top of page
Writer's picturethelawproject

Αναπροσαρμογή μισθώματος εμπορικής σύμβασης, λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών - (ΑΠ 339/2020)

Της Άννας Φαφαλιού


Αναπροσαρμογή μισθώματος εμπορικής σύμβασης,

λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών

(ΑΠ 339/2020)



 

Η απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, ως νομική έννοια, ρυθμίζεται στον ελληνικό Αστικό Κώδικα, στο άρθρο 388. Ποιες είναι όμως αυτές οι συνθήκες, που η απρόβλεπτη μεταβολή τους δύναται να επιφέρει την ανατροπή μιας σύμβασης; Αποτελεί τέτοια συνθήκη η οικονομική κρίση, ιδίως στην έκταση που τη γνωρίσαμε από το 2008 και ως σήμερα και ιδίως στην Ελλάδα, σε μία από τις βαθύτερα πληγείσες από αυτήν χώρες;


Με αφορμή την υπό εδώ μελέτη απόφαση του ελληνικού Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, θα γίνει ανάλυση τόσο των προϋποθέσεων συνδρομής του άρθρου 388 του Α.Κ., όσο και ενός εκ των πλέον δυσχερέστερων και πολυπλοκότερων δικονομικών ζητημάτων, των αναιρετικών λόγων του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και συγκεκριμένα των λόγων με αριθμό 1, 8, 11, 14 και 19.

 

Το ιστορικό της υπόθεσης


Η υπόθεση που αποτελεί το επίκεντρο αλλά και το εφαλτήριο για την ανάλυση αυτή είναι η σύμβαση εμπορικής μίσθωσης του εστιατορίου του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, που συνήψαν η ομόρρυθμη εταιρεία διαχείρισης του εστιατορίου, ως μισθώτρια, και το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων», ως εκμισθωτής. Η νομική διαμάχη ξεκίνησε με αγωγή της μισθώτριας και ήδη αναιρεσίουσας Ο.Ε, στην οποία ζητούσε την αναπροσαρμογή και συγκεκριμένα τη μείωση του μηνιαίου μισθώματος, συνεπεία της οικονομικής κρίσης του 2008. Στη θέση του εναγομένου και ήδη αναιρεσίβλητου, το ΝΠΔΔ ως εκμισθωτής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία δέχθηκε κατ’ουσίαν την αγωγή ως προς την κύρια αγωγική βάση της, εκ του άρθρου 388 Α.Κ και μείωσε το μηνιαίο μίσθωμα, όπως ζήτησε η ενάγουσα. Κατόπιν, οι διάδικοι προχώρησαν σε αντίθετες εφέσεις κατά της απόφασης, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν, απορρίπτοντας την έφεση της μισθώτριας-αναιρεσίουσας και κάνοντας δεκτή αυτήν του εκμισθωτή-αναιρεσίβλητου. Το αρμόδιο Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, διακράτησε, επανεκδίκασε και απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση της, κατ’ουσίαν. Ακολούθως, αφού διερεύνησε και την επικουρική της βάση εκ του άρθρου 288 Α.Κ, την απέρριψε και αυτή, λόγω αοριστίας. Κατόπιν τούτου, η μισθώτρια αναιρεσίβαλε την εφετειακή απόφαση, με διάφορους κατωτέρω αναλυομένους αναιρετικούς λόγους.


Ανάλυση των αναφυόμενων νομικών ζητημάτων

Αφενός, όσον αφορά το πρώτο-ουσιαστικού δικαίου- αναφυόμενο νομικό ζήτημα, ήτοι την απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών κατά το άρθρο 388 του Α.Κ, κατ’ αρχάς σημειώνουμε πως κατά τη σαφή ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 4 του Π.Δ. 34/1995, το 388 Α.Κ. εφαρμόζεται διασταλτικά και στις εμπορικές μισθωτικές συμβάσεις. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει τη δικαστική λύση της μισθωτικής σύμβασης, ή την αναπροσαρμογή του μισθώματος στο προσήκον μέτρο, έπειτα από αίτηση του ενός μέρους, είτε του εκμισθωτή, είτε του μισθωτή. Η δυνατότητα αυτή μεταφράζεται νομικά ως διαπλαστικό δικαίωμα του αιτούντος μέρους αμφοτεροβαρούς σύμβασης -ήτοι εδώ η μισθωτική σύμβαση-, συντρεχουσών των ακόλουθων προϋποθέσεων:


Α) να επήλθε μεταβολή των συνθηκών υπό το φως των οποίων οι συμβαλλόμενοι στήριξαν τη σύναψη της σύμβασής τους, ενόψει της καλής πίστης, ερμηνευόμενης κατά το άρθρο 288 Α.Κ. και των συναλλακτικών ηθών,

Β) η μεταβολή αυτή να είναι μεταγενέστερη της σύναψης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους έκτακτους και απρόβλεπτους κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και

Γ) από τη μεταβολή αυτή να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής.


Για να κριθεί παραδεκτός και άρα επιδεκτικός δικαστικής εκτίμησης ένας ισχυρισμός που έχει ως νομική βάση το 388 Α.Κ, απαιτείται να περιέχει σαφή και ευσύνοπτη ιστορική βάση, δηλαδή αναφορά όλων των πραγματικών ισχυρισμών που αποτέλεσαν το δικαιοπρακτικό θεμέλιο της συναφθείσας σύμβασης, καθώς και κάθε λόγου που ο αιτών θεωρεί πως συντελεί στην ανάγκη μεταρρύθμισής της. Αναφορικά με το αν η οικονομική κρίση δύναται να αποτελέσει συνθήκη με τα ως άνω χαρακτηριστικά, γίνεται δεκτό πως ναι, αν είναι τόσο εκτεταμένη και αδύνατο να προβλεφθεί, ώστε να υπερβαίνει τους υπολογισμούς των συμβαλλομένων. Περαιτέρω, θα πρέπει να συνυπολογιστούν και άλλοι παράγοντες, όπως το αναμενόμενο κέρδος των μερών από τη σύμβαση, η οικονομική κατάστασή τους, τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και κατά πόσον αυτή έχει ανεπανόρθωτα δυσχερανθεί, οι υποχρεώσεις προς τρίτους, εξαρτώμενους από τη σύμβαση κ.ο.κ. Αν οι συνέπειες της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης της χώρας επηρέασαν δυσβάσταχτα έναν συμβαλλόμενο και αν αυτές υπερβαίνουν τον κίνδυνο σύναψης της σύμβασης, που κάθε συμβαλλόμενος αναλαμβάνει κατά τη σύναψη και για το εξής, τότε μόνο τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 388 Α.Κ.


Το επόμενο νομικό ζήτημα που γεννά ή υπό μελέτη δικαστική απόφαση είναι οι λόγοι αναίρεσης και η ορθή υπαγωγή σε αυτούς. Όπως και προεισαγωγικά έχει αναφερθεί, η εν λόγω απόφαση περιστρέφεται γύρω από τους λόγους του άρθρου 559 αρ. 1, 8, 11, 14 και 19 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.


Από τους είκοσι λόγους αναίρεσης του άρθρου 559, οι 18 είναι αμιγώς δικονομικοί. Διευκρινιστικά σημειώνουμε πως η εκτίμηση των αποδείξεων δεν ελέγχεται αναιρετικά, ο Άρειος Πάγος δεν είναι τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας.


Το άρθρο 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας περιλαμβάνει είκοσι, περιοριστικά αναφερόμενους, λόγους αναίρεσης. Πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης είναι παραδεκτοί και αν η αίτηση της αναίρεσης δεν περιέχει τουλάχιστον έναν κύριο λόγο τυπικά παραδεκτό και ορισμένο. Πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης για τα ίδια κεφάλαια της απόφασης και τα αναγκαίως συνεχόμενα με αυτά ασκούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 569 του ΚΠολΔ.



Θεωρητική ανάλυση των αναιρετικών λόγων που απαντώνται στην απόφαση


559 αριθ. 1: Ο λόγος αυτός αναίρεσης, ανάγεται σε οποιαδήποτε παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των σημαντικών ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών και σε παραβίαση ουσιαστικού κανόνα του ευρωπαϊκού ή του διεθνούς δικαίου. Συγκεκριμένα, κατά την έννοια της διάταξης, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί παρά τη μη συνδρομή τους, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, με την παραβίαση να ανάγεται είτε σε ψευδή ερμηνεία του κανόνα, είτε σε κακή εφαρμογή του, ήτοι μέσω εσφαλμένης υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών σε αυτόν. Με τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής, ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή ή εν γένει ο εκάστοτε αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ουσίαν.

Οι υπόλοιποι λόγοι, υπ. αριθ. 2 έως 20, είναι δικονομικοί, με την απαραίτητη διευκρίνιση, ότι ο αναιρετικός λόγος της έλλειψης νόμιμης βάσης (αριθ. 19), κατά περιεχόμενο ουσιαστικός - εφόσον ιδρύεται μόνο όταν οι ελλείψεις των αιτιολογιών αναφέρονται στην ουσιαστική κρίση – μπορεί να χαρακτηρισθεί είτε ως δικονομικός είτε ως μικτός λόγος αναίρεσης. Τούτο διότι η αναιρετικά ελεγχόμενη παραβίαση επικεντρώνεται και εξαντλείται στη δομή, στην λογική, στην τεκμηρίωση της απόφασης και δεν αφορά στην παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου. Η πλημμέλεια εντοπίζεται στην αδυναμία ελέγχου της ορθής εφαρμογής του κανόνα δικαίου. (Βλ. και κατωτέρω.)

559 αριθ. 8: Ιδρύεται λόγος αναίρεσης για λήψη ή μη λήψη υπόψη πραγμάτων κατά παράβαση του συζητητικού συστήματος. Κομβική εδώ είναι η έννοια των «πραγμάτων». Σύμφωνα με πάγια νομολογία, «πράγματα», κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, θεωρούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν σε θεμελίωση ή κατάργηση δικαιώματος, δικονομικού ή ουσιαστικού, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο. «Πράγματα» επομένως είναι οι ισχυρισμοί των διαδίκων που «θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως», όπως και οι λόγοι έφεσης, υπό την προϋπόθεση του παραδεκτού τους και οι πρόσθετοι λόγοι που αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς. Σε ότι αφορά ειδικά τις ενστάσεις, «πράγματα» είναι όχι μόνο οι ουσιαστικές ενστάσεις, αλλά και οι δικονομικές. «Πράγματα» δεν είναι οι αρνητικοί ισχυρισμοί της αγωγής ή της ένστασης, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων (όπως και η εκτίμηση των καταθέσεων και της αξιοπιστίας των μαρτύρων). Οι αρνητικοί ισχυρισμοί της αγωγής δεν είναι αναιρετικώς ελέγξιμα «πράγματα», διότι η άρνηση δεν εισάγει στη δίκη, κατά την κρατούσα γνώμη, «νέον πραγματικό ισχυρισμό». Συνιστά μόνο την άλλη όψη του αγωγικού ισχυρισμού, στον οποίο απαντά. Η συγκεκριμενοποίηση πραγματικών γεγονότων, η οποία προκύπτει από την ανέλεγκτη, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτίμηση των αποδείξεων δεν αποτελεί «πράγμα». Περαιτέρω, δεν είναι «πράγματα» τα νομικά επιχειρήματα των διαδίκων σε σχέση με νομικά ζητήματα ή οι ισχυρισμοί που αναφέρονται στην ορθή ερμηνεία του νόμου. Συνεπώς, «πράγματα» είναι μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί.

559 αριθ. 11: Ο λόγος αυτός αναίρεσης έχει σημαντικότατη πρακτική σημασία. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται «αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει (περίπτωση α’) ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν (περίπτωση β’) ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν (περίπτωση γ’)». Πρόκειται για τον πρακτικά σπουδαιότερο δικονομικό λόγο αναίρεσης σε σχέση με την απόδειξη και τη διαδικασία της στην πολιτική δίκη. Δεν εφαρμόζεται πάντως στις αποφάσεις των ειρηνοδικείων καθώς και στις αποφάσεις των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων. Ο λόγος αυτός θεμελιώνεται (στις περιπτώσεις β’ και γ’), χωρίς όμως να εξαντλείται (αφού εμπεριέχει και την περίπτωση υπό α’ για τα παράνομα αποδεικτικά μέσα), στο συζητητικό σύστημα. Εφόσον το δικαστήριο της ουσίας, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση, συνεκτιμά ελεύθερα όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν κατά τον προσήκοντα δικονομικό τρόπο οι διάδικοι για απόδειξη των ισχυρισμών τους που επηρεάζουν την έκβαση της δίκης, ο Άρειος Πάγος ελέγχει αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Συνεπώς, με εξαίρεση το αυτεπάγγελτο της διεξαγωγής αποδείξεων από το δικαστή (άρθρο 107), η ίδια η διαδικασία, όπως αυτή οριοθετείται, σε σημαντικό βαθμό, από την πρωτοβουλία των διαδίκων, επιβάλλει στο δικαστή της ουσίας περιορισμούς στην ελευθερία να γίνει πραγματικά κυρίαρχος του θέματος που λέγεται απόδειξη. Τελικός κριτής των περιορισμών αυτών είναι το ανώτατο, το Ακυρωτικό μας δικαστήριο, ο Άρειος Πάγος.


H μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας αποδεικτικών μέσων που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης αν ο ισχυρισμός ή τα πραγματικά γεγονότα που επικαλούνται οι διάδικοι δεν έχουν, αμέσως ή εμμέσως, «ουσιώδη επιρροή» στην έκβαση της δίκης. Σύμφωνα όμως με άλλες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, αρκεί τα αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι να φέρονται για την απόδειξη ισχυρισμών τους που ασκούν «επιρροή» στη δίκη, είτε για άμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Η υφιστάμενη λεκτική διαφοροποίηση στη νομολογία υποκρύπτει ενδεχομένως, σ’ ένα βαθμό, μία διαφορετική αντιμετώπιση του πλαισίου έρευνας του Αρείου Πάγου, χωρίς όμως αυτό να είναι πραγματικά το κυρίαρχο στοιχείο για την έκβαση της αναιρετικής διαδικασίας. Και αυτό γιατί, τελικά, είτε υιοθετείται η πιο αυστηρή διατύπωση της «ουσιώδους επιρροής» είτε αυτή της απλής «επιρροής» και μόνο στην έκβαση της δίκης, βέβαιο είναι ότι ο ισχυρισμός πρέπει να κρίνεται από το ίδιο το Ακυρωτικό δικαστήριο (και όχι από τον διάδικο ή μόνο από το δικαστήριο της ουσίας) ως λυσιτελής, που επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης, παραδεκτός και νόμω βάσιμος. Αν ο ισχυρισμός είναι επουσιώδης ή αν είναι ουσιώδης μόνο ως προς την επάλληλη αιτιολογία ενώ το διατακτικό στηρίζεται σε άλλη αιτιολογία επαρκώς ή αν ο ισχυρισμός κρίνεται ως αόριστος, ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος.

Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ θεμελιώνεται, χωρίς όμως να εξαντλείται, στο συζητητικό σύστημα. Αν ένα αποδεικτικό μέσο είναι παράνομο, δεν λαμβάνεται υπόψη. Αν πάλι ένα σημαντικό αποδεικτικό μέσο είναι ψευδές, εφόσον δηλαδή υπάρχει αντικειμενικά ελαττωματική τελεσίδικη απόφαση πολιτικού δικαστηρίου λόγω της χρήσης ψευδών αποδεικτικών μέσων, τότε ιδρύεται ο λόγος αναψηλάφησης του άρθρου 544 αριθ. 6 ΚΠολΔ. Η αρχή της συζητήσεως, ωστόσο, δεν ελέγχεται με την αναψηλάφηση. Ελέγχεται στην αναίρεση: ως προς τους ισχυρισμούς που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν σε θεμελίωση ή κατάργηση δικαιώματος, με το λόγο υπ. αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ενώ ως προς τις αποδείξεις, με το λόγο υπ. αριθ. 11.

559 αρ. 14: Ο λόγος αυτός, μαζί με τον προαναφερθέντα 11ο λόγο, αποτελούν σημαντικότατους, αν όχι τους σημαντικότερους πυλώνες της δικονομίας μας. Εδώ εντάσσονται οι δικονομικές μόνον ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα. Συγκεκριμένα, ο 14ος αναιρετικός λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, κήρυξε ή παρέλειψε να κηρύξει μία δικονομική ακυρότητα, ένα δικονομικό απαράδεκτο ή έκπτωση από δικαίωμα. Μέσω του λόγου αυτού δε, ελέγχεται και η άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης. Για να δημιουργηθεί ο λόγος ακυρότητας, πρέπει να προτείνεται στο Εφετείο ο σχετικός ισχυρισμός και να διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο η σχετική πρόταση ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, εφόσον ο σχετικός λόγος αναίρεσης δεν περιλαμβάνεται σε εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να έχουν προταθεί στο εφετείο. Επομένως, ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος όταν δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο αναιρεσίων πρότεινε στο Εφετείο τον ως άνω ισχυρισμό ή ότι συντρέχει η εξαιρετική περίσταση του 562 παρ. 2.

559 αριθ. 19: Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, αναίρεση επιτρέπεται «αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης». Αναφερόμαστε στην έλλειψη νόμιμης βάσης, όχι έλλειψη νομικής βάσης. Αφορά στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, όταν οι ελλείψεις των αιτιολογιών αναφέρονται στην ουσιαστική κρίση και όχι σε δικονομικά ζητήματα, ακόμη και αν οι κανόνες του ουσιαστικού δικαίου ενίοτε βρίσκονται στον ΚΠολΔ (π.χ. ανωτέρα βία, κατ’ άρθρο 501, δικαστικά έξοδα για διάδικο που ανακαλεί ή παραιτείται, 188 κλπ).

Στο σημείο αυτό, κρίνουμε αναγκαίο να προβούμε σε μία διάκριση της έλλειψης νόμιμης βάσης (559 αριθ. 19) και της εσφαλμένης υπαγωγής (559 αριθ. 1): Όπως επισημαίνεται στη δικονομική επιστήμη, η περίπτωση της έλλειψης νόμιμης βάσης διαφοροποιείται από αυτή της εσφαλμένης υπαγωγής. Στην μεν περίπτωση της εσφαλμένης υπαγωγής, το δικαστήριο, ενώ προβαίνει «στην πλήρη και τέλεια περιγραφή των πραγματικών περιστατικών (όμως) εσφαλμένως κρίνει, ότι υπάγονται ή δεν υπάγονται αυτά στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου». Αντίθετα, στην περίπτωση της έλλειψης νόμιμης βάσης, η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού είναι είτε ανύπαρκτη, είτε ατελής, είτε αντιφατική, έτσι ώστε να μην μπορεί να κριθεί, αν η περίπτωση πράγματι υπάγεται στον κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε από το δικαστήριο της ουσίας. Με άλλες λέξεις, όπως τονίζεται στη δικονομία, «υφίσταται αδυναμία ελέγχου της ορθής εφαρμογής του νόμου». Συνεπώς, η συνέπεια της έλλειψης αιτιολογίας ή της ανεπαρκούς ή αντιφατικής αιτιολογίας στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, ιδρύει παραδεκτά το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης.



Η υπόθεση στον Άρειο Πάγο και το σκεπτικό του ακυρωτικού


Με τον 1ο κύριο αναιρετικό της λόγο, η αναιρεσίουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 1 περ. α, με την αιτίαση πως το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι οι συνέπειες της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 2010 και η συνεπεία αυτής αύξηση των ζημιών της δεν αρκούν για τη στοιχειοθέτηση της αναπροσαρμογής του μισθώματος κατά το άρθρο 388 Α.Κ., προέβη σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης αυτής. Απορρίπτοντας δε την αγωγή της ως ουσία αβάσιμη, παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του 388 Α.Κ, μέσω της εσφαλμένης ερμηνείας και της μη εφαρμογής της. Σημειώνει, για τον λόγο αυτό, η αναιρεσίουσα-μισθώτρια πως τα πραγματικά περιστατικά που το Εφετείο δέχθηκε πως αποδείχθηκαν θα αρκούσαν για τη θεμελίωση του ως άνω ουσιαστικού κανόνα.


Με τον 1ο πρόσθετο αναιρετικό της λόγο, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 1, με την αιτίαση πως το Εφετείο αφενός διέλαβε ασαφείς και ελλιπείς αιτιολογίες, ώστε να διαπιστώσει αν απέβησαν δυσβάσταχτες οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης για την αναιρεσίουσα και αφετέρου πως δεν διέλαβε καθόλου παραδοχές σχετιζόμενες με την επισκεψιμότητα του Μουσείου και με το αν η οικονομική ζημία της αναιρεσίουσας προκύπτει από την μείωση ή όχι αυτής ή από άλλους παράγοντες. Πλήττει, συνεπώς, την απόφαση ως μη έχουσα νόμιμη βάση.


Το Εφετείο προέβη σε απόρριψη τόσο του 1ου κύριου, όσο και του 1ου πρόσθετου αναιρετικού λόγου. Τον μεν κύριο τον έκρινε ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθώς οι ισχυρισμοί της αναιρεσίουσας δεν αποδείχθηκαν. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο δέχθηκε πως η οικονομική κρίση δεν επηρέασε την επισκεψιμότητα του εστιατορίου, καθώς αυτό ήταν ανοιχτό για το ευρύ κοινό και όχι μόνο για τους επισκέπτες του Μουσείου, οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, όχι μόνο δε μειώθηκαν, αλλά αυξήθηκαν κατά το επίμαχο έτος του 2011., παρ’ότι το Μουσείο υπολειτουργούσε. Κατέληξε στο συμπέρασμα πως δε συντρέχει λόγος αναπροσαρμογής του μισθώματος καθώς για να εφαρμοστεί το 388 Α.Κ. απαιτείται να απέβησαν δυσβάσταχτες οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης και να υπερβαίνουν τον κίνδυνο που η συμβαλλόμενη αναιρεσίουσα-μισθώτρια είχε αναλάβει με τη σύναψη της σύμβασης. Ο 1ος πρόσθετος αναιρετικός λόγος θα πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως απαράδεκτος, διότι η αναιρεσίουσα επιχειρεί να πλήξει την απόφαση ως προς την ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από τον (δευτεροβάθμιο) δικαστή ουσίας. Σε κάθε περίπτωση όμως απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμος.


Με τον 2ο κύριο αναιρετικό της λόγο, η αναιρεσίουσα αποδίδει στην απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ, με την αιτίαση πως το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομισθεί με νόμιμη επίκληση και ήταν ουσιώδη για το επίδικο ζήτημα της μεταβολής των συνθηκών της υπό μελέτη σύμβασης. Το Εφετείο δεν κατονόμασε ρητά όλα τα πράγματι προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, καθώς δεν προκύπτει πως βαρύνεται με τέτοια υποχρέωση, ιδίως όταν πρόκειται για μέσα ισοσθενή με αυτά που κατονομάζει. Πλην όμως, το Εφετείο πράγματι τα έλαβε υπόψη. Τούτων λεχθέντων, απορρίπτεται και αυτός ο λόγος.


Ο 2ος πρόσθετος αναιρετικός λόγος της αναιρεσίουσας εδράζεται στον αρ. 8 του άρθρου 559. Η αιτίαση ήταν πως το Εφετείο έλαβε υπόψη «πράγμα» που δεν προτάθηκε από την ενάγουσα-μισθώτρια-εδώ αναιρεσίουσα, η οποία ουδέποτε είχε προβάλει ισχυρισμό για τη στήριξη της μισθωτικής σύμβασης στην επισκεψιμότητα του Μουσείου. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι ο ισχυρισμός περί μείωσης ή μη της επισκεψιμότητας του Μουσείου είναι μη αυτοτελής και άρα ανέλεγκτος αναιρετικά κατά το 559 αρ. 8 περ. α και το 561 παρ. 1 ΚΠολΔ.

Με τον 3ο κύριο αναιρετικό της λόγο η αναιρεσίουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 14, με την αιτίαση πως το Εφετείο, παρά το νόμο, κατά τη νομική εκτίμηση της επικουρικής αγωγικής βάσης, ήτοι το άρθρο 288 Α.Κ, απέρριψε αυτήν ως αόριστη, αν και η αγωγή περιείχε όλα τα θεμελιωτικά στοιχεία που πληρούσαν το πραγματικό του εν λόγω ουσιαστικού κανόνα.


Με τον συναφή 3ο πρόσθετο αναιρετικό της λόγο, η αναιρεσίουσα πλήττει την προσβαλλομένη μέσω δύο αιτιάσεων, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 περ. α. Αφενός, απορρίπτοντας την 2η, επικουρική αγωγική βάση, το Εφετείο αξιώνει περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος, παραβιάζοντας έτσι ευθέως τη διάταξη του 288 Α.Κ. Αφετέρου, το Εφετείο, κατά τη νομική εκτίμηση της επικουρικής βάσης, δεν διέλαβε στοιχεία ουσιώδη για την έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα τον αυτοτελή ισχυρισμό που αποτελούσε το ιστορικό που θεμελιώνει την επικουρική αυτή βάση.


Περαιτέρω, από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου κατά την αναιρετική διαδικασία, προκύπτει πως η ενάγουσα-μισθώτρια και ήδη αναιρεσίουσα είχε ήδη ενημερώσει την εναγομένη μέσω επιστολών, για τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η επιχείρησή της λόγω της οικονομικής κρίσης. Αναφέρει πως η συνέχιση της εύρυθμης λειτουργίας του εστιατορίου του Βυζαντινού Μουσείου κρίνεται επιβεβλημένη, τόσο για την επιβίωση του προσωπικού του, όσο και για την προβολή του ίδιου του Μουσείου. Υπογραμμίζει πως κινείται μακράν κάθε λογικής η πεποίθηση της εναγομένης πως, για να κριθεί πως συντελούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του 388 Α.Κ, ήτοι η αναπροσαρμογή και συγκεκριμένα η μείωση κατά 50% του μηνιαίου μισθώματος, θα πρέπει να αποδεικνύεται πως η επιχείρηση ουσιαστικά φυτοζωεί και οι εργαζόμενοί της βρίσκονται στο όριο της οικονομικής εξαθλίωσης.


Το Εφετείο, εφόσον προχώρησε στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης πρωτόδικης απόφασης, κατόπιν της απόρριψης της κύριας αγωγικής βάσης, προχώρησε στην απόρριψη και της επικουρικής, λόγω αοριστίας, κρίνοντάς την ως απαράδεκτη. Έκρινε, συγκεκριμένα, πως η ενάγουσα αρκέστηκε μόνο στην απλή αναφορά της θεμελιωτικής αυτής διάταξης, του άρθρου 288 Α.Κ. Ωστόσο, το σκεπτικό του Εφετείου είναι εσφαλμένο, καθώς η εν λόγω επικουρική βάση είναι επαρκώς ορισμένη, με το ορισμένο αίτημα της μείωσης του μισθώματος κατά 50%, αλλά και νόμω βάσιμη, χωρίς να χρειάζεται η προσκόμιση περαιτέρω στοιχείων. Έτσι ιδρύεται ειδικώς ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 14: παρά το νόμο κήρυξη δικονομικού απαραδέκτου, ήτοι η απόρριψη της επικουρικής βάσης. Συνακόλουθα, ιδρύεται και ο αναιρετικός λόγος του με αρ. 8, καθώς το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής, η οποία συνιστά «πράγμα» σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ως άνω αναιρετικό λόγο. Δεν δύναται να ιδρυθεί παραδεκτώς ο αναιρετικός λόγος του αρ. 19 του 559, καθώς η επικουρική βάση απορρίφθηκε από το Εφετείο ως απαράδεκτη και όχι κατ’ουσίαν, που θα αποτελούσε προϋπόθεση ίδρυσης του λόγου αυτού. Έτσι καθίσταται άνευ αντικειμένου ο σχετικός 4ος κύριος αναιρετικός λόγος. Αντιθέτως, κρίνονται ως ευδόκιμοι όλοι οι υπόλοιποι αναιρετικοί λόγοι, ως προς τα σκέλη τους που αφορούν την επικουρική αγωγική βάση εκ του 288 Α.Κ.


Κατόπιν όλων των ανωτέρω εκτιθεμένων, ο Άρειος Πάγος αναιρεί την προσβαλλομένη απόφαση, ως προς το κεφάλαιό της που απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής, το οποίο και παραπέμπει προς επανεκδίκαση στο ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης.


Βιβλιογραφία

Ιστοσελίδα Κέντρου Δικανικών Μελετών

Ιστοσελίδα Κωνσταντίνου Ε. Μπέη

Άννα Φαφαλιού,

Επί Πτυχίω φοιτήτρια Νομικής ΕΚΠΑ

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project

41 views0 comments

Comments


bottom of page