Της Άννας Φαφαλιού
Αναγνώριση και Εκτέλεση Αλλοδαπής Διαιτητικής Απόφασης
(ΕφΑθ 4201/2020)
Εισαγωγή
Η διαιτησία, ως τρόπος εναλλακτικής επίλυσης των αστικών και εμπορικών διαφορών, προτιμάται συχνά από τα μέρη λόγω της ταχύτυτας, της διαύγειας, της ασφάλειας δικαίου και της εμπιστοσύνης που προσφέρει. Συνεπακόλουθα όμως, την ίδια διαύγεια και εμπιστοσύνη πρέπει να ενδύεται και η διαδικασία εισαγωγής μίας αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης στο εσωτερικό δίκαιο. Με απλά λόγια, η διαδικασία αναγνώρισης της νομικής δεσμευτικότητας -ήτοι της εκτελεστότητας- και της εκτέλεσης της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης, ως ισόκυρης με αποφάσεις εκδοθείσες από δικαστήριο, ημεδαπό ή αλλοδαπό. Στην κατεύθυνση αυτή, το 1958 τέθηκε σε ισχύ η διεθνής σύμβαση της Νέας Υόρκης, που στην Ελλάδα κυρώθηκε με τον ν 4220/1961.
Περίληψη Απόφασης
Στην παρούσα μελέτη τίθεται υπό εξέταση η απόφαση 4201/2020 του Εφετείου Αθηνών. Πρόκειται για έφεση μιας ελληνικής Α.Ε. κατά μιας αλλοδαπής και συγκεκριμένα αμερικανικής Α.Ε. Η εδώ εφεσίβλητη Α.Ε. είχε αιτηθεί πρωτοδίκως, κατά τη διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας, την αναγνώριση και εκτέλεση δύο αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών εξέτασε και έκανε δεκτή την αίτηση αναγνώρισης και εκτέλεσης με οριστική του απόφαση. Η αμερικανική Α.Ε. άσκησε έφεση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, αιτούμενη την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και άρα την άρνηση αναγνώρισης και εκτέλεσης των εν λόγω αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, υποστηρίζουσα εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή εκ μέρους του Πρωτοδικείου του νομικού πλαισίου περί της κήρυξης της εκτελεστότητας στην Ελλάδα. Το δικαστήριο, έχοντας μελετήσει τόσο το ελληνικό δίκαιο, όσο και την εφαρμοστέα διεθνή σύμβαση της Νέας Υόρκης, απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση, αποφαινόμενο πως ορθώς κρίθηκαν ως άξιες αναγνώρισης και εκτέλεσης οι αναφερόμενες αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Συγκεκριμένα, έκρινε πως δεν πληρείται κανένας εκ των αναφερομένων στην έφεση λόγων άρνησης της αναγνώρισης και της εκτέλεσης που αιτήθηκε η εφεσίουσα.
Το Νομικό Πλαίσιο
Σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα γνώμη τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία, δυνάμει του άρθρου 28 του ελληνικού Συντάγματος, εφόσον υπάρχει κυρωθείσα από την Ελλάδα και αρά εφαρμοστέα διεθνής σύμβαση για ένα νομικό αντικείμενο, οι ρυθμίσεις αυτής υπερέχουν των λοιπών εσωτερικών διατάξεων περί του συγκεκριμένου αντικειμένου. Εν προκειμένω, εφαρμοστέα είναι η σύμβαση της Νέας Υόρκης, προβλέπουσα αυτονόμως τη διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας μίας διαιτητικής απόφασης. Έτσι δεν εφαρμόζονται εδώ τα άρθρα 903, 905 και 906 του ελληνικού ΚΠολΔ.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως για την επίλυση αστικών και εμπορικών διαφορών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τίθενται σε εφαρμογή οι κανονισμοί 44/2001 και ο συμπληρωματικός αυτού 593/2008. Οι κανονισμοί αυτοί όμως, ρητά εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής τους, μεταξύ άλλων και τις υποθέσεις διαιτησίας. Αυτό συνεπάγεται την εφαρμογή της Σύμβασης της Νέας Υόρκης, ως πολυμερές διεθνές κείμενο, το οποίο, κυρωθέν από την Ελλάδα και σύμφωνα με το άρθρο 28 του ελληνικού Συντάγματος, ισχύει ως εσωτερικό δίκαιο ανώτερης τυπικής ισχύος.
Εν προκειμένω, τίθενται σε εφαρμογή τα οικεία άρθρα του ελληνικού ΚΠολΔ, καθώς τα άρθρα 3 και 4 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης ορίζουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο του κράτους το οποίο κηρύττει την εκτελεστότητα της διαιτητικής απόφασης. Επί του πρακτέου, τα άρθρα 905 και 906 του ΚΠολΔ ορίζουν πως για τη δικαστική κήρυξη αλλοδαπού τίτλου ως εκτελεστού ακολουθείται η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 740 έως 781).
Η διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης
Στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου (εδώ του μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) κατατίθεται αίτηση υπαγωγής μιας διαφοράς στην διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Αυτή η αίτηση πρέπει να περιέχει:
Α) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της υπόθεσης
Β) ορισμένο αίτημα
Γ) σαφή έκθεση των γεγονότων που δικαιολογούν το αίτημα, κατά κύριο αντικείμενο και τα παρεπόμενά του, καθώς και την εξουσία για την υποβολή του
Η κλήτευση τρίτων εχόντων έννομο συμφέρον για την υπόθεση γίνεται από τον δικαστή, στις περιπτώσεις που κρίνει πως είναι απαραίτητη. Επιπλέον, ο νόμος ορίζει τις περιπτώσεις υποχρέωσης κοινοποίησης της αίτησης στον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών. Τα έγγραφα του αιτούντος και εν γένει των διαδίκων προσκομίζονται στο δικαστήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Εστιάζοντας στο αντικείμενο της παρούσας ανάλυσης, από τα άρθρα 3 και 4 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης συνάγεται πως αυτός που επιθυμεί την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης οφείλει να προσκομίσει στο αρμόδιο δικαστήριο τόσο την αλλοδαπή διαιτητική απόφαση, όσο και την εν λόγω Σύμβαση, μεταφρασμένες αμφότερες στην ελληνική γλώσσα, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
Στην παρούσα περίπτωση, ο πρώτος λόγος έφεσης περί απαραδέκτου άσκησης της αίτησης απορρίφθηκε ως αβάσιμος, καθώς η αίτηση περιείχε όλες τις ανωτέρω αναφερθείσες προϋποθέσεις.
Στη Σύμβαση ορίζεται ρητά πως κατά τη διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης δεν μπορούν να απαιτηθούν αυστηρότερες προϋποθέσεις, ούτε υψηλότερα δικαστικά έξοδα, από ότι συμβαίνει στις ημεδαπές διαιτητικές αποφάσεις.
Η υπό μελέτη Σύμβαση προβλέπει και τη δυνατότητα απόρριψης της αίτησης αναγνώρισης και εκτέλεσης, για λόγους αφορόντες τη διαιτητική διαδικασία, ή τους διαδίκους. Παραδείγματος χάρη, αν η αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία κατατέθηκε η αίτηση διαπιστώσει πως ο αιτών δεν είναι δικαιοπρακτικά ικανός, ή ο καθ’ού η αίτηση δεν ήταν ενήμερος για τη διαιτητική διαδικασία ή για την ταυτότητα του διαιτητή, ή αν το αντικείμενο της διαιτησίας υπερέβη τα συμπεφωνημένα στη διαιτητική ρήτρα ή στο συνυποσχετικό, τότε μπορεί να απορρίψει την αίτηση. Για να προβεί η αρμόδια αρχή σε εξέταση αυτών των θαμάτων, θα πρέπει ο καθ’ού η αίτηση να τα θέσει υπόψιν της και να αιτηθεί την απόρριψη. Αντιθέτως, η αρμόδια αρχή, στην Ελλάδα ήτοι δικαστήριο και στην υπό ανάλυση το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να ερευνά εάν το αντικείμενο της διαφοράς είναι επιδεκτικό διαιτησίας σύμφωνα με τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης και την τυχόν αντίθεση της αναγνώρισης ή και της εκτέλεσης της απόφασης στην εσωτερική δημόσια τάξη του κράτους όπου ασκήθηκε η αίτηση.
Σημειώνουμε εδώ πως το πολιτειακό δικαστήριο (αρμόδια αρχή) δεν δικαιούται να εξετάσει την ουσία της διαφοράς, ήτοι το αν αποφανθεί ορθά ο διαιτητής, ή το αν εφαρμόσθηκε το δίκαιο που έπρεπε να εφαρμοσθεί. Αν ο διάδικος που ηττήθηκε κρίνει πως η διαιτητική απόφαση κρίθηκε εσφαλμένα κατ’ουσίαν, δύναται να ασκήσει τα ένδικα μέσα/την προσφυγή που προβλέπει το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο. Η αντίθεση της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης προς την ημεδαπή δημόσια τάξη συνεπάγεται την αντίθεση προς κανόνες αναγκαστικού ημεδαπού δικαίου, κανόνες θεμελιωτικοί του κοινωνικού, ηθικού, οικονομικού και πολιτειακού ιστού του κράτους αναγνώρισης και εκτέλεσης. Η έννοια αυτή της δημόσιας τάξης προσομοιάζει στη αναφορά του άρθρου 33 του ελληνικού Αστικού Κώδικα. Η αντίθεση σε κανόνες δημόσιας τάξης που βλάπτει δημόσιο συμφέρον είναι αυτή που ελέγχεται δικαστικά και δύναται να καταστεί λόγος δικαστικής ακύρωσης, ολικά ή εν μέρει, μίας διαιτητικής απόφασης, αλλοδαπής ή μη. Το ανωτέρω, καθώς και εάν η συμφωνία περί διαιτησίας ήταν άκυρη, αποτελούν τους μοναδικούς λόγους δικαστικής ακύρωσης μιας διαιτητικής απόφασης. Η αντίθεση δε σε αναγκαστικό κανόνα τεθέντα προς εξυπηρέτηση ιδιωτικού και όχι δημοσίου συμφέροντος δεν αποτελεί τέτοιο λόγο, καθώς αυτό θα δέσμευε υπέρμετρα τη συμβατική αυτονομία των μερών και τα δυσχέραινε τις διεθνείς συναλλαγές. Παράλληλα, θα θιγόταν και η θεμελιώδης αρχή της μη κατ’ουσίαν επανεκδίκασης των διαιτητικών αποφάσεων προσβάλλοντας τον αυτόνομο και αυτοδίκαιο δικαιοδοτικό χαρακτήρα της διαιτησίας ως θεσμού εναλλακτικής μεν, αλλά ισοσθενούς δε, επίλυσης των εννόμων αστικών και εμπορικών διαφορών.
Ανάλυση της υπόθεσης
Μεταξύ της εφεσίουσας και της εφεσίβλητης συνηύθει διεθνής σύμβαση μεταφοράς χρημάτων. Η εφεσίουσα θα λειτουργούσε ως νόμιμη αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης, είτε αυτοπροσώπως, είτε μέσω δικτύου υποαντιπροσώπων. Στη σύμβαση τέθηκε ως όρος εφαρμοστέο να είναι το δίκαιο της Αγγλίας και της Ουαλίας. Καθώς και αρμόδια τα αντίστοιχα δικαστήρια. Προβλεπόταν πως εάν προέκυπτε ανάγκη, η όποια διαφορά εδύνατο να υπαχθεί σε διεθνή διαιτησία, όπως και τελικά έγινε: η εδώ εφεσίβλητη υπέβαλε κλήση για διεξαγωγή διαιτησίας. Της διαφοράς πράγματι επιλήφθηκε ειδική επιτροπή του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου. Το διαιτητικό δικαστήριο δικαίωσε εν μέρει την προσφεύγουσα και εδώ εφεσίβλητη και εν μέρει την αντίδική της και εδώ εφεσίουσα, καταδικάζοντας αμφότερες σε καταβολή μεγάλων χρηματικών ποσών, αφενός ως αποζημίωση λόγω παράβασης συμβατικών τους όρων και αφετέρου ως τόκους. Αυτό έγινε με δύο συναπτές διαιτητικές αποφάσεις. Η εφεσίβλητη, μεταξύ άλλων αποδεικτικών εγγράφων ενόψει της κατ’ έφεση δίκης, προσκόμισε και έγκυρη ένορκη βεβαίωση Άγγλου δικηγόρου, πιστοποιούσα πως οι ως άνω διαιτητικές αποφάσεις είναι τελεσίδικες, δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο ή προσφυγή και δεν εκκρεμμεί αμφισβήτηση του κύρους τους ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων. Το Εφετείο έκρινε πως η έκδοση των διαιτητικών αποφάσεων δεν παρουσιάζει κανένα κώλυμα και η αναγνώριση και η εκτέλεσή τους δεν προσκρούει κάπου.
Πιο συγκεκριμένα, το δικαστήριο απεφάνθει πως τηρήθηκαν μια σειρά από προϋποθέσεις:
α) φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά διαιτητικής απόφασης
β) η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου και η διενέργεια της διαιτητικής διαδικασίας υπήρξε σύμφωνη με τη σύμβαση των μερών και με το νομικό πλαίσιο περί διαιτησίας
γ) οι εν λόγω αποφάσεις έχουν ήδη καταστεί δεσμευτικές για τα μέρη, ενώ δεν προκύπτει ακύρωση ή αναστολή της εκτελεστότητάς τους, κατά οιονδήποτε τρόπο
δ) το αντικείμενο της διαφοράς ήταν, και σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, επιδεκτικό διαιτησίας, ως εμπορική διαφορά και εν γένει διαφορά ιδιωτικού δικαίου, επιδεκτική διαιτησίας
ε) τα μέρη απέλαβαν του δικαιώματος της δικαστικής ακρόασης
στ) η αναγνώριση και η κήρυξη της εκτελεστότητας των εν λόγω διαιτητικών αποφάσεων δεν προσκρούουν στην ελληνική δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 33 Α.Κ.
Η δημόσια τάξη δεν προσβάλλεται από την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αναγκαστικών κανόνων δικαίου τεθέντων προς εξυπηρέτηση ιδιωτικού και όχι δημοσίου συμφέροντος, όπως προκύπτει στην παρούσα υπόθεση. Η εξυπηρέτηση ή μη του ιδιωτικού συμφέροντος διεκφεύγει του δικαστικού ελέγχου μίας διαιτητικής απόφασης, σύμφωνα και με όσα έχουν ήδη αναλυθεί ανωτέρω. Ορθώς λοιπόν διέγνωσε το Εφετείο, πως και ο σχετικός, δεύτερος λόγος έφεσης της εφεσίουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επιστέγασμα
Κατόπιν όλων των ανωτέρω αναλυθέντων, η έφεση ορθώς απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη, ενώ, παρόλα ταύτα ήταν παραδεκτή. Αυτό συνεπάγεται την τελεσίδικη και με ισχύ δεδικασμένου στο εξής αναγνώριση και εκτέλεση των δύο διαιτητικών αποφάσεων, εκδοθεισών στην αλλοδαπή, υπό το φως της Διεθνούς Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958.
Βιβλιογραφία
Ροβλιάς Ντ., Σταφυλοπάτης, Η ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ, Θεωρία, Νομοθεσία, Νομολογία, Νομική Βιβλιοθήκη 2020
Βασιλακάκης Ε., Μελέτες διαιτησίας, Σάκκουλας 2021
Αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων στην Ελλάδα, ιστοσελίδα δικηγορικού γραφείου Στυλόπουλου και συνεργατών
Άννα Φαφαλιού, Επί Πτυχίω Φοιτήτρια Νομικής ΕΚΠΑ
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων The Law Project για το ακαδημαϊκό έτος 2021-22
Comments