Της Βασιλικής Γκαύρου
Ανίσχυρη δημόσια διαθήκη λόγω εφαρμογής του
Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου (ΑΠ 229/2017)
Πότε εφαρμόζεται ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος; Ο θεσμός της «διαθήκης» σε αυτόν. Εφαρμόζεται εκ παραλλήλου και ο ΑΚ;
Πώς θα διασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή προστασία των δικαιωμάτων του κληρονομουμένου;
Τα επιχειρήματα του Τριμελούς Εφετείου Θράκης και του Αρείου Πάγου.
Περίληψη Επίσημου Κειμένου
Στην συγκεκριμένη υπόθεση, ο ενάγων στράφηκε κατά της συζύγου του κληρονομουμένου και μητέρας του ιδίου, η οποία κατέστη αποκλειστική κληρονόμος του αποβιώσαντος με δημόσια διαθήκη που συνέταξε νομότυπα, ζητώντας την ακύρωση της εν λόγω διαθήκης εξαιτίας της αντίθεσής της ως θεσμού στον εφαρμοστέο εν προκειμένω Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, ο οποίος αναγνωρίζει μόνο τον θεσμό της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής. Τα δύο δικαστήρια ουσίας (Πολυμελές Πρωτοδικείο Ροδόπης και Εφετείο Θράκης) έκριναν την δημόσια διαθήκη έγκυρη και ισχυρή υποστηρίζοντας ότι ο κληρονομούμενος υπόκειται και στον ΑΚ εκτός από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Ο ενάγων-εκκαλών ζήτησε την αναίρεση της απόφασης του Εφετείου Θράκης λόγω μη ορθής εφαρμογής του ουσιαστικού δικαίου (559περ.1 ΚΠολΔ). Έτσι, ο Άρειος Πάγος εξετάζει την ορθή ή μη εφαρμογή του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου και συγκεκριμένα του κληρονομικού δικαίου (φεραϊζ) του Ιερού Μουσουλμανικού νόμου και συναφών διατάξεων του ν.1920/1991.
Πραγματικά Περιστατικά
Ο κληρονομούμενος απεβίωσε την 23.4.2002. Ήταν μέλος της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, πατέρας του αναιρεσείοντος και σύζυγος της αναιρεσίβλητης. Κατά τον χρόνο του θανάτου του κατέλειπε εν ζωή ως πλησιέστερους συγγενείς του, εκτός από τους δύο ως άνω διαδίκους, δύο ακόμα τέκνα (έναν υιό και μια θυγατέρα), οι οποίοι δεν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου στην παρούσα δίκη.
Ο αποβιώσας, κατά τον χρόνο του θανάτου του, είχε στην αποκλειστική κυριότητά του ένα ακίνητο καθαρής ιδιοκτησίας (μουλκ). Πρόκειται για ένα οικόπεδο επί του οποίου υπάρχουν δύο παλαιές ισόγειες κατοικίες, μία αποθήκη και μια τουαλέτα. Την 26.9.1997 ο θανών συνέταξε τηρώντας τους όρους του νόμου (1724 ΑΚ) δημόσια διαθήκη ενώπιον Συμβολαιογράφου η οποία δημοσιεύτηκε. Με αυτήν εγκατέστησε ως αποκλειστική κληρονόμο του σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του την σύζυγό του (αναιρεσίβλητη). Η τελευταία αποδέχθηκε την κληρονομία με δήλωση αποδοχής καθ’ όλα νομότυπη.
Έτσι, τα τρία τέκνα του κληρονομουμένου, μεταξύ των οποίων, και ο αναιρεσείων, δεν έχουν καμία έννομη σχέση να τους συνδέει με την περιουσία του αποβιώσαντος και πατέρα τους.
Ανάλυση Νομικών Ζητημάτων
Στην παρούσα υπόθεση αναφύεται το ζήτημα του ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος που ισχύει για τους Έλληνες υπηκόους Μουσουλμάνους το θρήσκευμα με την εφαρμογή του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου έναντι του εσωτερικού ελληνικού δικαίου. Πρόκειται για κάτι απόλυτο, δεν χωρεί καμία παρέκκλιση και εναρμόνιση με τον ΑΚ; Αυτή η διαφορετική νομική μεταχείριση σημαίνει κάποιου είδους διάκριση;
Σχετικά με το νομικό καθεστώς, η διάταξη 11παρ.9 της Συνθήκης των Αθηνών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας επαναλήφθηκε με τροποποιήσεις με το άρθρο 10 του ν.2345/1920. Η παραπάνω Συνθήκη επικυρώθηκε και με βάση το άρθρο 28παρ.1 του Συντάγματος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει έναντι κάθε αντίθετης διάταξης νόμου. Βάσει της ως άνω διάταξης οι Μουφτήδες έχουν δικαιοδοσία για διάφορα ζητήματα των Μουσουλμάνων μεταξύ των οποίων είναι και οι ισλαμικές διαθήκες και η εξ αδιαθέτου διαδοχή, εφόσον αυτά διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Επιπρόσθετα, τα ζητήματα των συγγενικών δεσμών των Μουσουλμάνων διέπονται και κρίνονται από τον ιερό τους νόμο (άρθρο 4 ν.147/1914). Η ρύθμιση αυτή παρέμεινε ως είχε και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, παρ’ όλη τη ρύθμιση του άρθρου 1ΕισΝΑΚ, διότι επιλαμβάνεται πιο συγκεκριμένα του ζητήματος το άρθρο 6 του ίδιου νομοθετήματος βάσει του οποίου δεν καταργείται το άρθρο 4 ν.147/1914 για τους Μουσουλμάνους αλλά μόνο για τους Ισραηλίτες. Επομένως, σχετικά με τις κληρονομικές σχέσεις των Ελλήνων υπηκόων Μουσουλμάνων κατά το θρήσκευμα όσον αφορά τα κτήματα καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) -όπως στην προκειμένη υπόθεση- αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο.
Σε αυτόν δεν υπάρχει ο θεσμός της εκ διαθήκης διαδοχής όπως αυτός εντοπίζεται στους σύγχρονους δικαιϊκούς πολιτισμούς, μεταξύ των οποίων και στην ελληνική έννομη τάξη (1710 ΑΚ).[1] Αντιθέτως, ισχύει η εξ αδιαθέτου διαδοχή με καθορισμένα ποσοστά για την επιζώσα σύζυγο και τα επιζώντα τέκνα, αν συντρέχουν με αυτή. Μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η σύνταξη διαθήκης με άλλη διάταξη του Κορανίου και μόνο ως μορφή αγαθοεργίας ενώ από νομική άποψη αποτελεί απλή κληροδοσία υπέρ τρίτου (1714 ΑΚ) και όχι κληρονομία.[2]
Βάσει όλων των παραπάνω και κατόπιν της δικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης που έκρινε έγκυρη και ισχυρή την δημόσια διαθήκη του αποβιώσαντος μέλους της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, ο εκκαλών-τέκνο του αποβιώσαντος άσκησε το ένδικο μέσο της αναίρεσης επικαλούμενος παραβίαση διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου και των ερμηνευτικών των δικαιοπραξιών κανόνων δικαίου (559περ.1 ΚΠολΔ).[3] Ο Άρειος Πάγος ελέγχοντας τυχόν νομικά λάθη έκρινε ότι πράγματι παραβιάστηκαν οι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου περί κληρονομικής διαδοχής των Ελλήνων υπηκόων Μουσουλμάνων το θρήσκευμα γιατί ο θανών αποτελούσε μέλος της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης και άρα υπάγεται στο προαναφερθέν ειδικό καθεστώς που εκφεύγει του ΑΚ. Συνεπώς, η προσβληθείσα δημόσια διαθήκη θεωρείται ανίσχυρη και δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα, διότι δεν προβλέπεται αντίστοιχος θεσμός στο εφαρμοστέο εν προκειμένω νομοθέτημα και άρα προσκρούει σε αυτό (174 ΑΚ).[4] Δηλαδή, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την προηγούμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Παρατηρείται, λοιπόν, μία διάσταση μεταξύ των δύο δικαστηρίων, καθώς το μεν Τριμελές Εφετείο Θράκης έκρινε ισχυρή την συνταχθείσα διαθήκη του Έλληνα Μουσουλμάνου θανόντος , ενώ ο δε Άρειος Πάγος την έκρινε ανίσχυρη και χωρίς έννομα αποτελέσματα. Ως εκ τούτου και εφ’ όσον παρατέθηκε η θεμελίωση της απόφασης του Αρείου Πάγου, εύλογο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ποιά μπορεί να ήταν τα επιχειρήματα-νομικά ερείσματα και του Τριμελούς Εφετείου Θράκης ως προς την δική του απόφαση.
Αρχικά, το Εφετείο Θράκης επικαλέστηκε το γράμμα της διάταξης 5παρ.2 του ν.1920/1991. Συγκεκριμένα, αυτή προβλέπει την δικαιοδοσία του Μουφτή μεταξύ των μουσουλμάνων Ελλήνων της περιφέρειάς του «επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφ’ όσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο.» Το περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης επαναλαμβάνεται σε διάφορα νομοθετήματα στον ρου του χρόνου τα οποία είχαν και έχουν ως σκοπό την προστασία της θρησκευτικής και πολιτισμικής ταυτότητας των μουσουλμάνων κατοίκων της Ελλάδας. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ουσίας υποστήριξε ότι η χρήση της υποθετικής πρότασης «εφ’ όσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο.» δηλώνει ότι ο νομοθέτης όχι μόνο γνωρίζει, αλλά ενσωματώνει και στο σώμα της ρύθμισης το ενδεχόμενο οι κληρονομικές σχέσεις των Ελλήνων μουσουλμάνων να μην διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο αλλά από τον ΑΚ. Ναι μεν οι ισλαμικές διαθήκες λόγω της ιδιάζουσας φυσιογνωμίας τους διέπονται από το φεραϊζ (μουσουλμανικό κληρονομικό δίκαιο), αλλά ενίοτε ρυθμίζονται από τον ΑΚ. Τότε ο δικαστικός τους έλεγχος είναι νόμιμος μόνο με βάση τους κανόνες του ΑΚ. Συνεπώς, είναι δυνατόν Έλληνας μουσουλμάνος να συντάξει έγκυρη δημόσια διαθήκη κατά τα άρθρα 1724επ.ΑΚ, είτε αυτός συγκαταλέγεται στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης είτε όχι.
Επακόλουθα και αφού συνταχθεί διαθήκη κατά τις διατάξεις του ΑΚ, αυτή θα κριθεί ως προς τα τυχόν ελαττώματα της δήλωσης βούλησης του διαθέτη με βάση το ίδιο νομοθέτημα και όχι το φεραϊζ. Επομένως, δεν μπορεί να ακυρωθεί ή να παύσει να παράγει έννομες συνέπειες επειδή και μόνο αντιβαίνει στην απαγόρευση σύνταξης διαθήκης που ισχύει στο φεραϊζ.
Επιπροσθέτως, η παράλληλη με τον ΑΚ ισχύς του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου και η διατήρηση της δικαιοδοσίας του Μουφτή αποβλέπει στην προστασία της θρησκευτικής και πολιτισμικής ταυτότητας της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Σε καμία περίπτωση δεν υποδηλώνει πρόθεση του νομοθέτη να στερήσει θεμελιώδη αστικά δικαιώματα από την συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα. Παράλληλα, ανεξαρτήτως του αν κατοικούν στη Θράκη ή όχι, απολαμβάνουν όλα τα ατομικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο ελληνικό Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).[5] Μεταξύ αυτών είναι και το δικαίωμα διάθεσης της περιουσίας μετά θάνατον που παρέχεται σε όλους τους Έλληνες πολίτες αδιακρίτως. Επομένως, αν αποκλειόταν το ως άνω δικαίωμα λόγω εφαρμογής του φεραϊζ, αυτό θα συνιστούσε δυσμενή διάκριση εις βάρος των μουσουλμάνων Ελλήνων λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων και ανεξάρτητα από τη δική τους βούληση. Μία τέτοια απαγόρευση (σύνταξης δημόσιας διαθήκης) λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων αντίκειται στα: αρ.4παρ.2 Σ περί ισότητας ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των Ελλήνων, αρ.5παρ.1-2 για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και προστασίας των διαφόρων εκφάνσεών της, αρ.13παρ.1 σχετικά με την θρησκευτική ελευθερία, καθώς και το αρ.14 ΕΣΔΑ για την απαγόρευση των διακρίσεων και το αρ.1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής για την προστασία της ιδιοκτησίας.[6]
Δηλαδή, η εφαρμογή του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου και ειδικότερα εν προκειμένω του φεραϊζ πρέπει να γίνεται με τρόπο εναρμονισμένο προς το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο αυτής, τα οποία μάλιστα αποτελούν πηγές δικαίου υπερνομοθετικής ισχύος, δηλαδή υπερισχύουν έναντι του τυπικού νόμου. Αυτό σημαίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση μια ερμηνεία και εφαρμογή του μουσουλμανικού κληρονομικού δικαίου με τρόπο που να θεωρεί άκυρες ή μη παράγουσες έννομα αποτελέσματα τις διαθήκες που συντάσσουν οι Έλληνες μουσουλμάνοι της Θράκης αντίκειται στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ, διότι έτσι παραγκωνίζεται εντελώς η εκπεφρασμένη βούληση του κληρονομουμένου για την μετά θάνατον διάθεση της περιουσίας του και κατ’ επέκταση η βούλησή του να υπαχθεί στον ΑΚ και όχι στον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο ως προς την κληρονομική του διαδοχή τουλάχιστον.
Άλλωστε, και με βάση τα άρθρα 42 και 45 της Συνθήκης της Λωζάνης δεν ευσταθεί η ερμηνεία και η εφαρμογή του φεραϊζ να κατατείνει προς την περιστολή των ατομικών δικαιωμάτων των Ελλήνων μουσουλμάνων. Σκοπός της προαναφερθείσας Συνθήκης ήταν η ενίσχυση της μουσουλμανικής μειονότητας και προς τούτο η διατήρηση και προστασία των αστικής φύσεως δικαιωμάτων τους. Στα τελευταία συγκαταλέγεται η ελευθερία των προσώπων να καθορίζουν τα πάντα γύρω από την περιουσία τους και ειδικότερα να ρυθμίζουν την τύχη αυτής μετά τον θάνατό τους, δικαιώματα που αποτελούν θεμελιώδεις ατομικές ελευθερίες.
Επί τη βάσει όλων αυτών των νομικών επιχειρημάτων, το Τριμελές Εφετείο Θράκης είχε κρίνει σε δεύτερο βαθμό, πριν τον Άρειο Πάγο και αντίθετα από αυτόν, απορριπτέα την αναγνωριστική αγωγή περί ακυρότητας της συνταχθείσας δημόσιας διαθήκης που είχε καταθέσει ο εκκαλών-τέκνο του αποβιώσαντος και άρα μη εφαρμογή του φεραϊζ εν προκειμένω, το οποίο προβλέπει τον θεσμό της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής. Το Εφετείο θεώρησε ότι η σύνταξη δημόσιας διαθήκης που καθορίζει τα πρόσωπα των κληρονόμων και τον τρόπο που θα διαθέσει την κληρονομία του εκφράζει την βούληση του διαθέτη και είναι νόμιμη άσκηση νόμιμου δικαιώματός του, που απολαμβάνουν όλοι οι Έλληνες πολίτες. Δηλαδή, έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατόπιν σύμφωνης με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ ερμηνείας εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΑΚ περί κληρονομικού δικαίου και όχι το μουσουλμανικό κληρονομικό δίκαιο (φεραϊζ).
Προσωπικές θέσεις-επιχειρήματα
Παρατηρείται, λοιπόν, ότι στην συγκεκριμένη υπό κρίση υπόθεση τα δικαστήρια ουσίας αποφάνθηκαν διαφορετικά από τον Άρειο Πάγο, αλλά πάντως όλα συνόδευσαν την όποια απόφασή τους με την ανάλογη αιτιολογία και νομικά επιχειρήματα (αρ.93παρ.3Σ και 300ΚΠολΔ).[7]
Αρχικά, εν προκειμένω ανακύπτει δίλημμα ως προς το ποιο νομοθέτημα είναι εφαρμοστέο δεδομένης της παράλληλης ισχύος του ΑΚ και του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου στις κληρονομικές σχέσεις των μουσουλμάνων Ελλήνων. Σημειώνεται ότι από άποψη τυπικής ισχύος τα δύο νομοθετήματα είναι ισόκυρα. Επομένως, το δίλημμα θα καμφθεί με επίκληση της δεύτερης κατά προτεραιότητα γενικής ερμηνευτικής αρχής, lex specialis derogat legi generali (ο ειδικότερος νόμος κατισχύει του γενικότερου).[8] Εδώ ειδικότερος είναι ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος που αφορά την πληθυσμιακή κατηγορία των Ελλήνων μουσουλμάνων, ενώ ο ΑΚ θεωρείται γενικότερο νομοθέτημα διότι διέπει τις νομικά σημαντικές ιδιωτικές σχέσεις όλων των Ελλήνων πολιτών αδιακρίτως. Έτσι, μπορεί να υποστηριχθεί ότι θα έπρεπε να εφαρμοστεί άνευ άλλου τινός ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος στην παρούσα κληρονομικού δικαίου διαφορά. Ωστόσο, αυτό θα ήταν μία βεβιασμένη και στείρα εφαρμογή της παραπάνω θεωρητικής ερμηνευτικής αρχής που στέκεται στους τύπους και δεν υπεισέρχεται σε νομικές διεργασίες της ουσίας των νομοθετημάτων και της υπόθεσης. Άλλωστε, κάθε ερμηνευτική του δικαίου αρχή πρέπει να οδηγεί σε μία ερμηνεία απολύτως εναρμονισμένη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, χωρίς να είναι δυνατή καμία παρέκκλιση από αυτά. Δηλαδή, γνώμονας της ερμηνείας των κανόνων δικαίου στην ελληνική έννομη τάξη είναι η συμφωνία με το ύψιστο νομοθέτημα αυτής και την ΕΣΔΑ.[9]
Τότε, θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί ένα από τα «μητρικά» δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, την αρχή της ισότητας του αρ.4παρ.1Σ. Εντούτοις, η εφαρμογή της αρχής αυτής υπό την απόλυτη, αριθμητική της μορφή ενέχει κινδύνους γιατί κατατείνει στην απόλυτη εξομοίωση των Ελλήνων μουσουλμάνων με κάθε άλλη κατηγορία Ελλήνων πολιτών. Γι’ αυτό η ισότητα εκλαμβάνεται συνταγματικά ως αναλογική, η οποία αποτελείται από δύο συνιστώσες: α) όμοια μεταχείριση ουσιωδώς ομοίων περιπτώσεων και β) ανόμοια μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων περιπτώσεων.[10] Αυτό αφήνει το περιθώριο για inconcretoσταθμίσεις και αξιολογήσεις ως προς το ποιο είναι το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο στις κληρονομικές σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων μουσουλμάνων προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή προστασία των αστικών τους δικαιωμάτων. Δηλαδή, δεν μπορούμε να προεξοφλήσουμε ότι θα εφαρμοστεί ο ΑΚ ή ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος εάν αυτά δεν τα εξετάσουμε σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε υπόθεσης.
Επίσης, απόρροια της αρχής της ισότητας αλλά και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας κατά το αρ.5παρ.1-2Σ είναι η αρχή της ελευθερίας του διατιθέναι. Πρόκειται για μία θεμελιώδη αρχή που σημαίνει ότι κάθε φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μπορεί να διαχειρίζεται τα περιουσιακά του δικαιώματα και να διαμορφώνει την περιουσιακή του κατάσταση όπως ο ίδιος επιθυμεί αρκεί να συμβαδίζουν με το νόμο (174ΑΚ) και τα χρηστά ήθη (178ΑΚ, 281ΑΚ).[11] Μάλιστα, η αρχή αυτή βρίσκεται στον πυρήνα του κληρονομικού δικαίου καθώς αυτό αφορά την τύχη της περιουσίας του προσώπου μετά θάνατον. Απόδειξη του ότι η ελευθερία του διατιθέναι διέπει το ελληνικό κληρονομικό δίκαιο είναι ότι σε αυτό πρωτεύει η βούληση του κληρονομουμένου η οποία διατυπώνεται με την δικαιοπραξία της διαθήκης.[12] Δεδομένου ότι στον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο δεν προβλέπεται ο θεσμός αυτός παρά μόνο η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, αυτός ο νόμος περιστέλλει μερικώς την ελευθερία του διατιθέναι –τουλάχιστον όσον αφορά το κληρονομικό δίκαιο- κι επομένως η εφαρμογή του θα πρέπει να εξετάζεται υπό αυστηρές προϋποθέσεις.
Στην συγκεκριμένη υπόθεση το υπό κρίση νομικό ζήτημα έγκειται ακριβώς σε αυτή τη διαφορά μεταξύ των δύο νομικών πολιτισμών, καθώς ο μεν ΑΚ προβλέπει τον θεσμό της διαθήκης, ενώ ο δε Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος όχι. Παρ’ όλα αυτά, ο Έλληνας μουσουλμάνος αποβιώσας συνέταξε δημόσια διαθήκη πριν πεθάνει για την διάθεση της περιουσίας του που αποτελείτο από κτήμα καθαρής ιδιοκτησίας (μουλκ). Αυτό σημαίνει ότι ο κληρονομούμενος εξέφρασε ρητώς την βούλησή του για την τύχη της περιουσίας του μετά θάνατον (animustestandi). Ταυτόχρονα, καθώς τήρησε τους όρους της 1724ΑΚ αξιοποιώντας έναν θεσμό που δεν υπάρχει στο μουσουλμανικό κληρονομικό δίκαιο, δηλώνει εμμέσως και την επιθυμία του να υπαχθεί στον ΑΚ ως προς την κληρονομική του διαδοχή. Εξάλλου, ως Έλληνας πολίτης μπορεί να υπάγεται σε διατάξεις του ΑΚ. Δηλαδή, προβαίνοντας σε ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεώς του κατά τους όρους της 173ΑΚ συνάγεται μεταξύ άλλων η επιθυμία του να εφαρμοστεί ο ΑΚ.
Εύλογα θα αντέτασσε κανείς στο ως άνω επιχείρημα, που ερείδεται στη βούληση του διαθέτη και την ερμηνεία αυτής, ότι είναι παντελώς αβάσιμο υπό τους όρους του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου διότι αυτός δεν προβλέπει τίποτα περί βουλήσεως του αποβιώσαντος και η διάθεση της περιουσίας του είναι αποκλειστικά ρυθμιζόμενη από το νόμο. Πράγματι αυτό ισχύει στο επίπεδο του μουσουλμανικού νόμου, όμως τι σημαίνει αυτό, ότι για να ληφθεί υπόψη η βούληση κάποιου πρέπει να μην είναι μουσουλμάνος; Δεν είναι ιδιαίτερα παρακωλυτικό για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας κάτι τέτοιο; Πέραν του ότι παραβιάζονται οι προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις (4παρ.1Σ, 5παρ.1-2Σ) και η 14ΕΣΔΑ, είναι και ριζικά παραβιαστικό της θρησκευτικής ελευθερίας. Συγκεκριμένα, το αρ.13παρ.1Σ παραβιάζεται στον πυρήνα του, δηλαδή δεν μπορεί να ασκηθεί καθόλου κι αυτό είναι συνταγματικά ανεπίτρεπτο στην ελληνική έννομη τάξη.[13] Εξάλλου, πρόθεση του νομοθέτη με την συμπληρωματική με τον ΑΚ εφαρμογή του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου είναι η προστασία της μουσουλμανικής μειονότητας των Ελλήνων και όχι οι δυσμενείς σε βάρος τους διακρίσεις λόγω του θρησκεύματός τους.
Επιπλέον, επειδή και τα δύο δικαστήρια επικαλέστηκαν το αρ.5 του ν.1920/1991 που ίσχυε τότε (2017) περί καθηκόντων του Μουφτή, μπορεί να γίνει μια γραμματική ερμηνεία της παραπάνω διάταξης. Από αυτή προκύπτει –εκτός από την χρήση της υποθετικής πρότασης «εφ’ όσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο.» που επικαλέστηκε και ανέλυσε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ουσίας- μία σειρά επιχειρημάτων που συνηγορούν υπέρ της εφαρμογής του ΑΚ σε αυτή την περίπτωση. Η παράγραφος 4α΄ του παραπάνω άρθρου αναφέρει ότι: «Οι υποθέσεις της παραγράφου 2 ρυθμίζονται από τις κοινές διατάξεις και μόνο κατ’ εξαίρεση υπάγονται στη δικαιοδοσία του Μουφτή, εφόσον αμφότερα τα διάδικα μέρη υποβάλουν σχετική αίτησή τους ενώπιόν του για επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο.» Δηλαδή, ο νόμος αναγνωρίζει ως κανόνα την εφαρμογή των κοινών διατάξεων μεταξύ άλλων και για τις κληρονομικές σχέσεις των Ελλήνων μουσουλμάνων και μόνο ως εξαίρεση προβλέπει την δικαιοδοσία του Μουφτή επ’ αυτών και κατ’ επέκταση την εφαρμογή του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου κι εφ’ όσον συμφωνούν και οι δύο διάδικοι. Παρακάτω αναφέρει: «Η υπαγωγή της υπόθεσης στη δικαιοδοσία του Μουφτή είναι αμετάκλητη και αποκλείει τη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων για τη συγκεκριμένη διαφορά. Εάν οποιοδήποτε από τα μέρη δεν επιθυμεί την υπαγωγή της υπόθεσής του στη δικαιοδοσία του Μουφτή, δύναται να προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια, κατά τις κοινές ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις, τα οποία σε κάθε περίπτωση έχουν το τεκμήριο της δικαιοδοσίας.» Παρακάτω (αρ.5παρ.4γ΄ν.1920/1991) υπάρχει ειδικότερη ρύθμιση περί κληρονομικών σχέσεων: « Οι κληρονομικές σχέσεις των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης ρυθμίζονται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, εκτός εάν ο διαθέτης συντάξει ενώπιον συμβολαιογράφου δήλωση τελευταίας βούλησης, κατά τον τύπο της δημόσιας διαθήκης, με αποκλειστικό περιεχόμενό της τη ρητή επιθυμία του να υπαχθεί η κληρονομική του διαδοχή στον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Η δήλωση αυτή είναι ελεύθερα ανακλητή, είτε με μεταγενέστερη αντίθετη δήλωσή του ενώπιον συμβολαιογράφου είτε με σύνταξη μεταγενέστερης διαθήκης, κατά τους όρους του Αστικού Κώδικα. Ταυτόχρονη εφαρμογή του Αστικού Κώδικα και του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου στην κληρονομική περιουσία ή σε ποσοστό ή και σε διακεκριμένα στοιχεία αυτής απαγορεύεται.» Εν προκειμένω, ο διαθέτης όχι μόνο δεν δήλωσε ρητά ότι επιθυμεί να υπαχθεί στον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, αλλά πολύ περισσότερο διατύπωσε την βούλησή του καθιστώντας ως αποκλειστική κληρονόμο του την σύζυγό του-αναιρεσίβλητη.
Το γεγονός αυτό δικαιολογημένα δημιουργεί στον μέσο μη νομικό ή/και νομικό άνθρωπο έντονο αίσθημα αδικίας, όπως προξένησε και στον αναιρεσείοντα. Πώς είναι δυνατόν κάποιος να αποκλείει από την κληρονομία του τα ίδια του τα παιδιά, πολλώ δε μάλλον όταν δεν προκύπτει διαταραγμένη μεταξύ τους διαπροσωπική σχέση; Αυτό ακριβώς το κοινό αίσθημα αφουγκράστηκε ο νομοθέτης και καθιέρωσε τον θεσμό της νόμιμης μοίρας (1825επ.ΑΚ). Πρόκειται για έναν τρόπο κληρονομικής διαδοχής που σταθμίζει και εξισορροπεί την αρχή της ελευθερίας του διατιθέναι με την αρχή προστασίας της οικογένειας. Συνήθως εφαρμόζεται παράλληλα με την εκ διαθήκης διαδοχή για λόγους κοινωνικής και ηθικής ενότητας της οικογένειας και είναι μορφή αναγκαστικής διαδοχής. Βάσει αυτής κι εφ’ όσον οι στενοί συγγενείς του διαθέτη δεν περιλαμβάνονται στην διαθήκη του έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία που ανέρχεται στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας (1825ΑΚ).[14] Μεταξύ των δικαιούχων είναι κυρίως οι κατιόντες. Εδώ κι επειδή δεν έχουν τιμηθεί με διαθήκη ούτε ο αναιρεσείων-τέκνο ούτε τα λοιπά τέκνα του διαθέτη, αυτοί θα έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας. Βεβαίως, γίνεται δεκτή η εφαρμογή του εν λόγω θεσμού αν γίνει δεκτή ως ισχυρή η δημόσια διαθήκη του αποβιώσαντος κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ. Τότε και μόνο τότε τίθεται σε εφαρμογή η νόμιμη μοίρα προς αποκατάσταση και των τέκνων του διαθέτη, γιατί από την στιγμή που γίνεται δεκτός ο θεσμός της διαθήκης λόγω εφαρμογής του ΑΚ, γίνεται δεκτός και κάθε άλλος θεσμός που προβλέπεται σε αυτό το νομοθέτημα.
Συμπερασματικά και με βάση τα ως άνω επιχειρήματα, η προσωπική μου άποψη είναι ότι εν προκειμένω εφαρμοστέο δίκαιο είναι το νομοθέτημα του ΑΚ περί κληρονομικών σχέσεων. Έτσι, η συνταχθείσα δημόσια διαθήκη του Έλληνα μουσουλμάνου αποβιώσαντος είναι έγκυρη και παράγει έννομα αποτελέσματα. Διαφορετικό αλλά συμπληρωματικό είναι το ζήτημα της παράλληλης εκ του νόμου διαδοχής (νόμιμη μοίρα) που στην υπό σχολιασμό υπόθεση θα τεθεί σε εφαρμογή προκειμένου για την οικονομική και ηθική αποκατάσταση του αναιρεσείοντος και των λοιπών τέκνων του θανόντος.
Βιβλιογραφία
Βλαχόπουλος Σπύρος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη,2017
Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Π.Ν.Σάκκουλας,2019
Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου, Π.Ν.Σάκκουλας,2014
Ν.Κ.ΚΛΑΜΑΡΗΣ, Σ.Ν.ΚΟΥΣΟΥΛΗΣ, Σ.Σ.ΠΑΝΤΑΖΟΠΥΛΟΣ, Πολιτική Δικονομία, Εκδόσεις Σάκκουλα,2022
Παντελής Αντώνης, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Λιβάνη, 2020
Βασιλική Γκαύρου,
Τριτοετής φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,
Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων του The Law Project.
[1]Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου, Π.Ν.Σάκκουλας,2014 [2]Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου, Π.Ν.Σάκκουλας,2014 [3]Ν.Κ.ΚΛΑΜΑΡΗΣ, Σ.Ν.ΚΟΥΣΟΥΛΗΣ, Σ.Σ.ΠΑΝΤΑΖΟΠΥΛΟΣ, Πολιτική Δικονομία, Εκδόσεις Σάκκουλα,2022 [4]Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Π.Ν.Σάκκουλας,2019 [5]Παντελής Αντώνης, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Λιβάνη, 2020 [6]Βλαχόπουλος Σπύρος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη,2017 [7]Ν.Κ.ΚΛΑΜΑΡΗΣ, Σ.Ν.ΚΟΥΣΟΥΛΗΣ, Σ.Σ.ΠΑΝΤΑΖΟΠΥΛΟΣ, Πολιτική Δικονομία, Εκδόσεις Σάκκουλα,2022 [8]Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Π.Ν.Σάκκουλας,2019 και Παντελής Αντώνης, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Λιβάνη, 2020 [9]Παντελής Αντώνης, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Λιβάνη, 2020 [10]Βλαχόπουλος Σπύρος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη,2017 [11]Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Π.Ν.Σάκκουλας,2019 [12]Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου, Π.Ν.Σάκκουλας,2014 [13]Βλαχόπουλος Σπύρος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη,2017 [14] Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου, Π.Ν.Σάκκουλας,2014
header.all-comments