top of page

X v. Poland: Μια ευχάριστα προβλέψιμη νίκη για τα δικαιώματα των LGBTQ+ γονέων στην Πολωνία

Της Παγοροπούλου Μυρτούς


X v. Poland: Μια ευχάριστα προβλέψιμη νίκη για τα δικαιώματα των LGBTQ+ γονέων στην Πολωνία



 

Όσο οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά της LGBTQ+ κοινότητας συνεχίζονται στην Πολωνία, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιβεβαιώνει ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν αποτελεί ipso facto κριτήριο αξιολόγησης της γονεϊκής ικανότητας.

 

Εισαγωγή

Στις 16 Σεπτεμβρίου 2021, το Πρώτο Τμήμα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξέδωσε μετά από έντεκα χρόνια την απόφαση Χ κατά Πολωνίας (Αρ. Κατάθεσης 20741/10)[1], αφορούσα τα δικαιώματα της μητέρας και αιτούσας Χ στην επιμέλεια των τεσσάρων παιδιών της. Η Χ, μέλος της LGBTQ+ κοινότητας, παραπονέθηκε στο ΕΔΔΑ ότι το Πολωνικό δικαστήριο καταπάτησε το δικαίωμά της στο Άρθρο 14 περί απαγόρευσης των διακρίσεων σε συνάρτηση με το Άρθρο 8 περί προστασίας της προσωπικής και οικογενειακής της ζωής, αρνούμενο να της αποδώσει την επιμέλεια των παιδιών της επί τη βάση της σεξουαλικής της ταυτότητας. Το Δικαστήριο σ’ αυτή την ευχάριστα προβλέψιμη απόφαση επαναλαμβάνει σε ένα σύγχρονο πλαίσιο ότι τα ομόφυλα ζευγάρια είναι καθόλα ικανά να αναθρέψουν τα παιδιά τους χωρίς ο σεξουαλικός προσανατολισμός τους να αποτελεί in abstracto περιορισμό.


Πραγματικά περιστατικά και η απόφαση του Πολωνικού δικαστηρίου

Η αιτούσα , η οποία ζήτησε να διατηρήσει την ανωνυμία της κατά την διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης και αποκαλείται από την απόφαση και το εν λόγω άρθρο ως Χ, είναι Πολωνή υπήκοος και μητέρα τεσσάρων ανήλικων παιδιών, των A, B, C, και D, τα οποία γεννήθηκαν στα πλαίσια του γάμου της με τον Y, που έλαβε χώρα το 1993. Το 2005, η αιτούσα Χ υπέβαλλε αίτηση διαζυγίου, κατόπιν κλονισμού της σχέσης με τον Υ που προκλήθηκε λόγω της διαμάχης του ζευγαριού για την επιμέλεια των παιδιών και της σχέσης της αιτούσας με μία γυναίκα, την Ζ. Το αρμόδιο περιφερειακό δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση λύσης του γάμου ανέθεσε εξ ολοκλήρου την επιμέλεια στην μητέρα.


Ο πατέρας των παιδιών και πρώην σύζυγος της Χ, τον Οκτώβριο του 2006 έσπευσε να ανατρέψει την απόφαση σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών. Από την απόφαση που εξεδόθη, προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη πραγματογνωμοσύνη που έγινε για να εξακριβωθεί η ψυχολογική κατάσταση των τέκνων, καθώς και η ικανότητα του κάθε γονέα να καλύψει τις συναισθηματικές και βιοτικές ανάγκες των παιδιών ανάλογα με την ηλικία του καθενός από αυτά. Τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έφεραν στον προσκήνιο μία εικόνα ψυχολογικής έως και σωματικής κακοποίησης των παιδιών από την μητέρα, η οποία τους προκαλούσε άγχος και ανασφάλεια με την συμπεριφορά της, σε αντίθεση με τη συμπεριφορά του πατέρα, ο οποίος ενέπνεε ασφάλεια και σταθερότητα.


Κεντρικό ζήτημα κατά την εξέταση υπήρξε επίσης η σχέση της Χ με την Ζ. Όταν τα παιδιά ρωτήθηκαν για την εν λόγω σχέση από τους πραγματογνώμονες, σχεδόν ομόφωνα την κατέκριναν, εκδηλώνοντας αρνητική προδιάθεση προς την Ζ, με τις δύο μεγάλες κόρες να αποδίδουν την διαρρηγμένη σχέση τους προς την μητέρα τους σ’ αυτή, εικάζοντας ότι εάν η Χ διέκοπτε την ‘ανάμειξή’[2] της με την Ζ θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις συναισθηματικές τους ανάγκες. Σημειώνεται ότι ο δεύτερος πραγματογνώμων που συνομίλησε με την μητέρα στα πλαίσια ψυχολογικής αξιολόγησης, την ρώτησε ευθέως εάν διατηρεί ολοκληρωμένη ομοφυλοφιλική σχέση με άλλη γυναίκα. Και οι δύο ειδήμονες ιατροί, κατέληξαν στα πορίσματα που κοινοποίησαν στο δικαστήριο ότι η Χ είναι ψυχικά ασταθής και ανίκανη να φροντίσει τα τέσσερα παιδιά της, εάν δεν παύσει τις επαφές της με την Ζ, συνάγοντας από την αξιολόγησή της ότι ‘συνειδητά επιλέγει να ενδώσει στην στενή σχέση της με την άλλη γυναίκα, παρά να δώσει προτεραιότητα στην ανατροφή των ανήλικων τέκνων της’[3].


Παρά το γεγονός ότι η μητέρα υποστήριξε ότι οι ειδικοί ιατροί είχαν παραποιήσει τα λεγόμενα των παιδιών και ότι η ίδια είχε αναλάβει ολοκληρωτικά την ανατροφή τους κατά τη διάρκεια του γάμου και κατά την διάσταση, το δικαστήριο ανέθεσε την επιμέλεια στον πατέρα, στηριζόμενο στην πραγματογνωμοσύνη που διεξήχθη. Στους επόμενους δικαστικούς αγώνες του πρώην ζευγαριού που έλαβαν χώρα έως και το 2008, το αντικείμενο της διαμάχης υπήρξε η επιμέλεια του μικρότερου γιου, D, την οποία διεκδικούσαν και οι δύο γονείς, λόγω του πολύ νεαρού της ηλικίας του. Το δικαστήριο δέχθηκε ότι οι σχέσεις του D με την μητέρα υπήρξαν πολύ στενές και εξαρτώμενες, καθώς ήταν έξι χρονών κατά την έκδοση της εν λόγω απόφασης, παρόλα αυτά έκρινε ότι το υπέρτερο συμφέρον του είναι να κατοικήσει μαζί με τα αδέρφια του στο σπίτι του πατέρα. Το δικαστήριο, τέλος, έκρινε ότι ο D θα ωφελούταν περισσότερο από την παρουσία του πατέρα του στη ζωή του, διότι λόγω της ηλικίας του χρειάζεται ένα σταθερό ανδρικό πρότυπο για την ‘σωστή φυσική και ψυχολογική ανάπτυξή του’[4].


Επί αυτής της βάσης, η Χ άσκησε έφεση προβάλλοντας ότι η απόφαση του δικαστηρίου υπήρξε προκατειλημμένη ενάντια στην ίδια λόγω των σεξουαλικών της προτιμήσεων, καθώς σε όλες τις δικαστικές διαμάχες από το 2005, η σχέση της με την Ζ υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας για να στερηθεί την επιμέλεια των τεσσάρων παιδιών της. Παρόλα αυτά, και στον δεύτερο βαθμό, το δικαστήριο αρνήθηκε ότι η απόφαση στηρίχθηκε σε οτιδήποτε πέρα από την γονεϊκή ικανότητα του πατέρα και την προτίμηση των παιδιών. Τον Μάρτιο του 2010, η Χ κατέθεσε την αίτησή της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), υποστηρίζοντας ότι η απόφαση που εξέδωσαν τα δικαστήρια της Πολωνίας καταπάτησε το Άρθρο 14 της ΕΣΔΑ περί απαγορεύσεως των διακρίσεων σε συνάρτηση με το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.



Η απόφαση του ΕΔΔΑ

Το Δικαστήριο δικάζοντας με Επταμελές Τμήμα δικαστών (Chamber), εξέδωσε την απόφαση τον Σεπτέμβριο του 2021. Το Τμήμα, έλαβε υπόψιν καταρχήν το ισχύον πολωνικό οικογενειακό και δικονομικό δίκαιο, όπως επίσης και το Σύνταγμα της χώρας, αλλά και μία ευρεία σύνθεση από διεθνή νομικά κείμενα αφορώντα την απαγόρευση και καταπολέμηση των διακρίσεων επί τη βάσει του σεξουαλικού προσανατολισμού στο πλαίσιο της οικογένειας, ως προερχόμενα από το Συμβούλιο της Ευρώπης αλλά και από το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Κατά την συζήτηση της υπόθεσης, παρενέβησαν εκπρόσωποι του Εθνικού Επιμελητηρίου Νομικών Συμβούλων και το Ινστιτούτο Ψυχολογίας της Πολωνίας, καθώς και πλείονες διεθνείς και ευρωπαϊκοί οργανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ILGA-Europe, International Federation for Human Rights, the Network of European LGBTIQ Families Associations, International Commission of Jurists), οι οποίοι παρουσίασαν στο Δικαστήριο εμπεριστατωμένες αναφορές για την νομική και πραγματική κατάσταση των LGBTQ+ οικογενειών στην Ευρώπη.


Το ΕΔΔΑ, δικάζοντας επί τη βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εξέτασε κατ’ αρχήν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 14, του ‘συμπληρωματικού’ άρθρου της Σύμβασης, για την ενεργοποίηση του οποίου απαιτείται η ταυτόχρονη παραβίαση τουλάχιστον μίας ακόμη διάταξης της ΕΣΔΑ (Belgian Linguistic Case, ECtHR 23 July 1968[5]). Στην Χ κατά Πολωνίας, το Άρθρο 14 για την απαγόρευση διακριτικής μεταχείρισης, συμπληρώνει το Άρθρο 8 για την προστασία προσωπικής και οικογενειακής ζωής. Η αιτούσα Χ, όπως ισχυρίζεται η ίδια, δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει την επιμέλεια του τέκνου της λόγω της σχέσης της με μία άλλη γυναίκα. Κατά την ίδια, εάν ήταν ετεροφυλόφιλη και ελεύθερη μητέρα το πολωνικό δικαστήριο δεν θα είχε προάγει το επιχείρημα περί της ανάγκης ύπαρξης του ανδρικού προτύπου ως καταλυτικό παράγοντα για να αποδοθεί η επιμέλεια στον πατέρα. Αντίθετα, θα γινόταν σχεδόν αυτομάτως δεκτό ότι ένα νήπιο, όπως ο D, θα έπρεπε να παραμείνει με την μητέρα του λόγω της σχέσης εξάρτησης μεταξύ τους.


Το ΕΔΔΑ εξετάζει, εάν υπάρχει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ προσώπων που βρίσκονται σε ουσιαστικά παρόμοιες ή ανάλογες καταστάσεις (D.H. and Others v. the Czech Republic[6]), όπως αυτή προκύπτει από το Άρθρο 14 της ΕΣΔΑ, η οποία να λαμβάνει χώρα επί τη βάσει ενός ‘αναγνωρίσιμου χαρακτηριστικού’ (identifiable characteristic)[7], ή ‘status’ του προσώπου (Clift v. the United Kingdom[8]), εδώ τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Σ’ αυτό το σημείο (παράγραφοι 73-80 της απόφασης), λαμβάνει υπόψη όλα τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά ενώπιον των Πολωνικών δικαστηρίων και καταλήγει στο ‘αναπόδραστο συμπέρασμα’ (sic) ότι η σχέση της Χ με την Ζ υπήρξε μόνιμος και καθοριστικός παράγοντας (omnipresent) σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, όπως αυτό προκύπτει από την συνεχή αναφορά της έδρας στην πραγματογνωμοσύνη που διεξήχθη το 2007, σύμφωνα με την οποία η σχέση της με την άλλη γυναίκα υπήρξε ο λόγος για τον οποίο δεν ήταν ικανή να φροντίσει τα τέσσερα παιδιά της. Έλαβε, επίσης, υπόψη και την ίδια την πολωνική απόφαση, η οποία παραδέχεται ως ‘κατανοητή’ την αποστροφή των μεγαλύτερων τέκνων, αφού μία ‘ομόφυλη σχέση είναι πολύ αμφιλεγόμενη’. Υπό αυτές τις συνθήκες, το ΕΔΔΑ τεκμαίρει ότι μία ετεροφυλόφιλη μητέρα δεν θα είχε υποστεί την ίδια μεταχείριση με την Χ ως προς τον σεξουαλικό προσανατολισμό της και τις γονεϊκές ικανότητές της, και άρα υπάρχει πράγματι διακριτική μεταχείριση.


Το Άρθρο 14 κατά την καθιερωμένη νομολογία απαιτεί και εξέταση δύο ακόμα παραγόντων για να διαπιστωθεί η παράβαση: εάν υπάρχει νόμιμος σκοπός που δικαιολογεί την διάκριση και εάν η διάκριση μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη κατά την αρχή της αναλογικότητας. Εδώ, το ΕΔΔΑ διαπιστώνει ότι το πολωνικό δικαστήριο δεν παραχώρησε την επιμέλεια στην μητέρα, διότι η αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού επέβαλε αφενός όλα τα αδέρφια να ζουν μαζί, ήτοι μαζί με τον πατέρα, και αφετέρου o D να έχει ένα σταθερό ανδρικό πρότυπο για την σωστή ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού είναι μία καθιερωμένη και σπουδαία αρχή στη νομολογία του ΕΔΔΑ (Neulinger and Shuruk v. Switzerland[9], X v. Latvia[10]), η οποία γίνεται δεκτό ότι κυριαρχεί σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν ανηλίκους, άρα κατ’ αρχάς το πολωνικό δικαστήριο έχει στηρίξει την επιχειρηματολογία του σε σταθερή νομική βάση.


Παρόλα αυτά, η Πολωνία εδώ βασίζει την απόρριψη της επιμέλειας από την μητέρα στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του σεξουαλικού προσανατολισμού της: η Χ δεν είναι πλέον κατάλληλη να φροντίσει τον D, διότι τώρα διατηρεί σχέση με την Ζ. Το επιχείρημα για την κοινή διαμονή με τα αδέρφια γίνεται κατ’ αρχήν δεκτό, αλλά το ΕΔΔΑ παρατηρεί ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρό δεσμό του τέκνου με την μητέρα του, ούτε τις μεταγενέστερες εκτιμήσεις παιδοψυχολόγων που έδειξαν ότι ο D είναι ένα φυσιολογικά αναπτυσσόμενο νήπιο υπό την φροντίδα της μητέρας του και της συντρόφου της. Μάλιστα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν έλαβε χώρα καμία έρευνα ως προς τη σχέση του παιδιού με την Ζ, παρόλο που η ίδια συγκατοικούσε με την Χ και επίσης το φρόντιζε, ούτε έγινε κάποια ξεχωριστή ψυχολογική αξιολόγηση της ίδιας για να εξακριβωθεί εάν πράγματι απειλούσε την φυσιολογική του ανάπτυξη. Από την άλλη, η ανάγκη του ‘στερεοτυπικού’ ανδρικού προτύπου (παράγραφος 87 της απόφασης), δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή ibso facto, διότι στις αρχικές διαδικασίες απόδοσης επιμέλειας η μητέρα διατηρούσε την καθολική επιμέλεια επί των τεσσάρων παιδιών, χωρίς να τεθεί κανένα ζήτημα εκ των προτέρων (το πολωνικό δικαστήριο μάλιστα περιόρισε τα δικαιώματα του πατέρα στην επίσκεψη και επιμέλεια), και μεταγενέστερα, κατά την ψυχολογική αξιολόγηση του D, δεν διαπιστώθηκε «ανωμαλία» στην ανάπτυξή του λόγω της απουσίας του ανδρικού προτύπου του πατέρα του. Συμπερασματικά, η απομάκρυνση του D από την Χ αποτελεί διακριτική μεταχείρισή σε βάρος της, λόγω της σεξουαλικής της ταυτότητας.



Σχολιασμός της απόφασης

Γενικά, η απόφαση Χ κατά Πολωνίας είναι μία ορθή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία καταδικάζοντας την Πολωνία για την εν λόγω απόφαση του δικαστηρίου της, φθάνει στο πλέον λογικό συμπέρασμα ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός του γονέα δεν μαρτυρά a priori τις ικανότητές του όσον αφορά την επιμέλεια του τέκνου του. Αντιστοίχως, η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί νόμιμο λόγο για να στερηθεί ένας γονέας το δικαίωμά του στην προσωπική και οικογενειακή του ζωή. Εξάλλου, το Δικαστήριο συμπεριέλαβε και έλαβε υπόψη, όπως προκύπτει από το τμήμα Σχετικών Νομικών Κειμένων της απόφασης, εκθέσεις και έρευνες διεθνών οργανισμών που βεβαίωναν πως οι LGBTQ+ οικογένειες καλύπτουν συστηματικά τις βιοτικές και συναισθηματικές ανάγκες των ανήλικων τέκνων τους.


Η Χ κατά Πολωνίας, αποτελεί την δεύτερη απόφαση από το 1999 όπου το Δικαστήριο εξετάζει υπόθεση που αφορά την επιμέλεια τέκνων από ομοφυλόφιλο γονέα. H πρώτη υπήρξε η Salgueiro da Silva Mouta κατά Πορτογαλίας[11], υπόθεση στην οποία ο πατέρας, ευρισκόμενος σε σχέση με άλλον άνδρα, στερήθηκε την επιμέλεια και το δικαίωμα επικοινωνίας με την κόρη του, διότι τα πορτογαλικά δικαστήρια θεώρησαν ότι το παιδί πρέπει να ζει σε μία ‘παραδοσιακή πορτογαλική οικογένεια’, μακριά από ‘ανώμαλες καταστάσεις’ (in the shadow of abnormal situations). Το Δικαστήριο και εδώ εξέτασε το Άρθρο 14 σε συνάρτηση με το Άρθρο 8, και θεώρησε αντιστοίχως πως η στέρηση επικοινωνίας του πατέρα με την κόρη του δεν είναι σύμφωνο μέτρο με το βέλτιστο συμφέρον της.


Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, ότι το Δικαστήριο, σε μία όχι τόσο συχνή «κίνηση», αναφέρεται και βασίζεται ρητά και στην απόφαση Atala Riffo and daughters κατά Χιλής[12], του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπου μία ομοφυλόφιλη μητέρα έχασε την επιμέλεια των τριών παιδιών της λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού της. Το Διαμερικανικό Δικαστήριο έκρινε ότι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού πρέπει να εξετάζεται in concreto, ώστε να λαμβάνονται υπόψη με αποδείξεις όλες οι συγκεκριμένες περιστάσεις που θα μπορούσαν να βλάψουν το τέκνο, και όχι in abstracto, ως συμπέρασμα που εκπορεύεται μόνο από το γεγονός ότι η μητέρα είναι ομοφυλόφιλη. Το δικαστήριο με σαφήνεια συμπληρώνει ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητας του ατόμου και δεν μπορεί να ζητηθεί από κανέναν να μεταβάλλει τόσο ριζικά το «mode de vie» του, ιδιαίτερα όταν δεν αποδεικνύεται ότι κάτι τέτοιο επηρεάζει αρνητικά τα ανήλικα τέκνα του.


Προκύπτει, έτσι, ότι στη Χ κατά Πολωνίας, το ΕΔΔΑ κατέληξε με ασφαλή τρόπο στο ορθό συμπέρασμα της ισότητας μεταξύ των γονέων, ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, πράγμα που αποτελεί προβλέψιμο νομολογιακό προηγούμενο, δεδομένης της αναφοράς του Δικαστηρίου στις ανωτέρω αποφάσεις. Δεν μπορεί να παραβλεφθεί όμως, όπως παρατήρησε και μέρος της ακαδημίας, πως το Δικαστήριο δεν μπήκε στη διαδικασία να αναφερθεί ρητά, όπως η Atala Riffo and daughters κατά Χιλής, στη θέση ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι prima facie ‘επιβλαβής’ παράγοντας για την ανάπτυξη του τέκνου, αλλά αρκέστηκε στο να εφαρμόσει την διαδικασία του Άρθρου 14 και 8 εκ του οποίου συνήγαγε την παράβαση, πράγμα που χαρακτηρίστηκε ως ‘νίκη’ για τα δικαιώματα των LGBTQ+ προσώπων, αλλά όχι ‘θρίαμβος’, σύμφωνα με το άρθρο ‘X v. Poland: A victory, yet not a triumph for homosexual parents in Strasbourg[13]’. Η ανάγκη για το Δικαστήριο να λάβει ρητά μία πολιτική θέση, είναι ένα σύγχρονο πρόβλημα που οφείλει να λυθεί, δεδομένης της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως παρατηρείται στην Πολωνία.


Η απόφαση Χ κατά Πολωνίας, παρόλη την ‘προβλεψιμότητά’ της, δεν υπήρξε ομόφωνη, καθώς ο Πολωνός δικαστής Wojtyczek στην αποκλίνουσα γνώμη του, που επισυνάφθηκε στη απόφαση, διαφωνεί με τη παράβαση του Άρθρου 14 σε συνάρτηση με το Άρθρο 8. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει πως η απόφαση πάσχει σε τρία σημεία: (1) στο γεγονός ότι ο πατέρας και τα παιδιά δεν ακούστηκαν κατά τη συζήτηση, καθώς δεν κλήθηκαν προς τούτο, παρόλο που είναι ενδιαφερόμενα μέρη, (2) στο ότι τα πραγματικά περιστατικά που παρουσιάστηκαν ήταν ελλιπή και μεταφρασμένα από τα πολωνικά με τρόπο που δεν αποδίδει το πραγματικό τους νόημα[14], και (3) στο ότι δεν τίθεται ζήτημα διακριτικής μεταχείρισης, αφού η πολωνική απόφαση θα ήταν η ακριβώς ίδια εάν η μητέρα ήταν ετεροφυλόφιλη.


Η αποκλίνουσα γνώμη του δικαστή Wojtyczek, κατακρίθηκε από την θεωρία ως άστοχη και ατυχής[15]. Κατ’ αρχήν, αξίζει να σχολιαστεί πως παρουσία των παιδιών κατά τη διαδικασία θα ήταν περιττή, καθώς τα δύο από τα τέσσερα τέκνα μένουν αυτόβουλα από το 2017 με τη μητέρα τους (ενώ τα άλλα δύο έχουν ενηλικιωθεί), πράγμα από το οποίο συνάγεται πως η σύμπραξή τους στην συζήτηση θα ήταν το πιθανότερο ευνοϊκή προς την αιτούσα. Στο ίδιο μήκος κύματος, είναι και η απάντηση στην δεύτερη παρατήρησή του, ήτοι στη ‘δυσκολία’ παρουσίασης μίας αντικειμενικής εικόνας των γεγονότων σε υποθέσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την οποία προσπαθεί να καλύψει παραθέτοντας χωρία από καταθέσεις που δεν παρουσιάστηκαν ενώπιον του ΕΔΔΑ και μαρτυρούν επιπλέον περιστατικά κακοποίησης από τη μητέρα από το 2006 έως το 2008.


Τέλος, το επιχείρημά του για την απουσία διακριτικής μεταχείρισης της Χ είναι επίσης προβληματικό. Από τα ίδια τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι το 2005 το Πολωνικό δικαστήριο ανέθεσε τα δικαιώματα επιμέλειας και επί των τεσσάρων παιδιών στην μητέρα και περιόρισε την επικοινωνία του πατέρα μ’ αυτά, πραγματική και νομική κατάσταση που διήρκησε ένα χρόνο πριν την ανατροπή αυτής από τον πατέρα, ο οποίος προέβαλλε τις σεξουαλικές προτιμήσεις της μητέρας. Εύκολα μπορεί να συναχθεί πως, για τον πρώτο αυτό χρόνο μετά το διαζύγιο, το δικαστήριο δεν είχε διαγνώσει την ανάγκη του ανδρικού προτύπου για κανένα από τα τέσσερα παιδιά, αλλά αντίθετα είχε κρίνει πως η μητέρα ήταν ικανή να τα φροντίσει χωρίς την αρωγή του πρώην συζύγου της.


Επίλογος

Η Χ κατά Πολωνίας, δεν είναι η πρώτη και δυστυχώς δεν θα είναι η τελευταία υπόθεση που αφορά τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Πολωνία, ιδιαίτερα σε ό, τι αφορά την LGBTQ+ κοινότητα. Χαρακτηριστικό είναι πως σύμφωνα με την πιο σύγχρονη έρευνα της ILGA-Europe (the International Lesbian, Gay, Bisexual, Trans and Intersex Association), τον Σεπτέμβριο του 2020 υπήρχαν 14 υποθέσεις κατά της Πολωνίας ενώπιον του ΕΔΔΑ και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβιάσεις της χώρας σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις διακρίσεις σε βάρος μελών της LGBTQ+ κοινότητας[16], μία πραγματικότητα δυστυχώς καθόλου τυχαία. Οι ‘LGBT-free’ ζώνες στα νότια της χώρας, όπου ομοφυλόφιλοι γίνονται στόχος βίαιων επιθέσεων, καθώς και η ομοφοβική ρητορική του κυβερνώντος κόμματος PiS που ανοιχτά διακηρύσσει πως η παραδοσιακή Πολωνική οικογένεια πρέπει να διασωθεί από το εισαγόμενο ‘rainbow plague’, είναι ένα καθημερινό φαινόμενο πλέον[17]. Υπό αυτές τις συνθήκες, επόμενο είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να επιμείνει στις προσπάθειές του καταδικάσει τις παραβιάσεις στην Πολωνία, ώστε να περάσει καθαρά το μήνυμα ότι η παραδοσιακή ευρωπαϊκή οικογένεια είναι ανοιχτή σε κάθε σεξουαλική ταυτότητα.


 

Βιβλιογραφία

X v. Poland, Application No. 20741/10

Salgueiro da Silva Mouta v. Portugal, Application No. 33290/96

D.H. and Others v. the Czech Republic (Application No 57325/00)

Clift v United Kingdom (Application No 7205/07)

Atala Riffo and daughters v. Chile, Interamerican Court Of Human Rights

Neulinger and Shuruk v. Switzerland (Application No 41615/07)

X. v. Latvia (Application No. 27853/09)

Salgueiro da Silva Mouta v. Portugal, Application No. 33290/96

Patsianta, Kyriaki, ‘X v. Poland: A victory, yet not a triumph for homosexual parents in Strasbourg’, Strasbourg Observers, November 30, 2021, https://strasbourgobservers.com/2021/11/30/x-v-poland-a-victory-yet-not-a-triumph-for-homosexual-parents-in-strasbourg/

Tilles, Daniel, ‘Poland ranked as worst country in EU for LGBT people’, Notes From Poland, May 14, 2020, https://notesfrompoland.com/2020/05/14/poland-ranked-as-worst-country-in-eu-for-lgbt-people/


 

[1] X v. Poland, Application no 20741/10, First Section of the Court, Request for referral to the Grand Chamber pending. [2] Η λέξη που χρησιμοποιήθηκε στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο της απόφασης από τους πραγματογνώμονες και το Πολωνικό δικαστήριο ήταν ‘involvement’, η οποία υποδηλώνει την προφανή αρνητική προκατάληψη του εν λόγω δικαστηρίου προς την σχέση της Χ με την Ζ, όπως προκύπτει από την παράγραφο 15 της απόφασης. [3] Κατά λέξη, ‘She does not want to abandon her excessive proximity to Z for the sake of her relations with [the children]’, όπως αποτυπώνεται επίσης στην παράγραφο 15 της απόφασης. [4] Το Πολωνικό δικαστήριο έδωσε μεγάλη βάση στο ‘ανδρικό πρότυπο’ και τη σημασία αυτού για την ανάπτυξη του D, τονίζοντας ότι ‘για κάθε αγόρι που βίωσε το διαζύγιο των γονιών του, το ανδρικό πρότυπο είναι σημαντικό και η σημασία του αυξάνεται όσο το παιδί μεγαλώνει’, όπως προκύπτει από την παράγραφο 34 της απόφασης. Συγκεκριμένα, sic, ‘For any boy from a broken family, a male role model is important, and its importance increases as the child grows older’. [5] Case "Relating To Certain Aspects Of The Laws On The Use Of Languages In Education In Belgium" V. Belgium (Merits) (Application No 1474/62; 1677/62; 1691/62; 1769/63; 1994/63; 2126/64) [6] D.H. and Others v. the Czech Republic (Application No 57325/00) [7] Παράγραφος 68 της απόφασης [8] Clift v United Kingdom (Application No 7205/07) [9] Neulinger and Shuruk v. Switzerland (Application No 41615/07) [10] X. v. Latvia (Application No. 27853/09) [11] Salgueiro da Silva Mouta v. Portugal, Application No. 33290/96 [12] Atala Riffo and daughters v. Chile, Interamerican Court Of Human Rights, Case 12.502, decided on February 24, 2012 [13] Patsianta, Kyriaki, ‘X v. Poland: A victory, yet not a triumph for homosexual parents in Strasbourg’, Strasbourg Observers, November 30, 2021, https://strasbourgobservers.com/2021/11/30/x-v-poland-a-victory-yet-not-a-triumph-for-homosexual-parents-in-strasbourg/ [14] Ο Πολωνικός όρος “męski wzorzec osobowości” σημαίνει κατά κυριολεξία ‘μοτίβο ανδρικής προσωπικότητας’ και όχι ‘ανδρικό πρότυπο’, όπως ο δικαστής εξηγεί στην παράγραφο 3.2.2. της γνώμης του. [15] Kompatscher, Anna, ‘Stating the Obvious: In X v. Poland the ECtHR finds that refusing child custody cannot be based on the sexual orientation of a parent’, VerfBlog, November 9, 2021 [16]ILGA EUROPE, ‘Inventory of relevant SOGIESC case-law and pending cases before the ECtHR and CJEU, 10/2020’ https://ilga-europe.org/sites/default/files/Inventory%20of%20relevant%20SOGIESC%20case-law%20and%20pending%20cases%20before%20the%20ECtHR%20and%20CJEU.pdf [17] Tilles, Daniel, ‘Poland ranked as worst country in EU for LGBT people’, Notes From Poland, May 14, 2020 https://notesfrompoland.com/2020/05/14/poland-ranked-as-worst-country-in-eu-for-lgbt-people/


Παγοροπούλου Μυρτώ,

LLM International and European Legal Studies, Νομική Σχολή Αθηνών,

Μέλος ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project

79 views0 comments
bottom of page