Της Παπαδοπούλου Άννας
Αγωγή Διατάραξης της Νομής
(ΜονΠρΗλ 162/2021)
Πώς προστατεύεται ο νομέας ενός ακινήτου από την παράνομη διατάραξη της νομής του και πώς προσδιορίζεται στην πράξη η έννοια της διατάραξης; Υπό ποιες προϋποθέσεις αποκτά τη νομή ο κληρονόμος του αρχικού νομέα;
Περίληψη Απόφασης
Στην παρούσα απόφαση αναλύεται η έννοια της νομής ως εμπράγματου δικαιώματος σε συνδυασμό με τα ζητήματα που προκύπτουν σχετικά με το πώς αυτή μεταβιβάζεται με την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή. Ειδικότερα, οι ενάγοντες οι οποίοι τυγχάνουν συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι ενός αγροτεμαχίου, όπως διατείνονται στο δικόγραφο της αγωγής διατάραξης της νομής που κατέθεσαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ηλίας, στράφηκαν εναντίον των αντιδίκων τους λόγω των παρεμβατικών ενεργειών των τελευταίων σε αγροτεμάχιό τους.
Πραγματικά Περιστατικά
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εναγόντων το αγροτεμάχιο περιήλθε στην κυριότητα τους σε ποσοστό του 1/5 στον καθένα εξ αδιαιρέτου μετά το θάνατο της θείας τους σύμφωνα με τους κανόνες της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής. Στην ανωτέρω δικαιοπάροχο τους το αγροτεμάχιο μεταβιβάστηκε μέσω άτυπης γονικής παροχής από τον πατέρα της γεγονός που, ναι μεν δεν επιφέρει μεταβίβαση κυριότητας λόγω έλλειψης συμβολαιογραφικού εγγράφου, όμως σε συνδυασμό με την εφαρμογή των διατάξεων της έκτακτης χρησικτησίας, κατέστη νόμιμα κυρία αυτού. Παρά το γεγονός ότι οι ενάγοντες κατέστησαν κύριοι του αγροτεμαχίου, οι εναγόμενοι επενέβησαν στο αγροτεμάχιο, προβαίνοντας σε αγροτικές εργασίες ενάντια στη θέληση των εναγόντων και χωρίς αυτοί να το εγκρίνουν. Το δικαστήριο, και δη το Ειρηνοδικείο Ηλίας, δικαίωσε τους ενάγοντες εκδίδοντας απόφαση που τους αναγνώριζε ως κυρίους και υποχρέωσε τους εναγομένους να παύσουν και να παραλείψουν κάθε προσβολή της νομής και της κυριότητας των εναγόντων στο μέλλον.
Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηλίας, με την οποία οι εναγόμενοι - εκκαλούντες κάνουν λόγο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ των λόγων που επικαλέστηκαν ήταν η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, η παραγραφή των αξιώσεων και η αμφισβήτηση του τεκμηρίου συναποβίωσης (38 ΑΚ) που εφαρμόστηκε στην περίπτωση του θανάτου της κυρίας του ακινήτου και του συζύγου της.
Ο ισχυρισμός τους αυτός βασίζεται στο γεγονός ότι ανευρέθη εντός της οικίας των αποβιώσαντων συζύγων μία ιδιόγραφη διαθήκη του συζύγου της κυρίας του αγροτεμαχίου με την οποία αυτός εγκαθιστούσε ως κληρονόμο στο επίδικο ακίνητο τον αδερφό του, ο οποίος αφού αποδέχτηκε την κληρονομιά, μεταβίβασε αιτία πωλήσεως το ακίνητο στον δεύτερο εκκαλούντα. Έτσι, οι εκκαλούντες – εναγόμενοι αρνούνται το τεκμήριο συναποβίωσης των δύο συζύγων που έγινε δεκτό πρωτόδικα και υποστηρίζουν ότι η κυρία του ακινήτου απεβίωσε πριν το σύζυγο της, με αποτέλεσμα αυτός να την κληρονομήσει κατά το ½ και με τον τρόπο αυτό να καταστεί και κύριος του αγροτεμάχιου.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο διεκδικούν και αυτοί την αναγνώριση της νόμιμης κυριότητας τους στο επίδικο αγροτεμάχιο η οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, προήλθε από την αποδοχή της κληρονομιάς εκ μέρους του προκατόχου τους και έπειτα από την έγκυρη πώληση του σε αυτούς. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί των εκκαλούντων δεν έπεισαν το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηλίας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο επιλήφθηκε της υπόθεσης, με αποτέλεσμα την απόρριψη της έφεσης ως αβάσιμης κατ’ ουσία.
Ανάλυση Κρίσιμων Νομικών Ζητημάτων Απόφασης
Α. Έννοια – Φύση Νομής
Όπως συνάγεται από το άρθρο 974 ΑΚ ως νομή ορίζεται η φυσική εξουσία που ασκείται πάνω στο πράγμα με «διάνοια κυρίου». Η έννοια δηλαδή της νομής συγκροτείται από δύο στοιχεία: ένα υλικό και ένα πνευματικό. Το υλικό στοιχείο της νομής είναι ο φυσικός εξουσιασμός, η υλική εξουσίαση του πράγματος και υπάρχει όταν ασκούνται πάνω στο πράγμα πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του, έτσι ώστε το πράγμα κατά την αντίληψη των συναλλαγών να θεωρείται ότι βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του νομέα. Το πνευματικό στοιχείο της έννοιας της νομής είναι η θέληση του προσώπου να εξουσιάζει το πράγμα ως κύριος.
Η νομή είναι αφενός νομικά προστατευόμενη πραγματική κατάσταση και αφετέρου δικαίωμα. Ακριβέστερα, είναι δικαίωμα που πηγάζει από την πραγματική κατάσταση και συνδέεται άρρηκτα και διαρκώς με αυτή. Από τη φυσική εξουσίαση του πράγματος απορρέει το δικαίωμα αυτού που εξουσιάζει, ήτοι το δικαίωμα του νομέα να αποφασίζει για το πράγμα και να απαγορεύει κάθε επέμβαση τρίτου, αδιάφορο αν αυτός έχει κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα πάνω σ' αυτό. Με την προστασία που παρέχει ο νόμος στη φυσική εξουσίαση εισέρχεται ήδη η νομή στον κύκλο των δικαιωμάτων, αφού δικαίωμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εξουσία που παρέχεται από το δίκαιο σ’ ένα πρόσωπο για την ικανοποίηση ορισμένων συμφερόντων του. Η ιδιορρυθμία του «δικαιώματος» της νομής έγκειται στο ότι η ύπαρξή του συναρτάται άρρηκτα με τη φυσική εξουσίαση στοιχείο που δεν υπάρχει σε κανένα άλλο δικαίωμα. Τα άλλα δικαιώματα, όταν γεννηθούν, εξακολουθούν να υπάρχουν, έστω και σε αδράνεια, εφόσον δεν επήλθε κάποιος λόγος κατάργησής τους. Αντίθετα η νομή, αν εκλείψει η φυσική εξουσίαση, προστατεύεται ως δικαίωμα μόνο στα στενά χρονικά περιθώρια της ΑΚ 992.
Β. Κτήση Νομής και Διατάραξη
Η κτήση της νομής διακρίνεται σε πρωτότυπη και παραγωγή. Πρωτότυπη είναι η κτήση που επέρχεται χωρίς τη βούληση του μέχρι τώρα νομέα ή και ανεξάρτητα από την ύπαρξη προηγούμενου νομέα. Έτσι πρωτότυπη είναι η κτήση της νομής σε πράγματα που είτε δεν βρίσκονται στη νομή κανενός (π.χ. αδέσποτα, απολωλότα) είτε βρίσκονται μεν στη νομή άλλου, η κτήση όμως της νομής επέρχεται χωρίς τη συγκατάθεση ή τη σύμπραξή του. Η νομή αποκτάται πρωτότυπα, όταν με μονομερή κατάληψη του πράγματος συγκεντρωθούν στο πρόσωπο του αποκτώντος η φυσική εξουσία και η «διάνοια» κυρίου, δηλαδή η πρόθεση ιδιοποιήσεως του πράγματος.
Παράγωγη είναι η κτήση της νομής, όταν στηρίζεται στην προϋπάρχουσα νομή άλλου προσώπου και επέρχεται με τη ρητή ή την εικαζόμενη θέληση του. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο απέκτησαν την νομή οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι της εν προκειμένω περίπτωσης. Πιο αναλυτικά, μετά την αποβίωση της θείας τους και κυρίας του ακινήτου, η οποία δεν απέκτησε τέκνα και απεβίωσε χωρίς να έχει συντάξει διαθήκη, εφαρμόστηκαν οι διατάξεις περί της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής και υπεισήλθαν αυτοδικαίως ως κληρονόμοι στη συννομή του επίδικου ακινήτου έκαστος των εφεσίβλητων κατά το 1/5 εξ αδιαιρέτου.
Επειδή η παράγωγη κτήση γενικά ονομάζεται και διαδοχή διακρίνουμε μεταξύ καθολικής διαδοχής και ειδικής διαδοχής στη νομή. Και στις δύο περιπτώσεις η νομή αποκτάται παράγωγα. Λόγω του ότι όμως η καθολική διαδοχή στη νομή ρυθμίζεται ρητά από την ΑΚ 983, όταν μιλάμε για παράγωγη κτήση της νομής εννοούμε συνήθως την κτήση που επέρχεται με ειδική διαδοχή, δηλαδή με μεταβίβαση από τον μέχρι τώρα νομέα. Για την περίπτωση μάλιστα αυτής της ειδικής διαδοχής στη νομή ο νόμος χρησιμοποιεί και τους όρους «παράδοση της νομής» (1034 ΑΚ), παράδοση πράγματος, μεταβίβαση νομής ή μετάθεση της νομής.
Η παράδοση της νομής επέρχεται κατ’ αρχήν με την υλική ή σωματική παράδοση του πράγματος από τον μέχρι τώρα νομέα στον αποκτώντα (ΑΚ 976). Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που η υλική ή σωματική παράδοση του πράγματος είτε δεν είναι αναγκαία, είτε έχει ήδη επέλθει, είτε προσωρινά δεν είναι δυνατή, είτε θα αποτελούσε περιττή διατύπωση. Στις περιπτώσεις αυτές ο νόμος αρκείται σε μια απλή συμφωνία μεταξύ του μέχρι τώρα νομέα και του αποκτώντος. Η συμφωνία περί μεταβίβασης της νομής ακινήτου, η οποία δεν είναι εμπράγματο δικαίωμα, αφού δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών που περιοριστικά μνημονεύονται στο άρθρο 973 ΑΚ δεν υπόκειται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, ούτε και σε μεταγραφή, αλλά αποτελεί αφηρημένη ή αναιτιώδη δικαιοπραξία.
Όπως έγινε αντιληπτό, για την μεταβίβαση της νομής ακόμη και όταν αφορά σε ακίνητο απαιτείται απλή συμφωνία μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος με την προϋπόθεση ότι ο πρώτος έχει πράγματι τη νομή του ακινήτου. Πρόκειται δηλαδή για άτυπη μεταβίβαση. Εξ’ αυτού του λόγου στην εν προκειμένω αναλυθείσα απόφαση, ο πωλητής του αγροτεμαχίου και δη ο αδερφός του συζύγου της θείας, ουδέποτε απέκτησε τη νομή του ακινήτου, παρά το γεγονός ότι αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτόν εκ διαθήκης κληρονομία, καθώς ο σύζυγος της πραγματικής κυρίας του ακινήτου, τον οποίο ακριβώς κληρονόμησε, κατά τον θάνατό του δεν είχε τη νομή αυτού. Έτσι κατά τη σύναψη της σύμβασης πώλησης μεταξύ του πωλητή και των εναγομένων – εκκαλούντων, ο πρώτος δεν είχε αποκτήσει τη νομή, καθώς δεν την είχε αποκτήσει ούτε ο προκάτοχος του με αποτέλεσμα η μεταβίβαση αυτής να μην επέλθει ούτε στο πρόσωπο των εναγομένων – εφεσίβλητων.
Κατ’ επέκταση σε συνδυασμό με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης παρά το γεγονός ότι νόμιμοι συγκύριοι και συννομείς του αγροτεμαχίου κατέστησαν οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι κατά το 1/5 έκαστος εξ αδιαιρέτου λόγω κληρονομικής διαδοχής, οι εναγόμενοι- εκκαλούντες προέβησαν χωρίς δικαίωμα σε αγροτικές ενέργειες καταπατώντας την νομή και την κυριότητα των πρώτων. Όταν λοιπόν η νομή προσβάλλεται ο νόμος θέτει στη διάθεση του νομέα αφενός την αυτοδύναμη και αφετέρου την ένδικη προστασία.
Ο νόμος χαρακτηρίζει ως προσβολή κάθε αποβολή ή διατάραξη της νομής που γίνεται παράνομα και χωρίς τη θέληση του νομέα (ΑΚ 984). Από την ΑΚ 984§1 συνάγεται ότι εννοιολογικά στοιχεία της προσβολής της νομής είναι α) αποβολή ή διατάραξη, β) παράνομη, γ) χωρίς τη θέληση του νομέα. Αποβολή είναι κάθε πράξη που συνεπάγεται για τον νομέα ολική ή μερική απώλεια της νομής του. Αποτελεί καθολική προσβολή της νομής, αφού συνέπεια αυτής είναι ότι ο νομέας στερείται πλήρως τη φυσική εξουσία του πράγματος.
Στην εν προκειμένω αναλυθείσα απόφαση η προσβολή της νομής συνίσταται σε διατάραξη. Διατάραξη είναι κάθε παρεμπόδιση ή παρακώλυση της φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγμα, η οποία δεν φτάνει μέχρι την αποβολή. Αποτελεί μερική προσβολή της νομής, γιατί ο νομέας δεν στερείται πλήρως τη φυσική εξουσία, αλλά παρακωλύεται σε κάποια από τις εκδηλώσεις της, δηλαδή σε κάποια από τις χρησιμότητες του πράγματος. Η διατάραξη μπορεί να επέλθει είτε με πράξη, όταν αυτός που διαταράσσει ενεργεί πάνω στο πράγμα ή εμποδίζει τον νομέα από το να ενεργήσει πάνω στο πράγμα, είτε με παράλειψη. Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση της απόφασης αυτής η διατάραξη εκ μέρους των εναγομένων - εκκαλούντων εκδηλώθηκε με πληθώρα γεωργικών επεμβάσεων στο αγροτεμάχιο, πρώτα με την εκρίζωση των παλαιών ελαιόδεντρων και το φύτεμα νέων, και στη συνέχεια με το όργωμα, τη λίπανση, το ράντισμα και το πότισμα αυτών.
Γ. Κληρονομική Διαδοχή στη Νομή (983 ΑΚ)
Κατά την ΑΚ 983, «η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα». Το νόημα της διάταξης είναι ότι με τον θάνατο του νομέα η νομή των κληρονομιαίων πραγμάτων μεταβαίνει αυτοδικαίως στον κληρονόμο, χωρίς να χρειάζεται να αποκτήσει αυτός φυσική εξουσία πάνω στα πράγματα, ακόμη και αν αγνοεί τον θάνατο του κληρονομουμένου ή την ύπαρξη των πραγμάτων ή την ιδιότητά του ως κληρονόμου. Έτσι τα κληρονομιαία πράγματα δεν μένουν ανυπεράσπιστα στις προσβολές των τρίτων. Η προστασία της νομής αποδεικνύει τη χρησιμότητά της ακριβώς στις περιπτώσεις που είναι κατ’ εξοχήν αναγκαία.
Λέγοντας ότι η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα, ασφαλώς δεν εννοούμε ότι ο κληρονόμος αποκτά αυτομάτως τη φυσική εξουσία πάνω στα πράγματα της κληρονομιάς, γιατί κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Απλώς ο νόμος αναγνωρίζει στον κληρονόμο την ιδιότητα του νομέα με όλες τις έννομες συνέπειες που πηγάζουν από αυτή, του προσπορίζει τη νομική θέση που είχε ο κληρονομούμενος ως προς το πράγμα, κατοχυρώνοντάς του κυρίως τη νομική προστασία που προβλέπεται στις ΑΚ 984 επ. Για να αποκτήσει ο κληρονόμος και φυσική εξουσία, πρέπει να καταλάβει σωματικά το πράγμα. Στην εν λόγω απόφαση μετά το θάνατο της θείας τους οι εφεσίβλητοι απέκτησαν και τη φυσική εξουσία στο επίδικο ακίνητο ασκώντας σε αυτό διακατοχικές πράξεις, οι τέσσερις τελευταίοι μέσω της πρώτης εφεσίβλητης, καθώς διαμένουν σε άλλες περιοχές της χώρας. Ειδικότερα η πρώτη εφεσίβλητη προέβη στον καθαρισμό και στην λίπανση του επίδικου ακινήτου ενώ συνεχίζει να καλλιεργεί αυτό εκπροσωπώντας στην άσκηση της νομής και τους λοιπούς συννομείς - συγκληρονόμους.
Η νομή είναι αφενός πραγματική κατάσταση και αφετέρου δικαίωμα. Η πραγματική κατάσταση δεν μπορεί να μεταβιβαστεί στους κληρονόμους, γιατί η φυσική εξουσίαση του πράγματος καταλύεται με τον θάνατο του νομέα. Άρα το νόημα της ΑΚ 983 είναι ότι στον κληρονόμο μεταβιβάζεται το δικαίωμα της νομής, δυνάμει του οποίου μπορεί πια αυτός να επιληφθεί του πράγματος και να ιδρύσει νέα, δική του σωματική εξουσία. Ο κληρονόμος, αφού υπεισέρχεται στις περιουσιακές σχέσεις του κληρονομουμένου, αποκτά την ίδια ακριβώς νομή ή κατοχή που είχε ο κληρονομούμενος κατά τον θάνατό του. Μεταξύ των σπουδαιότερων συνεπειών της ρύθμισης αυτής, είναι η προστασία του κληρονόμου σύμφωνα με τις διατάξεις για τη νομή ή την κατοχή ακόμη και αν δεν απέκτησε φυσική εξουσία πάνω στα κληρονομιαία πράγματα. Αν τα πράγματα αυτά αφαιρέσει κάποιος τρίτος, τότε αφενός η νομή του τρίτου είναι επιλήψιμη (ΑΚ 984). Αυτό ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση της υπό σχολιασμό απόφασης. Οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι από τη στιγμή που κατέστησαν κληρονόμοι της αποβιώσασας θείας τους είχαν το δικαίωμα να προστατευτούν έναντι οποιασδήποτε προσβολής της νομής τους ασκώντας την αγωγή του 984 ΑΚ, όπως και νομίμως έπραξαν.
Δ. Τεκμήριο Συναποβίωσης (38 ΑΚ)
Παραμένοντας στο πλαίσιο ανάλυσης των ζητημάτων σχετικά με την κληρονομική μεταβίβαση της νομής αξίζει να αναφερθεί εν συντομία η νομική ρύθμιση του τεκμηρίου συναποβίωσης που αμφισβήτησαν έντονα οι εναγόμενοι – εκκαλούντες. Κατά τη διάταξη του άρθρου 38ΑΚ, αν περισσότεροι έχουν πεθάνει και δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ο ένας επέζησε από κάποιον άλλο, τεκμαίρεται ότι όλοι πέθαναν ταυτόχρονα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο συναποβίωσης, με την έννοια ότι ο αντίδικος αυτού που ωφελείται από την εφαρμογή του οφείλει να αποδείξει ότι το τεκμήριο δεν ισχύει, δηλαδή, ότι τα περισσότερα πρόσωπα δεν πέθαναν ταυτόχρονα.
Για την εφαρμογή του εν λόγω τεκμηρίου απαιτείται: να έχει επέλθει ο θάνατος δύο ή περισσότερων προσώπων και να μη μπορεί να αποδειχθεί η χρονική σειρά των θανάτων. Παρέπεται ότι το πιο πάνω τεκμήριο εφαρμόζεται και όταν είναι βέβαιο ότι οι περισσότεροι θάνατοι δεν επήλθαν την ίδια χρονική στιγμή αρκεί να μη μπορεί να αποδειχθεί η χρονική σειρά αυτών. Αποτέλεσμα της εφαρμογής του τεκμηρίου συναποβίωσης είναι η ματαίωση των κληρονομικών δικαιωμάτων που εξαρτώνται από την προαποβίωση ή επιβίωση κάποιου προσώπου.
Έχοντας υπόψη τους τη διάταξη αυτή, οι εναγόμενοι - εκκαλούντες της εν προκειμένω απόφασης, παρά το γεγονός ότι στη ληξιαρχική πράξη θανάτου αμφότερων των συζύγων, η οποία παράγει πλήρη απόδειξη, αναγράφεται ίδια ημερομηνία και ώρα θανάτου, εκείνοι προσκομίζοντας τις εκθέσεις νεκροψίας υποστήριξαν ότι η κυρία του ακινήτου απεβίωσε πριν το σύζυγο της. Ωστόσο, σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου η ιατροδικαστική έκθεση δεν συνιστά ασφαλές αποδεικτικό στοιχείο για να οδηγήσει σε πλήρη δικανική πεποίθηση καθώς σε αυτήν ο ιατροδικαστής εκφράζει την επιστημονική του κρίση θεωρώντας εξαιρετικά απίθανο το ενδεχόμενο τα ανωτέρω πρόσωπα να έχουν συναποβιώσει, χωρίς όμως να αποκλείει στατιστικά αυτό.
Συμπέρασμα - Προσωπική Άποψη Γράφουσας
Όπως προκύπτει από την ανάλυση των κυριότερων νομικών ζητημάτων που τίθενται στην απόφαση αυτή, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηλίας ορθώς απέρριψε την έφεση που ασκήθηκε κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου, απορρίπτοντας όλους τους ισχυρισμούς των εκκαλούντων και αναγνωρίζοντας την νομιμότητα της συγκυριότητας, συννομής και συγκατοχής των εφεσίβλητων.
Πιο συγκεκριμένα, η δικαιοπάροχος του ακινήτου και δη η θεία των εναγόντων - εφεσίβλητων, παρά το γεγονός ότι απέκτησε την κυριότητα του αγροτεμαχίου δυνάμει άτυπης δωρεάς από τον πατέρα της, εφόσον σύμφωνα με τις διατάξεις περί έκτακτης χρησικτησίας το νεμόταν για περισσότερα από 20 χρόνια καλόπιστα και με διάνοια κυρίου ασκώντας όλες τις αναγκαίες αγροτικές εργασίες, κατέστη νόμιμα κυρία του ακινήτου αυτού. Στο χρόνο αυτό προσμετρήθηκε και το χρονικό διάστημα που ασκούσε ο πατέρας της την νομή με αποτέλεσμα να μην τίθεται καμία αμφιβολία σχετικά με την κυριότητα της. Επομένως, εφόσον η νομή μεταβιβάζεται άτυπα με μόνη προϋπόθεση ότι ο μεταβιβάζων έχει πράγματι τη νομή του ακινήτου, ακόμη και αν δεν λάβουμε υπόψη τα κληρονομικά ζητήματα που προέκυψαν, οι εκκαλούντες δεν απέκτησαν ποτέ την νομή εφόσον ο σύζυγος της θείας δεν υπήρξε ποτέ νομέας αυτής με αποτέλεσμα να μην μπορεί να την μεταβιβάσει ούτε στον αγοραστή ούτε μετέπειτα ο αγοραστής να τη μεταβιβάσει στους εκκαλούντες.
Τέλος, όσον αφορά στο ζήτημα που προέκυψε σχετικά με το τεκμήριο συναποβίωσης του άρθρου 38 ΑΚ θεωρώ πως το δικαστήριο όφειλε να δώσει περισσότερη βάση στο αποδεικτικό μέσο της έκθεσης νεκροψίας. Και τούτο διότι μέσω της έκθεσης αυτής, ως αποτέλεσμα επιστημονικής έρευνας, συνάγονται πλέον τα πιο ασφαλή συμπεράσματα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το πόρισμα της έκθεσης κατέληξε και στην περίπτωση αυτή σε αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα, καθώς παρότι θεωρήθηκε πιο πιθανή η προαποβίωση της κυρίας, δεν αποκλείστηκε στατιστικά η συναποβίωση. Επομένως, το δικαστήριο συνεκτιμώντας και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, ορθώς εφάρμοσε το τεκμήριο συναποβίωσης, εφόσον δεν προέκυπτε με απόλυτη σιγουριά ο χρόνος θανάτου των συζύγων.
Συμπερασματικά, ως απόρροια των ανωτέρων διαπιστώσεων προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι εκκαλούντες προέβησαν στην διατάραξη της νομής των εφεσίβλητων ανεξαρτήτως του ποιος πραγματικά είναι ο νόμιμος κληρονόμος διότι από τη στιγμή που δεν κατέστησαν οι ίδιοι ποτέ νομείς οποιαδήποτε επέμβαση τους στο αγροτεμάχιο είναι σαφώς παράνομη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Εμπράγματου Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2012, σελ 130, 133, 148-149, 151-152, 177-179
Απόφαση 856/2018 ΑΠ Γ Τμήμα Πολιτικές
Παπαδοπούλου Άννα, Ασκούμενη Δικηγόρος, Απόφοιτη της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων Αστικού Δικαίου του The Law Project
Comments