Της Αθανασίας Μαρούλη
Έγερση αρνητικής αγωγής λόγω ανυπαρξίας δικαιώματος
πραγματικής δουλείας διόδου
(ΕφΠειρ 289/2021)
Πότε προσβάλλεται το απόλυτο και καθολικό δικαίωμα της κυριότητας με διατάραξη;
Ποιο είναι το περιεχόμενο και οι προϋποθέσεις σύστασης δουλείας διόδου;
Πως στοιχειοθετείτε η κτήση πραγματικής δουλείας με έκτακτη και τακτική χρησικτησία;
Παράθεση περίληψης του επίσημου κειμένου Η παρούσα υπ' αριθ. 289/2021 έφεση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς ασκήθηκε από τους εκκαλούντες-εναγόμενους κατά της απόφασης που εκδόθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και αφορά την αντιμωλία τους με την εφεσίβλητη-ενάγουσα. Πιο συγκεκριμένα, η απόφαση στο πρώτο βαθμό έκανε δεκτές την αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή και την αρνητική αναγνωριστική ομολογήσεως δουλείας αγωγή της εφεσίβλητης-ενάγουσας κρίνοντας ότι η τελευταία είναι κυρία, νομέας και κάτοχος της επίδικης εδαφικής λωρίδας. Κατά της αποφάσεως αυτής στρέφονται με την υπό κρίση έφεση οι εναγόμενοι ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως με στόχο την απόρριψη της αγωγής της ενάγουσας. Στην παρούσα απόφαση ιδιαίτερη μνεία γίνεται στα νομικά ζητήματα της αρνητικής αγωγής (ΑΚ1108), στην έννοια και στην έκταση του περιορισμένου εμπράγματου δικαιώματος της πραγματικής δουλείας (ΑΚ1118, ΑΚ1119) και στις προϋποθέσεις σύστασης των πραγματικών δουλειών (ΑΚ1121). Πραγματικά περιστατικά υποθέσεως
Στις 21.6.2016 η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη κατέθεσε αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας το οποίο, αφού κηρύχθηκε καθ’ ύλην αναρμόδιο με την απόφαση του (αρ.43/2017), παρέπεμψε την εκδίκαση στο κατά τόπον και καθ’ ύλην αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Στην αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι ήταν αποκλειστική κύρια, νομέας και κάτοχος του περιγραφόμενου οικοπέδου μετά της επί αυτού διώροφης κατοικίας και του συνεχόμενου νεότερου υπογείου και εξέθεσε λεπτομερώς τον παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριότητας ώστε να αποδείξει την ύπαρξη του αποκλειστικού και καθολικού δικαιώματος στο πρόσωπό της. Η ενάγουσα προ δεκαετίας είχε επιτρέψει στην δεύτερη εναγόμενη (ήδη δεύτερη εκκαλούσα) και στον σύζυγό της με τους οποίους συνδέεται με συγγενική σχέση να διέρχονται από το εδαφικό τμήμα (που βρίσκεται στην βορειανατολική άκρη) του ως άνω ακινήτου το οποίο βρίσκεται στην αποκλειστική κυριότητά της. Η παραχώρηση διέλευσης από την ως άνω εδαφική λωρίδα πραγματοποιήθηκε κατόπιν παρακλήσεως τους ώστε να μεταβαίνουν πιο σύντομα στο όμορο ακίνητο ιδιοκτησίας τους και με την γνώση τους ότι με την αυτή παραχώρηση δεν υπάρχει αλλά ούτε και θα υπάρξει ποτέ οποιοδήποτε δικαίωμα επί της εδαφικής λωρίδας. Το 2014 άρχισε να διέρχεται ο δεύτερος εναγόμενος (υιός της πρώτης εναγόμενης) με την διαβεβαίωση ότι γνωρίζει για την παραχώρηση. Παρά ταύτα από το 2015 οι εναγόμενοι άρχισαν να διέρχονται από την επίδικη λωρίδα με τον ισχυρισμό ότι αποτελεί δρόμο αμφισβητώντας την κυριότητα της ενάγουσας παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της. Με βάση τα ανωτέρω η αγωγή της ενάγουσας έχει ως αίτημα την αναγνώριση του δικαιώματος αποκλειστικής κυριότητας, νομής και κατοχής της επί της επίδικης εδαφικής λωρίδας και ως καταψηφιστικό αίτημα την απαγόρευση κάθε μελλοντικής διατάραξης και αμφισβήτησης των εναγόμενων επί της επίδικης εδαφικής λωρίδας με απειλή χρηματικής ποινής 3.000 ευρώ για κάθε παράβαση. Επικουρικώς και σωρευτικώς ζητάει, στην περίπτωση που, γίνει δεκτό το δικαίωμα διέλευσης από το δικαστήριο, να αναγνωριστεί μόνο στην δεύτερη εναγόμενη και τον σύζυγο της και να απαγορευτεί στον πρώτο εναγόμενο (υιό της) κάθε διέλευση με απειλή 3.000 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την οριστική απόφαση του (αρ.20/2019) έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη πλην του αιτήματος κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής. Ως προς την αναγνωριστική και την αρνητική ομολογήσεως δουλείας αγωγή δέχθηκε την ενάγουσα ως κύρια, νομέα και κάτοχο και υποχρέωσε τους εναγόμενους να παύσουν να διέρχονται από αυτή με απειλή χρηματικής ποινής 500 ευρώ για κάθε μελλοντική διατάραξη και τους καταδίκασε επιπρόσθετα και στην δικαστική δαπάνη. Κατά της αποφάσεως αυτής στρέφονται οι ηττηθέντες εναγόμενοι ισχυριζόμενοι εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ζητώντας την μη εφαρμογή της εκκαλούμενης απόφασης προκειμένου να απορριφθεί η από 21.6.2016 αγωγή της ενάγουσας εις βάρος τους. Εν κατακλείδι η έφεση απορρίφθηκε στο σύνολό ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα επιβλήθηκαν στους ηττηθέντες εκκαλούντες.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ Δουλείες
Δουλεία είναι το περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ξένο πράγμα, που παρέχει στον δικαιούχο την εξουσία να αποκομίζει κάποια ή κάποιες ωφέλειες από την ουσία του πράγματος. Σε αντίθεση με το απόλυτο και γενικό δικαίωμα της κυριότητας (ΑΚ1000) , η δουλεία παρέχει στον δουλειούχο μεν εξουσία άμεση και κατά παντός αλλά μερική, δηλαδή αναφέρεται σε ορισμένες μόνο χρησιμότητες ή ωφέλειες του πράγματος (δικαίωμα ουσίας). Θεμελιώδης διάκριση των δουλειών αποτελεί η διάκριση σε πραγματικές και προσωπικές. Οι πρώτες (πραγματικές δουλείες) συνίστανται για να ωφελείται διαρκώς ένα ξένο ακίνητο, οπότε φορέας της ωφέλειας που προκύπτει από αυτήν είναι ο εκάστοτε κύριος του ακινήτου π.χ. η δουλεία οδού, η δουλεία διοχέτευσης νερού, η δουλεία ξύλευσης και η δουλεία στήριξης οικοδομής. Οι δεύτερες (προσωπικές δουλείες) συνίστανται υπέρ ενός συγκεκριμένου προσώπου, φυσικού ή νομικού, έτσι ώστε αυτό να είναι άμεσα ωφελούμενο από την δουλεία π.χ. επικαρπία πράγματος, επικαρπία δικαιώματος και οίκηση. Μια ακόμα υποκατηγορία των δουλειών είναι οι περιορισμένες προσωπικές δουλείες, οι οποίες συνιστώνται υπέρ ορισμένου προσώπου άρα είναι προσωπικές αλλά περιορισμένες σε σχέση με τις δύο πλήρης και επώνυμες (επικαρπία, οίκηση) απέναντι στις οποίες βρίσκονται σε σχέση ελάσσονος προς μείζον Στον παρόντα σχολιασμό θα επιχειρηθεί εκτενέστερη ανάλυση των πραγματικών δουλειών διότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τον εκκαλούντων το δικαίωμα τους στηρίζεται σε σύσταση πραγματικής δουλείας διόδου (ΑΚ1120).
Βασικά χαρακτηριστικά πραγματικών δουλειών
Η πραγματική δουλεία αποτελεί αδιαίρετο δικαίωμα, δηλαδή επιβαρύνει ολόκληρο το δουλεύον ακίνητο και ωφελεί ολόκληρο το δεσπόζον. Ωστόσο, το ότι βαρύνει ολόκληρο το ακίνητο δεν σημαίνει ότι ασκείται πάνω σε ολόκληρο το δουλεύον. Επιπροσθέτως, είναι δικαίωμα παρεπόμενο της κυριότητας, δηλαδή κάθε επιβάρυνση ή μεταβίβαση του δεσπόζοντος ακινήτου περιλαμβάνει αυτοδικαίως και τη δουλεία (νομολογία αποφάσεων ΑΠ 329/1996, ΕφΑθ 1324/1995). Η σύσταση της πραγματικής δουλείας είναι δυνατή πάνω σε ένα μόνον ακίνητο και για την κάλυψη των αναγκών ενός μόνο ακινήτου. Είναι αυτονόητο ότι το δεσπόζον και το δουλεύον ακίνητο πρέπει να βρίσκονται σε τέτοια τοπική σχέση, ώστε να είναι δυνατή η παροχή ωφέλειας από το δεύτερο στο πρώτο.
Το δικαίωμα της δουλείας εκτείνεται μόνο ως την εξυπηρετούμενη ανάγκη του δεσπόζοντος (ΑΚ1124 εδ α΄). Η διάταξη αυτή αποτελεί ειδικότερη εφαρμογή της αρχής της ωφέλειας και γίνεται δεκτή και από την νομολογία[1].Αν συμφωνήθηκε επιβάρυνση του δουλεύοντος μεγαλύτερη από τις ανάγκες του δεσπόζοντος, κατά το υπερβάλλον δεν πρόκειται για πραγματική δουλεία, έστω και αν έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις σύστασής της. Το μέγεθος της ανάγκης του δεσπόζοντος ακινήτου κρίνεται αντικειμενικά κατά τον χρόνο σύστασης της δουλείας, άποψη που προκρίνεται και από την νομολογία[2]. Το δικαίωμα της πραγματικής δουλείας περιλαμβάνει κάθε πράξη του δικαιούχου, η οποία είναι αναγκαία για την άσκησής της (ΑΚ1125 εδ α, ΑΚ 1124). Ο δουλειούχος οφείλει να σέβεται την αρχή της φειδούς (ΑΚ 1125 εδ β) η οποία αποτελεί ειδικότερη έκφανση του ΑΚ281. Λόγω της μειονεκτικότερης θέσης του κυρίου του δουλεύοντος ο νόμος του παρέχει το δικαίωμα μεταβολής του τρόπου άσκησης της δουλείας (ΑΚ1128).
Οι πραγματικές δουλείες συνιστώνται κατά κανόνα με δικαιοπραξία ή με χρησικτησία (ΑΚ 1121). Κατ' εξαίρεση, είναι δυνατή η σύσταση πραγματικής δουλείας απευθείας από τον νόμο, με δικαστική απόφαση και με αναγκαστική απαλλοτρίωση. Πιο συγκεκριμένα, η σύσταση πραγματικής δουλείας με σύμβαση αποτελεί παράγωγη δημιουργική κτήση δικαιώματος η οποία απαιτεί την τήρηση των προϋποθέσεων του ΑΚ1033 (α) κυριότητα μεταβιβάζοντος, β) μεταβιβαστική συμφωνία, γ) συμβολαιογραφικό έγγραφο, δ) νόμιμη αιτία μεταβίβασης, ε) μεταγραφή). Η σύσταση πραγματικής δουλείας με χρησικτησία αποτελεί πρωτότυπη κτήση δικαιώματος, και προϋποθέτει για την τακτική χρησικτησία (ΑΚ1041) α)ακίνητο δεκτικό χρησικτησίας, β)οιονεί νομή πραγματικής δουλείας, γ)καλή πίστη, δ)νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο, ε)παρέλευση δεκαετίας και για την έκτακτη (ΑΚ1045) ισχύουν οι πρώτες δύο προϋποθέσεις της τακτικής και η παρέλευση εικοσαετίας. Υποστηρίζεται η πεποίθηση ότι αν ο παραχωρών δεν είναι κύριος της δουλεύοντος ακινήτου η σύσταση της πραγματικής δουλείας πάσχει από ακυρότητα ενώ υπάρχει και διαφορετική άποψη που υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη εμπράγματη σύμβαση είναι ατελής. Αν δεν τηρήθηκαν οι πιο πάνω προϋποθέσεις, η σύσταση της πραγματικής δουλείας είναι άκυρη και ο κύριος του δουλεύοντος δικαιούται να απαγορεύσει στον δουλειούχο την άσκηση της εγείροντας αρνητική αγωγή (ΑΚ1108). Παρά ταύτα η ακυρότητα της σχετικής σύμβασης δεν εμποδίζει την απόκτηση της δουλείας με χρησικτησία, αν ο κύριος του δεσπόζοντος ακινήτου συμπεριφέρεται ως δουλειούχος.
Σε περίπτωση προσβολής της πραγματικής δουλείας, ο δουλειούχος προστατεύεται κατά την ΑΚ1132 εμπράγματη αγωγή ομολογήσεως της δουλείας. Ενάγων στην αγωγή ομολογήσεως δουλείας είναι ο εκάστοτε κύριος του δεσπόζοντος ακινήτου, ανεξάρτητα αν είναι κάτοχος του. Εναγόμενος είναι αυτός που επιχείρησε την προσβολή είτε πρόκειται για τον κύριο του δουλεύοντος είτε για οποιονδήποτε τρίτο. Αίτημα σύμφωνα με την ΑΚ 1132 είναι: α) η αναγνώριση του δικαιώματος δουλείας, β) η άρση της προσβολής και γ) η παράλειψη της στο μέλλον. Άμυνα του εναγομένου είναι ο ισχυρισμός ότι ενήργησε την προσβολή δυνάμει δικαιώματος (ΑΚ 1132 §2). Επίσης υπάρχει η δυνατότητα της πουβλικιανής αγωγής ομολογήσεως δουλείας η οποία στοχεύει στην προστασία του οιονεί νομέα με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, αν προσβάλλεται στην άσκηση της οιονεί νομής πριν την συμπλήρωση του χρόνου τακτικής χρησικτησίας (ΑΚ 1133).
Οι λόγοι απόσβεσης των πραγματικών δουλειών είναι κυρίως οι εξής: α) η παραίτηση του δουλειούχου (ΑΚ1134), β) η ολική καταστροφή του ακινήτου, είτε του δεσπόζοντος είτε του δουλεύοντος (ΑΚ1135), γ) η αδυναμία άσκησης της δουλείας (ΑΚ1136), αν η αδυναμία είναι μερική η δουλεία διατηρείται στο ακέραιο, λόγω του αδιαίρετου χαρακτήρα της, και δεν αποσβήνεται μερικώς, δ) η σύγχυση (ΑΚ1137), ε) η αχρησία (ΑΚ1138 εδ.α΄).
Αρνητική αγωγή
Κατά το ΑΚ1108 ο κύριος μπορεί να ασκήσει αρνητική αγωγή αν υφίσταται μερική προσβολή του δικαιώματος της κυριότητας του η οποία συνίσταται στον περιορισμό κατά την άσκηση ορισμένης ή ορισμένων εξουσιών ή παρεμπόδιση πραγματοποίησης κάποιας ενέργειας. Με την έγερση της ο κύριος ζητάει άρση της προσβολής και παράλειψή της στο μέλλον. Ως προϋποθέσεις άσκησης της τίθενται: α) η κυριότητα του ενάγοντος πάνω στο επίδικο πράγμα, β) η διατάραξη της κυριότητάς του, γ) η διατάραξη να είναι παράνομη. Η αρνητική αγωγή μπορεί να σωρευθεί (όπως εδώ) με αναγνωριστική αγωγή, ωστόσο δεν πρόκειται για αντικειμενική σώρευση αγωγών διότι το αίτημα της αρνητικής αγωγής περιέχει αναγκαία και το αίτημα για αναγνώριση της κυριότητας. Οι εκκαλούμενοι δεν δύνανται να επικαλεστούν για την άμυνα τους ότι ενήργησαν βάση δικαιώματος (ΑΚ1108 §2), συγκεκριμένα δικαιώματος δουλείας διόδου και να προστατευθούν είτε με την εμπράγματη αγωγή ομολογήσεως δουλείας (ΑΚ1132) είτε με την πουβλικιανή αγωγή ομολογήσεως δουλείας (ΑΚ1133), διότι δεν πληρούνται ούτε τα κριτήρια σύστασης πραγματικής δουλείας αλλά ούτε και τα κριτήρια απόκτησης της πραγματικής δουλείας με τις διατάξεις της χρησικτησίας. Θα μπορούσαν να θεμελιώσουν το δικαίωμα τους οι εναγόμενοι στις διατάξεις του γειτονικού δικαίου και συγκεκριμένα στη διάταξη ΑΚ 1012. Οι εναγόμενοι πρόβαλλαν τους εξής ισχυρισμούς: α) ότι αυτοί απέκτησαν με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας την κυριότητα της επίδικης εδαφικής λωρίδας ως νεμόμενοι αυτήν διάνοια κυρίων από τα έτη 1980-1982 ως την έγερση της ένδικης αγωγής ο οποίος συνιστά άρνηση, β) ένσταση στον παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας και γ) ένσταση ότι η επικαλούμενη από την ενάγουσα κυριότητα της δικαιοπαρόχου της απαραίτητη για να μεταχθεί σε εκείνη το δικαίωμα δεν υπήρξε κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής πράξης διότι οι εναγόμενοι είχαν αποκτήσει την κυριότητα με χρησικτησία, ο χρόνος της οποίας συμπληρώθηκε στο πρόσωπό τους πριν την μεταβίβαση. Οι παραπάνω ισχυρισμοί δεν επιβεβαιώθηκαν, είναι αβάσιμοι ουσιαστικά και πρέπει να απορριφθούν, όπως απορριπτέα κατ’ουσία αβάσιμη είναι και η επικουρικά προβαλλόμενη ένσταση των εναγομένων περί απόκτησης πραγματικής δουλείας διόδου επί της επίδικης εδαφικής λωρίδας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, Η διάκριση της άρνησης από την ένσταση, έχει ιδιαίτερη σημασία ως προς το βάρος απόδειξης. Στην αιτιολογημένη άρνηση ο ενάγων υπέχει το βάρος απόδειξης των θεμελιωτικών της ιστορικής βάσης της αγωγής πραγματικών περιστατικών, ενώ στην ένσταση ο εναγόμενος βαρύνεται με την απόδειξη των νέων γεγονότων που θεμελιώνουν την ένστασή του.
Προσωπικές σκέψεις γράφοντος
Η συγκεκριμένη απόφαση είναι ορθά δομημένη και αιτιολογημένη. Πιο συγκεκριμένα, το δικαστήριο στην αρχή αναφέρεται με σαφήνεια στις διατάξεις νόμου που θίγονται, στη συνέχεια αναφέρει τις αποδείξεις και ολοκληρώνει με την δικανική κρίση. Τα νομικά ζητήματα πχ κυριότητα, προσωπικές δουλείες που τίθενται οριοθετούνται και επιλύονται επαρκώς, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε λογικά στο συμπέρασμα. Οι εναγόμενοι δεν είναι εφικτό να στοιχειοθετήσουν ένσταση με βάση το 281ΑΚ περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και μάλιστα με βάση την αρχή της απαγόρευσης αντιφατικής συμπεριφοράς, η οποία έχει ως συνέπεια την αποδυνάμωση του δικαιώματος. Οι προϋποθέσεις για την αποδυνάμωση είναι οι εξής: α) αδράνεια του δικαιούχου που δεν οφείλεται σε εύλογη αιτία, η οποία διήρκησε για μακρό διάστημα, β) με την συμπεριφορά του αυτή ο δικαιούχος δημιούργησε ευλόγως στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει πλέον το δικαίωμα. Ωστόσο για την διαπίστωση της συνδρομής του τελευταίου στοιχείου θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και άλλες ειδικές περιπτώσεις ή συνθήκες που αφορούν το πρόσωπο του δικαιούχου. Στην προκειμένη περίπτωση ο δικαιούχος δεν γνώριζε την κατάσταση που διαμορφώθηκε και όταν την αντιλήφθηκε πρόβαλλε έντονη διαμαρτυρία. Αναφορικά με το πρόσωπο των υπόχρεων, αυτοί δεν υφίστανται ιδιαίτερα σημαντική ζημία λόγω της συμπεριφοράς του δικαιούχου. Δεν παρατηρείται επιπρόσθετα αιτιώδης σχέση ανάμεσα στην κατάσταση που δημιουργήθηκε υπέρ του υπόχρεου και στην πεποίθηση του σε σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Κατά συνέπεια η άσκηση του δικαιώματος από τον δικαιούχου δεν έρχεται σε αντίθεση με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθώς έπραξε και απέρριψε ως αβάσιμα τα αντίθετα υποστηριζόμενα στον συναφή λόγο έφεσης, με τον οποίο οι εναγόμενοι επανάφεραν την ένσταση. Από την στιγμή που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις σύστασης πραγματικής δουλείας διόδου, οι εναγόμενοι (ήδη εκκαλούμενοι) θα μπορούσαν να θεμελιώσουν το δικαίωμα τους στην διάταξη γειτονικού δικαίου ΑΚ1012. Οι προϋποθέσεις της υποχρέωσης για παροχή διόδου είναι: α) το ακίνητο να στερείται την αναγκαία δίοδο, β) προς τον δρόμο, γ) να υπάρχει ανάγκη διέλευσης από το γειτονικό ακίνητο, δ) η στέρηση αυτή να μην οφείλεται σε ενέργεια του κύριου του ακινήτου. Η πρώτη προϋπόθεση δεν πληρείται ρητά αλλά θα μπορούσε να γίνει αναλογική εφαρμογή αν υποστηριζόταν ότι η επικοινωνία του ακινήτου των εναγόμενων με τον δημόσιο δρόμο ήταν ιδιαίτερα δαπανηρή ή επαχθής και λόγω των συνθηκών αυτών να δικαιολογείται ως αναγκαία λύση η παροχή διόδου από το όμορο ακίνητο. Η αξίωση παροχής διόδου δίνεται από τον νόμο στον κύριο του περίκλειστου ακινήτου και υπόχρεος για την παροχή της είναι ο κύριος του γειτονικού ακινήτου. Αποτελεί έμμεσο περιορισμό της κυριότητας δηλαδή αμέσως μόλις συντρέξουν οι προϋποθέσεις του νόμου, ο δικαιούχος έχει μόνο ενοχική αξίωση κατά του γείτονα για παραχώρηση εμπράγματου δικαιώματος πραγματικής δουλείας (ΑΚ1012). Ο γείτονας έχει ενοχική υποχρέωση για παροχή. Η δουλεία θα συσταθεί είτε με σύμβαση αν οι ενδιαφερόμενοι συμφωνήσουν είτε με δικαστική απόφαση. Επομένως αν οι εκκαλούμενοι είχαν μεριμνήσει να νομιμοποιήσουν το δικαίωμα διόδου τους ενδεχομένως και να μην είχαν ηττηθεί. Αθανασία Μαρούλη,
3ο έτος Νομικής Σχολής Κομοτηνής, μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων αστικού δικαίου του TheLaw Project.
Βιβλιογραφία § Γεωργιάδης Απ., Εμπράγματο Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2η έκδοση, 2010 § Παπαστερίου Η. Δημήτριος, Εμπράγματο δίκαιο Επίτομο Εκδόσεις Σάκκουλα, 2011 § Σπυριδάκης Ι. Σ., Εγχειρίδιο Εμπραγμάτου Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Ε.Ε., ε’ έκδοση, 2016 § Γεωργιάδης Απ., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Π.Ν Σάκκουλας, 5η έκδοση, 2019
[1]ΕφΘρ 309/2001, ΑΠ 1983/1986, ΕφΑθ 6309/1975 [2]ΑΠ 14/2004, η νομολογία του Γερμανικού Ακυρωτικού έχει δεχθεί ότι το περιεχόμενο των πραγματικών δουλειών πρέπει να προσαρμόζεται στις οικονομικές και τεχνικές εξελίξεις
Comments