕΕΝ 1983.151 ΑΠ 1206/1982 ΝοΒ 1983.1168 ΕφΑθ 6272/1985 ΑρχΝ 37.114 Α.Π 418/2016, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ
Α.Π. 1440/2014, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ Α.Π. 530/2014, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ Α.Π. 1584/2011, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ Α.Π293/2011, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ
Α.Π. 147/2011, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ Α.Π. 316/2009, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ
Εφ. Πειρ. 143/2015, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ Εφ Θεσ.1336/2017 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ
Παπαγιάννη Σπυριδούλα-Μαρία,
Μεταπτυχιακή Φοιτήτριας της Νομικής Σχολής Αθηνών, Ασκούμενη Δικηγόρος
Μέλος της Ομάδας Σχολιασμού των Δικαστικών Αποφάσεων του The Law Project
Kommentare