Του Ανδρέα Γεωργαντή
Αδικοπραξία Λόγω Παραβίασης Προσωπικών Δεδομένων
(ΑΠ 921/2021)
Θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης λόγω παραβίασης προσωπικών δεδομένων. Μη περιουσιακή ζημία του ενάγοντος, που δε μπορεί να αποκατασταθεί. Μπορεί να επιδικαστεί ηθική βλάβη; Μεταξύ των συνυπόχρεων σε τι σχέση τελεί η συγκεκριμένη ενοχή;
Περίληψη Επίσημου Κειμένου
Στη συγκεκριμένη υπόθεση ο ενάγων στράφηκε κατά δύο πιστωτικών ιδρυμάτων που διατηρούσε λογαριασμούς για μεταξύ τους ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων του. Στα Δικαστήρια ουσίας ο ενάγων κατάφερε να θεμελιώσει αδικοπρακτική ευθύνη ως νόμιμο λόγω αξίωσης ηθικής βλάβης, η οποία και του επιδικάστηκε. Κατά το δεύτερο βαθμό η οφειλούμενη χρηματική ικανοποίηση δεν αναγνωρίστηκε ως ενοχής εις ολόκληρον, αλλά ως διαιρεμένη. Στη συγκεκριμένη απόφαση ο Άρειος Πάγος εξετάζει τη νομική φύση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Πραγματικά Περιστατικά
Ο ενάγων διατηρούσε στην πρώτη εναγομένη τράπεζα επί μικρό χρονικό διάστημα λογαριασμούς, τόσο μαζί με τη σύζυγό του, όσο και ατομικούς, έχοντας σε όλους δηλωμένη μια συγκεκριμένη διεύθυνση αλληλογραφίας. Εν συνεχεία ο ενάγων άνοιξε έναν ακόμα λογαριασμό στην πρώτη εναγομένη δηλώνοντας για πρώτη φορά διαφορετική διεύθυνση αλληλογραφίας. Την επόμενη ημέρα, ο εναγών, συμβλήθηκε με τη δεύτερη εναγόμενη, υποβάλλοντας, στην πρώτη ως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο της δεύτερης εναγόμενης, αίτηση, συμμετοχής για την απόκτηση αμοιβαίων κεφαλαίων τα οποία διαχειριζόταν. Στη σύμβαση αντιπροσώπευσης μάλιστα προβλέφθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη θα αναλάβει να συγκεντρώσει τα στοιχεία του ενάγοντος και να μεριμνήσει για την ορθή συμπλήρωση της αίτησης συμμετοχής του σε αυτά, τα οποία μεταβίβασε και στη δεύτερη. Η δεύτερη το επόμενη έτος απέστειλε ενημερωτικό σημείωμα όχι στη διεύθυνση που είχε δηλωθεί στο νέο λογαριασμό, αλλά σε εκείνη που ήταν δηλωμένη στους παλαιότερους λογαριασμούς του. Αυτό έφερε ως αποτέλεσμα η αλληλογραφία να παραδοθεί στο κατάστημα που διεύθυνε η (πλέον πρώην) σύζυγος του ενάγοντος, μαθαίνοντας το ύψος της περιουσίας του και μάλιστα σε περίοδο που βρίσκονταν σε οικονομικές διαφορές.
Ανάλυση Νομικών Ζητημάτων
Στη συγκεκριμένη υπόθεση κρίσιμο καθίσταται το ζήτημα της θεμελίωσης αδικοπρακτικής ευθύνης, σύμφωνα με την οποία μπορεί να επιδικαστεί και ηθική βλάβη, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο οι (συν)αδικοπρακτούντες οφείλουν να την αποδώσουν.
Πρώτο και κρισιμότερο ζήτημα τίθεται η θεμελίωση της αδικοπραξίας. Οι αδικοπραξίες, σε αντίθεση με ότι ισχύει στις δικαιοπραξίες που είναι συμβατικές, τίθενται ex lege και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου ΑΚ914, που ενέχει τη λειτουργία γενικής ρήτρας όλων των αδικοπραξιών. Από τη διάταξη μπορούμε να συνάγουμε ότι προϋποθέσεις γένεσης αδικοπρακτικής ευθύνης είναι η ανθρώπινη συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), παράνομη, υπαίτια, η επέλευση ζημίας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας. Ως προς την έννοια του παρανόμου της ΑΚ914 έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις (βλ. η υποκειμενική θεωρία που υποστηρίζει ότι παράνομη είναι η ζημιογόνος ενέργεια που επιχειρείται χωρίς δικαίωμα, ενώ η αντικειμενική θεωρία υποστηρίζει ότι η ζημιογόνος συμπεριφορά πρέπει να αντίκειται σε κάποιον απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου), αλλά γίνεται γενικά δεκτό ότι η συμπεριφορά αυτή πρέπει να είναι αντίθετη σε κάποια διάταξη που θεμελιώνει κάποιο δικαίωμα ή προστατεύει έννομο συμφέρον του ζημιωθέντος.
Περεταίρω, απαιτείται η συγκεκριμένη παράνομη πράξη να αποδοθεί σε υπαιτιότητα. Το είδος της υπαιτιότητας (οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας) είναι κατ’ αρχήν αδιάφορη για τη γένεση της αδικοπρακτικής ευθύνης.
Επιπλέον, ιδιαίτερα σημαντική καθίσταται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της επέλευσης του ζημιογόνου αποτελέσματος. Κατά τη γένεση άμεσης ζημίας, χωρίς δηλαδή τη μεσολάβηση άλλου γεγονότος, η ύπαρξη ή μη αιτιώδους συνδέσμου είναι εμφανής. Όμως, σε πολλές περιπτώσεις μεταξύ συμπεριφοράς και επέλευσης της ζημιάς παρεμβάλλονται και άλλες ενέργειες, που καθιστούν δυσχερή την αναγνώριση του αιτιώδους συνδέσμου (έμμεση ζημία). Γι’ αυτές τις περιπτώσεις έχουν προταθεί κι επικρατούν τρεις θεωρίες, που λειτουργούν επικουρικά η μια στην άλλη. Πρώτη είναι η θεωρία της conditio sine qua non (θεωρία του ισοδυνάμου των όρων) κατά την οποία κάθε όρος, δηλαδή κάθε συμπεριφορά, η οποία αν παραλειπόταν δε θα είχε επέλθει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, συνδέεται με σχέση αιτιώδους συνδέσμου με αυτή. Επειδή αυτή η θεωρία μπορεί να οδηγήσει σε αποτελέσματα μακριά από την πραγματικότητα εγκαταλήφθηκε στα πλαίσια του αστικού δικαίου, αλλά διατηρείται με την αρνητική του έννοια, ήτοι ότι σε περίπτωση που αν ένας όρος εκλείψει δεν επηρεάσει το αποτέλεσμα, τότε δεν υπάρχει μεταξύ αυτού του όρου και του αποτελέσματος αιτιώδης συνάφεια. Την παραπάνω θεωρία ήρθε να συμπληρώσει η θεωρία της causa adaequata (η θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας), σύμφωνα με την οποία θεμελιώνεται αντικειμενικός σύνδεσμος μόνο μεταξύ των όρων (όπως αυτοί ισχύουν στην πρώτη θεωρία) που κατά την αντίληψη του μέσου συνετού ανθρώπου ήταν «πρόσφορος» να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Τέλος, σύμφωνα με τη νεότερη θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου, κριτήριο αποτελεί ο σκοπός του ιδρυτικού της ευθύνης κανόνα Δικαίου. Σε περίπτωση που συντρέχουν όλα τα παραπάνω γεννιέται πρωτογενής νόμιμος λόγος ευθύνης από αδικοπραξία, όπου το βάρος απόδειξης φέρει ο ζημιωθείς.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι εξαιτίας των πράξεων μεταφοράς των προσωπικών δεδομένων μεταξύ των λογαριασμών του ενάγοντος από την τράπεζα χωρίς τη συγκατάθεση αυτού και την αποστολή ενημερωτικό φακέλου σε διεύθυνση που δεν είχε δηλωθεί στο συγκεκριμένο λογαριασμό, με υπαιτιότητα της ίδιας της τράπεζας, επήλθε η ζημία του με την πληροφόρηση τρίτων προσώπων, μεταξύ των οποίων η πρώην σύζυγος του ενάγοντος, πρόσωπο που βρίσκονταν σε περιουσιακή διαφορά με τον ενάγοντα για την έκταση της περιουσίας του. Εν προκειμένω, το παράνομο θεμελιώνεται στα άρθρα 4§1γ’, 5 και 10§3 του νόμου 2472/1997 περί προστασίας προσωπικών δεδομένων. Σε αυτό το στάδιο ο ενάγων έχει θεμελιώσει νόμιμο λόγο ευθύνης από αδικοπραξία κατά των εναγομένων. Παρ’ όλα αυτά, η ζημία που επήλθε δεν είναι διαρκής, οπότε δε μπορεί να υπάρξει αίτημα για άρση της προσβολής και της παράλειψης της στο μέλλον, ούτε έχει επέλθει κάποια υλική ζημία η οποία μπορεί να αποκατασταθεί με αποζημίωση κι έτσι ο ενάγων προχωρά στην αξίωση για ηθική βλάβη.
Η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης προβλέπεται στα άρθρα ΑΚ59 και, κυρίως, ΑΚ932. Αποτελεί τη μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία που υφίσταται το πρόσωπο από την προσβολή των αγαθών του, περιουσιακών ή μη περιουσιακών. Η ηθική βλάβη, μάλιστα, κρίνεται τόσο σημαντική από τον Έλληνα νομοθέτη που η αποκατάσταση αυτής είναι αδιάφορη από το ύψος της αποζημίωσης για την περιουσιακή ζημία. Η ratio της διάταξης έγκειται στην ηθική παρηγοριά και ψυχική ανακούφιση του παθόντος από τη λύπη για την προσβολή των εννόμων αγαθών του. Μια ειδική μορφή ηθικής βλάβης είναι η ψυχική οδύνη, ο ψυχικός πόνος δηλαδή που αισθάνεται ένα πρόσωπο για την προσβολή μη περιουσιακού αγαθού σε πρόσωπο πολύ κοντά συνδεδεμένο με αυτό. Για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης δεν είναι απαραίτητη η αδικοπραξία όπως αυτή περιγράφεται στην ΑΚ914, αλλά αρκεί και μόνο η παράνομη πράξη που δημιουργεί κατά το νόμο υποχρέωση αποζημίωσης. Επιπλέον, η απαρίθμηση του ΑΚ932 εδ. β΄ για προσβολής της υγείας, της τιμής και της αγνοίας, καθώς και η στέρηση της ελευθερίας είναι ενδεικτική. Η ηθική βλάβη είναι προσωποπαγής και δεν εκχωρείται, ούτε κληρονομείται, εκτός των περιπτώσεων αναγνώρισης αυτής με σύμβαση ή επίδοσης αγωγής. Όσον αφορά την έκταση της ηθικής βλάβης, από τη διάταξη προβλέπεται η επιδίκαση «εύλογης» χρηματικής ικανοποίησης. Ο εκάστοτε εφαρμοστής αυτής, λοιπόν, καλείται ad hoc να αποφανθεί περί του ύψους αυτής.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, από τη στιγμή που ο ενάγων θεμελίωσε αδικοπρακτική ευθύνη για προσβολή μη περιουσιακού αγαθού (προσωπικά δεδομένα) έχει θεμελιώσει και την αξίωσή του για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Τα παραπάνω ζητήματα ουσιαστικού αστικού δικαίου δεν αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, το οποίο κλήθηκε να αποφανθεί περί των εφαρμοστέων διατάξεων για την οφειλή της χρηματικής ικανοποίησης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ηθική βλάβη που αξιώνει ο ενάγων στρέφεται κατά και των δύο εναγομένων. Αυτές οι περιπτώσεις καλύπτονται από τις διατάξεις ΑΚ480επ. Συγκεκριμένα, κρίσιμο είναι το ζήτημα πότε μια ενοχή είναι διαιρεμένη και πότε ενοχή εις ολόκληρον, όταν υπάρχει μια πολυπρόσωπη ενοχή. Γενικότερα ισχύει ότι όταν μια παροχή μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα όμοια μέρη (ιδίως σε χρηματικές ενοχές ή ενοχές αντικαταστατών) σε περίπτωση αμφιβολίας η ενοχή είναι διαιρεμένη (ΑΚ480) και μάλιστα κατ’ όμοια τμήματα (σύμμετρα διαιρεμένη). Όταν όμως σε μια ένοχη μετέχουν περισσότεροι οφειλέτες, καθένας από τους οποίους ενέχεται για όλη την παροχή, ο δανειστής μπορεί να απαιτήσει μόνο μια φορά την παροχή από όποιον ή όποιους αυτός επιθυμεί και ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλλει την παροχή ολόκληρη (παθητική ενοχή εις ολόκληρον ΑΚ481-482). Σημαντικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία παθητικής ενοχής εις ολόκληρον είναι ο γενεσιουργός λόγος αυτής. Πρέπει, δηλαδή, να υπάρχει σαφώς υποχρέωση περισσοτέρων σε μια παροχή, η ταυτότητα αυτής της παροχής, όπου όλοι οι οφειλέτες πρέπει να οφείλουν την ίδια παροχή και πρέπει οι οφειλές να είναι μεταξύ τους ισότιμες. Μόλις ο δανειστής λάβει την παροχή από οποιοδήποτε από τους οφειλέτες η ενοχή του αποσβήνεται, ενώ είναι αδιάφορο από ποιον ή για ποιο λόγο θα επιλέξει να απαιτήσει την παροχή. Οι σχέσεις των συνοφειλετών, όμως, συνεχίζουν να υφίστανται μέχρι ο καθένας να εκπληρώσει την παροχή που όφειλε. Εάν για παράδειγμα απαιτηθεί μόνο από έναν οφειλέτη η παροχή, εκείνος έχει το δικαίωμα, αφού την καταβάλει, να στραφεί αναγωγικά στους συνοφειλέτες του απαιτώντας ο καθένας να καταβάλει το ποσοστό που του αναλογεί. Αν δεν προκύπτει κάτι από τη μεταξύ τους σχέση οι συνοφειλέτες ευθύνονται κατ’ ίσα μέρη.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ζήτημα τέθηκε ως προς τη φύση της ηθικής βλάβης την οποία επιδίκασε το Δικαστήριο στον ενάγοντα, το οποίο εφήρμοσε την ΑΚ480. Στην πραγματικότητα, όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση προβλέπεται στην ΑΚ926 ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας από περισσότερους εκείνοι ενέχονται εις ολόκληρον ανεξαρτήτως του βαθμού του πταίσματος αυτών. Η σημασία της αναγνώρισης της ενοχής εις ολόκληρον έγκειται στο συνολικό ποσό που επιδίκασε το Δικαστήριο το οποίο ανέρχεται στα 6.000,00 ευρώ ως ενοχή εις ολόκληρον και όχι στον καθένα από τους οφειλέτες, ήτοι συνολικά 12.000,00 ευρώ.
Προσωπικές Απόψεις Γράφοντος
Η συγκεκριμένη υπόθεση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της αναγνώρισης της σημασίας των προσωπικών δεδομένων στη σύγχρονη εποχή. Συγκεκριμένα, πριν από κάποιες δεκαετίες το ζήτημα δε θα αντιμετωπιζόταν με την ίδια επιμέλεια. Χάριν στον αναβαθμισμένο ρόλο που έλαβε η προστασία των προσωπικών δεδομένων σε όλη την ευρωπαϊκή ένωση και με όλες τις νομοθετικές ρυθμίσεις αυτής τις τελευταίες δύο δεκαετίες είναι φανερό ότι το συγκεκριμένο ζήτημα όχι μόνο απασχόλησε τη Δικαιοσύνη, αλλά μάλιστα επιδικάστηκε χρηματική ικανοποίηση ιδιαίτερα υψηλή σε σχέση με το μέγεθος της ζημίας του ενάγοντα.
Όσον αφορά το ζήτημα της εις ολόκληρον ενοχής είναι φανερό ότι ο Άρειος Πάγος έρχεται να αναιρέσει την εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου στην περίπτωση της ηθικής βλάβης. Μάλιστα, ο τρόπος με τον οποίο επιδικάστηκε η χρηματική ικανοποίηση, ήτοι διαιρεμένα ανά οφειλέτη, εκτός από τις διατάξεις που παραπάνω αναλύθηκαν, αντίκειται και στο πνεύμα της διάταξης της χρηματικής ικανοποίησης η οποία έγκειται στην απάλυνση του πόνου του ζημιωθέντος με τη λήψη αυτής και όχι στην αποζημίωση αυτού, γεγονός που καθιστά αδιάφορο σε εκείνον το ποιος εκ των συνοφειλετών και σε ποιο ποσοστό θα καλύψει την ηθική του βλάβη.
Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις ΠΝ Σάκκουλα, 5η Έκδοση
Καλλιρρόη Δ. Παντελίδου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα
Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, Εκδόσεις ΠΝ Σάκκουλα, 2 Έκδοση
ΑΠ 921/2021, Νόμος
Ανδρέας Γεωργαντής,
Νομική Σχολή- Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, 2ο έτος φοίτησης,
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων The Law Project.
コメント