top of page

Αστική Ευθύνη λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης εκ της ΑΚ 931 και η σχέση αυτής με τις ΑΚ 929 και ΑΚ 932


Η Αστική Ευθύνη λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης εκ της ΑΚ 931 και η σχέση αυτής της διάταξης με τις ΑΚ 929 και ΑΚ 932


Της Αγγελικής Ιωσηφέλη


ΜονΠρωτΑθ 1865/2019




Σημαντικά σημεία δικαστικής απόφασης:


ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

(Διαφορές για ζημίες από αυτοκίνητα)


[…] Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 05η Φεβρουαρίου 2019, για να δικάσει την αγωγή με αντικείμενο διαφορά από αυτοκινητιστικό ατύχημα μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: [...] η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, […], ο οποίος κατέθεσε προτάσεις[…]

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) του κατοίκου […] ο οποίος δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας […] νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίου δικηγόρου της, [ …] η οποία κατέθεσε προτάσεις […]

Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η […] αγωγή της […]

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ζήτησαν, να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Από τη διάταξη του άρθρου του 931 ΑΚ, που ορίζει ότι «η αναπηρία ή η παραμόρφώση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζηµιώσεως, αν επιδρά στο μέλλον του», σε συνδυασμό µε τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 ΑΚ, συνάγεται ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα, ανεξαρτήτως φύλου, εκτός από την επίδραση, την οποία µπορεί να ασκήσει τόσο στο ύψος των χρηµατικών ποσών, που θα στερείται ο παθών στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του, όσο και στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που θα επιδικασθεί για την ηθική βλάβη, μπορεί να θεµελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζηµίωση, αν επιδρά στο µέλλον του. Η διατύπωση της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ παρέχει βάση για τέτοια αξίωση, αν και εφόσον, κατά την αληθή έννοια της, η αναπηρία ή η παραμόρφωση επιδρά στο οικονομικό μέλλον του παθόντος, που δεν µπορεί να καλυφθεί εντελώς µε τις παροχές, οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 Α.Κ. Ειδικότερα, ως «αναπηρία» θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως «παραμόρφωση», νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαία κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Εξάλλου, η

«αναπηρία όσο και η «παραμόρφωση» αποτελούν αόριστες νομικές έννοιες, το είδος και τα επιµέρους χαρακτηριστικά των οποίων πρέπει να εξειδικεύονται στην αγωγή αποζηµίωσης εκ του άρθρου 931 AK, πρέπει, δε, να είναι μόνιμες και διαρκείς (βλ. ΑΠ 1379/2004, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).


Με την κρινόµενη αγωγή της, κατόπιν παραδεκτής διόρθωσης, η ενάγουσα εκθέτει ότι την 25η.09.2017, στον τόπο και υπό τις συνθήκες που αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή, ο πρώτος εναγόµενος, οδηγώντας το µε στοιχεία κυκλοφορίας […] επιβατικὀ αυτοκίνητο, που ήταν ασφαλισµένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στη δεύτερη εναγόµενη, από αποκλειστική του υπαιτιότητα, λόγω αμελούς οδήγησης και παράλειψης χρήσης των προειδοποιητικών δεικτών κατεύθυνσης κατά την προσπάθεια αναστροφής, επέπεσε µε σφοδρότητα στη µε στοιχεία κυκλοφορίας […] δίκυκλη μοτοσικλέτα, που οδηγούσε η ενάγουσα, ιδιοκτησίας της. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, κατ΄ εκτίµηση του δικογράφου, η ενάγουσα ζητά, µετά από παραδεκτό περιορισμό των καταψηφιστικών αιτημάτων της σε αναγνωριστικά, (κατ άρθρα 223, 294, 295 και 297 ΚΠολΔ - µερική παραίτηση), τόσο προφορικά στο ακροατήριο όσο και µε τις έγγραφες προτάσεις της, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόµενοι υποχρεούνται να της καταβάλουν εις ολόκληρον i) το ποσό των 600,00 ευρώ για την πρόσληψη βελτιωµένης διατροφής για χρονικό διάστηµα ενός έτους, προκειµένου να αποκατασταθεί η υγεία της, ii) το ποσό των 200,00 ευρώ που κατέβαλλε ως συµµετοχή για διενεργηθείσες φυσιοθεραπείες, iii) το ποσό των 2.300,00 ευρώ ως αποζημίωση λόγω της ολοσχερούς καταστροφής της δίκυκλης μοτοσικλέτας της, αφού οι δαπάνες επισκευής της υπερέβαιναν την αξία αγοράς της, ποσό το οποίο προκύπτει κατόπιν της προαφαίρεσης του ποσού της υπολειμματικής αξίας του οχήματος, αξίας 200,00 ευρώ, µε προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας, ενώπιον του ακροατηρίου, από την εμπορική αξίας του οχήματος, iv) To ποσό των 24.956,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του τραυματισμού της, στο οποίο δε συμπεριλαμβάνεται το ποσό των 44,00 ευρώ, που επιφυλάχθηκε να αναζητήσει η ενάγουσα στα ποινικά δικαστήρια ως πολιτικώς ενάγουσα, ν) το ποσό των 15.000,00 ευρώ ως αποζηµίωση για την αναπηρία και την παραμόρφωση που προκλήθηκε στην ενάγουσα λόγω του τραυματισμού της, όλα, δε τα ανωτέρω ποσά η ενάγουσα τα ζητά µε το νόμιμο τόκο επιδικίας κατ’ άρθρο 346 ΑΚ από την επίδοση της αγωγής και µέχρι την πλήρη εξόφληση. […]


Με αυτό το περιεχόμενο, η αγωγή εισάγεται αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο […] και παραδεκτά, σε αυτό το Δικαστήριο […] η αγωγή πρέπει να εξεταστεί, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, περαιτέρω στην ουσία της.

Η δεύτερη εναγόµενη απαντώντας παραδεκτά στην αγωγή, κατ᾽ άρθρο 261 ΚΠολΔ, αρνείται τα αγωγικά κονδύλια, ισχυριζόµενη, περαιτέρω, ότι συνυπαίτια, κατά ποσοστό 50%, είναι η ενάγουσα, καθώς κινούνταν µε µεγάλη ταχύτητα, µε αποτέλεσµα να µην προλάβει να αντιδράσει εγκαίρως και να αποφύγει τη σύγκρουση µε το όχημα του εναγοµένου, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος έκανε χρήση των προειδοποιητικών δεικτών αλλαγής κατεύθυνσης, πριν την διενέργεια αναστροφής, όπως αναλυτικά εκθέτει στις προτάσεις της. Ο ισχυρισμός αυτός, αποτελεί ένσταση (καταλυτική), είναι ορισµένος, απορριπτοµένου του αντίθετου ισχυρισμού της ενάγουσας, που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 6 ΓΠΝ/1911 και 300 ΑΚ (ΟλΑΠ 1115/1986 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και πρέπει να εξεταστεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιµότητα.


Από την εκτίμηση […] αποδεικνύονται πλήρως τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά: Την 25η.09.2017, περίπου στις 18.30 το απόγευμα, η ενάγουσα, οδηγώντας τη µε στοιχεία κυκλοφορίας [...] δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας της, φορώντας προστατευτικό κράνος, κινούνταν στην οδό Γρηγορίου Λαμπράκη, στη Γλυφάδα, στο αριστερό άκρο της λωρίδας κυκλοφορίας, µε κατεύθυνση από Λεωφόρο Ποσειδώνος προς Λεωφόρο Βουλιαγμένης. Η ανωτέρω οδός, πλάτους δεκαπέντε περίπου μέτρων, αποτελείται από δύο ρεύματα κυκλοφορίας, ένα σε κάθε κατεύθυνση, διαχωριζόμενα από λευκή διπλή συνεχόμενη γραμμή, το ανώτατο, δε, όριο ταχύτητας ανέρχεται στα 50 χλμ/ώρα, δεδομένου ότι πρόκειται για κατοικημένη περιοχή. Κατά, τον ίδιο χρόνο, ο πρώτος εναγόµενος, οδηγώντας το µε στοιχεία κυκλοφορίας […] επιβατικό αυτοκίνητο, κυριότητάς του, που ήταν ασφαλισµένο στη δεύτερη εναγόµενη για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την κίνηση και την κυκλοφορία του, ενώ έβαινε επί της ίδιας ως άνω οδού, στο ίδιο ρεύμα κυκλοφορίας, και προπορεύονταν του ως άνω οχήματος, αρχικά, πραγματοποίησε στροφή προς τα δεξιά, και, ακολούθως, όλως αιφνιδιαστικά, χωρίς προηγουμένως να ακινητοποιήσει το όχημά του, χωρίς να κάνει χρήση των προειδοποιητικών δεικτών κατεύθυνσης και χωρίς να προβεί στον απαιτούμενο έλεγχο κυκλοφορίας οχημάτων, προσπάθησε να πραγματοποιήσει αναστροφή, µε σκοπό να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, προς Λ. Ποσειδώνος, µε αποτέλεσμα, λόγω της κάθετης θέσης του στο οδόστρωμα, να αποκλείσει την ευθύγραμμη πορεία των οχημάτων που ακολουθούσαν στο ρεύμα αυτό. Κατά, συνέπεια, επέπεσε µε το αριστερό τµήµα του οχήματός του στο εμπρόσθιο τμήμα της μοτοσικλέτας της ενάγουσας, η οποία, ενώ έβαινε στο ρεύμα κυκλοφορίας της, µε κανονική ταχύτητα, περίπου 40χμ/ώρα, σύμφωνα και µε τα όσα κατέθεσε στην ένορκη εξέτασή του στην Τροχαία Νοτ/τικής Αττικής ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας […], αντιλήφθηκε ξαφνικά το όχημα του πρώτου εναγόμενου στην πορεία της, αιφνιδιάστηκε από την κίνησή του και, συνεπώς, δεν είχε τα χρονικά και τα τοπικά περιθώρια να αποφύγει τη σύγκρουση. Λόγω της ως άνω σύγκρουσης, η ενάγουσα επέπεσε στο οδόστρωµα και η μοτοσικλέτα της υπέστη εκτεταμένες υλικές ζημίες. Από τα παραπάνω, αποδεικνύεται ότι το ανωτέρω ατύχηµα και ο τραυµατισµός της ενάγουσας οφείλονται στην αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγοµένου, απορριπτοµένου του ισχυρισμού της δεύτερης εναγοµένης. Ειδικότερα, ο πρώτος εναγόµενος, κατά τα προεκτεθέντα, επέδειξε αμέλεια, καθόσον, ως µέσος συνετός οδηγός, μπορούσε και όφειλε να είχε προβλέψει την πορεία των οχημάτων που ακολουθούσαν στο ρεύμα του, και την παρακώλυση αυτής από τυχόν αιφνιδιαστικό ελιγμό, παραβιάζοντας και τις διατάξεις των άρθρων 12, 19, 20 21 και 23 ΚΟΚ, συμπεριφορά που είχε αναμφισβήτητα αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος. Η ενάγουσα, δε, δεν επέδειξε καμία αμέλεια κατά την οδήγηση της μοτοσικλέτας της, καθόσον είχε τεταμένη την προσοχή της, όπως όφειλε, ρυθμίζοντας την ταχύτητά της σύμφωνα με τις περιστάσεις και, έβαινε κανονικά, ενώ, παρά την προσπάθεια που κατέβαλε, δεν µπόρεσε να ακινητοποιήσει το όχημά της εγκαίρως αποφεύγοντας τη σύγκρουση µε το όχηµα του πρώτου εναγοµένου, το οποίο κινήθηκε αιφνιδιαστικά, κατά τα ως άνω εκτιθέµενα. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα, ηλικίας […] ετών, κατά το χρόνο του ατυχήµατος, αμέσως µετά τη σύγκρουση, διακοµίστηκε µε ΕΚΑΒ στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών, «Γ. Γεννηµατάς», όπου κατόπιν κλινικού και ακτινολογικού ελέγχου στο Τµήµα Επειγόντων Περιστατικών, διαγνώσθηκε µε ανοικτό 2ου βαθμού κάταγµα διαφύσης μηριαίου (ΔΕ) και κάταγμα βάσης 5ου µετακαρπιαίου (ΔΕ) άκρας χειρός. Ακολούθως, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για το κάταγμα του μηριαίου µε κλειστή ενδοµυελική ήλωση και εφαρμόστηκε γυψονάρθηκας πηχεοκαρπικής για το κάταγμα του µετακαρπίου. Ακολούθως, η ενάγουσα εξήλθε του ως άνω νοσοκομείου την 02α.10.2017 και έκτοτε η υγεία της παρακολουθούνταν στα εξωτερικά ιατρεία, κατά τακτά χρονικά διαστήµατα, όπου παρατηρούνταν αργή πρόοδος πώρωσης ενώ, τελικώς, κατά την επανεξέτασή της τον Ιούνιο του έτους 2018, διαπιστώθηκε πώρωση του κατάγµατος μηριαίου. Περαιτέρω, από την από 01/08/2018 ιατρική βεβαίωση του ορθοπεδικού - χειρουργού, Διευθυντή της Β΄ Ορθοπεδικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών, «Γ. Γεννηματάς», αποδεικνύεται ότι, ήδη κατά το χρόνο εκείνο, η λειτουργικότητα της ενάγουσας ήταν πολύ καλή, χωρίς να παρεμποδίζεται η κινητικότητά της από τον τραυματισμό της από το ατύχημα, ενώ λόγω του νεαρού της ηλικίας της, δεν αποκλείστηκε το ενδεχόμενο να πραγµατοποιηθεί, στο µέλλον, μία επανεπέµβαση για αφαίρεση του ήλου. Αποδεικνύεται, ακόµη, ότι λόγω της ως άνω βλάβης της υγείας της και για την ταχύτερη αποκατάστασή της παρέστη ανάγκη να λαμβάνει ειδική βελτιωμένη τροφή για χρονικό διάστηµα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, έξι µηνών µετά την έξοδό της από το νοσοκομείο, λόγω της καθυστερηµένης πορείας πώρωσης του κατάγµατός της. Για το σκοπό αυτό δαπάνησε, επιπλέον του συνηθισμένου, ποσό τριών ευρώ ημερησίως, σύμφωνα µε τα διδάγματα της κοινής πείρας, και συνολικά το ποσό των 540,00 ευρώ. Το Δικαστήριο κρίνει ότι ήταν απαραίτητη η λήψη ποιοτικά βελτιωµένης τροφής πέραν της συνηθισµένης για το µέσο υγιή άνθρωπο προς εμπλουτισμό του διαιτολογίου της µε θρεπτικές τροφές (πρωτεΐνες, βιταμίνες ασβέστιο φώσφορο), ενόψει του ότι, µετά από έναν τέτοιου είδους τραυματισμό υπάρχει, κατά τα κοινώς γνωστά, αναγκαιότητα ανασύστασης των κατεστραμμένων οστικών ιστών. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι η ανάγκη λήψης βελτιωμένης διατροφής στην περίπτωση καταγμάτων προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας και δεν είναι αναγκαία η επίκληση και προσκομιδή ιατρικής βεβαίωσης που να συνιστά τη λήψη της, όπως σε άλλου είδους τραυματισμούς, απορριπτοµένων των αντίθετων ισχυρισµών. Ωστόσο, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεν αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα υπεβλήθη σε «φυσιοθεραπείες καθόσον δεν προσκοµίζεται συναφής ιατρική σύσταση ούτε απόδειξη παροχής υπηρεσιών, από την οποία να προκύπτει το ποσοστό συµµετοχής που κατέβαλε η ενάγουσα για τη διενέργεία τους, και, ως εκ τούτου, το αιτούµενο µε την ένδικη αγωγή κονδύλι για διενέργεια φυσιοθεραπειών, ύψους 200 ευρώ, απορρίπτεται ως αβάσιµο. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι λόγω της σύγκρουσης η μοτοσικλέτα της ενάγουσας […] υπέστη υλικές ζημίες, στην δεξιά της (πλαστικά, καρίνα, ουρά, καθρέφτης, αντίβαρο, φανάρι, καπάκι μούτρου) και στην αριστερή (πλαστικά) επιφάνεια καθώς και σε ολόκληρο το πλαίσιο και το σκελετό της, για την αποκατάσταση των οποίων αποδεικνύεται ότι απαιτείται το ποσό των 2.200,00 € ως άθροισµα του ποσού των 1.700,00 € για ανταλλακτικά και 500,00 € για εργασία συνεργείου. Λαμβανομένου, δε, υπόψη ότι η εμπορική αξία της μοτοσικλέτας κατά την ηµέρα του ατυχήματος, οπότε και γεννήθηκε η ενοχή προς αποζηµίωση (ΑΠ 1493/2014 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), παρέμεινε δε σταθερή µέχρι την ηµέρα της συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Εφ Λαμίας 36/2013 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οπότε υπολογίζεται το ύψος της καταβλητέας αποζηµίωσης (ΟλΑΠ 38/1996 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ανέρχεται στο ποσό των 2.500 €, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου πρώτης κυκλοφορίας (2011) και των διανυθέντων, µέχρι το χρόνο του ατυχήµατος, χιλιομέτρων (78.768 χμ) και ότι η µείωση της εμπορικής της αξίας, µετά την κατά τα ως άνω αποκατάσταση των ζημιών, ενόψει της φύσης και της έκτασης των φθορών, και της παλαιότητας του οχήματος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, ανέρχεται σε ποσοστό 15% της εμπορικής της αξίας, και συνεπώς ανέρχεται στο ποσό των (2.500 Χ 15% =) 375 €, η μελλοντική επισκευή του οχήματος της ενάγουσας αποδεικνύεται οικονομικά ασύμφορη, κατά το μέρος που υπερβαίνει την αξία του οχήματος (2.500 – 375 = 2.125,00), και συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι το όχημα υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή υπό οικονομική έννοια. Ως εκ τούτου, πρέπει να επιδικαστεί στην ενάγουσα, για την αποκατάσταση της εν λόγω ζημίας, το ποσό των 2.300 ευρώ, το οποίο προκύπτει κατόπιν της προαφαίρεσης ήδη με την ένδικη αγωγή του ποσού της υπολειμματικής αξίας της μοτοσικλέτας (σώστρων), ύψους 200 ευρώ, από την εμπορική αξία της μοτοσικλέτας.


Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη της αποκλειστικής υπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου για την πρόκληση του ατυχήματος, της ηλικίας της ενάγουσας, της ψυχικής ταλαιπωρίας της λόγω του τραυματισμού της και της υποβολής της σε χειρουργική επέμβαση, της μακράς διάρκειας αποθεραπείας της λόγω της καθυστέρησης πώρωσης του κατάγµατός της, της οικονοµικής κατάστασης των διαδίκων και όχι της δεύτερης εναγοµένης (της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική- βλ. σχετικά ΑΠ 97/2001 ΕλλΔνη 42 σελ. 674, ΕφΘεσ 2218/2011 Αρµ 2012 σελ. 934], σύμφωνα και µε την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΙΠ 9/2015, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κρίνεται ότι η ενάγουσα έχει υποστεί ηθική βλάβη λόγω του τραυματισμού της και ότι πρέπει να της επιδικαστεί το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,.00) ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, για την αποκατάστασή της, στο οποίο δε συμπεριλαμβάνεται το ποσό των 44 ευρώ, που επιφυλάχθηκε η ενάγουσα να αξιώσει από τα ποινικά δικαστήρια.


[…] Περαιτέρω, λόγω της ερημοδικίας του πρώτου των εναγομένων […] θεωρούνται ομολογημένοι ως προς αυτόν οι πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας που περιέχονται στην αγωγή και αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται η ομολογία (άρθρα 271 παρ. 3, όπως η παρ. αυτή ισχύει µετά την αντικατάσταση του ως άνω άρθρου µε το άρθρου 29 του ν. 3994/25.07.2011, σε συνδυασμό µε το άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), εκτός από το σκέλος της εκτίµησης της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, δεδομένου ότι ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, κατά το άρθρο 932 ΑΚ επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου […] ενώ δεν υφίσταται ένσταση η οποία να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, µε αποτέλεσµα να πρέπει να γίνει µερικά δεκτή η αγωγή στην ουσία της και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του πρώτου εναγοµένου να καταβάλει στην ενάγουσα i) το ποσό των 600,00 ευρώ για την πρόσληψη βελτιωµένης διατροφής ii) το ποσό των 200,00 ευρώ που κατέβαλλε ως συµµετοχή για διενεργηθείσες φυσιοθεραπείες, iii) το ποσό των 2.300,00 ευρώ ως αποζηµίωση λόγω της ολοσχερούς καταστροφής της δίκυκλης μοτοσικλέτας της, κα iv) ενόψει της αποκλειστικής υπαιτιότητας του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου (πρώτου των εναγομένων) στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος και στην πρόκληση του τραυματισμού της ενάγουσας, το μέγεθος, το είδος και τις συνέπειες του τραυματισμού της ενάγουσας, του διαστήµατος ανάρρωσής της, της στεναχώριας που αισθάνθηκε και τον πόνο που δοκίµασε από αυτόν (τραυµατισµό),της ουλής την οποία εξακολουθεί να φέρει µετά το ατύχηµα στο µηρό της (καθόσον οι ισχυρισμοί της ενάγουσας εν προκειμένω θεωρούνται ομολογημένοι), όλες τις εν γένει συνθήκες του ένδικου ατυχήματος, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, καθώς και την ηλικία της ενάγουσας κατά το χρόνο του ατυχήματος, το Δικαστήριο κρίνει ότι έχει βάσιµη αξίωση κατά του πρώτου των εναγομένων για χρηματική ικανοποίηση, σύμφωνα και µε την αρχή της αναλογικότητας (OλΑΠ 9/2015. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ποσού πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, στο οποίο δε συμπεριλαμβάνεται το ποσό των 44,00 ευρώ, που επιφυλάχθηκε να αναζητήσει η ενάγουσα στα ποινικά δικαστήρια ως πολιτικώς ενάγουσα, και, ακολούθως, του συνολικού ποσού των οκτώ χιλιάδων και εκατό ευρώ (8.100,.00), µε το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και µέχρι την πλήρη εξόφληση, όπως ορίζεται στο διατακτικὀ της απόφασης και, τέλος, πρέπει να υποχρεωθεί στην πληρωμή µέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας λόγω της µερικής νίκης και ήττας καθενός από τους διαδίκους και ανάλογα µε την έκταση αυτή (178 παρ. 1, 191 παρ. 2 KΠολΔ) όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ ερήµην του πρώτου εναγόµενου και αντιµωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το ποσό των 200,00 ευρώ ως το νόμιμο παράβολο ερηµοδικίας για τον πρώτο εναγόµενο.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο. ΔΕΧΕΤΑΙ εν µέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόµενοι υποχρεούνται να καταβάλουν µε το νόμιμο τόκο από την επόµενη ηµέρα της επίδοσης της αγωγής µέχρι την ολοσχερή εξόφληση στην ενάγουσα τα ακόλουθα ποσά: α) ο πρώτος των εναγομένων το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων και εκατό ευρώ (8.100,00), το οποίο µέχρι του ποσού των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα ευρώ (5.840,00 ευρώ), οφείλει εις ολόκληρον µε τη δεύτερη εναγόµενη και β) η δεύτερη των εναγομένων εις ολόκληρον µε τον πρώτο εναγόµενο το ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα (5.840) ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγοµένων µέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300,00) ευρώ.


Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις […] 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.


 

Αναφυόμενα Νομικά Ζητήματα:


Ιστορική πορεία της διάταξης ΑΚ 931:


Η αρχική διατύπωση της διάταξης πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 8 του Ν. 1329/1983 είχε ως εξής: «Αναπηρία ή παραμόρφωσις, ην υπέστην ο παθών, λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη κατά την επιδίκασιν αποζημιώσεως, εάν επιδρά εις το μέλλον αυτού, ίδια δε εις την αποκατάστασιν γυναικός». Σύμφωνα και με την Αποστολίδου – Δημοπούλου (2011, σελ. 217), παρά το γεγονός ότι η γραμματική διατύπωση της διάταξης δεν απέκλειε την εφαρμογή της σε περίπτωση τραυματισμού ανδρών, στην πράξη χρησιμοποιήθηκε σχεδόν αποκλειστικά σε περιπτώσεις τραυματισμού άγαμης γυναίκας, με σοβαρές, διαρκείς και μόνιμες για το μέλλον της συνέπειες από τον τραυματισμό αυτό, που επηρέαζαν αρνητικά την αποκατάστασή της με γάμο, παρέχοντάς τους αξίωση αποζημίωσης για το επιπλέον ποσό προίκας που θα χρειαζόταν να δώσουν λόγω του τραυματισμού τους από την αδικοπραξία. Επομένως, η ΑΚ 931 είχε αρχικά συνδεθεί με τον θεσμό της προίκας. Όμως, μετά την κατάργηση του εν λόγω θεσμού κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας των φύλων (άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος) και την τροποποίηση της διάταξης ΑΚ 931, η παρούσα διατύπωση της διάταξης δεν περιέχει καμία διάκριση φύλου.


Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης ΑΚ 931:


Στο επίκεντρο της συγκεκριμένης δικαστικής απόφασης, βρίσκεται η διάταξη ΑΚ 931, η οποία εντάσσεται στην ενότητα περί αδικοπραξιών του Αστικού Κώδικα και ορίζει ότι: «Η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του.» Οι προϋποθέσεις, λοιπόν, εφαρμογής της διάταξης προκύπτουν από το ίδιο το γράμμα της και είναι οι εξής: να έχει επέλθει αναπηρία ή παραμόρφωση του παθόντος και μάλιστα να είναι τέτοιας σημασίας ώστε να επηρεάζει το μέλλον του. Αυτονόητη προϋπόθεση είναι, επίσης, να έχει τελεστεί αδικοπραξία. Καθίσταται σαφές από την διατύπωση της διάταξης ότι δεν απαιτείται σωρευτική ύπαρξη αναπηρίας και παραμόρφωσης για το νόμιμο και βάσιμο της σχετικής αξίωσης, αλλά προφανώς αρκεί διαζευκτικά η ύπαρξη μίας εκ των δύο, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται να συνυπάρχουν. Τόσο η αναπηρία όσο και η παραμόρφωση αποτελούν αόριστες νομικές έννοιες, που, όπως τονίζει και ο Κλάππας (2010, σελ. 207), εξειδικεύονται από το δικαστήριο της ουσίας, η δράση του οποίου ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο βάσει του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ. Όπως ορίζεται και στην απόφαση: ως «αναπηρία» θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου (που προφανώς προήλθε από τον τραυματισμό), ενώ ως «παραμόρφωση», νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαία κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Οι δύο έννοιες, δηλαδή, διαφέρουν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς τον τρόπο προσδιορισμού τους. Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης δεν προκύπτει ως προϋπόθεση εφαρμογής της ο μόνιμος και διαρκής χαρακτήρας της αναπηρίας ή παραμόρφωσης (αν και κατά κανόνα αυτό θα πρέπει να ισχύει). Επομένως, σύμφωνα και με τον Κλάππα (2010, σελ. 207), δεν μπορεί θεωρητικά να αποκλειστεί η περίπτωση μια προσωρινή αναπηρία ή παραμόρφωση της εξωτερικής εμφάνισης ενός ατόμου να επηρεάζει την επαγγελματική - οικονομική εξέλιξή του κατά τρόπο καθοριστικό κι έτσι να έχει δυσμενή επίδραση στο μέλλον του. Η έννοια του μέλλοντος, επίσης, αποτελεί αόριστη νομική έννοια, όμως πρέπει να διευκρινιστεί ότι για την πλήρωση της δεύτερης προϋπόθεσης δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής στο μέλλον του προσώπου αλλά αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, όπως υπογραμμίζουν και οι Μ. Μαργαρίτης και Α. Μαργαρίτη (2016, σελ. 852).


Χαρακτήρας της αξίωσης εκ της ΑΚ 931 - Σύγκρουση θεωρίας και νομολογίας ως προς τη σχέση της ΑΚ 931 με τις ΑΚ 929 και ΑΚ 932:


Ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει την νομική επιστήμη είναι το κατά πόσο η αξίωση που πηγάζει από την ΑΚ 931 είναι αυτοτελής σε σχέση με τις αξιώσεις από τις υπόλοιπες διατάξεις του κεφαλαίου των αδικοπραξιών, και ιδίως την αξίωση από την ΑΚ 929, που καλύπτει την περιουσιακή ζημία από βλάβες της υγείας και του σώματος και την αξίωση από την ΑΚ 932 για χρηματική ικανοποίηση από ηθική βλάβη.


Α) Η θέση της θεωρίας:


Μεταξύ άλλων και ο Α. Κρητικός (2008, σελ. 297) αλλά και ο Απόστολος Γ. Γεωργιάδης (2014, σελ. 697) υποστηρίζουν ότι η αξίωση από την διάταξη ΑΚ 931 δεν έχει αυτοτελή αλλά επικουρικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, η κρατούσα γνώμη στη θεωρία, ακολουθώντας στενά την γραμματική διατύπωση της διάταξης και την συστηματική της ένταξη στο κεφάλαιο περί αποζημιώσεως από αδικοπραξία, θεωρεί ότι η συγκεκριμένη αξίωση μπορεί να ασκηθεί μόνο εφόσον θεμελιωθεί σε άλλη κύρια νομική βάση, και συγκεκριμένα στην ΑΚ 929, η οποία στο πρώτο εδάφιο ορίζει ότι:


«Σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, η αποζημίωση περιλαμβάνει εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του.» Με άλλα λόγια, η ΑΚ 931 δεν θεμελιώνει ιδιαίτερη αξίωση αποζημίωσης αλλά πρόκειται για κατευθυντήριο κανόνα, που υποδεικνύει στον δικαστή, να λάβει ιδιαιτέρως υπόψη του την αναπηρία ή παραμόρφωση που προκλήθηκε από την αδικοπραξία κατά τον καθορισμό του ύψους της κατά 929 εδ. α’ ΑΚ αποζημίωσης, επαυξάνοντάς την ευλόγως, εάν η αναπηρία ή παραμόρφωση επιδρά στο μέλλον του θύματος. Αυτός είναι και ο λόγος που η συγκεκριμένη διάταξη κρίθηκε συχνά ως «θεωρητικά περιττή».


Στη θεωρία υποστηρίχθηκε και μια άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία η αποζημίωση από την ΑΚ 931 πρέπει να επιδικάζεται παράλληλα με την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Συνεπώς, σύμφωνα και με τον Τριάντο (2012, σελ. 242), και πάλι δεν θεωρείται ξεχωριστή αυτοτελής αξίωση αλλά ειδικότερη περίπτωση αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος, δηλαδή εντάσσεται στην ΑΚ 932, που στα εδάφια α΄ και β΄ορίζει ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του.» Η άποψη αυτή στηρίχθηκε στην απόφαση 15/1990 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που όριζε ότι: «η αναπηρία ή η παραμόρφωση του παθόντα λαμβάνεται οπωσδήποτε υπόψη για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υφίσταται από τη μείωση της δυνατότητας αποκαταστάσεώς του με γάμο, από την αναπηρία ή παραμόρφωση…».


Β) Η θέση της νομολογίας:


Και οι δύο παραπάνω ερμηνευτικές προσεγγίσεις της θεωρίας δεν έγιναν αποδεκτές από την νομολογία, σύμφωνα με την οποία στην διάταξη ΑΚ 931 θεμελιώνεται αυτοτελής αξίωση αποζημίωσης για τις δυσμενείς συνέπειες που η αναπηρία ή η παραμόρφωση από μια αδικοπραξία προκαλούν στο μέλλον του ατόμου. Ενδεικτικά αναφέρεται η απόφαση του Αρείου Πάγου 1073/2001, σύμφωνα με την οποία: «Σκοπός της διατάξεως (ενν. 931 ΑΚ) είναι να προσφέρει στον παθόντα μία εφάπαξ περαιτέρω αποζημίωση (πρόσθετο ποσό αποζημιώσεως κατ’ αποκοπή), δηλαδή πέραν της αποδεικνυόμενης κατά τη διάταξη του άρθρου 929 Α.Κ., για το λόγο ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει στο μέλλον βάσιμες δυσχέρειες στην επαγγελματική-οικονομική πρόοδο του». Στη συγκεκριμένη απόφαση γίνεται ξεκάθαρος διαχωρισμός της αξίωσης εκ της ΑΚ 931 από τις αντίστοιχες εκ των ΑΚ 929 και ΑΚ 932. Για την απόδειξη αυτής της περαιτέρω υλικής ζημίας απαιτούνται να συντρέχουν, σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, «ιδιάζοντα περιστατικά, εκτός και πέραν εκείνων που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση αξιώσεων με βάση τα άρθρα 929 και 932 ΑΚ και από τα οποία ειδικά περιστατικά θα πρέπει να προκύπτουν οι ιδιαίτεροι λόγοι και τρόποι, εξ αιτίας των οποίων γεννώνται δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πλευρά της μελλοντικής ζωής του». Ουσιαστικά, ο Άρειος Πάγος απαιτεί να περιγράφεται στην αγωγή με σαφή και ορισμένο τρόπο ότι η προκληθείσα ζημία είναι συνέπεια ειδικώς της αναπηρίας ή παραμόρφωσης. Παρότι είναι ιδιαίτερα δύσκολη η πρόβλεψη της συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας που θα προκαλέσει στον παθόντα η αναπηρία ή η παραμόρφωση, είναι βέβαιο ότι αυτή ανάλογα με τον βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική-οικονομική εξέλιξη τούτου, διότι με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας η αναπηρία ή παραμόρφωση αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του παθόντος.


Απόφαση – σταθμό αποτέλεσε η απόφαση 670/2006 του Αρείου Πάγου, στην οποία για πρώτη φορά η αναπηρία ή παραμόρφωση αντιμετωπίστηκε ως βλάβη του σώματος ή της υγείας καθ’ εαυτήν ανεξάρτητα από την πρόκληση οποιασδήποτε περιουσιακής ζημίας, η οποία εξάλλου μπορεί είτε να μην υπάρχει καν είτε να μην μπορεί με ευκολία να προσδιορισθεί, σύμφωνα και με τον Κρητικό (2008, σελ. 297). Βέβαια, αν ο παθών μπορεί να αποδείξει και συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, που προήλθε από την αναπηρία ή παραμόρφωση, τότε η ζημία αυτή αποκαθίσταται μέσω της ΑΚ 929. Συνεπώς, όπως τονίζει και η Χριστακάκου – Φωτιάδη (2007, σελ. 151), κατά την κρατούσα πλέον άποψη στην νομολογία, ο παθών που υπέστη αναπηρία ή παραμόρφωση αποζημιώνεται μέσω της αυτοτελούς αξίωσης της ΑΚ 931. Σύμφωνα και με τον Τριάντο (2012, σελ. 245), το ύψος αυτού του εύλογου χρηματικού ποσού προσδιορίζεται κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου με βάση το είδος, την βαρύτητα της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, την ηλικία, το φύλο, το επάγγελμα, τις κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος, συμπεριλαμβανομένων και των λοιπών αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, ενώ επιδικάζεται σε αυτόν εφάπαξ. Επιπλέον, σύμφωνα με την Αποστολίδου – Δημοπούλου (2011, σελ. 225), δεν αποκλείεται η τυχόν μεταγενέστερη επιδείνωση της υγείας του παθόντος που οφείλεται στην αναπηρία ή παραμόρφωση να θεμελιώσει και περαιτέρω αξίωση αποζημίωσης με βάση την ΑΚ 931, διότι η επιδείνωση αυτή προέρχεται από το ίδιο ζημιογόνο γεγονός κατά τρόπο που δεν μπορούσε αντικειμενικά να προβλεφθεί εξ αρχής. Τη νομολογία που καθιέρωσε η ΑΠ 670/2006 φαίνεται ότι ακολουθεί και η υπό κρίση απόφαση.


Γ) Προσωπικές θέσεις της γράφουσας:


Παρατηρώντας τον τρόπο αντιμετώπισης της διάταξης από την νομολογία, εύκολα μπορεί κανείς να παρατηρήσει ένα σοβαρό μειονέκτημα. Πιο συγκεκριμένα, η εφαρμογή της ΑΚ 931 στην πράξη καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής διότι οι περισσότερες αγωγές δεν περιγράφουν επαρκώς (όπως απαιτείται) τα «ιδιάζοντα περιστατικά», που συνθέτουν την επίδραση στο μέλλον του παθόντος, από τα οποία να προκύπτουν οι ιδιαίτεροι λόγοι εκ των οποίων γεννώνται δυσµενείς συνέπειες στην οικονοµική πλευρά της ζωής του παθόντος, με αποτέλεσμα οι σχετικές αγωγές να απορρίπτονται ως αόριστες και η διάταξη της ΑΚ 931 να οδηγείται ουσιαστικά σε αχρησία.

Από την άλλη, όμως, πλευρά, το ίδιο δύσκολα θα κατέληγε κανείς στο συμπέρασμα ότι δύο ξεχωριστές διατάξεις του Αστικού μας Κώδικα (οι ΑΚ 929 και ΑΚ 931), έχουν ακριβώς τον ίδιο σκοπό και η δεύτερη αποτελεί απλά μια «επανάληψη» της πρώτης. Για αυτόν τον λόγο, κρίνεται ως ορθότερη κατά την γράφουσα η κρατούσα στη νομολογία άποψη, σύμφωνα με την οποία η αξίωση που πηγάζει από την ΑΚ 931 διαφέρει τόσο από αυτήν της ΑΚ 929 όσο και από αυτήν της ΑΚ 932.


Νομική Φύση της αξίωσης εκ της ΑΚ 931 - Η απόφαση ΟλΑΠ 18/2008 :


Ένα δεύτερο ζήτημα που έχει απασχολήσει τη θεωρία και τη νομολογία είναι η νομική φύση της ζημίας που αποκαθίσταται με την ΑΚ 931, δηλαδή το κατά πόσον πρόκειται για περιουσιακή - υλική ζημία ή μη περιουσιακή ζημία, μιας που παρέχεται διακριτική ευχέρεια στον δικαστή να αποφασίσει κατά δίκαιη κρίση για το ύψος της οφειλόμενης για την αναπηρία ή παραμόρφωση αποζημίωσης, συνυπολογίζοντας προσδιοριστικούς παράγοντες, οι οποίοι δεν αναφέρονται ρητά στο νόμο, αλλά διαμορφώνονται νομολογιακά, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του υπολογισμού του εύλογου ποσού για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.


Με την απόφαση ΟλΑΠ 18/2008, η νομολογία εκφράστηκε ρητά σχετικά με την νομική φύση της αξίωσης και ειδικότερα ανέφερε ότι «η ΑΚ 931 αφορά αποκλειστικά αποκατάσταση μελλοντικής περιουσιακής ζημίας, και δεν έχει τον χαρακτήρα της χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη, η οποία ικανοποιείται κατά τις προϋποθέσεις της 932 ΑΚ». Η συγκεκριμένη απόφαση της Ολομέλειας τάχθηκε υπέρ του περιουσιακού χαρακτήρα της αξίωσης, ερχόμενη σε αντίθεση με την άποψη που είχε εκφρασθεί με την ΑΠ 670/2006, η οποία μιλούσε για επιδίκαση ευλόγου χρηματικής παροχής εκ της ΑΚ 931, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία και χωρίς να παίρνει σαφή θέση για τη νομική φύση της χρηματικής αυτής παροχής, αποφεύγοντας να την ονομάσει «αποζημίωση», όρος που συνηθίζεται για την αποκατάσταση συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας. Όμως, στην απόφαση αυτή υπήρξε και ισχυρή μειοψηφία, γεγονός που καταδεικνύει ότι η θέση της νομολογίας πάνω στο ζήτημα δεν είναι σταθερή.

Αντίθετα, η θεωρία υποστηρίζει πως η ΑΚ 931 καλύπτει περιουσιακή ζημία, και μάλιστα, στο πλαίσιο των επιχειρημάτων της περί μη αυτοτέλειας της αξίωσης που αναφέρθηκαν παραπάνω, θεωρεί ότι η ΑΚ 931 αφορά την εύλογη επαύξηση της αποζημίωσης που επιδικάζεται βάσει της ΑΚ 929 κατά το μέτρο που η αναπηρία ή η παραμόρφωση θα επιδράσουν στο οικονομικό μέλλον του παθόντος. Το συγκεκριμένο επιχείρημα ενισχύεται και από την γραμματική διατύπωση του άρθρου, στο οποίο ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τον όρο «αποζημίωση», που παραπέμπει σε περιουσιακή ζημία, σε αντίθεση με τον όρο «χρηματική ικανοποίηση», που όπως τονίζει και ο Μιχ. Π. Σταθόπουλος (2016, σελ. 168), χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις αποκατάστασης μη υλικής ζημίας (πχ. ΑΚ 299, 59, 932 κλπ.).


Ένσταση συντρέχοντος πταίσματος κατ’ άρθρο 300 ΑΚ:


Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί ότι, όταν ασκείται μία αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία, ένα από τα μέσα άμυνας του εναγομένου είναι και η ένσταση συνυπαιτιότητας, δηλαδή συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος, βάσει της ΑΚ 300, που προβλήθηκε και στην ανωτέρω απόφαση από την δεύτερη εναγόμενη, όμως απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, καθώς με βάση τα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω ατύχημα και ο τραυματισμός της ενάγουσας οφείλονται στην αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγοµένου. Στο πρώτο εδάφιο της ΑΚ 300 ορίζεται ότι: «Αν εκείνος που ζημιώθηκε συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στην ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της.» Πρόκειται για μία διάταξη που αποτελεί εκδήλωση της αρχής της καλής πίστης, κατά την εφαρμογή της οποίας ο δικαστής έχει την δυνατότητα είτε να μην επιδικάσει αποζημίωση είτε να μειώσει το ποσό της είτε φυσικά και να επιδικάσει τελικά πλήρη αποζημίωση. Βέβαια η ένσταση αυτή χρειάζεται λεπτομερή απόδειξη από κατάλληλους επιστήμονες (πραγματογνώμονες, τεχνικούς συμβούλους) για να γίνει δεκτή αλλά και για να προσδιοριστεί το ποσοστό συνυπαιτιότητας του θύματος, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια. Μάλιστα, όπως υπογραμμίζει και ο Μιχ. Π. Σταθόπουλος (2016, σελ. 204 – 210), η ρύθμιση της διάταξης είναι γενική, ισχύει, δηλαδή, για κάθε είδους ευθύνη προς αποζημίωση (και στην περίπτωση της αντικειμενικής ευθύνης ή/και της ευθύνης από διακινδύνευση), ενώ έχει εφαρμογή ακόμα και στην περίπτωση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.


Ν ΓΠΝ/1911: Ποινική και Αστική Ευθύνη από Αυτοκίνητα:


Δεδομένου ότι η απόφαση επιλύει μια διαφορά από αυτοκινητιστικό ατύχημα, κρίνεται σκόπιμη μια σύντομη αναφορά στον νόμο ΓΠΝ/1911 «περί της εκ των αυτοκινήτων ποινικής και αστικής ευθύνης». Το άρθρο 4 του νόμου ΓπΝ ορίζει ότι:

«Για κάθε ζημία προς τρίτους εξαιτίας του αυτοκινήτου κατά τη λειτουργία του ευθύνεται για αποζημίωση και ο οδηγός και ο κατά το άρθρο 2 κάτοχος ⋅ ο ιδιοκτήτης όμως, στην περίπτωση που είναι κάποιος άλλος εκτός από τον κάτοχο , ευθύνεται µόνο μέχρι την αξία του αυτοκινήτου, το οποίο παραχωρώντας στο ζημιωμένο πρόσωπο, μπορεί κατά την κρίση του δικαστηρίου να απαλλαχτεί από κάθε άλλη αποζημίωση.» Όπως ορίζεται και στην ΜΠρΑθ 322/2018, καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη σε βάρος του οδηγού, του κατόχου και του ιδιοκτήτη του ζημιογόνου αυτοκινήτου, οι οποίοι ενέχονται εις ολόκληρον έναντι του παθόντος προς αποκατάσταση της ζημίας του. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ίδιου νόμου: «Στην περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ δύο ή περισσότερων αυτοκινήτων υπεύθυνος προς αποζημίωση είναι ο υπαίτιος του ατυχήματος, του οποίου η υπαιτιότητα κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο.» Ο τραυματισθείς, λοιπόν, σε τροχαίο ατύχημα έχει την ευχέρεια να στηρίξει την αγωγή του τόσο στις διατάξεις των άρθρων 914 επ., 330, 297 ΑΚ, όσο και στη διάταξη του άρθρου 4 του ν. ΓΠΝ/1911, ή να σωρεύσει στο ίδιο δικόγραφο και τις δύο βάσεις.



Βιβλιογραφικές Παραπομπές:

 Μιχ. Π. Σταθόπουλος, 2016, Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη

 Μ. Μαργαρίτης / Α. Μαργαρίτη, 2016, Επίτομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα και ΕισΝΑΚ, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη

 Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, 2014, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Π. Ν. Σάκκουλας

 Τριάντος, 2012, Αποζημίωση από Τροχαία Ατυχήματα, Νομική Βιβλιοθήκη

 Αποστολίδου – Δημοπούλου, Αποζημίωση κατ’ άρθρο 931 ΑΚ., Επι.Δικ.Ι.Α. 2011

 Κλάππας, Πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις αναφορικά με τον χαρακτήρα και τις προϋποθέσεις επιδίκασης της χρηματικής παροχής του άρθρου 931 ΑΚ, Επι.Δικ.Ι.Α., 2010

 Α. Κρητικός, 2008, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη

 Χριστακάκου – Φωτιάδη, 2007, Αστική ευθύνη από αυτοκινητικά ατυχήματα, Π. Ν. Σάκκουλας



Αγγελική Ιωσηφέλη

Τεταρτοετής Φοιτήτρια στη Νομική Αθήνας

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του «The Law Project»


60 views0 comments
bottom of page