top of page

Αγωγή περί κλήρου για την αναγνώριση και απόδοση της νόμιμης μοίρας (ΕφΠειρ 316/2021)


Της Κατερίνας Παπαθεοδώρου


Αγωγή περί κλήρου για την αναγνώριση και απόδοση της νόμιμης μοίρας

(ΕφΠειρ 316/2021)



 

Ο διαθέτης αποβιώνει αφήνοντας το σύνολο της περιουσίας του στην αδελφή του.


Ο γιος του, ο οποίος έχει δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα, αναζητεί δικαστική προστασία.


Ποια αγωγή θα ασκήσει και με ποια στοιχεία θα εξασφαλίσει το παραδεκτό της;


Πώς θα ερμηνευθεί η βούληση του κληρονομουμένου;


Θα εξασφαλίσει, τελικά, ο γιος, το σύνολο της νόμιμης μοίρας;


 

Περίληψη της υπόθεσης


Ο κληρονομούμενος απεβίωσε, καταλείποντας πλησιέστερους εν ζωή συγγενείς, τον γιο του – μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο του και νόμιμο μεριδούχο κατά τον χρόνο του θανάτου – και την αδελφή του. Με την τελευταία, διατηρούσε στενότατες σχέσεις, ενώ, αντιθέτως, οι σχέσεις πατέρα – γιου ήταν ψυχραμένες.


Ο διαθέτης συνέταξε για τη ρύθμιση των κληρονομικών του σχέσεων δύο ιδιόγραφες διαθήκες. Από το περιεχόμενο των ανωτέρω διαθηκών, οι οποίες αλληλοσυμπληρώνονται, προκύπτει ότι ο κληρονομούμενος κατέλειπε, με αυτές, το σύνολο της περιουσίας του – κινητής και ακίνητης – στην αδελφή του.


Ο γιος του διαθέτη άσκησε την περί κλήρου αγωγή κατά της αδελφής του διαθέτη, για την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος ως νόμιμου μεριδούχου στο ½ εξ αδιαιρέτου του συνόλου της περιουσίας του κληρονομούμενου, ισχυριζόμενος ότι παραλείφθηκε εντελώς από τις διαθήκες του πατέρα του. Το δικαστήριο εκδίκασε την ουσία της υπόθεσης και δέχθηκε στο σύνολό της την αγωγή. Εναντίον αυτής της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ασκεί έφεση η εναγόμενη, αδελφή του διαθέτη, νόμιμα και εμπρόθεσμα, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.


Ισχυρίστηκε, αφενός, ότι η αγωγή έπρεπε να κριθεί απαράδεκτη ως αόριστη, δεδομένου ότι ο ενάγων – εφεσίβλητος παρέλειψε να προσδιορίσει την αξία των επιμέρους κληρονομιαίων στοιχείων της περιουσίας του διαθέτη. Τα πραγματικά περιστατικά, όπως εξετάσθηκαν από το δικαστήριο, βάσει των αποδεικτικών που προσκόμισαν οι διάδικοι, συνηγορούν υπέρ του συμπεράσματος ότι πράγματι ο ενάγων παραλείφθηκε εντελώς από την κληρονομική διαδοχή, μολονότι ο διαθέτης εκ παραδρομής δεν ανέφερε ένα εκ των περιουσιακών στοιχείων στη διαθήκη του. Το δικαστήριο, αφού προέβη σε ερμηνεία των διαθηκών του κληρονομουμένου, βασιζόμενο στην αληθή του βούληση, αποφάνθηκε ότι η παράλειψη αναφοράς του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου, οφείλεται σε παραδρομή του διαθέτη, ο οποίος σκόπευε να αφήσει το σύνολο της περιουσίας του στην αδελφή του, συμπεριλαμβανομένου συνεπώς και του ακινήτου αυτού, το οποίο αμέλησε να συμπεριλάβει γραπτώς. Συνάγεται, ότι ο διαθέτης δεν εννόησε την επέλευση της εξ αδιαθέτου διαδοχής στο ακίνητο που παραλείφθηκε, ώστε να το κληρονομήσει ο γιος, ο οποίος φαίνεται να αποκλείστηκε εντελώς από την κληρονομική διαδοχή. Εφόσον παραλείφθηκε εντελώς, και μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμος καταλείφθηκε η εναγομένη, το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν απαιτείται προσδιορισμός της αξίας καθ’ έκαστου των αντικειμένων της κληρονομίας.


Τα ανωτέρω αντιτάσσει το δικαστήριο και στον ισχυρισμό της εκκαλούσας, σύμφωνα με τον οποίον πρέπει να υπολογισθεί και να αφαιρεθεί από το δικαίωμα του ενάγοντος στη νόμιμη μοίρα η αξία των κληρονομικών στοιχείων που έχει ήδη κληρονομήσει. Η εν λόγω ένσταση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, αφού το σύνολο της περιουσίας καταλείφθηκε στην εκκαλούσα, ενώ ο εφεσίβλητος παραλείφθηκε ολοσχερώς.


Υποστήριξε, επιπλέον, η εναγόμενη ότι στερείται παθητικής νομιμοποίησης επί της αγωγής, δεδομένου ότι ο ενάγων νέμεται του συνόλου της κληρονομίας, ισχυρισμός ο οποίος επίσης απορρίφθηκε ως αβάσιμος, καθόσον προέκυψε από τα πραγματικά περιστατικά ότι η εναγόμενη κατέλαβε την περιουσία και την νέμεται ως κληρονόμος.


Τέλος, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας περί καταχρηστικής άσκησης της εξεταζόμενης αγωγής, κρίθηκε αβάσιμος, δεδομένου ότι στηρίχθηκε σε περιστατικά που δεν επαρκούν για την στοιχειοθέτηση κατάχρησης δικαιώματος.



Αναφυόμενα νομικά ζητήματα


Η ανάγκη προστασίας της οικογένειας ορθώνει έναν σημαντικό περιορισμό στην ελευθερία του διατιθέναι, θεσπίζοντας τον θεσμό της αναγκαστικής διαδοχής. Οι νόμιμοι μεριδούχοι – κατιόντες, γονείς και σύζυγος – λαμβάνουν άνευ ετέρου τμήμα της περιουσίας του διαθέτη (νόμιμη μοίρα) που αντιστοιχεί στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας τους (ΑΚ1825). Δεδομένης της οριοθέτησης της ελεύθερης βούλησης του διαθέτη που επέρχεται με τον θεσμό της νόμιμης μοίρας, προκύπτει ότι η αναγκαστική διαδοχή συντρέχει παράλληλα με την εκ διαθήκης, περιορίζοντάς την στο απαιτούμενο από τον νόμο μέτρο. Συνεπώς, προσβολή της νόμιμης μοίρας μπορεί να επέλθει είτε με σύνταξη διαθήκης που παραλείπει, ολικά ή μερικά, τον νόμιμο μεριδούχο, είτε με χαριστικές παροχές σε τρίτους, εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η διαθήκη θεωρείται αυτοδικαίως άκυρη, στον βαθμό που θίγεται η νόμιμη μοίρα (ΑΠ 1440/2010) και μάλιστα αναδρομικά, από τον χρόνο της επαγωγής.


Η παράλειψη του νόμιμου μεριδούχου, μπορεί να είναι ολική ή μερική. Ολική παράλειψη στοιχειοθετείται στην περίπτωση που ο διαθέτης με την διαθήκη του κατέλειψε το σύνολο της περιουσίας του σε τρίτον (ή σε άλλον μεριδούχο) ή όταν αποκλήρωσε τον νόμιμο μεριδούχο, χωρίς όμως τη συνδρομή λόγου αποκλήρωσης. Σε αυτή την περίπτωση, ο νόμιμος μεριδούχος μετέχει αυτοδικαίως ως κληρονόμος κατά το ποσοστό που αναλογεί στη νόμιμη μοίρα του, στο καθένα από τα στοιχεία της κληρονομιαίας περιουσίας (ΑΚ1825 παρ.2). Μερική μη κατάλειψη της νόμιμης μοίρας συναντάται όταν ο διαθέτης κατέλειψε στον νόμιμο μεριδούχο ποσοστό μικρότερο από αυτό που αναλογεί στη νόμιμη μοίρα του ή όταν τον εγκατέστησε κληρονόμο σε δήλο, η αξία του οποίου δεν επαρκεί για την συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας. Στις περιπτώσεις αυτές επέρχεται αναλογική μείωση των καταλειφθεισών με τη διαθήκη μερίδων και ο νόμιμος μεριδούχος συντρέχει αυτοδικαίως ως κληρονόμος κατά το ελλείπον μέρος (ΑΚ1827).


Από δικονομικής σκοπιάς, η αυτοδίκαιη και άμεση υπεισέλευση του νόμιμου μεριδούχου στις κληρονομικές σχέσεις του διαθέτη και απόκτηση της ιδιότητας του κληρονόμου, του επιτρέπει την άσκηση της περί κλήρου αγωγής (ΑΚ1871επ.) για την αναγνώριση του δικαιώματός του και την απόδοση του ποσοστού της κληρονομιάς που δικαιούται. Η περί κλήρου αγωγή απονέμεται στον μεριδούχο, ο οποίος μπορεί να διεκδικήσει είτε ακέραιο το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του, είτε συμπλήρωση κατά το ελλείπον, εφόσον επικαλεστεί και αποδείξει την ιδιότητά του ως κληρονόμου, σε ποσοστό της κληρονομιάς ή με κτήση πλήρους κυριότητας επί δήλου (ΑΠ15/2017 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το αν έχει προβεί σε αποδοχή της κληρονομιάς ο ενάγων, δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω για το παραδεκτό της αγωγής, αφού καθίσταται κληρονόμος αυτοδίκαια. Ακόμα και στην περίπτωση ακινήτων, για τα οποία απαιτείται μεταγραφή, αυτή επέρχεται αναδρομικά.


Η αγωγή στρέφεται κατά του προσώπου που κατακρατεί τα αντικείμενα της κληρονομιάς ως κληρονόμος (ΑΚ1871). Προϋποτίθεται, λοιπόν, η πλήρωση ενός αντικειμενικού στοιχείου, της κατακράτησης έστω και ενός αντικειμένου της κληρονομίας από τον εναγόμενο, και ενός υποκειμενικού, της διάνοιας κληρονόμου (ΑΠ 148/2001 NΟΜΟΣ). Όταν δηλαδή ο εναγόμενος ασκεί πράξεις νομής σε αντικείμενα της κληρονομιαίας περιουσίας, ισχυριζόμενος ότι είναι κληρονόμος, νομιμοποιείται παθητικά, ανεξαρτήτως καλής ή κακής πίστης. Νόμιμα, λοιπόν, στρέφεται η αγωγή και κατά συγκληρονόμου ο οποίος νέμεται την περιουσία, ως κληρονόμος, αξιώνοντας μερίδιο μεγαλύτερο από αυτό που του αναλογεί.


Απαραίτητα στοιχεία της βάσης της αγωγής συνιστούν: (1) ο θάνατος του κληρονομουμένου, (2) το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος, η σχέση βάσει της οποίας θεμελιώνεται, καθιστώντας τον νόμιμο, in concreto μεριδούχο, (3) η νομή / κατοχή των κληρονομιαίων από τον κληρονομούμενο κατά το χρόνο του θανάτου, (4) η κατακράτηση από τον εναγόμενο των κληρονομιαίων, (5) η ύπαρξη νόμιμης και έγκυρης διαθήκης, από την οποία παραβιάζεται το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος. Τελευταία προϋπόθεση, στις περιπτώσεις μερικής μη κατάλειψης της νόμιμης μοίρας, συνιστά ο υπολογισμός της αξίας του συνόλου της κληρονομιάς, ώστε να είναι δυνατός ο υπολογισμός του μέτρου παραβίασής της και η εκτίμηση του ελλείποντος (ΑΠ 865/2006). Αντιθέτως, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί προϋπόθεση της βάσης της αγωγής στις περιπτώσεις ολικής παράλειψης του νόμιμου μεριδούχου, καθώς ζητείται ποσοστό από το σύνολο της κληρονομίας (1875/2020 ΜΠΡ Πειρ. ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση που ο νόμιμος μεριδούχος παραλείφθηκε ολικώς από την διαδοχή, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της αγωγής να προσδιορίζει την αξία καθ’ έκαστου των στοιχείων της κληρονομιαίας περιουσίας.


Το αίτημα της περί κλήρου αγωγής περιλαμβάνει τόσο την αναγνώριση του δικαιώματος του μεριδούχου στη νόμιμη μοίρα (αναγνωριστικό), όσο και την απόδοση σε αυτόν της κληρονομίας, κατά το ποσοστό που τη δικαιούται (καταψηφιστικό). Ελλείψει του καταψηφιστικού αιτήματος, δεν πρόκειται για αγωγή περί κλήρου, αλλά για αναγνωριστική αγωγή (ΚΠολΔ70), όπου δεν απαιτεί για το ορισμένο της βάσης της, την κατακράτηση των κληρονομιαίων από τον εναγόμενο.


Εμφαίνεται, μέσα από την παραπάνω ανάλυση, ότι κρίσιμο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής, συνιστά η διαπίστωση αν πρόκειται για ολική ή μερική παράλειψη του δικαιούχου από το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα. Προτεραιότητα δίνεται, κατά κανόνα, στη βούληση του διαθέτη, για την τύχη της περιουσίας του μετά τον θάνατό του. Επομένως, στις περιπτώσεις που κάποιο κενό ή αμφίβολο σημείο διέπει την βούληση του διαθέτη, θεωρία και νομολογία συμφωνούν ότι πρέπει να αναζητηθεί η αληθινή του βούληση, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, με γνώμονα αποκλειστικά την υποκειμενική άποψη του διαθέτη (ΑΠ 72/2021 ΝΟΜΟΣ). Γίνεται δεκτό ότι η εν λόγω ερμηνεία, λόγω της ιδιαιτερότητας της φύσης των διαθηκών, θα πραγματοποιηθεί βάσει της ΑΚ173, σύμφωνα με την οποία «Κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση, χωρίς προσήλωση στις λέξεις». Χωρεί δηλαδή η υποκειμενική μέθοδος ερμηνείας, σε αντιπαραβολή με αυτή της ΑΚ200, που στηρίζεται στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.


Πρώτη, λοιπόν προϋπόθεση, ώστε το δικαστήριο να προβεί σε ερμηνεία της διαθήκης, παρουσιάζεται η διαπίστωση ασάφειας ή κενού στη διάταξη της διαθήκης, όπως συντάχθηκε από τον διαθέτη. Η προϋπόθεση αυτή προκάλεσε έριδα μεταξύ θεωρίας και νομολογίας, η οποία θα εκτεθεί αναλυτικότερα παρακάτω. Δεύτερη προϋπόθεση συνιστά η – έστω και έμμεση – εξωτερίκευση της βούλησης από τον διαθέτη σε διαθήκη. Το δικαστήριο θα αναζητήσει, λοιπόν, την αληθινή βούληση του διαθέτη, όπως διατυπώθηκε στη διαθήκη του, λαμβάνοντας υπ’ όψη τα υποκειμενικά στοιχεία που την στοιχειοθετούν.


Στην περίπτωση που εκ παραδρομής ο διαθέτης παρέλειψε τη ρύθμιση ενός ζητήματος, σε σχέση με την κληρονομία του, αναζητείται η εικαζόμενη βούληση του διαθέτη. Χωρεί συμπληρωματική ερμηνεία για να κριθεί η τύχη του στοιχείου που παραλείφθηκε, η οποία στηρίζεται στις διατάξεις των ΑΚ200, 281, 288, δηλαδή στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Αναζητείται δηλαδή η βούληση του μέσου σώφρονα διαθέτη, αν γνώριζε την ύπαρξη του κενού κατά τον κρίσιμο χρόνο.


Σύμφωνα με την ΑΚ1800 παρ. 1 «αν ο διαθέτης άφησε στον τιμώμενο ολόκληρη την περιουσία του ή ποσοστό της, ο τιμώμενος θεωρείται ότι έχει εγκατασταθεί ως κληρονόμος, ακόμη και αν δεν ονομάστηκε κληρονόμος». Προκύπτει, έτσι, ότι είναι ισχυρή η εγκατάσταση κληρονόμου και επί δήλων πραγμάτων, ακόμα και αν αυτά εξαντλούν το σύνολο της περιουσίας (ΑΠ 1371/2014 ΝΟΜΟΣ). Αν όμως μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας δεν περιλαμβάνεται στη διάταξη τελευταίας βούλησης του διαθέτη, κατά κανόνα επέρχεται ως προς αυτό η εξ αδιαθέτου διαδοχή (ΑΚ1801), με την επιφύλαξη της ερμηνευτικής διάταξης του ΑΚ1802. Σύμφωνα με αυτή: «Αν, σύμφωνα με τη θέληση του διαθέτη, οι εγκατάστατοι γράφτηκαν ως οι μόνοι κληρονόμοι και καθένας απ’ αυτούς εγκαταστάθηκε σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο, επέρχεται ανάλογη αύξηση των ποσοστών». Προϋποθέσεις της εφαρμογής της διάταξης είναι (1) η ύπαρξη εγκατάστατων σε ποσοστά, (2) τα ποσοστά που έχουν καταλειφθεί από τον διαθέτη να μην εξαντλούν τον κλήρο, (3) ο διαθέτης να ήθελε τους εγκατάστατους που μνημονεύει στη διαθήκη ως μοναδικούς κληρονόμους. Για την διαπίστωση και απόδειξη της τρίτης προϋπόθεσης, αναζητείται η πραγματική ή εικαζόμενη βούληση του διαθέτη, κατά την υποκειμενική άποψη του διαθέτη και χωρίς προσήλωση στις λέξεις. Αν η απόδειξη της βούλησης αυτής δεν επιτευχθεί, θα χωρήσει η εξ αδιαθέτου διαδοχή, παράλληλα με την εκ διαθήκης.


Λεπτεπίλεπτης και ενδελεχούς εξέτασης χρήζει το ζήτημα της κατάχρησης δικαιώματος, όπως αποκρυσταλλώνεται στο άρθρο 281 ΑΚ («Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος»). Προκειμένου να διευκολύνει τους δικαστές στην εφαρμογή του περίπλοκου αυτού θεσμού, ο νομοθέτης χαράσσει τις κατευθυντήριες γραμμές για την διαπίστωση της κατάχρησης. Έθεσε, έτσι, τέσσερα κριτήρια, τα οποία όταν παραβιάζονται εμφανώς σημαίνουν την κατάχρηση του ασκούμενου δικαιώματος. Το πρώτο είναι η καλή πίστη. Ο νομοθέτης αναφέρεται στην αντικειμενικά καλή πίστη, στην θεμιτή ή έστω αναμενόμενη συναλλακτική συμπεριφορά. Μια ευρύτερα – κοινωνικά και νομικά – αποδεκτή συμπεριφορά, σε κάθε περίπτωση, χωρίς απαραίτητα να αναφέρεται στον νόμο. Ακολουθούν τα χρηστά ήθη, οι ιδέες του μέσου χρηστού και δίκαιου ανθρώπου, που επικροτούνται από την κοινωνία. Τρίτο κριτήριο συνιστά ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, η λειτουργία δηλαδή που επιτελεί στα πλαίσια του κοινωνικού συνόλου, που υπερτερεί από αυτήν του ατομικού συμφέροντος και κρίσιμος είναι, τέλος, ο οικονομικός του σκοπός, δηλαδή το όφελος που αποκομίζει η κοινωνία με την οικονομική εκμετάλλευση του δικαιώματος αυτού.


Προς υποβοήθηση στη βαθύτερη κατανόηση του θεσμού, η νομολογία προσέθεσε ορισμένους παράγοντες, για την αναγνώριση των περιπτώσεων καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Ανάμεσα σε αυτά, εντάσσεται η πάροδος σημαντικού χρονικού διαστήματος από τον χρόνο κτήσης του δικαιώματος, που οδηγεί σε αποδυνάμωσή του, η ένσταση του γενικού δόλου, η άσκηση δηλαδή ενός δικαιώματος με αποκλειστικό σκοπό την πρόκληση βλάβης σε αυτόν κατά του οποίου στρέφεται και η δημιουργία εύλογης πεποίθησης ότι το δικαίωμα δεν πρόκειται να ασκηθεί. Έχουν τεθεί και άλλα κριτήρια από την νομολογία, προκειμένου να επιτευχθεί μια κατηγοριοποίηση των περιπτώσεων, όπως το τεχνικό και το τελεολογικό, αλλά ακόμα δεν έχει εδραιωθεί μία μέθοδος αναγνώρισης της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.


Ύστερα από πολυτάραχη πορεία, έχει εδραιωθεί πλέον η άποψη ότι απλή αδράνεια άσκησης δικαιώματος δεν αρκεί για τον χαρακτηρισμό της ως καταχρηστικής. Τα δικαστήρια προσπάθησαν να λάβουν υπ’ όψη κάθε πιθανό παράγοντα, κρίνοντας αντικειμενικά και υποκειμενικά. Σε κάθε περίπτωση, η έννοια της κατάχρησης χρησιμοποιείται με μεγάλη φειδώ στο χώρο των ελληνικών δικαστηρίων και ύστερα από προσεκτική μελέτη των περιστάσεων σε συνδυασμό με το γράμμα της ΑΚ281.



Αντιπαράθεση θεωρίας – νομολογίας


Η απόφαση 1875/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, παρέχει μία εμπεριστατωμένη ανάλυση, συνδυάζοντας τις διατάξεις ΑΚ1802 και ΑΚ173 με το πραγματικό της κρινόμενης απόφασης. Ειδικότερα, χαρακτηρίζει την περίπτωση κατά την οποία εκ παραδρομής ο διαθέτης παρέλειψε να αναφέρει κάποια από τα στοιχεία της περιουσίας του στη διαθήκη, ως ασάφεια στην οποία χωρεί εφαρμογή του ερμηνευτικού κανόνα της ΑΚ1802 (βλ. ad hoc ΑΠ 15/1982 ΑρχΝ. 33.11 και εμμέσως ΑΠ 791/01 ΝΟΜΟΣ»). Υποδεικνύει, έτσι, η ίδια η απόφαση, την ανάγκη ερμηνείας βάσει της ΑΚ173, δηλαδή βάσει της πραγματικής ή εικαζόμενης βούλησης. Για την αποτελεσματική ερμηνεία η απόφαση προτείνει να «… λαμβάνονται υπόψη και περιστατικά που βρίσκονται εκτός της διαθήκης. Μεταξύ των τελευταίων περιστατικών περιλαμβάνονται και η σπουδαιότητα των αντικειμένων που έχουν καταλειφθεί με τη διαθήκη, σε σχέση με την όλη κληρονομιά καθώς και οι προσωπικές σχέσεις του διαθέτη με τους τιμηθέντες, (βλ. ΑΠ 768/08, ΑΠ 791/01, ΕφΑΘ 5887/2009, ΕφΑθ 7259/06, ΕφΑΘ 3285/2000 ΝΟΜΟΣ). Η εγκατάσταση λοιπόν των κληρονόμων σε ακίνητα μεγάλης αξίας (σε δήλα), που αποτελούν κατά την κοινή αντίληψη τα σπουδαιότερα στοιχεία της κληρονομιάς, υποδηλώνει τη θέληση του διαθέτη να είναι οι εγκατάστατοι οι μοναδικοί κληρονόμοι του, ακόμη και αν το υπόλοιπο αδιάθετο τμήμα της κληρονομιάς αφορούσε τραπεζικές καταθέσεις, μεγαλύτερες σε αξία από τα ακίνητα, που ο διαθέτης εκ παραδρομής παρέλειψε να περιλάβει στη διαθήκη ή λησμόνησε να περιλάβει στη διαθήκη, αποκλείοντας με αυτόν τον τρόπο την εξ αδιαθέτου διαδοχή (ΕφΑθ 5887/2009, ΠολΠρΑΘ 1704/2008 ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδης, ΣΕΑΚ, 2013, τόμος II, άρθρο 1801-1802, σελ. 1252, αρ. 2,3 και σελ. 1253-1254, αρ. 4 και 6).»


Στο σκέλος της ερμηνείας των διαθηκών, η νομολογία έτεινε να χαρακτηρίζει ως «σαφείς» ορισμένες διατάξεις, τις οποίες όμως είχε ερμηνεύσει προηγουμένως, προκειμένου να διαπιστώσει το νόημά τους, σε μια προσπάθεια να αποκλείει τον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ96/2010, ΑΠ103/2010). Η θεωρία επέκρινε αυτές τις απόψεις. Όπως υποστήριξε, για τον προσδιορισμό του νοήματος κάθε δήλωσης βούλησης, απαιτείται ερμηνεία, ακόμα και αν η δήλωση φαίνεται σαφής, καθόσον, σε κάθε περίπτωση, μόνο κατόπιν ερμηνείας μπορεί να διεξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον τρόπο που γίνονται ευρύτερα αντιληπτές αντικατοπτρίζουν την πραγματική βούληση του δηλούντα.



Προσωπικές απόψεις γράφουσας


Η απόφαση στην οποία κατέληξε το δικαστήριο και η ερμηνεία στην οποία προέβη στα νομικά ζητήματα που εκτέθηκαν ανωτέρω βρίσκουν στο σύνολό τους σύμφωνη τη γράφουσα, καθώς κάθε ισχυρισμός που προέβαλε η εναγόμενη – εκκαλούσα θεμελιώθηκε νομικά από το Εφετείο και αποκρούστηκε ορθά, κατά την κρίση της.


Για το ορισμένο της αγωγής περί κλήρου, κρίσιμο παρουσιάζεται το αντικείμενό της. Όπως προαναφέρθηκε, όταν ο εναγόμενος έχει παραλειφθεί μερικώς από τη νόμιμη μοίρα και ζητά συμπλήρωσή της κατά το ελλείπον (ΑΚ1827), προκειμένου να ασκηθεί παραδεκτά η αγωγή, απαιτείται υπολογισμός της αξίας των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων, ώστε να αφαιρεθεί το μέρος της κληρονομιάς, κατά το οποίο ο μεριδούχος έχει τιμηθεί. Κάτι τέτοιο περιττεύει στην περίπτωση της ολικής παράλειψης του μεριδούχου.


Εν προκειμένω, το ζήτημα αποδείχθηκε αμφιλεγόμενο, καθώς δεν προέκυπτε ρητά από το γράμμα της διαθήκης αν ο διαθέτης θέλησε ως μοναδική κληρονόμο του την εναγόμενη αδελφή του, συμπεριλαμβανομένου και του παραλειφθέντος ακινήτου (ΑΚ1802), ή αν το παρέλειψε εσκεμμένα, ώστε να χωρήσει η εξ αδιαθέτου διαδοχή ως προς αυτό (ΑΚ1801). Για την επίλυση αυτής της ασάφειας, το δικαστήριο χρειάστηκε να προβεί σε ερμηνεία, να αναζητήσει δηλαδή την εικαζόμενη βούληση του διαθέτη. Εφόσον χρησιμοποιείται η υποκειμενική μέθοδος ερμηνείας, λαμβάνονται υπ’ όψη και εξωγενείς της διαθήκης παράγοντες, ώστε να σμιλευθεί με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια η οπτική του διαθέτη κατά το χρόνο διατύπωσης της βούλησής του. Ο κληρονομούμενος διατηρούσε στενές σχέσεις με την αδελφή του, με την οποία μάλιστα διέμενε στην κατοικία της τα τελευταία 13 χρόνια, ώστε να τον υποστηρίζει στην καταπολέμηση της επίπονης ασθένειας από την οποία έπασχε. Στην πρώτη, μάλιστα, διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε, αναφέρει την φροντίδα που του παρείχε, ως λόγο κατάλειψης των αναγραφόμενων περιουσιακών στοιχείων. Σε καμία από τις διαθήκες δεν προβαίνει σε καμία αναφορά στον γιο του. Οι σχέσεις πατέρα – γιου παρουσιάζονται από τα πραγματικά περιστατικά τεταμένες, δεδομένου ότι ο γιος είχε αλλάξει και το επίθετό του για να μην ταυτίζεται με του πατέρα του. Εξάλλου, το παραλειφθέν ακίνητο αποτελούσε αμελητέα μικρό ποσοστό του συνόλου της κληρονομιάς. Εύλογα, επομένως, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα, ότι πράγματι ο διαθέτης αμέλησε να συμπεριλάβει στη διαθήκη του το εν λόγω ακίνητο, χωρίς καμία διάθεση να τον κληρονομήσει ο γιος του εξ αδιαθέτου.


Η εναγόμενη ισχυρίστηκε ότι θα έπρεπε να αφαιρεθούν από τη νόμιμη μοίρα του ενάγοντος τρία ακίνητα από τα κληρονομιαία, τα οποία αυτός αποδέχθηκε με αποδοχή κληρονομιάς. Η εν λόγω αποδοχή, αφενός δεν αποδεικνύει την βούληση του διαθέτη να περιέλθουν αυτά τα ακίνητα στον γιο. Η ίδια η εναγόμενη, μάλιστα, παρέθεσε στις προτάσεις της στην πρωτοβάθμια δίκη, ότι έχει καταστεί κληρονόμος στο σύνολο της περιουσίας του αδελφού της. Τυχόν αποδοχή κληρονομιαίων στοιχείων δεν επηρεάζει την έκβαση της αγωγής περί κλήρου. Όπως αποφάνθηκε το δικαστήριο, η περί κλήρου αγωγή δεν αφορά την διεκδίκηση επιμέρους κληρονομικών στοιχείων που στηρίζεται σε εμπράγματο δικαίωμα του ενάγοντος, αλλά στην αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος του δικαιούχου και η απόδοσή της από αυτόν που την νέμεται. Επιπροσθέτως, η επαγωγή επέρχεται αυτοδικαίως από τον χρόνο του θανάτου. Τυχόν αποδοχή είναι έγκυρη μόνο όταν γίνει με συνείδηση του συγκεκριμένου λόγου επαγωγής. Πλάνη ως προς τον λόγο της επαγωγής, συνεπάγεται ακυρότητα αυτής (ΑΚ1851 εδ.α’).


Τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε η εναγόμενη για να υποστηρίξει καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, δεν αρκούν για να τη θεμελιώσουν, καθώς δεν πληρούται καμία από τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από τον νομοθέτη ή την νομολογία. Σχετικός ισχυρισμός, λοιπόν, εκ μέρους της εναγόμενης, ορθά απορρίπτεται ως αβάσιμος.



Βιβλιογραφία


Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας 2014

Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας 2015

Γεώργιος Α. Γεωργιάδης, Η προστασία της νόμιμης μοίρας , Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας 2013



Κατερίνα Παπαθεοδώρου,

Νομική Σχολή Αθηνών, 4ο έτος,

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του Law Project


1,131 views0 comments
bottom of page