Της Ζιάμπα Μάρθας-Ειρήνης
ΑΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ
677/2019 Μον.Πρωτ.Αθηνών
Περίληψη απόφασης
Με αφορμή τη σύγκρουση ενός αυτοκινήτου με μία δίκυκλη μοτοσυκλέτα, άσκησε αγωγή (Α΄ αγωγή) η ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου: 1. κατά του οδηγού της μοτοσυκλέτας και 2. της ασφαλιστικής εταιρίας που ασφάλιζε τη μοτοσυκλέτα. Ο οδηγός της μοτοσυκλέτας άσκησε αγωγή (Β΄ αγωγή): 1. κατά του οδηγού του αυτοκινήτου, 2. της ιδιοκτήτριάς του και 3. της ασφαλιστικής εταιρίας που ασφάλιζε το αυτοκίνητο.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, στις 4/10/2017 και ώρα 18:45, ο οδηγός του αυτοκινήτου που ανήκε στην ενάγουσα της Α΄ αγωγής, το κατηύθυνε εντός ενός ισόπεδου οδικού κόμβου σε σχήμα «Τ» που σχημάτιζαν δύο οδοί, παρεμβαλλόμενος στην πορεία των οχημάτων και προκαλώντας διακοπή της πορείας τους. Εκεί, επιχείρησε ελιγμό - αλλαγή κατεύθυνσης προς την άλλη οδό του κόμβου, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην πορεία της μοτοσυκλέτας, καθώς ο οδηγός αυτής πραγματοποιούσε υπέρβαση των οχη μάτων στο ρεύμα κυκλοφορίας της οδού. Έτσι, η μοτοσυκλέτα προσέκρουσε με το εμπρόσθιο τμήμα της στο εμπρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου, εξετράπη της πορείας της και ακινητοποιήθηκε 4 μέτρα μετά, στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Συνυπαίτιοι ήταν τόσο ο οδηγός του αυτοκινήτου, όσο και της μοτοσυκλέτας, σε ποσοστό 40% και 60% αντίστοιχα. Μάλιστα ο οδηγός της μοτοσυκλέτας εκινείτο με ταχύτητα υπερβαίνουσα το όριο (70 χλμ/ώρα), τόσο εν ισχύ, όσο και με βάση τις συνθήκες (σκότος λόγω νύχτας, πυκνή κυκλοφορία κ.ά.), το οποίο προσδιόρισε το δικαστήριο στα 30 χλμ/ώρα. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι ο οδηγός της μοτοσυκλέτας εισήχθη στην Ορθοπεδική Κλινική του Γ.Ν.Α. «Ευαγγελισμός», όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί κάταγμα το οποίο αντιμετωπίσθηκε χειρουργικώς. Επτά μήνες μετά την εξαγωγή του από το νοσοκομείο εξετάσθηκε από Ορθοπεδικό Χειρουργό, ο οποίος διαπίστωσε δυσκαμψία και χωλότητα στη βάδιση, ενώ ο ακτινολογικός έλεγχος έδειξε μετατραυματική αρθρίτιδα.
Η ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου εξέθεσε ότι ο οδηγός της μοτοσυκλέτας προκάλεσε από υπαιτιότητά του το ατύχημα, με αποτέλεσμα η ίδια να υποστεί α) θετική περιουσιακή ζημία λόγω των φθορών στο αυτοκίνητο, β) ηθική βλάβη λόγω της αδικοπρακτικής προσβολής της ιδιοκτησίας της. Ο ισχυρισμός περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του οδηγού της μοτοσυκλέτας
απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, αλλά διαπιστώθηκε πως η ιδιοκτήτρια έχει υποστεί πράγματι περιουσιακή ζημία, λόγω των δαπανών που κατέβαλε για την επισκευή του αυτοκινήτου και λόγω του ότι πλέον το όχημα έχει περιπέσει στην κατηγορ ία των εμπλακέντων σε ατύχημα και έτσι μειώθηκε η αγοραστική του αξία (πάντως όχι κατά πολύ, εξαιτίας της παλαιότητάς του- 11 χρόνων-). Περαιτέρω, υπέστη και ηθική βλάβη λόγω της προσβολής της ιδιοκτησίας της. Η ασφαλιστική εταιρία της μοτοσυκλέτας προέβαλε ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του οδηγού του αυτοκινήτου, και σωρευτικά περί συνυπαιτιότητάς του κατά 95%. Ο δεύτερος ισχυρισμός προβλήθηκε απαραδέκτως, καθώς αντέφασκε με τον πρώτο και ήταν μάλιστα αλυσιτελώς προβαλλόμενος, καθώς ο βαθμός του πταίσματος καθενός δεν ενδιέφερε για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον διωκόμενης ευθύνης αυτού έναντι της ζημιωθείσης. Ο ισχυρισμός περί αποκλειστικής υπαιτιότητας απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Η ασφαλιστική εταιρία του αυτοκινήτου προέβαλε ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του οδηγού της μοτοσυκλέτας, ο οποίος απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, και ισχυρισμό περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας ως προς τα υπολείμματα της μοτοσυκλέτας, ο οποίος απορρίφθηκε ως αόριστος.
Ο οδηγός της μοτοσυκλέτας στην αγωγή του εξέθεσε ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου προκάλεσε από υπαιτιότητά του το ατύχημα, με αποτέλεσμα να υποστεί αυτός α) θετική περιουσιακή ζημία λόγω α1) των φθορών στη μοτοσυκλέτα, συνεπεία των οποίων επήλθε η ολοσχερής καταστροφή της, α2) των μελλοντικών δαπανών ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και αποκατάστασης, α3) των δαπανών για συμπαραστάτη (αποκλειστική νοσοκόμα, οικιακή βοηθός), α4) των φθορών σε προσωπικά του είδη και β) ηθική βλάβη λόγω της αδικοπρακτικής προσβολής της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας του. Ο ισχυρισμός περί αποκλειστικής υπαιτιότητας απορρίφθηκε ως κα’ ουσίαν αβάσιμος. Επειδή όμως προέκυψαν αμφιβολίες κατά τη μελέτη της δικογραφίας ως προς τις συνέπειες του τραυματισμού, οι οποίες ακόμη και ελλείψει αιτήματος αποζημίωσης κατ’ άρθρο 931 ΑΚ, ασκούν επίδραση για την αυτεπάγγελτη εκτίμηση της ζημίας κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από Χειρουργό Ορθοπεδικό και η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο.
Ανάλυση απόφασης
Τα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν είναι τα εξής: Η εφαρμογή του Ν. ΓΠΝ/1911, ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 47 και 114 ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από ένα αυτοκίνητο κατά την λειτουργία του (άρθρο 4). Επίσης ανακύπτει το ζήτημα της αντικειμενικής ευθύνης του ιδιοκτήτη του ζημιογόνου αυτοκινήτου (άρθρο 10) και η ευχέρεια του τραυματισθέντος σε τροχαίο ατύχημα, να στηρίξει την αγωγή του τόσο στις διατάξεις των άρθρων 914 επ., 330, 297 ΑΚ, όσο και στο άρθρο 4 του Ν ΓΠΝ/1911, ή να σωρεύει στο ίδιο δικόγραφο και τις δύο βάσεις. Αναφορικά με τη διάταξη του άρθρου 929 εδ.α’, που ορίζει ότι «Σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του», αξίζει να αναλυθεί τι περιλαμβάνουν τα «νοσήλια», καθώς και οι δαπάνες του παθόντος που θα αυξηθούν στο μέλλον. Ακόμη, στη διάταξη του άρθρου 930§3 ΑΚ, ορίζεται ότι η αξίωση αποζημιώσεως δεν αποκλείεται εκ του ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να διατάξει κατά την ανέλεγκτη κρίση του την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, όταν επιβάλλεται η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης.
Με τον Ν. ΓΠΝ/1911, καθιερώνεται ειδική ευθύνη του ιδιοκτήτη, του κατόχου και του οδηγού αυτοκινήτου για τις ζημίες που επέρχονται σε τρίτους κατά τη λειτουργία του (αυτοκινητικό ατύχημα). Πρόκειται για ευθύνη από διακινδύνευση, δηλαδή για τη γέννησή της αρκεί η πρόκληση ζημίας, ανεξάρτητα από πράξη ή υπαιτιότητα των υπευθύνων. Η ρύθμιση αυτή ανταποκρίνεται στο αίσθημα δικαίου, καθώς τα πρόσωπα που αποκομίζουν οφέλη από την κτήση και τη χρήση του αυτοκινήτου, το οποίο αποτελεί πηγή αυξημένου κινδύνου, φέρουν τελικά και την ευθύνη αποκατάστασης των ζημιών που προκύπτουν από την πραγμάτωση των κινδύνων αυτών. Μάλιστα κατά το άρθρο 14§2 του εν λόγω νόμου, η ευθύνη από αυτόν τον νόμο δεν αποκλείει την ευθύνη από άλλους νόμους, λ.χ. από τον ΑΚ. Έτσι, ενάποκειται στον ζημιωθέντα να επιλέξει σε ποιες διατάξεις θα θεμελιώσει την αξίωση αποζημίωσής του. Σημειωτέον ότι οι διατάξεις για τις αδικοπραξίες προϋποθέτουν μεν απόδειξη πταίσματος του υπευθύνου, είναι όμως ευνοϊκότερες κατά το ότι γεννούν αξίωση για πλήρη (όχι εύλογη όπως στον Ν. ΓΠΝ/1911) αποζημίωση, η οποία υπόκειται στην μακρότερη παραγραφή της ΑΚ 937. Ειδικότερα, ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου είναι ο κύριός του κατά τον χρόνο του ατυχήματος, η υποχρέωση του οπο ίου δεν αίρεται ακόμα κι αν δεν είναι ταυτόχρονα και κάτοχος ή οδηγός του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το άρθρο 4εδ.β’ ορίζει ότι ενέχεται σε αποζημίωση μόνο μέχρι την αξία του αυτοκινήτου (γίνεται δεκτό ότι λαμβάνεται υπόψιν η αξία του αυτοκινήτου πριν από το ατύχημα). Η ευμενής αυτή ρύθμιση για τον ιδιοκτήτη δικαιολογείται από τη σκέψη ότι, όταν δεν είναι κάτοχος ή οδηγός του αυτοκινήτου, δεν ελέγχει και δεν εξουσιάζει τους σχετικούς κινδύνους, ώστε να φέρει πλήρη ευθύνη. Κάτοχος του αυτοκινήτου είναι το πρόσωπο που κατά τον χρόνο του ατυχήματος χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητο με σκοπό είτε την άντληση οικονομικού ή επαγγελματικού οφέλους, είτε την ικανοποίηση άλλων αναγκών (ψυχαγωγία, άνετη μετακίνηση). Οδηγός του αυτοκινήτου είναι αυτός που διευθύνει το αυτοκίνητο κατά τον χρόνο του ατυχήματος.
Προϋπόθεση γέννησης της ευθύνης των παραπάνω προσώπων είναι η επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, δηλαδή να πρόκειται για ατύχημα που προκλήθηκε από αυτοκίνητο κατά την λειτουργία του, η ζημία να οφείλεται σε βλάβη είτε σε πρόσωπο, είτε σε πράγματα (περιουσιακή ή ηθική βλάβη), να αφορά «τρίτον», και να υπάρχει μεταξύ της ζημίας και της λειτουργίας του αυτοκινήτου αιτιώδης συνάφεια (Γεωργιάδης, 2014, σσ.730-734). Αξίζει να σημειωθεί πως το ότι ορίζεται η αποζημίωση ως εύλογη, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να ισούται με την πλήρη. Πρέπ ει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι συγκεκριμένες περιστάσεις και ιδίως το τυχόν υπάρχον πταίσμα, ο ποινικός ή μη χαρακτήρας της πράξης, οι περιουσιακές συνθήκες των μερών κλπ. Σε περίπτωση ύπαρξης περισσότερων υποχρέων σε αποζημίωση, καθιερώνεται ευθύνη εις ολόκληρον όλων των συνυπευθύνων έναντι του ζημιωθέντος. Το ύψος της εις ολόκληρον ευθύνης περιορίζεται στον βαθμό που υπάρχει σύμπτωση των οφειλών. Όμως, σε περίπτωση σύγκρουσης δύο ή περισσότερων αυτοκινήτων (αυτοκίνητο με την έννοια του νόμου θεωρείται και η μοτοσυκλέτα), το άρθρο 10§1, προβλέπει ότι υπεύθυνος για αποζημίωση είναι ο υπαίτιος του ατυχήματος και η υπαιτιότητα κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο. Κατά την ορθότερη άποψη το νόημα αυτής της διάταξης είναι ότι οι ιδιοκτήτες, οι κάτοχοι και οι οδηγοί ευθύνονται μεταξύ τους κατά τις διατάξεις του ΑΚ (άρθρα 914,922). Τα άρθρα 4 και 5 του Ν. ΓΠΝ/1911 δεν εφαρμόζονται.
Δηλαδή υπόχρεος σε αποζημίωση είναι μόνο εκείνος που βαρύνεται με δόλο ή αμέλεια για το ατύχημα, ενώ αποκλείεται η αντικειμενική ευθύνη των υπολοίπων προσώπων, ακόμα και αν υπάρχει υπαιτιότητα του οδηγού του αυτοκινήτου τους. Τα πρόσωπα που δεν είναι υπαίτια ενδέχεται να ευθύνονται μόνο με βάση τις κοινές διατάξεις (π.χ. ΑΚ 922,923). Η εφαρμογή των λοιπών διατάξεων του νόμου αυτού δεν θίγεται (Γεωργιάδης, 2014, σσ.734-736).
Όσον αφορά την σώρευση στο ίδιο δικόγραφο δύο βάσεων, ο ενάγων που έχει κατά του εναγομένου περισσότερες αξιώσεις, έχει τη νομική δυνατότητα να τις ενώσει υπό προϋποθέσεις σε ένα δικόγραφο αγωγής και να τις δικάσει σε μία ενιαία διαδικασία. Η ένωση αυτή μπορεί να πάρει τις εξής μορφές: α) της αντικειμενικής σωρέυσεως, όπου οι σωρευόμενες αξιώσει ς ασκούνται αθροιστικώς και ανεξαρτήτως αλλήλων (218 ΚΠολΔ), β) της διαζευκτικής σωρεύσεως, όπου σωρεύονται περισσότερες αιτήσεις δικαστικής προστασίας από τις οποίες ο δικαστής οφείλει να επιδικάσει την μία ή την άλλη και γ) της επικουρικής σωρεύσεως (219 ΚΠολΔ), όπου ο ενάγων προβάλλει ορισμένη βάση ή αίτημα της αγωγής του επιβοηθητικώς, δηλαδή μόνο για την περίπτωση που απορριφθεί η κύρια βάση ή το αίτημά του (Νίκας, 2018, σ.333).
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία, είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Αμέλεια, κατ’ άρθρο 330 ΑΚ, υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική καλή πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό καθήκον είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνο που επιβάλλεται από τις καταστάσεις. Εξάλλου, αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα.
Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι οι έννοιες της αμέλειας και του συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος είναι έννοιες νομικές. Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 91 4 ΑΚ. Τέλος, η παράβαση διατάξεων του Κ.Ο.Κ. δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος (έτσι η νομολογία του ΑΠ, λ.χ. 12/2020 ΑΠ)
Επιπλέον, προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 929 ΑΚ, είναι η πρόκληση βλάβης είτε του σώματος προσώπου, με την έννοια της προσβολής της εξωτερικής, σωματικής ακεραιότητάς του, είτε της υγείας του, με την έννοια κάθε ουσιώδους προσβολής των σωματικών, πνευματι κών ή ψυχικών λειτουργιών του. Ο παθών δικαιούται να απαιτήσει τα νοσήλια, δηλαδή όλες τις δαπάνες που έγιναν αναγκαίες για τη σωτηρία και την αποκατάσταση της υγείας του (π.χ. ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, φυσιοθεραπεία κλπ.). Μπορεί ακόμη να ζητήσει και τα έξοδα, στα οποία πρόκειται να υποβληθεί στο μέλλον για την αποκατάσταση της βλάβης του σώματος ή της υγείας, εφόσον πρόκειται να υποβληθεί σε αυτά τα έξοδα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Μάλιστα καλύπτεται κάθε ζημία που έχει ήδη επέλθει κατά τον χρόνο της αγωγής, θετική ή αποθετική, εφόσον τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τη βλάβη του σώματος ή της υγείας (π.χ. αμοιβή προσώπου που προσλήφθηκε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας). Στις μελλοντικές στερήσεις υπάγεται κυρίως η μελλοντική περιουσιακή ζημία που υφίσταται ο παθών, επειδή εξαιτίας του τραυματισμού αναιρείται ή μειώνεται η ικανότητά του για εργασία και ιδίως για άσκηση του επαγγέλματος που ασκούσε ή που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ασκούσε. Η αποζημίωση της ΑΚ 929 εδ.α’, περιλαμβάνει και τη μελλοντική αύξηση δαπανών, οι οποίες είναι συνήθως δαπάνες με διαρκή και περιοδικό χαρακτήρα, που έγιναν αναγκαίες μετά την αποθεραπεία για την εξίσωση ή καταπράυνση των συνεπειών του τραυματισμού (Γεωργιάδης, 2014, σσ. 694-696).
Όσον αφορά την διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, ηθική βλάβη είναι η μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία που υφίσταται το πρόσωπο από την προσβολή των έννομων αγαθών του, είτε περιουσιακών, είτε μη περιουσιακών, δηλαδή αγαθών της προσωπικότητάς του. Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι ανεξάρτητη από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία. Δικαιούχος είναι αυτός που υπέστη άμεσα την ηθική βλάβη από την αδικοπραξία , ενώ υπόχρεος είναι ο υπεύθυνος για την αδικοπραξία. Το ύψος του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης προσδιορίζεται από το δικαστήριο κατά τις αρχές της εύλογης αποζημίωσης (Γεωργιάδης, 2014, σσ. 661-664). Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2§1, 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο. Η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του "ευλόγου" και συνακόλουθα το "εύλογο" εμπεριέχεται αναγκαίως στο "ανάλογο". Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο (2/2020 ΑΠ).
Σύμφωνα με τη διάταξη 930§3 ΑΚ, ορίζεται ότι η αξίωση αποζημιώσεως δεν αποκλείεται εκ του ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε. Με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης για να αποτρέψει την ανεπιεική λύση της απαλλαγής (ολικής ή μερικής) του ζημιώσαντος, εισάγει ειδικά, για τις περιπτώσεις υποχρέωσης αποζημιώσεως ένεκα θανατώσεως ή βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου των άρθρων 928 και 929 ΑΚ, εξαίρεση από την αρχή του καταλογισμού των ωφελειών ή συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους (ΟλΑΠ 807/1973). Αποτελεί έκφραση μιας γενικότερης αρχής, ότι σε περίπτωση προσβολής της ζωής, του σώματος ή της υγείας προσώπου με αδικοπραξία, ο υπεύθυνος δεν απαλλάσσεται της αστικής ευθύνης από το ότι τρίτος υποχρεούται από σύμβαση ή από το νόμο σε ορισμένη παροχή προς τον παθόντα ή τους οικείους του. «Άλλος» με την έννοια της 930§3, μπορεί να είναι οποιοσδήποτε τρίτος (Δημόσιο, ασφαλιστικοί οργανισμοί, ασφαλιστικές εταιρίες κ.λ.π.). Επομένως, ο παθών από αδικοπραξία δικαιούται σε σωρευτική απόληψη, πέραν των παροχών τρίτων και της οφειλομένης από τον αδικοπραγήσαντα αποζημιώσεως. Τούτο γίνεται δεκτό ότι ισχύει εκτός από τις περιπτώσεις που ο νόμος προβλέπει διαφορετικά, όπως στο ν.δ. 4104/1960, για το ΙΚΑ. Τότε, γεννιέται το ζήτημα πώς θα στραφεί ο τρίτος που κατέβαλε στον δικαιούχο, εναντίον του ζημιώσαντος. Κατά την κρατούσα άποψη στη νομολογία, και όπως ορίζει το άρθρο 10§5 του ν.δ για το ΙΚΑ και το άρθρο 14 του ν. 2496/1997 για την υποκατάσταση ασφαλιστή, ο τρίτος καταβάλλοντας την παροχή στον δικαιούχο υποκαθίσταται αυτοδικαίως στα δικαιώματα αυτού κατά του ζημιώσαντος. Υπάρχει όμως και η άλλη γνώμη (βλ. Γεωργιάδη σ. 694), η οποία υποστηρίζει ότι το ζήτημα επιλύεται με την αναγνώριση υποχρέωσης του ζημιωθέντος να εκχωρήσει στον τρίτο, κατά το ποσό της παροχής που έλαβε από αυτόν, την απαίτησή του κατά του ζημιώσαντος (Γεωργιάδης, 2014, σσ. 692-694).
Η διάταξη 931 ΑΚ, δεν θεμελιώνει ιδιαίτερη αξίωση για αποζημίωση, σκοπός της είναι να επιβάλλει στον δικαστή να λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη την αναπηρία ή παραμόρφωση κατά τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης του θύματος για τη μελλοντική ζημία του, κατά την ΑΚ 929. Αναπηρία θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως παραμόρφωση, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά και κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Ως μέλλον νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή της παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό-οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξελίξεως και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Ο βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η αξίωση αυτή επιδιώκεται όταν πλέον έχει παγιωθεί-αποσαφηνιστεί η, συνεπεία του ατυχήματος, μονιμότητα της αναπηρίας ή παραμορφώσεως (ΑΠ 1793/2017, 12/2020).
Επειδή ο δικαστής δεν μπορεί να έχει πάντοτε την αναγκαία εποπτεία και εξειδίκευση σε θέματα επιστήμης, τέχνης ή ειδικής εμπειρίας, ώστε να ανταποκριθεί στο δύσκολο έργο της αναζητήσεως της αλήθειας, υπάρχουν οι πραγματογνώμονες, οι οποίοι είναι κατ’ ουσία σύμβουλοι του δικαστή της ουσίας (άρθρα 368επ. ΚΠολΔ). Είτε πληροφορούν τον δικαστή για τις αρχές που ισχύουν αφηρημένα σε ορισμένο κλάδο της επιστήμης, τεχνικής κλπ., είτε όπως συμβαίνει συνήθως, αντλούν με βάση τις αρχές της επιστήμης συμπεράσματα από το κρίσιμο πραγματολογικό υλικό και τα ανακοινώνουν στον δικαστή. Η πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας με την απόφαση, που διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως κατά το άρθρο 254. Το δικαστήριο διατάσσει πραγματογνωμοσύνη, ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως, αν κρίνει ότι πρόκειται για ζητήματα, που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Ο κανόνας της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, επαναλαμβάνεται ειδικά και ως προς την πραγματογνωμοσύνη (387 ΚΠολΔ). Ελεύθερα εκτιμάται κατ’ αρχήν το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, όχι όμως και όσα ο πραγματογνώμονας βεβαίωσε ότι ενήργησε ο ίδιος ή ότι έγιναν ενώπιόν του, μολονότι η έκθεση πραγματογνωμοσύνης δεν είναι έγγραφο υπό την έννοια των άρθρων 432,438 και 442 (Νίκας, 2018, σσ. 466-472).
Συνεπώς, θεωρώ πως ορθά έκρινε το δικαστήριο πως πρέπει πρώτα να διαπιστωθεί μέσω πραγματογνωμοσύνης, το μέγεθος και η βαρύτητα της βλάβης που υπέστη ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας στην υγεία και τη σωματική του ακεραιότητα, ώστε κατόπιν να εκτιμηθεί το ύψος της αποζημίωσης που θα του επιδικαστεί. Ακόμη και ελλείψει αιτήματος δηλαδή για αποκατάσταση της ζημίας κατ’άρθρο 931 ΑΚ, το αν έχει υποστεί μία βλάβη στην υγεία του, η οποία επηρεάζει την υπόλοιπη επαγγελματική και κοινωνική του ζωή, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την αποκατάσταση της μη περιουσιακής ζημίας του κατ’ άρθρο 932 ΑΚ. Συγκεκριμένα, το να βρίσκεται κανείς σε καλή φυσική κατάσταση, τον βοηθάει στην επαγγελματική του ανέλιξη ακόμα και στα επαγγέλματα που δεν είναι χειρωνακτικά. Ειδικά όμως όταν κάποιος ασκεί ένα τέτοιο επάγγελμα, η ζημία που έχει υποστεί με την οριστική βλάβη ενός μέρους του σώματός του, είναι ανεπανόρθωτη. Επομένως, πιστεύω πως πρέπει να συνεκτιμηθεί ιδιαιτέρως το επάγγελμα που ασκεί ο οδηγός της μοτοσυκλέτας, οι οικονομικές δυσχέρειες που χαρακτηρίζουν την εποχή που διανύουμε, και το αν όντως η ζημία της υγείας του είναι οριστική και ανεπανόρθωτη, ή αν μπορεί να μετριαστεί με μερικές ανώδυνες αλλαγές στον τρόπο ζωής του.
Βιβλιογραφία-Πηγές
-Γεωργιάδης Α.Σ. (2014), Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Αθήνα, Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ
-Νίκας Ν.Θ. (2018), Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Γ΄ έκδοση, Αθήνα, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ
-Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος»
Γράφουσα:
Ζιάμπα Μάρθα-Ειρήνη, 3ο έτος στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project
Comments