top of page
Writer's picturethelawproject

ΑΞΙΩΣΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ - ΕιρΑθ 4621/2019

Της Κλάδη Ι. Μαρίας


ΑΞΙΩΣΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ

Σχολιασμός επί της ΕιρΑθ 4621/2019




 

Στην παρούσα απόφαση του Ειρηνοδικείου, που εκδικάστηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα του 614 περίπτωση 6 ΚΠολΔ , σύμφωνα με τις γενικές ρυθμίσεις του άρθρου 591 ΚΠολΔ, κρίνεται υπόθεση αυτοκινητικού ατυχήματος που προκλήθηκε μεταξύ οχήματος Ι.Χ. και μοτοσικλέτας με πολύπλευρες ζημίες του οδηγού της τελευταίας. Συγκεκριμένα προκλήθηκε σε αυτόν βλάβη του σώματος και της υγείας του μετά από τη σωματική κάκωση με την οποία διαγνώσθηκε, όπως επίσης και περιουσιακή ζημία από την ολοσχερή, όπως κρίθηκε, καταστροφή του οχήματός του λόγω της σφοδρότητας της σύγκρουσης, ενώ ακολούθησαν και περαιτέρω ζημίες από την καταστροφή του κράνους του, τα έξοδα μεταφοράς και φύλαξης της μηχανής, τα διαφυγόντα κέρδη λόγω της αδυναμίας του να εργαστεί για κάποιο χρονικό διάστημα , την νοσηλεία του καθώς και την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της όλης κατάστασης. Το δικαστήριο, μετά από αμφιβολίες για την υπαιτιότητα του ζημιωθέντος οδηγού της μοτοσικλέτας, επέρριψε την ευθύνη αποκλειστικά στον οδηγό του Ι.Χ αυτοκινήτου και επιδίκασε την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα για τις περισσότερες από τις προβαλλόμενες ζημίες, όπως αυτές θα αναλυθούν στη συνέχεια, την οποία ανέλαβε να εκπληρώσει η ασφαλιστική εταιρεία αυτού εκ της συναφθείσης μεταξύ τους σύμβασης ασφαλιστικής κάλυψης.

 


Αξίωση αποζημίωσης από ολοσχερή καταστροφή του οχήματος

« [...] Από την προαναφερόμενη λοιπόν σύγκρουση, το όχημα του ενάγοντος της πρώτης αγωγής, φέρει ζημίες στο εμπρόσθιο μέρος, στη δεξιά, αλλά και στην αριστερή πλευρά του από την πρόσκρουση στο αυτοκίνητο και την πτώση του στο οδόστρωμα [...]. Η ως άνω μοτοσικλέτα [...], είχε διανύσει μέχρι την ημέρα του ατυχήματος περίπου 13.000 χλμ. και η πριν από το ατύχημα αξία της [...] ποσού 3.990,00 ευρώ, [...] και η δαπάνη επισκευής της, η οποία ανέρχεται, όπως προαναφέρθηκε, στο ποσό των 4.542,40 (4.046,40 +496,00) ευρώ, χωρίς να προστεθεί και η μείωση της εμπορικής της αξίας, ανερχόμενη τουλάχιστον στο ποσοστό του 20%, κρίνεται οικονομικά ασύμφορη γιατί είναι ελαφρώς ανώτερη από την πριν από το ατύχημα αγοραστική αξία αυτής. Πρόκειται, επομένως, περί ολοσχερούς καταστροφής της μοτοσυκλέτας, υπό την οικονομική του όρου έννοια, πέραν του ότι και μετά την επισκευή της δε θα εξασφαλίζονταν η ασφαλής κυκλοφορία της, γιατί είχε πρόβλημα στο σκελετό της και ούτω η ζημία του ενάγοντος της πρώτης αγωγής ανέρχεται στο προαναφερθέν ποσό της εμπορικής αξίας αυτής, ύψους 3.800,00 ευρώ[...]».


Προκειμένου να αξιολογηθεί το ως άνω εισφερθέν διατακτικό θέτουμε ως εναρκτήρια βάση την κεντρική διάταξη περί αδικοπρακτικής ευθύνης του 914 ΑΚ που προβλέπει την υποχρέωση αποζημίωσης του ζημιωθέντος από αυτόν που παρανόμως και υπαιτίως τον ζημίωσε. Συμπληρωματικά βέβαια θα ανατρέξουμε κατά περίπτωση και σε άλλες διατάξεις του αστικού δικαίου που έρχονται να διασαφηνίσουν τα όρια, την έκταση και τις προϋποθέσεις αυτής της αποζημίωσης. Έτσι, ως προς την παρούσα αξίωση θα ανατρέξουμε περαιτέρω στο άρθρο 297 ΑΚ, όπου τίθεται η τυχόν αποζημίωση του ζημιωθέντος από τον ζημιώσαντα ως καταβλητέα εις χρήμα, δύναται όμως κατά περίπτωση να διατάσσεται και η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση, όπως εδώ, του καταστραφέντος πράγματος. Κατά δε την ακόλουθη διάταξη του 298 ΑΚ ορίζεται επιπλέον ότι η αποζημίωση συνίσταται σε αναπλήρωση τόσο της θετικής ζημίας, της άμεσης δηλαδή μείωσης στην περιουσία του βλαβέντος, όσο και του διαφυγόντος κέρδους που θα προσδοκούσε αυτός να απολάβει κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, το οποίο πρέπει να προβλεφθεί κατά τρόπο αντικειμενικό και με χρονική βάση το σημείο τέλεσης της ζημιογόνου πράξης1.


Η ολοσχερής καταστροφή της μοτοσικλέτας του βλαπτόμενου οδηγού την οποία έκρινε εδώ το δικαστήριο μπορεί να εκτιμηθεί υπό δύο διαφορετικές έννοιες: την τεχνική και την οικονομική2. Κατά την πρώτη, η πλήρης καταστροφή του οχήματος συντελείται όταν η παραμόρφωση του από τη σφοδρότητα της σύγκρουσης είναι τέτοια ώστε έχει απωλεσθεί εντελώς η λειτουργικότητα του με αποτέλεσμα να καθίσταται απρόσφορο ως μέσο για την επιδίωξη του σκοπού χρήσης του3. Κατά δε τη δεύτερη έννοια, στην οποία κυρίως στηρίζεται η νομολογία4 όπως προκύπτει και εκ της παρούσας απόφασης, θεωρείται ότι το όχημα κατεστράφη τελειωτικά μέσω της οικονομικής αποτίμησης των ζημιών που έχει υποστεί, οι οποίες είναι βέβαια ιάσιμες, πλην όμως η αποκατάστασή τους αποβαίνει εξαιρετικά κοστοβόρα και χρονοβόρα με αποτέλεσμα να υπερβαίνει έτσι την εμπορική αξία στην οποία αγοράστηκε αυτό. Φυσικά το συγκρίσιμο ποσό της αξίας του πράγματος μειώνεται έτι περαιτέρω μετά τον υπολογισμό της φυσικής ή όποιας άλλης φθοράς είχε ήδη το όχημα κατά τη χρονική στιγμή του ατυχήματος καθιστώντας έτσι την υπέρβαση του τιθέμενου ορίου ευχερώς προσεγγίσιμη, ενώ δεν δύναται να καταβληθεί ποσό ίσο με το απαιτούμενο για αγορά νέου οχήματος5, καθώς με αυτό τον τρόπο ο ζημιωθείς θα αποκόμιζε και επιπλέον ωφέλεια εις βάρος του ζημιώσαντος που ξεφεύγει από τα όρια της ζημίας που αυτός προξένησε.


Κινούμενο λοιπόν το δικαστήριο εδώ στην προδιαγεγραμμένη νομολογιακή πορεία ορθώς επιδίκασε την αποζημίωση για ολοσχερή καταστροφή του οχήματος με οικονομικά κριτήρια. Αξίζει να σημειωθεί βέβαια ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις είθισται να ζητείται επιπλέον, πέραν της θετικής ζημίας από την ανωτέρω καταστροφή, και το διαφυγόν κέρδος6 του βλαπτόμενου, αφού κατ’ εύλογη κρίση από τη χρονική στιγμή της επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος έως την έκδοση της αποφάσεως με την επιδίκαση της σχετικής αποζημίωσης, αυτός θα βαρύνεται περαιτέρω με τα έξοδα ανεύρεσης ενός νέου οχήματος για την εξυπηρέτηση των αναγκών μετακίνησής του. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με σύναψη κάποιου δανείου για αγορά νέου οχήματος, είτε με μίσθωση άλλου ή ακόμη και με χρήση υπηρεσιών ΤΑΧΙ. Παρόλο που κατά πάγια τακτική παρατηρείται ότι η εν λόγω αξίωση αναγνωρίζεται συνήθως στο πρόσωπο ζημιωθέντος που στηρίζει την επαγγελματική του δραστηριοποίηση στο καταστραφέν7 (μεταφορέας που χρησιμοποιεί τη μοτοσικλέτα του για διανομές, οδηγός επαγγελματικού οχήματος κ.λπ.), κατά την προσωπική γνώμη της γράφουσας θα μπορούσαμε να στηρίξουμε και αντίστοιχη απαίτηση επί της εξυπηρέτησης απλών καθημερινών αναγκών. Μια τέτοια κίνηση θα συνιστούσε επιτρεπτή αναλογία αφού ουσιαστικά πλήττεται ξεκάθαρα εδώ η έννοια της εκμετάλλευσης του πράγματος συνισταμένης τόσο σε επαγγελματική αλλά εξίσου και σε ιδιωτική χρήση του. Ο ζημιωθείς ωστόσο έχει εκ του άρθρου 300 §2 εδ.α ΑΚ την υποχρέωση με ίδιους πόρους να περιορίσει την παράπλευρη αυτή ζημία8, διαφορετικά θα μπορεί να ελεγχθεί η αξίωσή του με αιτίαση καταχρηστικότητας, πράγμα που θέτει ένα πρόσθετο στενό όριο στην ανωτέρω αναλογία, χωρίς ωστόσο να την αποκλείει ολοκληρωτικά.


Αξίωση αποζημίωσης για βλάβη του σώματος ή της υγείας προσώπου

«[...] Εξ’ άλλου ο ενάγων εξ’ αιτίας του ανωτέρω τροχαίου ατυχήματος τραυματίσθηκε [...]. Μετά από κλινικό έλεγχο διαγνώσθηκε με κάκωση γαστροκνημίας και ποδοκνημικής (ΔΕ) και εξήλθε με οδηγίες για ανάπαυση και αναρρωτική άδεια 15 ημερών [...] και [...] επανεξετάσθηκε στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία του ως άνω νοσοκομείου, όπου διαπστώθηκε θλάση δεξιάς γαστροκνημίας και του χορηγήθηκε νέα άδεια 10 ημερών [...]».


Όπως περιγράφεται στο γράμμα της διάταξης του 929 ΑΚ, μια επιπλέον έκφανση της αδικοπρακτικής ευθύνης που συγκεκριμενοποιεί τη γενική ρύθμιση του 914 ΑΚ είναι αυτή που προκύπτει εκ της βλάβης του σώματος ή της υγείας του ζημιωθέντος. Σε αυτή γίνεται ειδική μνεία για τις επιπλέον δαπάνες που θα κληθεί να καταβάλλει ο τελευταίος, συνιστώμενες σε έξοδα νοσηλείας και λοιπών θεραπειών αποκατάστασης της υγείας του. Το άρθρο βέβαια προβαίνει σε ενδεικτική αναφορά των εν λόγω δαπανών αφού, όπως θα δούμε, αυτές δεν περιορίζονται αποκλειστικά σε νοσηλευτικά έξοδα αλλά έχουν αντίκτυπο σε μεγάλο μερίδιο της προσωπικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής του βλαβέντος. Έτσι, στη διάσταση θεωρίας και νομολογίας που παρατηρήθηκε ως προς αυτό9, κρίνεται εύλογο να εφαρμόζεται μια συρροή της ειδικής ευθύνης του 929 ΑΚ με τιην αντίστοιχη γενική των άθρων 914, 297 και 298 ΑΚ, καθώς δεν υπάρχει καμία θεμελιωτική βάση που να επιβάλλει την αποκλειστική εφαρμογή της 929ΑΚ σε βλάβη της υγείας.


Ο ορισμός της βλάβης αυτής της υγείας ευλόγως δεν προσδιορίζεται από τον νομοθέτη αλλά επαφίεται στην ιατρική κρίση επί των εκάστοτε συνεπειών της ζημιογόνου πράξης10. Ωστόσο, η εν λόγω βλάβη δεν μπορεί να νοηθεί για το αστικό δίκαιο καθαρά και μόνο ως προσβολή της υγείας καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αντικείμενο μελέτης του ποινικού δικαίου με την ανάλογη απαξιολόγηση, παρά θα πρέπει να αποτελεί αίτιο ζημίας στην περιουσία του παθόντος προκειμένου να ενταχθεί στην εδώ κρινόμενη επανόρθωση δια της αποζημιώσεως. Εξ αυτού ανακύπτει η ανάγκη να αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της άδικης πράξης του ζημιώσαντος και της βλάβης της υγείας του ζημιωθέντος11, κάτι που βέβαια μας αφορά κυρίως στην περίπτωση επιγενόμενων παθήσεων και τυχόν υποτροπής που θα εμφανίσει ο παθών αργότερα από την ζημιογόνο πράξη. Επί της παρούσης, ενδεχομένως στηριζόμενοι σ’ αυτή την ανάγκη θα έπρεπε να αναζητήσουμε τη συνδρομή της αιτιώδους συνάφειας για την δεύτερη πάθηση (θλάση) που διεγνώσθη στον παθόντα δεκαεπτά ημέρες μετά τον αρχικό τραυματισμό εκ του ατυχήματος, ώστε να διακρίνει το δικαστήριο αν συνδεόταν άμεσα με τον αρχικό τραυματισμό ή άλλως αν προέκυψε από διαδοχικά συμβάντα, όπως τυχόν η μη ορθή τήρηση των ιατρικών οδηγιών από τον παθόντα. Κάτι τέτοιο ενδεχομένως θα μείωνε σημαντικά την ευθύνη του ζημιώσαντος, ειδικά ως προς την απώλεια της προσόδου από την εργασία του παθόντος. Το δικαστήριο παρόλο που δεν το εξετάζει σαφώς εδώ σαν ζήτημα, ως προς το θέμα της οικιακής βοηθού τουλάχιστον του χορηγεί όπως θα δούμε την αποζημίωση για πλασματική δαπάνη μόνο για το πρώτο διάστημα των δεκαπέντε ημερών αλλά από την άλλη συμπεριλαμβάνει τελικά όλο το διάστημα των είκοσι πέντε ημερών στην αποζημίωση από την αδυναμία εργασίας, παραβλέποντας εν τέλει την εν λόγω προβληματική και αναγνωρίζοντας σιωπηρά την δεύτερη διάγνωση ως άμεση συνέπεια του αρχικού τραυματισμού.


Ως προς την αναζήτηση των νοσηλείων που ρυθμίζει εδώ το άρθρο 929 ΑΚ κατά τη γραμματική τους έννοια και πριν προχωρήσουμε στις άλλες δαπάνες που όπως είδαμε συμπεριλαμβάνονται στην εν λόγω διάταξη, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην παρούσα περίπτωση ούτε αναζητήθηκαν από τον ενάγοντα αλλά και το Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε σε αυτά, εφόσον, όπως μπορούμε να υπονοήσουμε, η όλη δαπάνη για την σωτηρία και την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος, (φάρμακα, αμοιβές ιατρών, παραμονή στο νοσοκομείο, κ.λπ.)12 καλύφθηκε σε σημαντικό βαθμό από τον ασφαλιστικό φορέα του μιας και αυτός διαμετακομίστηκε και νοσηλεύτηκε σε δημόσιο νοσοκομείο. Ωστόσο υπάρχει νομολογία που αντικρούει την εν λόγω θέση ορίζοντας ότι δεν αποσβέννυται η αξίωση του ασφαλισμένου για τα νοσήλεια του αφού αυτή δε μεταβιβάζεται στον ασφαλιστικό φορέα ελλείψει νομοθετικής ρυθμίσεως13.


Αξίωση αποζημίωσης για πλασματική δαπάνη από απασχόληση υποκατάστατης δυνάμεως ( γονέων του παθόντος)

«[...] Βάσει των ως άνω ημερών αδείας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκύπτει ότι ο ενάγων [...] κινούμενος με βακτηρίες είχε την ανάγκη των υπηρεσιών οικιακής βοηθού, για το πρώτο διάστημα των δέκα πέντε ημερών, για μερική απασχόληση και υποβοήθηση στην εκτέλεση οικιακών εργασιών, δεδομένου ότι αυτός ζούσε στο ίδιο σπίτι, με τους γονείς του. Κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα οι γονείς του ενάγοντος παρείχαν στον τελευταίο τις αναγκαίες περιποιήσεις και φροντίδες, με μέτρο που υπερέβαινε την από την ηθική επιβαλλόμενη υποχρέωσή τους για φροντίδα και βοήθεια του τέκνου τους, με υπερένταση και εντατικοποίηση των προσπαθειών τους, με αντίστοιχο περιορισμό των δικών τους αναγκών και σε βάρος των δικών τους ασχολιών. Με τα δεδομένα αυτά το δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 450,00 (30,00 ευρώ ημερησίως x 15 ημέρες) ευρώ, το οποίο θα έπρεπε να καταβάλλει αν προσελάμβανε μια άλλη οικιακή βοηθό, για μερική απασχόληση, δεκτού γενομένου εν μέρει του σχετικού αιτήματος».


Στο ευρύ πλαίσιο της διάταξης του 929 ΑΚ όπως είδαμε παραπάνω, περιλαμβάνεται η αποζημίωση για κάθε δαπάνη που έγινε για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος14 όπως όλες οι ιατρικές θεραπείες, τα φάρμακα, η αγορά ειδικών βακτηριών σε σωματικές κακώσεις (που εδώ δεν ρυθμίζεται), καθώς και τα τυχόν έξοδα για πρόσληψη εξειδικευμένου αποκλειστικού νοσηλευτή ή ενδεχομένως οικιακού βοηθού για την υποβοήθηση του παθόντος σε περίπτωση που ο ίδιος χρειαζόταν βοήθεια για να αυτοεξυπηρετηθεί. Ειδικά στο θέμα του οικιακού βοηθού δημιουργείται ζήτημα εφόσον κάποια τρίτα πρόσωπα, συγγενικά (σύζυγος ή γονείς) ή και φιλικά στον παθόντα επωμιστούν, από τη σχέση φιλοφροσύνης και το ηθικό καθήκον συμπαραστάσεως προς αυτόν, όλο το βάρος της υποβοήθησης και εξυπηρέτησης του15.


Σε μια τέτοια περίπτωση είναι βέβαια προφανές ότι δεν προκύπτει για τον παθόντα κάποια ιδιαίτερη δαπάνη αφού δεν αναγκάζεται να καταβάλλει μισθούς από εργασιακή σχέση οικιακού βοηθού, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι η διαμορφωμένη κατάσταση δεν συνεπάγεται κανένα κόστος. Έτσι, οι τρίτοι που αναλαμβάνουν την φροντίδα του παθόντος αναγκάζονται να διαθέσουν αρκετό χρόνο προς αυτό ενώ είναι αρκετά πιθανό να αντιμετωπίσουν και οικονομική απώλεια από την αδυναμία τους να εργαστούν. Κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται το άτοπο ενώ υφίσταται στην πραγματικότητα ζημία του παθόντος στη σχέση του με τον ζημιώσαντα, αυτή εν τέλει να μετακυλίεται απλώς στα τρίτα συγγενικά πρόσωπα και να παραμένει αναποζημίωτη υπέρ του ζημιώσαντος. Προς αντιμετώπιση αυτού του ατόπου έχει δημιουργηθεί το μόρφωμα της πλασματικής δαπάνης16, το οποίο αναγόμενο στη διάταξη του άρθρου 930§ 3 ΑΚ17 αφήνει αναλλοίωτο το δικαίωμα του παθόντος προς αποζημίωση από τον ζημιώσαντα για τις φροντίδες που έλαβε, οι οποίες παρόλο που δεν παρασχέθηκαν επ’ ανταλλάγματι, θα μπορούσαν ωστόσο να αποτελέσουν αμοιβόμενη παροχή εργασιών από εξωτερικό πρόσωπο εφόσον δεν υπήρχε η βοήθεια των συγγενών18 και αποτιμώνται αντιστοίχως προς το ωρομίσθιο ή ημερομίσθιο αυτού. Νομολογιακά η εν λόγω τακτική έχει στηριχθεί και στο γεγονός ότι οι οικείοι του παθόντος έχουν μεν νομική υποχρέωση φροντίδας του, η προκειμένη φροντίδα όμως υπερβαίνει κατά πολύ το εύλογο αυτό μέτρο εκ του νόμου γ’ αυτό και αξιώνει αποζημιώσεως19. Τέλος οφείλουμε να σημειώσουμε οτ η εν λόγω αξίωση αναγνωρίζεται τελικά αποκλειστικά στο πρόσωπο του παθόντος και οι συγγενείς δεν μπορούν να στραφούν απευθείας κατά του ζημιώσαντος20.


Αξίωση αποζημίωσης δαπανών για βελτιωμένη διατροφή

«[...] Το αίτημα όμως του ενάγοντος να του καταβληθεί ποσό 125,00 ευρώ για δαπάνες βελτιωμένης διατροφής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, κατ’ ουσίαν, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια της ανάρρωσής του είχε ανάγκη βελτιωμένης διατροφής σε σχέση με τη συνήθη διατροφή. Άλλωστε ο αγωγικός αυτός ισχυρισμός δεν ενισχύθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, όπως έγγραφη σχετική ιατρική σύσταση, για το ως άνω είδος του τραυματισμού του, για το οποίο και δεν καθορίζεται υπό του ενάγοντος ο βαθμός θλάσης».

Το ζήτημα των δαπανών για βελτιωμένη διατροφή του ζημιωθέντος εντάσσεται και πάλι στο ευρύ πλαίσιο των δαπανών αποκατάστασης της υγείας του κατά το 929 ΑΚ. Στην πράξη ωστόσο η συγκεκριμένη δαπάνη παγίως δεν εγκρίνεται από το δικαστήριο και εξ αυτού δεν αποζημιώνεται, με την ίδια πάντα αιτιολογία της μη προσκόμισης σχετικής ιατρικής οδηγίας που την επέβαλε21. Η συγκεκριμένη δαπάνη αναγνωρίζεται μόνο σε ορισμένες σωματικές κακώσεις ενώ αποτελεί κατάλοιπο παλαιών εποχών οικονομικής ανέχειας. Ενδέχεται βέβαια να συνιστά και σήμερα απαραίτητο βοήθημα σε περιπτώσεις μεγάλης ένδειας αλλά θα πρέπει τότε να κριθεί ad hoc σύμφωνα με την οικονομική κατάσταση του παθόντος22.


Αξίωση αποζημίωσης από επελθούσα ζημία και διαφυγόντα κέρδη λόγω ανικανότητας για εργασία

«[...] Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι συνεπεία της καταστάσεως της υγείας του ο ενάγων κατέστη ανίκανος προς εργασία [...] και συγκεκριμένα για 25 ημέρες με αποτέλεσμα να απωλέσει το ποσό των 549,78 ευρώ, που μετά πιθανότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα απεκέρδαινε εκ της εργασίας του [...] για το εν λόγω διάστημα, κατά το οποίο θα εξακολουθούσε να παρέχει τις υπηρεσίες του. Ήδη ο παθών έλαβε ως επιδότηση από το ΙΚΑ το ποσό των 194, 01 ευρώ, το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από το προαναφερόμενο ποσό και ούτω δικαιούται το ποσό των 355,77 (549,78- 194,01) ευρώ».


Σε συρρέουσα εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν περί γενικής αδικοπρακτικής ευθύνης του 914 ΑΚ, θετικής ζημίας και διαφυγόντος κέρδους 297 και 298 ΑΚ και της διάταξης του 929 ΑΚ, προκύπτει εδώ και η αξίωση αποζημίωσης από την αδυναμία του παθόντος να εργαστεί σε αιτιώδη συνάφεια με την βλάβη της υγείας του που προκλήθηκε από το ατύχημα. Η βλάβη εν προκειμένω έγκειται όχι μόνο στη θετική ζημία της μείωσης της περιουσίας του παθόντος αλλά επιτείνεται από την απώλεια των περαιτέρω κερδών που θα είχε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων αποκομίσει ως αποτέλεσμα της εργασίας του23. Η απώλεια των συγκεριμένων απολαβών κρίνεται δυσαπόδεικτη σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως εργασίας ελεύθερου επαγγελματία όπου δεν υπάρχει σταθερή καταβολή μισθού αφού η επαγγελματική του δραστηριότητα είναι κατά βάση απρόβλεπτη αλλά παρόλα αυτά υπολογίζεται με τρόπο συγκεκριμένο και όχι αφηρημένο, βασισμένο σε τυπικά κριτήρια (π.χ. τα έσοδα που καταγράφονται στα εμπορικά βιβλία)24. Εξίσου δύσκολος αν και όχι αδύνατος θα ναι και ο προσδιορισμός του διαφυγόντος κέρδους σε ενδεχόμενη κατάστασης ανεργίας του παθόντος, όπου όμως συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για την ανεύρεση εργασίας και η οποία παρεμποδίστηκε τελικά από το γεγονός της βλάβης της υγείας εκ του ατυχήματος25.


Παρά τις δυσκολίες ωστόσο, στην κρινόμενη υπόθεση η επιμέτρηση του διαφυγόντος κέρδους καθίσταται εξαιρετικά ευχερής αφού η θέση του παθόντος ως μισθωτού απασχολούμενου σε επιχείρηση ενέχει την εκ των προτέρων συμμφωνία ορισμένου μισθού που εκ της συμβάσεως εργασίας μπορεί και να αποδειχθεί στο δικαστήριο και έτσι ορθώς δε το απασχόλησε σε μεγάλη κλίμακα.



Κλάδη Ι. Μαρία

Νομική Σχολή Αθηνών, 2020-2021

Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων The Law Project

 

1 Σταθόπουλος Μ., «Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου», εκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ , Αθήνα-Θεσσαλονίκη, (2004-ανατύπωση 2014), σ. 172.

2 Κρητικός Α., «Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα», εκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, Αθήνα- Θεσσαλονίκη (2019), 5η έκδοση, τόμ. 1ος, σελ. 720.

3 ΕφΑθ 1476/2004 ΕΣυγκΔ 2005, 108 επ., σ.113 σε Χριστακάκου-Φωτιάδη Κ., «Αστική Ευθύνη από Αυτοκινητικά Ατυχήματα», εκδ. Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, Αθήνα (2007), σ. 10.

4 Κρητικός Α., (2019) ό.π., σ., 721, ενδεικτικά ΜπρΑθ 1463/2003,ΕΣυγκΔ 2005, 552 επ., σ.555 σε

Χριστακάκου-Φωτιάδη Κ., (2007), ό.π., σ. 10.

5 ΑΠ 2060/1983, ΝοΒ 1985, σ.25, σε Χριστακάκου-Φωτιάδη Κ., (2007), ό.π., σ. 15.

6 ΑΠ 1460/1990, ΕλλΔνη 1992, σ. 534 σε Κρητικός Α., (2019), ό.π., σ. 726, υποσημ.20.

7 Κρητικός Α., (2019), ό.π., σ. 725.

8 Σταθόπουλος Μ., (2014), ό.π., σ. 202-203.

9 Κρητικός Α., (2019) ό.π., σ., 342.

10 Κρητικός Α., (2019) ό.π., σ., 343.

11 Κρητικός Α., (2019) ό.π., σ., 346.

12 Όπως ορίζει τα νοσήλεια η ΑΠ 1207/2017, ΕλλΔνη 2018, σ. 102 , σε Κρητικός Α., (2019) ό.π., σ. 348.

13 ΕφΘεσ 963/2000 Αρμ 2001, 325 επ., σ. 326, σε Χριστακάκου-Φωτιάδη Κ., (2007), ό.π., σ. 147.

14 Κρητικός Α., (2019) ό.π., σ. 347

15 Κρητικός Α., (2019) ό.π., σ. 352.

16 Κρητικός Α., (2019) ό.π., σ. 356.

17 Η διάταξη 930 §3 αναφέρει : «Η αξίωση αποζήμίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε».

18 Σε αυτό το πνεύμα κινείται και η ΜΠρΑθ 2478/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, σ. 3 έντυπης εκτύπωσης.

19 Κρητικός Α., (2019) ό.π., σ. 356.

20 Κρητικός Α., (2019) ό.π., σ. 359.

21 Ενδεικτικά βλ. ΜΠρΑθ 2478/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, σ. 3 έντυπης εκτύπωσης και ΜΠρΑθ 322/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, σ. 3 έντυπης εκτύπωσης.

22 Κρητικός Α., (2019) ό.π., σ. 350.

23 Κρητικός Α., (2019) ό.π., σ. 385.

24Κρητικός Α., (2019) ό.π., σ. 396-397.

25 ΑΠ 1527/2001, ΧρΙΔ 2002, 30 επ., σ. 31 σε Χριστακάκου-Φωτιάδη Κ., (2007), ό.π., σ. 128-129.


148 views0 comments

Comentários


bottom of page