top of page

Ανικανότητα σύναψης σύμβασης και κατάρτισης διαθήκης - (ΑΠ 360/2021)

Της Κατερίνας Παπαθεοδώρου


Ανικανότητα σύναψης σύμβασης και κατάρτισης διαθήκης - (ΑΠ 360/2021)




 

Κληρονόμος που αποκλείστηκε από την κληρονομική διαδοχή της ετεροθαλούς αδελφής της, η οποία την απέκλεισε δυνάμει δωρεών και διαθήκης, ισχυρίζεται ακυρότητα των δικαιοπραξιών αυτών. Προκύπτουν λοιπόν τα εξής ζητήματα:


Πότε γίνεται λόγος για διανοητική διαταραχή που καθιστά το πρόσωπο ανίκανο προς σύναψη σύμβασης και σύνταξη διαθήκης;

Ποιος φέρει το βάρος απόδειξης και τι καλείται να αποδείξει;

Πότε ελλείπει αιτιολογία του δικαστηρίου, ώστε η απόφαση αυτού να καθίσταται αναιρετέα; Πότε γίνεται λόγος για αντιφατικούς ισχυρισμούς;

 

Περίληψη της υπόθεσης

Η εν λόγω υπόθεση, αφορά στην διεκδίκηση από την ενάγουσα, της κληρονομιαίας περιουσίας της ετεροθαλούς αδελφής της, η οποία απεβίωσε. Στρέφεται κατά της οικιακής βοηθού της θανούσας, στην οποία φαίνεται να επάγεται το σύνολο της περιουσίας της τελευταίας. Ειδικότερα, η περιουσία της διαθέτιδος κατά το χρόνο του θανάτου της εξαντλούνταν σε τρία ακίνητα. Το πρώτο εξ αυτών το είχε ήδη μεταβιβάσει με δωρεά στην εναγόμενη εν ζωή, διατηρώντας η ίδια δια βίου δικαίωμα οίκησης. Ως προς το δεύτερο ακίνητο, είχε προχωρήσει σε χαριστική επίδοση αυτού υπέρ της εναγομένης, με δωρεά αιτία θανάτου. Τέλος, συνέταξε ιδιόγραφη διαθήκη με την οποία κατέλειπε το τρίτο περιουσιακό στοιχείο στην εναγόμενη κατά πλήρη κυριότητα. Κατά το χρόνο του θανάτου της, η κληρονομουμένη κατέλειπε μοναδική πλησιέστερη συγγενή την ενάγουσα, ως ετεροθαλούς της αδελφής, η οποία αποδέχθηκε την κληρονομιαία περιουσία της θανούσας, θεωρώντας εαυτόν μοναδικό κληρονόμο βάσει της εξ αδιαθέτου διαδοχής.


Θεωρεί, ειδικότερα, και προσβάλλει ως άκυρες τις χαριστικές παροχές στις οποίες προέβη η αδελφή της εν ζωή, αλλά και τη διαθήκη αυτής, καθόσον υποστηρίζει ότι κατά το χρόνο κατάρτισης αυτών η τελευταία έπασχε από άνοια με κατάθλιψη και σχιζοφρενικού τύπου ψύχωση, ασθένειες δηλαδή που επηρεάζουν αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης. Προς απόδειξη της θέσης αυτής προσκόμισε συνταγογράφηση φαρμακευτικής αγωγής, την οποία προσλάμβανε η θανούσα, για την καταπολέμηση της άνοιας, συστηματικά, με αφετηρία μάλιστα το χρονικό διάστημα λίγους μήνες πριν την σύνταξη του πρώτου συμβολαίου υπέρ της εναγομένης. Περιορίστηκε στην απόδειξη πρόσληψης των φαρμακευτικών σκευασμάτων, παραλείποντας την αναφορά ιατρικών εξετάσεων που να διαγιγνώσκουν ότι πράγματι πάσχει από τις ασθένειες αυτές, καθώς και την επιρροή αυτών στο νοητικό της αποβιώσασας. Προσκόμισε επίσης ένορκες βεβαιώσεις, στις οποίες βεβαιωνόταν διατάραξη της συνείδησής της σε ευρύτερο πλαίσιο. Η εναγομένη, από την άλλη, προσκόμισε επίσης ένορκες βεβαιώσεις οικείων της θανούσας προσώπων, καθώς και γιατρών που επιβεβαίωναν ότι η τελευταία έπασχε από ασθένειες που δεν επηρεάζουν το νοητικό.


Πρόκειται για διαφιλονικία κληρονομικού χαρακτήρα, η οποία φαίνεται να προκάλεσε διχογνωμία μεταξύ των δικαστηρίων του πρώτου και δεύτερου βαθμού. Αφού το Εφετείο εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, κάνοντας δεκτή την έφεση της εναγομένης, απέρριψε την αγωγή της ενάγουσας στην ουσία της. Η ενάγουσα και πλέον αναιρεσείουσα επιστρέφει με αίτηση αναίρεσης της τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου, ενώπιον του Αρείου Πάγου, επικαλούμενη έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.


Το Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχθηκε την αγωγή, δεχόμενο την ανικανότητα της αποβιώσασας να συντάξει διαθήκη και να συνάψει τις χαριστικές δικαιοπραξίες στις οποίες είχε προβεί. Την εν λόγω απόφαση ανέτρεψε το Εφετείο, όταν η αγωγή συζητήθηκε σε δεύτερο βαθμό, το οποίο την ανέτρεψε, θεωρώντας ότι η ενάγουσα, η οποία φέρει το βάρος απόδειξης της ανικανότητας, δεν προβάλλει επαρκείς ισχυρισμούς προκειμένου να θεμελιωθεί ανικανότητα. Θεώρησε, ειδικότερα, ότι η έκθεση της φαρμακευτικής αγωγής που λαμβάνουν ασθενείς για την αντιμετώπιση της άνοιας και της νόσου Alzheimer δεν αρκεί προκειμένου να αποδείξει ούτε ότι έπασχε από αυτές, καθώς σχετική διάγνωση ιατρού δεν προσκομίστηκε, ούτε ότι κατά το χρόνο σύναψης των δικαιοπραξιών και σύνταξης της διαθήκης η θανούσα δεν χαρακτηριζόταν από έλλειψη συνείδησης των πραττομένων, σε σημείο αδυναμίας διάκρισης των συνεπειών της βούλησής της. Ο Άρειος Πάγος, κρίνοντας ότι ευδοκιμεί ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19 που προέβαλε η ενάγουσα, παρέπεμψε στο ίδιο δικαστήριο την υπόθεση, κρίνοντας αντιφατικές τις αιτιολογίες της δευτεροβάθμιας απόφασης.

Αναφυόμενα νομικά ζητήματα


Με αφετηρία τη δικονομική σκοπιά της απόφασης, χωρεί ανάλυση του αναιρετικού λόγου του 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ο οποίος αφορά την αίτηση αναίρεσης της απόφασης, λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης. Συμπληρωματική της 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ και αποτελώντας ουσιαστικογενή λόγο αναίρεσης, δηλαδή δικονομική παράβαση που αφορά σε ουσιαστικό ζήτημα, συνιστά τον συνηθέστερα προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης στα πλαίσια του Ακυρωτικού, ειδικά, δε, αναφορικά με την εξειδίκευση αόριστων εννοιών και γενικών αρχών δικαίου. Ιδρύεται, λοιπόν, ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19, στις περιπτώσεις που η ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, είτε δεν περιλαμβάνει καθόλου ή αναφέρει ανεπαρκώς ή κατά τρόπο αντιφατικό τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου και τα οποία αναφέρονται σε ζήτημα το οποίο διαδραμάτισε ουσιώδη ρόλο στην θεμελίωση δικανικής πεποίθησης του δικαστηρίου της ουσίας. Συντρέχει λοιπόν ο εν λόγω λόγος αναίρεσης, στις περιπτώσεις που, όπως δέχεται ο Άρειος Πάγος, δεν προκύπτουν από το αιτιολογικό της απόφασης σαφώς και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι κατά τον νόμο αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στην συζητούμενη περίπτωση. Οι ισχυρισμοί των οποίων η αιτιολογία ελλείπει, ή θεμελιώνεται ανεπαρκώς ή αντιφατικά, πρέπει να είναι αυτοτελείς, να κατευθύνονται, δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε. Δεν εφαρμόζεται ο λόγος αυτός, ελλείψει αιτιολογίας αναφορικά με την αξιολόγηση των αποδείξεων. Στην περίπτωση συνδρομής του λόγου, δεν απαιτείται, μάλιστα, επίκληση του λόγου από τον διάδικο, καθώς λαμβάνεται υπ’ όψη αυτεπαγγέλτως από το Ακυρωτικό.


Προχωρώντας στα ουσιαστικά ζητήματα, κύριο πυλώνα της ανάλυσης αποτελεί η ανικανότητα σύναψης δικαιοπραξίας του φυσικού προσώπου, λόγω διατάραξης της συνείδησής του. Αναφορικά, λοιπόν, με την ικανότητα ή μη σύναψης εν ζωή δικαιοπραξιών, απασχολεί το άρθρο 131 ΑΚ, ενώ ιδιαίτερα ως προς την ικανότητα σύναψης διαθήκης, δίνεται έμφαση στο άρθρο 1719 ΑΚ.


Ανίκανος προς σύναψη δικαιοπραξίας κατά την ΑΚ 131 είναι αυτός που κατά το χρόνο της δήλωσης βούλησης δεν έχει συνείδηση των πράξεών του ή βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που επηρεάζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Κατά συνέπεια, η δήλωση βουλήσεως που διατυπώθηκε από ανίκανο κατά το χρόνο αυτό πρόσωπο, επιφέρει ακυρότητα της δικαιοπραξίας, της οποίας ουσιώδες στοιχείο αποτελεί, η οποία είναι απόλυτη, κατά την κρατούσα άποψη, μπορεί δηλαδή να προβληθεί από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον από την εν λόγω ακυρότητα. Κατ’ εξαίρεση περιορίζεται το δικαίωμα των κληρονόμων να προσβάλλουν ως άκυρες δικαιοπραξίες του κληρονομούμενου βάσει της ΑΚ 131 παρ. 2, η οποία, ωστόσο, αφορά μόνο τις επαχθείς δικαιοπραξίες.


Σε περίπτωση μη συνδρομής ανικανότητας στο πρόσωπο του διαθέτη, η τύχη τυχόν δωρεών εν ζωή ή αιτία θανάτου δεν θίγονται, παρά μόνο στα πλαίσια προστασίας της νόμιμης μοίρας. Περαιτέρω, ο κληρονομούμενος έχει το δικαίωμα να ορίσει την τύχη της περιουσίας του για τον χρόνο μετά τον θάνατό του (ΑΚ 1712), ο δε νόμος αναγνωρίζει την πρωταρχία της εκ διαθήκης διαδοχής έναντι των λοιπών τρόπων και ότι μεταγενέστερη διαθήκη υπερτερεί της προγενέστερης στον βαθμό που εναντιώνεται αυτής ως προς το περιεχόμενό της (ΑΚ 1764). Εναντίωση θεμελιώνεται όταν οι μεταξύ των διαθηκών διατάξεις είναι ασυμβίβαστες, καθιστώντας πρακτικά αδύνατη την εκτέλεση και των δύο (ΑΠ 64/2006 ΕλλΔνη 47, σελ. 1413).

Κάθε άνθρωπος αποκτά με τον θάνατό του την ιδιότητα του κληρονομουμένου, η οποία απορρέει από την αρχή του διατιθέναι, στα πλαίσια της ικανότητας δικαίου, που διέπει κάθε φυσικό πρόσωπο. Η ΑΚ 1718, ωστόσο, απαιτεί για την έγκυρη σύνταξη διαθήκης να μην συντρέχουν περιπτώσεις ανικανότητας της ΑΚ 1719, η συνδρομή των οποίων αποκλείει την έγκυρη σύνταξη διαθήκης. Η ΑΚ 1719 περ. 3, ως ειδικότερη έκφανση της ΑΚ 131, καθιστά ανίκανο προς σύνταξη διαθήκης τον διαθέτη, ο οποίος, κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης δεν είχε συνείδηση των πράξεών του, ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει την αποφασιστική λειτουργία της βούλησής του. Πρόκειται, δηλαδή, για αδυναμία του διαθέτη, σε βαθμό σύγχυσης, να διαγνώσει, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, την ουσία, το περιεχόμενο και τις συνέπειες που θα προκύψουν από την πράξη που επιχειρεί. Η διατάραξη της συνείδησης μπορεί να προέρχεται από νοσηρή ή μη αιτία (ΑΠ 964/2005 ΕλλΔνη 46, σελ. 1451). Ψυχική ή διανοητική διαταραχή νοείται, ειδικότερα, κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων (ΑΠ 1110/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι ασθένειες που μπορούν να οδηγήσουν στην πιο πάνω διαταραχή είναι οι γνωστές ψυχώσεις, όπως π.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως η γεροντική άνοια, όταν όμως από αυτήν προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου σε βαθμό που να αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης. Αντιθέτως, η απλή απομείωση της νοητικής ικανότητας του διαθέτη, που συχνά συνοδεύει τη γήρανση είναι φαινόμενο απολύτως φυσιολογικό και η επίκληση και απόδειξή της δεν δικαιολογεί, από μόνη της, ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης (ΑΠ 237/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο διαθέτης λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, αφορά στις γνήσιες ψυχώσεις και στις οργανοψυχικές παθήσεις, που οφείλονται σε παθολογοανατομικές αλλοιώσεις του εγκεφάλου ή άλλες εγκεφαλικές διαταραχές, εξαιτίας των οποίων να παρεμποδίζεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησής του και ασκείται αποφασιστική επιρροή σε αυτή, με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της ικανότητας αντικειμενικού ελέγχου της πραγματικότητας από το διαθέτη (ΑΠ 187/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δε αστάθεια στον γραφικό χαρακτήρα του διαθέτη, οι διαγραφές και οι μουτζούρες, δεν αρκούν από μόνες τους, προκειμένου να διαπιστωθεί έλλειψη λογικής κρίσης που συνεπιφέρει ανικανότητα (ΑΠ 105/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ)


Τόσο, δε, η ικανότητα, όσο και τυχόν ανικανότητα του διαθέτη να συντάξει διαθήκη κρίνονται κατά το χρόνο της σύνταξης. Στο πλαίσιο της ιδιόγραφης διαθήκης, ο διαθέτης απαιτείται να είναι ικανός από την αρχή, το χρονικό εκείνο σημείο που ξεκινάει τη διατύπωση της δήλωσης τελευταίας βούλησης, έως και την περάτωση αυτής, με χρονολόγηση και υπογραφή αυτής. Έχει διατυπωθεί, βέβαια, και η άποψη ότι αρκεί να είναι πλήρως ικανός κατά το χρόνο της περάτωσης σύνταξης της διαθήκης, με προγενέστερη ανικανότητα να μην επηρεάζει το κύρος της διαθήκης. Η δε ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης και πρέπει να συντρέχει καθ’ όλη τη διάρκεια της σύνταξής της (ΑΠ 1420/2010 ΕλλΔνη 52, σελ. 467). Στην περίπτωση ειδικά που ο διαθέτης πάσχει από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, αν μεν πρόκειται για πάθηση περιοδικού ή παροδικού χαρακτήρα, απαιτείται και πάλι να αποδειχθεί η ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης (ΑΠ 360/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην ιδιόγραφη, ειδικά, διαθήκη, έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι αρκεί η ανικανότητα κατά την στιγμή περάτωσης της διαθήκης, ενώ τυχόν ανικανότητα σε προγενέστερο στάδιο δεν ασκεί επιρροή. Απαιτείται, επίσης, αιτιώδης συνάφεια της θόλωσης της λογικής κρίσης του διαθέτη και της διάταξης τελευταίας βούλησης αυτού, η οποία δεν του επέτρεψε να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της βούλησής του, ενώ απλή νύξη στην φαρμακευτική αγωγή και την κατάσταση υγείας που πιθανόν οδήγησε σε θόλωση της κρίσης δεν αρκεί (ΑΠ 496/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).


Η ακυρότητα των δικαιοπραξιών του, κατά τα παραπάνω ανικάνου, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής είναι απόλυτη, ώστε, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, δύναται να την προσβάλλει (ΑΠ 531/2018), φέροντας μάλιστα το βάρος απόδειξης, τόσο μεν ως προς τα περιστατικά που θεμελιώνουν την ανικανότητα, αλλά και αναφορικά με τον χρόνο συνδρομής αυτής.


Αντιπαράθεση θεωρίας – νομολογίας


Αντιπαράθεση ανάμεσα στην θεωρία και τη νομολογία έχει αναδυθεί αναφορικά με το εύρος εφαρμογής του αναιρετικού λόγου του άρθρου 559 αριθ. 19. Κατά την αρεοπαγιτική νομολογία οι δικονομικοί κανόνες δικαίου ελέγχονται περιοριστικά με τους αναιρετικούς λόγους των αριθμών 2-18 και 20, επομένως οι λόγοι του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19, περιορίζονται σε ουσιαστικούς μόνο κανόνες. Με σκοπό ο Άρειος Πάγος να μπορεί να ελέγξει ορισμένους κανόνες δικαίου και για έλλειψη νόμιμης βάσης, σπεύδει να χαρακτηρίζει κανόνες δικαίου ως ουσιαστικούς. Διαφορετικά, ο έλεγχος της νόμιμης βάσης θα καθίστατο ανέφικτος. Η θεωρία επικρίνει αυτή την μέθοδο, θεωρώντας ότι δεν προκύπτει από το γράμμα του νόμου σχετικός περιορισμός εφαρμογής των 559 αριθ. 1 και 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, καθώς αν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση, ο νομοθέτης θα το ανέφερε ρητά.


Θεωρία και νομολογία, ωστόσο ταυτίζονται στην παραδοχή ότι η εφαρμογή του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ χωρεί μόνο στις περιπτώσεις ελλείπουσας ή ανεπαρκούς αιτιολογίας της ελάσσονος πρότασης, χωρίς να γίνεται κανένας λόγος για τη μείζονα. Μέρος της θεωρίας θεωρεί, ωστόσο, ότι ούτε αυτή η νομολογιακή παραδοχή είναι καθ’ όλα ορθή. Υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι η διάταξη του άρθρου αυτού σε συνδυασμό με τη συνταγματική επιταγή που απορρέει από το άρθρο 93 Σ, θεμελιώνει δύο λόγους αναίρεσης. Ο μεν πρώτος περιλαμβάνει την περίπτωση της ανεπαρκούς ή αντιφατικής αιτιολογίας, σε ζήτημα που επέδρασε ουσιωδώς στον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης. Πρόκειται, κατά την άποψη αυτή, για έλλειψη νόμιμης βάσης στενή εννοία και περιορίζεται στον έλεγχο της ελάσσονος πρότασης. Αντιθέτως, η πλήρης έλλειψη αιτιολογίας μπορεί να εκτείνεται στην ελάσσονα, αλλά και τη μείζονα πρόταση.


Η θέση της νομολογίας αναφορικά με την ακυρότητα δικαιοπραξιών λόγω ανικανότητας, συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης των διαθηκών, η νομολογία παραμένει σταθερή. Διατηρεί αυστηρότατη προσέγγιση, καθώς προτεραιότητα τίθεται στην εξεύρεση της πραγματικής βούλησης του διαθέτη. Αν δεν αποδειχθεί πλήρως και αδιάσειστα, από τον φέροντα το βάρος απόδειξης, ότι κατά το χρόνο κατάρτισης ο διαθέτης έπασχε από διατάραξη στη συνείδηση, δεν αναγνωρίζει ακυρότητα. Αντιμετωπίζει την εν λόγω προβληματική ιδιαίτερα φειδωλά, δεν αρκείται στην θεμελίωση από τον διάδικο μίας ευρύτερης εικόνας. Ακόμα και στην περίπτωση συνδρομής νοσηρών αιτίων, η αδυναμία διάκρισης του συναλλασσομένου πρέπει να προκύπτει αιτιωδώς και να αποδεικνύεται ρητά. Στο πλαίσιο του κληρονομικού δικαίου, τεκμαίρεται, μάλιστα, η εγκυρότητα της διαθήκης εφόσον έχει τηρηθεί ο νόμιμος τύπος. Κατ’ εξαίρεση, ωστόσο, αν πρόκειται για διαρκή μη ιάσιμη πάθηση, ή βαριά ψυχική διαταραχή, η συνδρομή της κατά το χρόνο σύνταξης τεκμαίρεται, λόγω της διάρκειας αυτής (ΠΠρΘεσσαλ 1074/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).


Προσωπικές απόψεις γράφουσας


Χαρακτηριστική περίπτωση της ανωτέρω αναφερόμενης διαρκούς μη ιάσιμης πάθησης αποτελεί η νόσος Alzheimer, από την οποία, ισχυρίζεται η ενάγουσα, ότι έπασχε η αδελφή της κατά το χρόνο που προέβη στις περιγραφόμενες ενέργειες. Πρώτο, λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, άξιο σχολιασμού ζήτημα, αποτελεί αν πράγματι οι ισχυρισμοί της ενάγουσας περί ανικανότητας θεμελιώθηκαν επαρκώς και αφετέρου η αξιολόγηση της εφαρμογής εν προκειμένω της διάταξης 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ.


Κατά τη γνώμη μου, η απόφαση του Εφετείου, η οποία απέρριψε την αγωγή της ενάγουσας, λόγω ανεπαρκούς απόδειξης περί της ανικανότητας, παρίσταται πειστική. Ειδικότερα, η εμμονή στη λήψη ορισμένων φαρμάκων χωρίς προσδιορισμό του λόγου χορήγησής τους, δεν αρκεί για να θεμελιώσει έλλειψη συνείδησης, πολλώ δε μάλλον κατά το συγκεκριμένο χρόνο κατάρτισης των δικαιοπραξιών. Δεν προχωρά σε καμία διάγνωση ή ιατρική γνωμάτευση που να θεμελιώνει την συνδρομή άνοιας, ούτε αναφέρει ονόματα ιατρών που εξέταζαν την αποθανούσα το διάστημα αυτό. Αντιθέτως, όπως επικαλέστηκε η εναγομένη, η αποβιώσασα πραγματοποιούσε το σύνολο των συναλλαγών της κατά μόνας, χωρίς τη συνδρομή εξωτερικής βοήθειας, ενώ οι καθημερινές της επικοινωνίες φαίνονταν φυσιολογικές. Άλλωστε, κατά τη διάρκεια της ζωής της ακόμα δήλωνε ρητά τους λόγους που επιθυμούσε η περιουσία της να περιέλθει στην εναγομένη. Δεν παρουσιάζουν επομένως ασυνέχεια οι πράξεις της.


Δέχεται ωστόσο ο Άρειος Πάγος τη συνδρομή αντιφατικών αιτιολογιών στην ελάσσονα πρόταση της απόφασης του Εφετείου. Εξήγησε ότι δεν θεμελιώθηκε πλήρως πώς είναι δυνατόν να ελάμβανε η αποβιώσασα τα εν λόγω φαρμακευτικά σκευάσματα για πολλά χρόνια, χωρίς να έπασχε από την ασθένεια, την οποία αυτά θεραπεύουν. Θεώρησε, λοιπόν, ότι, μολονότι το Εφετείο δέχθηκε την λήψη φαρμάκων, αρνήθηκε την συνδρομή της ασθένειας, ισχυρισμοί που δεν βαίνουν παράλληλα. Πράγματι, πώς είναι δυνατόν να λάμβανε μια συγκεκριμένη αγωγή, γεγονός που αποδεικνύεται πλήρως, επί σειρά ετών, χωρίς όμως να έπασχε από την εν λόγω ασθένεια για την οποία η αγωγή προορίζεται. Στα πλαίσια αυτά δικαίως εγείρεται ο προβληματισμός: Η λήψη της φαρμακευτικής αγωγής οδηγεί στην αποδοχή της άποψης ότι η αποθανούσα έπασχε από διαρκή μη ιάσιμη πάθηση, που επηρεάζει τη μνήμη, επομένως χωρεί εφαρμογή των ΑΚ 131 και ΑΚ 1719. Από την άλλη όμως το Εφετείο δηλώνει ότι δεν έπασχε, γεγονός που αποκλείει την εφαρμογή των προαναφερόμενων άρθρων. Στο πλαίσιο αυτό, το Ακυρωτικό οδηγείται σε σύγχυση.


Ωστόσο, διατηρώ μια μικρή επιφύλαξη ως προς τον λόγο αναίρεσης που θέλει τη θεμελίωση αντιφατικών ισχυρισμών, η οποία έγκειται στο εξής. Υπό μια διαφορετική σκοπιά, το Εφετείο, δεν δέχθηκε τόσο την συνδρομή της πάθησης, όσο και τη μη συνδρομής αυτής. Δήλωσε ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε επαρκώς τη συνδρομή αυτής. Η αιτιολογία του περιορίζεται στη φαρμακευτική αγωγή που λάμβανε, καθώς σε αυτή περιορίστηκε η απόδειξη της ενάγουσας, την οποία το Εφετείο έκρινε ανεπαρκή να θεμελιώσει ανικανότητα στο πρόσωπο της αποθανούσας. Επομένως, παύει πλέον να αφορά τα πραγματικά περιστατικά και την υπαγωγή αυτών στον κανόνα δικαίου. Πρόκειται για εκτίμηση των αποδείξεων που παραμένουν εκτός αναιρετικού ελέγχου.


Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Εφετείο για επανεκδίκαση, μη έχοντας ακόμα καταστεί αμετάκλητη.


Βιβλιογραφία

Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, 2018

Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας 2014

Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, 2012



Κατερίνα Παπαθεοδώρου,

Νομική Σχολή Αθηνών, 4ο έτος,

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του Law Project

38 views0 comments
bottom of page