top of page

Αδικαιολόγητος πλουτισμός: Επικουρικότητα και Ένσταση Περί Μη Σωζόμενου Πλουτισμού - ΕφΠειρ265/2021

Tης Παπαδοπούλου Άννας


Αδικαιολόγητος πλουτισμός: Επικουρικότητα και Ένσταση Περί Μη Σωζόμενου Πλουτισμού

(ΕφΠειρ 265/2021)



 

H επικουρικότητα της αγωγής του αδικαιολόγητου πλουτισμού και η καταχρηστική ένσταση περί μη σωζόμενου πλουτισμού (909 AK)


Υπαναχώρηση του εργολάβου – εκκαλούντα από σύμβαση έργου και διεκδίκηση του υπόλοιπου μέρους της συμφωνηθείσας αμοιβής με αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επίκληση από την πλευρά του εργοδότη – εφεσίβλητου της ένστασης του άρθρου 909 ΑΚ περί μη σωζόμενου πλουτισμού και η απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης

 

Περίληψη Απόφασης – Πραγματικά Περιστατικά


Με την παρούσα απόφαση εξετάζεται η ρύθμιση του αδικαιολόγητου πλουτισμού και συγκεκριμένα η επικουρικότητα του άρθρου 904 ΑΚ σε σχέση με την συμβατική αξίωση σε συνδυασμό με την ένσταση περί μη σωζόμενου πλουτισμού του άρθρου 909 ΑΚ. Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση, μεταξύ εργολάβου και εργοδότη καταρτίστηκε εγγράφως σύμβαση έργου, σύμφωνα με την οποία ο εργολάβος ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει ένα έργο, ήτοι την ανέγερση μιας οικοδομής, σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης, της επιστήμης και τους ισχύοντες κανονισμούς, έναντι συμφωνημένης αμοιβής, η οποία θα καταβάλλεται τμηματικά. Πριν την ολοκλήρωση του έργου, ο εργολάβος με εξώδικη δήλωση που κοινοποίησε στον εργοδότη υπαναχώρησε από τη σύμβαση επικαλούμενος την υπερημερία του αντισυμβαλλομένου μέρους ως προς την καταβολή της αμοιβής του για το μέχρι την υπαναχώρησή του εκτελεσθέν τμήμα του έργου.


Με αγωγή ασκηθείσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ερειδόμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς λόγω της υπαναχώρησης εξέλειπε πλέον η ισχυρή σύμβαση έργου, και δη η νόμιμη αιτία, ο εργολάβος – εκκαλών, κατόπιν μετατροπής του αιτήματος του με τις προτάσεις, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ζήτησε να αναγνωριστεί η οφειλή του εργοδότη –εφεσίβλητου που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής για το μέχρι την υπαναχώρηση του εκτελεσθέν τμήμα του έργου νομιμοτόκως. Από την πλευρά του ο εναγόμενος επικαλέστηκε την ένσταση περί μη σωζόμενου πλουτισμού (909 ΑΚ) με αποτέλεσμα την κατάλυση του αγωγικού αιτήματος και κατ’ επέκταση την απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης.


Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση, με τον εργολάβο – εκκαλούντα να αναφέρει ως κύριο λόγο την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όπως και την κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ωστόσο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επανεξετάζοντας το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, και ειδικότερα λαμβάνοντας υπόψητην έκθεση πραγματογνωμοσύνης πολιτικού μηχανικού, την τεχνική έκθεση δεύτερου πολιτικού μηχανικού, τις ομολογίες των διαδίκων, τις πολιτικές αποφάσεις και τα πρακτικά άλλων δικαστηρίων που αφορούν του ιδίους διαδίκους καθώς και προσκομιζόμενες φωτογραφίες, απέρριψε τους λόγους της έφεσης ως αβάσιμους, αποδεχόμενο τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου, περί μη σωζόμενου πλουτισμού (909 ΑΚ). Συγκεκριμένα, δέχτηκε ότι λόγω των αποδεδειγμένων κακοτεχνιών του έργου, ήτοι τη μετατόπιση των υποστυλωμάτων της οικοδομής κατά παρέκκλιση της στατικής και αρχιτεκτονικής μελέτης που έθετε σε κίνδυνο τη στατική επάρκεια της οικοδομής, ο εφεσίβλητος αναγκάστηκε να προβεί σε επιπλέον δαπάνες για τις διορθωτικές ενέργειες που απαιτούνταν ώστε να θεωρηθεί το έργο επαρκές.


Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί ουσιαστικά πτωχότερος, γεγονός που αποσβήνει την νομική του υποχρέωση να αποδώσει τον πλουτισμό. Έτσι, με την υπ’ αριθμ. 265/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, απορρίπτεται η έφεση του εκκαλούντος, γίνεται δεκτή η ένσταση του 909 ΑΚ, αφού ο πλουτισμός του εφεσίβλητου από την μη καταβολή του υπολοίπου της αμοιβής, αναλώθηκε στην διόρθωση των κακοτεχνιών, οι οποίες δεν διορθώθηκαν από τον εκκαλούντα λόγω της υπαναχώρησης του από τη σύμβαση.



Ανάλυση Απόφασης


Α. Επικουρικότητα της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού


Η εν λόγω απόφαση φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα της επικουρικότητας της αξίωσης που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό σε σχέση με την αξίωση που πηγάζει από οποιαδήποτε άλλη αιτία. Το Εφετείο Πειραιά καλείται στην προκειμένη περίπτωση να κρίνει την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε επί της αγωγής του εργολάβου – ενάγοντα ερειδόμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού μετά την υπαναχώρηση του εργολάβου από τη σύμβαση έργου και κατ’ επέκταση την λήξη της νόμιμης αιτίας.


Υποστηρίζεται από την κρατούσα, ιδίως στη νομολογία, άποψη ότι η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού έχει επικουρικό (επιβοηθητικό) χαρακτήρα, με την έννοια ότι χορηγείται από το νόμο μόνο όταν δεν υπάρχει ανάμεσα στα ίδια πρόσωπα και βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών άλλη αξίωση που να πηγάζει από άλλη έννομη σχέση. Κατά την άποψη αυτή, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις άλλων αγωγών, ιδίως από σύμβαση ή αδικοπραξία (εκτός εάν αυτές θεμελιώνονται σε διαφορετικά ή πρόσθετα πραγματικά περιστατικά) και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας αγωγής. Άλλοτε πάλι η επικουρικότητα της αξίωσης θεωρείται δεδομένη όταν συντρέχουν και οι αξιώσεις από σύμβαση, ενώ όταν υπάρχουν και αδικοπρακτικές αξιώσεις, κατά βάση γίνεται δεκτή η συρροή των αξιώσεων από αδικαιολόγητο πλουτισμό και την αδικοπραξία.


Κατ’ αρχάς ούτε από το γράμμα ούτε από το σκοπό του νόμου προκύπτει επικουρικότητα της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με την 904 παρ. 1 ΑΚ «Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη» καθιερώνεται αυτοτελής, θεμελιώδης και αυτοδύναμη αξίωση καθώς και αντίστοιχη υποχρέωση. Κάθε διάταξη νόμου, αν δεν συνάγεται σαφώς κάποιος περιορισμός στην εφαρμογή της, εφαρμόζεται ευθύς εφόσον συντρέξουν οι όροι του πραγματικού της.


Αν σε μία συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν και οι όροι του πραγματικού άλλης διάταξης, τότε θα πρόκειται για συρροή αξιώσεων, εκτός εάν γεννάται θέμα ειδικότητας της άλλης, οπότε προηγείται η εφαρμογή της λόγω ειδικότητας. Εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις του 904 ΑΚ γεννιέται η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, ανεξάρτητα από το εάν γεννιέται παράλληλα αξίωση από άλλη αιτία, εκτός εάν η ύπαρξη η αυτής της άλλης αξίωσης (ιδίως από έγκυρη σύμβαση) σημαίνει ότι δεν πληρούνται στην συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις του 904 ΑΚ και ιδίως η προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας. Είναι δυνατό δηλαδή η άλλη αξίωση να συνιστά νόμιμη αιτία του πλουτισμού και έτσι να μη μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, επειδή ο πλουτισμός δεν είναι αδικαιολόγητος. Αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο όταν υπάρχει και αξίωση από δικαιοπραξία όπως συνέβη και στην συγκεκριμένη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς.


Πράγματι, στην περίπτωση αυτή η περιουσιακή μετακίνηση δεν είναι αδικαιολόγητη, διότι στηρίζεται στην έγκυρη δικαιοπραξία που αποτελεί τη νόμιμη αιτία της, ήτοι στην σύμβαση έργου που συνήφθη νομίμως μεταξύ εργοδότη και εργολάβου. Κατόπιν όμως της ανατροπής της δικαιοπραξίας λόγω υπαναχώρησης του εργολάβου– εκκαλούντος,εκλείπει αυτομάτως και η νόμιμη αιτία του πλουτισμού του, με αποτέλεσμα να μπορεί να αναζητήσει το υπόλοιπο της αμοιβής του μόνο με αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά τις διατάξεις 904 ΑΚ επ.


Αντίθετα, η ύπαρξη άλλων αξιώσεων, όπως οι αξιώσεις από αδικοπραξία ή διοίκηση αλλοτρίων, οι αξιώσεις του κυρίου, νομέα ή κατόχου πράγματος, δεν αίρουν τις προϋποθέσεις της 904§1 εδ. α ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται παράλληλα. Ειδικά όσον αφορά τη διεκδικητική αγωγή, αυτή συνυπάρχει με την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού που στην περίπτωση αυτή έχει ως περιεχόμενο την απόδοση της νομής ή κατοχής του πράγματος. Η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού για την απόδοση της νομής συρρέει μάλιστα και με τις προστατευτικές της νομής αγωγές (987 ΑΚ) και κατά τη σωστότερη άποψη ασκείται και μετά την παραγραφή των τελευταίων κατά την 992 ΑΚ.


Το γεγονός, ωστόσο, ότι το περιεχόμενο της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι συνήθως περιορισμένο σε σχέση με το περιεχόμενο άλλων αξιώσεων, δημιουργεί στην πράξη κάποια επικουρικότητα της σε σχέση με τα άλλα ένδικα βοηθήματα, με την έννοια ότι χρησιμοποιείται συνήθως μόνο όταν προκύπτουν δυσκολίες ή εμπόδια για τη χρησιμοποίηση των άλλων βοηθημάτων ως έσχατο μέσο, χρησιμοποιείται δηλαδή συνήθως όχι ως κύρια αλλά ως επικουρική βάση μιας αγωγής. Επικουρικά ασκείται μια αξίωση, όταν ο ενάγων ζητά από το δικαστήριο να ερευνήσει τη βασιμότητα της μόνο σε περίπτωση απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής Πρακτικά, η εν λόγω αξίωση, επειδή μ’ αυτήν δεν καλύπτεται όλη η ζημία του ενάγοντος, αλλά μόνο στην έκταση που υπάρχει πλουτισμός και μάλιστα σωζόμενος, χρησιμοποιείται από τον ζημιωθέντα ως έσχατο μέσο θεραπείας. Στις περιπτώσεις αυτές όμως πρόκειται για δικονομική επικουρικότητα, η οποία δεν επηρεάζει τον αυτοτελή και αυτοδύναμο χαρακτήρα της αξίωσης από άποψη ουσιαστικού δικαίου και ούτως ή άλλως η δικονομική επικουρικότητα δεν συνιστά κανόνα, αφού είναι δυνατό να ασκηθεί εξ αρχής αγωγή με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφόσον συντρέχουν οι όροι του.


Σε αντίθεση με την άποψη της θεωρίας, όπως ήδη αναφέρθηκε, η συντριπτική πλειοψηφία της νομολογίας υποστηρίζει ότι η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επικουρική. Αναλυτικότερα, όπως παρατίθεται στην υπ’ αριθμ. 170/2016 πολιτική απόφαση του Αρείου Πάγου, η άποψη αυτή στηρίζεται στη διατύπωση του άρθρου 904 ΑΚ και συγκεκριμένα, στο δεύτερο εδάφιο περ. α’, όπου αναφέρεται ότι η υποχρέωση απόδοσης του πλουτισμού γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης. Αχρεώστητη παροχή είναι εκείνη που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος από τον λήπτη και δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, η οποία δικαιολογεί τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση.


Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξιώσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι ο πλουτισμός του υπόχρεου, η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι εκτός των άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από την αιτία.


Επομένως το σκεπτικό της απόφασης αυτής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του Α.Κ. προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την σύμβαση ή από την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κυρίας βάσης της αγωγής.


Β. Ένσταση του εναγομένου περί μη σωζόμενου πλουτισμού 909 ΑΚ


Στην υπό σχολιασμό δικαστική απόφαση ο εργοδότης – εφεσίβλητος στήριξε την άμυνα του, στοχεύοντας στην απόρριψη της ασκηθείσας αναγνωριστικής αγωγής του αδικαιολόγητου πλουτισμού, στη διάταξη του άρθρου 909 ΑΚσύμφωνα με το οποίο «η υποχρέωση απόδοσης του πλουτισμού αποσβήνεται εφόσον ο λήπτης δεν είναι πλέον πλουσιότερος κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής». Η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται από την ύπαρξη του όλου θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ο οποίος συνίσταται στην επιστροφή του πλουτισμού, εφόσον αυτός διατηρείται με οποιαδήποτε μορφή στην περιουσία του λήπτη, και όχι στην περιέλευση του λήπτη σε δυσχερέστερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρισκόταν, αν δεν είχε λάβει εξ αρχής τον πλουτισμό.


Στην προκειμένη περίπτωση, ο εργοδότης– εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι όχι μόνο δεν έχει καταστεί πλουσιότερος, αλλά ουσιαστικά ότι κατέστη πτωχότερος, αφού το καταβαλλόμενο από αυτόν ποσό για την αποκατάσταση των ελαττωμάτων του έργου, υπερβαίνει το αιτηθέν από τον ενάγοντα ποσό, και εξ αυτού του λόγου σύμφωνα με το άρθρο 909 ΑΚ πρέπει να απαλλαγεί από την υποχρέωση απόδοσης της ωφέλειας που ο ενάγων διατείνεται ότι αποκόμισε σε βάρος του. Η διάταξη του άρθρου 909 ΑΚ καθιερώνει ένσταση του εναγόμενου για απόδοση του πλουτισμού, το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι δεν είναι ανάγκη να αποδείξει ο ενάγων – εργολάβος το ότι σώζεται ο πλουτισμός, αφού το στοιχείο αυτό δεν αποτελεί δικονομικώς προϋπόθεση της αγωγής του 904 ΑΚ. Αντιθέτως, ο εναγόμενος – εργοδότης πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει την απώλεια και την έκταση της μείωσης του πλουτισμού.


Άρση ή μείωση του πλουτισμού και συνεπώς ολική ή μερική απόσβεση της υποχρέωσης απόδοσης του επιφέρει κατ’ αρχήν η μέχρι την επίδοση της αγωγής καταστροφή ή απώλεια ή βλάβη ή διάθεση ή με οποιονδήποτε τρόπο ανάλωση του αντικειμένου του πλουτισμού. Απώλεια επιφέρει και ο προσπορισμός του πλουτισμού σε τρίτον από χαριστική αιτία (913 ΑΚ). Προϋπόθεση εφαρμογής της 909 ΑΚ στις περιπτώσεις αυτές είναι να μην εισέπραξε ο λήπτης αντάλλαγμα στη θέση του αρχικού πλουτισμού και να μην εξοικονόμησε δαπάνες, στις οποίες διαφορετικά θα είχε προβεί με δικά του μέσα, γιατί τότε ο λήπτης εξακολουθεί να είναι πλουσιότερος κατά το αντάλλαγμα ή την αξία των δαπανών που αποφεύχθηκαν. Σύμφωνα με όσα ισχυρίστηκε ο εργοδότης –εφεσίβλητος και έγιναν δεκτά τόσο από το πρωτοβάθμιο όσο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το ποσό που αντιστοιχούσε στο υπόλοιπο της αμοιβής του εργολάβου αναλώθηκεστην πληρωμή του δεύτερου εργολάβου που προσέλαβε για να διορθώσει τα ελαττώματα του έργου. Επομένως, ούτε έλαβε κάποιο αντάλλαγμα ούτε εξοικονόμησε δαπάνες, αλλά η ολική αυτή απώλεια συνεπάγεται την απόσβεση της υποχρέωσης απόδοσης του πλουτισμού.


Κατά τον υπολογισμό του σωζόμενου πλουτισμού λαμβάνονται υπόψιν και δαπάνες ή ζημίες του λήπτη που συνδέονται με την κτήση ή τη διατήρηση του πλουτισμού εκ μέρους του. Συγκεκριμένα, η 909 ΑΚ περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις αρχικής μείωσης του πλουτισμού λόγω της εκτέλεσης απ τον λήπτη δαπανών για την κτήση του (π.χ. έξοδα μεταφοράς, φόροι μεταβίβασης, δασμοί, συμβολαιογραφικά έξοδα). Επιπλέον, συχνά η κτήση του πλουτισμού από το λήπτη έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην συνολική του περιουσία όπως για παράδειγμα οι δαπάνες για τη συντήρηση ή τη συλλογή των καρπών του πράγματος, η πολυτελέστερη ζωή λόγω της κτήσης του πλουτισμού ή για τον ίδιο λόγο η παραμέληση της άσκησης άλλων αξιώσεών του που πιθανόν να παραγράφονται.


Προϋπόθεση για να εκπέσουν οι δαπάνες ή οι ζημίες αυτές είναι να βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με τον πλουτισμό. Απαιτείται όμως και η εσωτερική συνάφεια τους με την πεποίθηση του λήπτη ότι η κτήση του πλουτισμού του είναι οριστική και επομένως δεν συνυπολογίζονται δαπάνες που συνδέονται με την προσωρινή μόνο κατοχή του πλουτισμού και ζημίες που επήλθαν στην περιουσία του λήπτη τυχαία ή τις προκάλεσε το ίδιο το αντικείμενο του πλουτισμού.



Συμπέρασμα - Προσωπική άποψη της γράφουσας


Όσον αφορά στη διχογνωμία θεωρίας και νομολογίας ως προς την επικουρικότητα της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η προσωπική μου θέση αποκλίνει από την κρατούσα άποψη της νομολογίας και θεωρώ πως η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι κύρια και αυτοτελής, όπως ακριβώς υποστηρίζει η θεωρία. Και τούτο διότι ο ενάγων έχει τη δυνατότητα να επιλέξει ελεύθερα τη βάση της αγωγής του με βάση τις δυνατότητες απόδειξης που διαθέτει. Εφόσον υπάρχει άλλη έννομη σχέση και οι ενστάσεις που προκύπτουν από αυτήν δεν θίγουν τις προϋποθέσεις του 904 ΑΚ, δεν υπάρχει λόγος ο λήπτης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να τον διατηρήσει εις βάρος του δότη και να απαλλαγεί της ευθύνης του, επειδή πρέπει να ο λήπτης να προβάλλει πρώτα τις ενστάσεις από την άλλη έννομη σχέση, όπως έχει ευρέως υποστηριχθεί.


Ως προς την ένσταση του άρθρου 909 ΑΚ περί μη σωζόμενου πλουτισμού, το δικαστήριο ορθώς την έκανε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη κατόπιν σωστής εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού, καθώς προκύπτει ότι τα ελαττώματα του έργου, ήτοι η μετατόπιση των υποστυλωμάτων και η έλλειψη στατικής επάρκειας της οικοδομής, ήταν ουσιώδη και δεν ήταν δυνατό να αποφευχθεί η δαπάνη για τις διορθωτικές τους ενέργειες. Το γεγονός αυτό καθιστά σαφές ότι η απώλεια του πλουτισμού είναι ολική και δεν παραμένει με κανέναν τρόπο στην περιουσία του εργοδότη, αλλά αναλώθηκε στην διόρθωση των κακοτεχνιών αποσβήνοντας την υποχρέωση του να αποδώσει τον πλουτισμό. Επομένως, το δικαστήριο ορθώς απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη και διέταξε την επιβολή των δικαστικών εξόδων στον εκκαλούντα – εργολάβο και την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου.


Βιβλιογραφία


Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλας, 2014, σελ. 595-597 , 623-624

Πάνος Κ. Κορνηλάκης, Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλας, 3η έκδοση, 2019, σελ 490-493, 515-516

Μιχ. Π. Σταθόπουλος Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλας, Β΄ έκδοση 2016, σελ 333-334, σελ 353-354

ΝΟΜΟΣ ΑΠ 170/2016


Παπαδοπούλου Άννα, Ασκούμενη Δικηγόρος,

Απόφοιτη της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης,

Mέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων Αστικού Δικαίου του The Law Project

862 views0 comments
bottom of page