top of page

Theodorou and Tsotsorou v. Greece (application no. 57854 / 15)

Updated: Dec 2, 2020

Των Δημητροπούλου Μαρία - Ιωάννα και Ζιάμπα Μάρθα - Ειρήνη



Theodorou and Tsotsorou v. Greece (application no. 57854 / 15)




Περίληψη απόφασης



Οι προσφεύγοντες Γεώργιος Θεοδώρου και Σοφία Τσοτσορού, είναι Έλληνες υπήκοοι γεννημένοι το 1951 και το 1957 αντίστοιχα, και κατοικούν στο Κορωπί. Το 1971 ο Γ.Θ. παντρεύτηκε την Π.Τ. , ενώ ο γάμος τους λύθηκε τελεσίδικα το 2001. Ο Γ.Θ. και η Π.Τ. ήταν σε διάσταση από το 1996, ενώ είχαν αποκτήσει και μία κόρη. Το 2004 εκδόθηκε διαζύγιο. Το 2005 ο Γ.Θ. παντρεύτηκε την Σ.Τ, αδελφή της Π.Τ. Τον Οκτώβριο του 2006 η Π.Τ. προσέφυγε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, επικαλούμενη την ακυρότητα του γάμου λόγω της συγγένειας εξ αγχιστείας που συνέδεε τους συζύγους. Το 2010 το Πολυμελές Πρωτοδικείο ακύρωσε το γάμο, βάσει του άρθρου 1357 Α.Κ., το οποίο απαγορεύει το γάμο μεταξύ προσώπων που συνδέονται με συγγένεια εξ αγχιστείας σε πλάγια γραμμή ως και τον τρίτο βαθμό. Το δικαστήριο επεσήμανε ότι οι προσφεύγοντες ήταν εξ αγχιστείας συγγενείς δευτέρου βαθμού και ότι ο ελληνικός νόμος απαγόρευε το γάμο τους για λόγους τήρησης της δημόσιας τάξης και σεβασμού του θεσμού της οικογένειας. Το δικαστήριο απέρριψε την ασκηθείσα από τους προσφεύγοντες έφεση και ο γάμος τους ακυρώθηκε αμετάκλητα, αφού ο Άρειος Πάγος απέρριψε και την αναίρεσή τους στις 29 Ιουνίου του 2015.

Συγκριτικά με τα άλλα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, μόνο 2 κράτη, η Ιταλία και ο Άγιος Μαρίνος, απαγορεύουν το γάμο ανάμεσα σε αδέλφια πρώην συζύγων, όχι όμως απόλυτα. Οι Γ.Θ. και Σ.Τ. προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ, υποστηρίζοντας ότι η ακύρωση του γάμου τους αποτελεί δυσανάλογο και αδικαιολόγητο περιορισμό του δικαιώματός τους σε γάμο, βάσει του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ. Υποστήριξαν επίσης ότι η ακύρωση του γάμου διέκοψε μία νομική κατάσταση 10 ετών, από το 2005 ως το 2015 και ότι δεν τίθεται θέμα αιμομιξίας ή σύγχυσης, καθώς δεν έχουν παιδιά. Το ελληνικό κράτος υποστήριξε ότι οι λόγοι που οδήγησαν το νομοθέτη να θεσπίσει το κώλυμα του 1357 ΑΚ, ήταν οι ευρύτερες αντιλήψεις ηθικής φύσης, οι εκτιμήσεις βιολογικής φύσης, ο κίνδυνος σύγχυσης και η ανάγκη επικοινωνίας της οικογένειας με τον έξω κόσμο. Το Δικαστήριο διαπίστωσε πως το επίμαχο κώλυμα δεν εξυπηρετούσε την αποφυγή μιας ενδεχόμενης σύγχυσης ή ανασφάλειας της κόρης του Γ.Θ. με την Π.Τ. , ούτε κάποιας σύγχυσης του βαθμού συγγένειας. Επεσήμανε ακόμη τη συναίνεση όλων των κρατών μελών εκτός από 2 στο παρόν ζήτημα, και τόνισε πως οι προσφεύγοντες δεν αντιμετώπισαν κανένα εμπόδιο από τις εθνικές αρχές πριν την τέλεση του γάμου τους, ειδικά μετά την αναγγελία του. Η Π.Τ. μάλιστα, κατήγγειλε το γάμο περίπου 17 μήνες μετά την τέλεσή του. Επίσης, παρατήρησε ότι η κυβέρνηση δεν εξήγησε ποια είναι τα «ηθικά» προβλήματα, ιδίως όταν πρόκειται για μία παγιωμένη εδώ και χρόνια κατάσταση, ότι δεν τίθεται βιολογικό ζήτημα καθώς οι προσφεύγοντες δεν είναι εξ αίματος συγγενείς και δεν έχουν παιδί και ότι η επικοινωνία της οικογένειας δεν σχετίζεται με την εν λόγω απαγόρευση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αναγνώριση της ακυρότητας του γάμου τους περιόρισε δυσανάλογα το δικαίωμά τους σε γάμο, ώστε να θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος και άρα παραβιάστηκε το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ. Ανάλυση απόφασης Τα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν στην συγκεκριμένη απόφαση αφορούν την απαγόρευση τέλεσης γάμου ανάμεσα σε συγγενείς εξ αγχιστείας, του άρθρου 1357 ΑΚ, και το κατά πόσο αυτό το κώλυμα (δηλαδή η απαγόρευση τέλεσης γάμου), είναι συμβατό με την ΕΣΔΑ και συγκεκριμένα με το άρθρο 12 (δικαίωμα σύναψης γάμου). O γάμος αποτελεί ένα σημαντικό θεσμό στην κοινωνία. Γι’ αυτό προστατεύεται και συνταγματικά στο άρθρο 21 του ελληνικού Συντάγματος. Ιδρύει μία μόνιμη και διαρκή συμβίωση αλλά και οικογενειακούς και συγγενικούς δεσμούς. Για την έγκυρη σύναψή του έχουν οριστεί συγκεκριμένες θετικές προϋποθέσεις: συμφωνία μεταξύ του ζευγαριού, συμπλήρωση ορίου ηλικίας, χορήγηση άδειας από το δικαστήριο, δικαιοπρακτική ικανότητα (ΑΚ 1350 – 1352) (Γεωργιάδης, 2017, σ.45). Σύμφωνα με τη θεωρία, την έγκυρη σύναψη γάμου κωλύουν ορισμένοι λόγοι, γνωστοί και ως «κωλύματα γάμου». Κωλύματα γάμου είναι οι ιδιότητες ή καταστάσεις του προσώπου, οι οποίες το εμποδίζουν να συνάψει γάμο με οποιοδήποτε ή ορισμένα άλλα πρόσωπα και πρόκειται αντιστοίχως για τα απόλυτα και τα σχετικά (ή ειδικά) κωλύματα (Γεωργιάδης, 2017 , σσ.51 – 52). Η συγγένεια εξ αγχιστείας που μας ενδιαφέρει στην κρινόμενη περίπτωση είναι ένα σχετικό κώλυμα, αλλά η ύπαρξή του οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα του γάμου (ΑΚ 1372 παρ.1 εδ.α΄, 1357, 1378 αρ.1). Έτσι, εμποδίζεται ο γάμος του προσώπου με συγγενείς εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια έως και τον τρίτο βαθμό. Αντίθετα, επιτρέπεται η σύναψη γάμου ανάμεσα σε πρόσωπα που συνδέονται με «οιονεί» αγχιστεία όπως π.χ. ο αδελφός του γαμπρού και η αδελφή της νύφης, αφού καταργήθηκε με τον ν. 1250/1982 το συγκεκριμένο κώλυμα γάμου (παλαιό ΑΚ 1358) (Γεωργιάδης, 2017, σ.56). Η αγχιστεία νοείται κατά την έννοια της ΑΚ 1464 ως εξής: «Οι συγγενείς εξ αίματος του ενός από τους συζύγους είναι συγγενείς εξ αγχιστείας του άλλου στην ίδια γραμμή και στον ίδιο βαθμό. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του συμφώνου συμβίωσης. Η συγγένεια εξ αγχιστείας εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης από το οποίο δημιουργήθηκε». Θεμελιωτικός λόγος είναι δηλαδή ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης, αλλά η αγχιστεία διατηρείται και μετά τη λύση του. Βέβαια, η συγγένεια εξ αγχιστείας προϋποθέτει την ύπαρξη υποστατού γάμου (ΑΚ 1372 παρ.2) ή συμφώνου συμβίωσης. Ο λόγος καθιέρωσης της αγχιστείας είναι κατ΄αρχήν η κοινωνική ευπρέπεια (Παπαδοπούλου – Κλαμαρή, 2010, σ. 148). Κατά τη διάρκεια του γάμου που δημιουργεί την αγχιστεία, το κώλυμα του ΑΚ 1357 δεν έχει πρακτική σημασία, διότι υφίσταται το απόλυτο κώλυμα της ΑΚ 1354 (κώλυμα από υφιστάμενο γάμο).

Για να εξασφαλιστεί η απουσία των κωλυμάτων (μεταξύτων οποίων και του ΑΚ 1357), καθιερώνεται το σύστημα της άδειας που πρέπει να εκδίδεται πριν από την τέλεση του γάμου, είτε πρόκειται για θρησκευτικό, είτε για πολιτικό (ΑΚ 1368 εδ.α΄). Προβλέπεται η χορήγηση άδειας από το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας της τελευταίας κατοικίας του καθενός (ΑΚ 1368) αλλά και γνωστοποίηση στο κοινό με τοιχοκόλληση αγγελίας στο δημοτικό και κοινοτικό κατάστημα των κατοικιών του ζευγαριού και δημοσίευση σε ημερήσια εφημερίδα αν μένουν σε μεγάλη πόλη (ΑΚ 1369). Με τη γνωστοποίηση οι τρίτοι πληροφορούνται για τον γάμο που πρόκειται να τελεσθεί και τους δίνεται η δυνατότητα να ενημερώσουν το αρμόδιο όργανο που θα εκδώσει την άδεια, για την τυχόν έλλειψη θετικών προϋποθέσεων ή την ύπαρξη κωλυμάτων για τον γάμο. Η παροχή βέβαια της σχετικής άδειας δεν θεραπεύει τυχόν υπάρχοντα ελαττώματα του γάμου, όπως τα κωλύματα ( Γεωργιάδης, 2017, σ.58).

Κατά το άρθρο ΑΚ 1372 παρ. 1 εδ.α΄ , άκυρος είναι μόνο ο γάμος που τελέσθηκε κατά παράβαση των άρθρων ΑΚ 1350 έως 1352, 1354, 1356, 1357 και 1360. Για την κρίση της ακυρότητας αυτής, κρίσιμος είναι ο χρόνος τέλεσης του γάμου. Ο άκυρος γάμος έχει την εξής ιδιομορφία έναντι των άλλων δικαιοπραξιών: Ενώ μία άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε, ο άκυρος γάμος αναπτύσσει καταρχάς όλα τα αποτελέσματά του, λόγω της σημασίας που αποδίδει η έννομη τάξη στον εν λόγω θεσμό. Ο άκυρος γάμος είναι ισχυρός μέχρι να ακυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση (ΑΚ 1376, 1381). Η ακύρωση του γάμου επέρχεται δηλαδή, μόνο μετά από σχετική αγωγή, η οποία εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών. Πρόκειται για αναγνωριστική και όχι διαπλαστική αγωγή, αφού η ακυρότητα του γάμου υφίσταται εξ υπαρχής και χωρίς την δικαστική απόφαση. Όμως, η τελευταία είναι αναγκαία για την επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων χάριν ασφάλειας δικαίου. Επομένως, αναγνωριστική είναι και η αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η οποία απαγγέλλει την ακυρότητα του άκυρου γάμου (Γεωργιάδης, 2017, σσ.68,70,73).

Η ακυρότητα του γάμου λόγω παραβάσεως των παραπάνω άρθρων είναι απόλυτη. Κατά το άρθρο ΑΚ 1378, την αγωγή για την ακύρωση του άκυρου γάμου μπορούν να ασκήσουν οι σύζυγοι, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, και ο εισαγγελέας αυτεπαγγέλτως. Για να ενεργήσει ο εισαγγελέας, θα πρέπει ο άκυρος γάμος να εξακολουθεί να είναι ενεργός, δηλαδή να μην έχει λυθεί με άλλον τρόπο, και η διατήρησή του να προσβάλλει σοβαρά τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη. Όσον αφορά το έννομο συμφέρον του τρίτου που μπορεί να ασκήσει αγωγή ακύρωσης του γάμου, αυτό θα πρέπεινα είναι ίδιο, δηλαδή θα πρέπει η ακύρωση του γάμου να αφορά σε έννομα αγαθά της δικής του έννομηςσφαίρας, άμεσο ως προς αυτόν,σπουδαίο, όταν δηλαδή από τον άκυρο γάμο προέκυψε βλάβη η οποία μπορεί να αρθεί μόνο με την ακύρωσή του, και οικογενειακής φύσης. Η απόφαση λοιπόν που απαγγέλλει την ακυρότητατου άκυρου γάμου, όταν καταστεί αμετάκλητη, αίρει όλα τα έννομα αποτελέσματα του γάμου, για οποιονδήποτε λόγο κι αν ακυρώθηκε αυτός (Γεωργιάδης, 2017, σσ.70-74). Παράλληλα, το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα στο γάμο και ίδρυσης οικογένειας. Συνδέεται άρρηκτα με το άρθρο 8 που προβλέπει προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Είναι αναμενόμενο, πως η συμβατική ρύθμιση του άρθρου 12 είναι άρρηκτα δεμένη με τις εκάστοτε αντιλήψεις ηθικής της συγκεκριμένης κοινωνίας στην οποία αναπτύσσονται (Σισιλιάνος, 2017, σ.556). Τα κράτη μέρη είναι αυτά που δικαιούνται καταρχήν να εντάσσουν ορισμένες σχέσεις στο πεδίο προστασίας της συγκεκριμένης συμβατικής ρύθμισης και να απορρίπτουν άλλες, εφόσον το κρίνουν αναγκαίο, βάσει των ιδιαίτερων κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα. Βέβαια, πάντα σύμφωνα με το Δικαστήριο, η διακριτική ευχέρεια των κρατών διαθέτει άκρα όρια, τα οποία αντιστοιχούν στη διατήρηση της ίδιας της ουσίας του δικαιώματος, απαγορεύοντας ταυτόχρονα την κρατική αυθαιρεσία (Σισιλιάνος, 2017, σ.557).

Ειδικότερα, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 12, η διακριτική ευχέρεια των κρατών να ρυθμίσουν τις προϋποθέσεις αναγνώρισης και άσκησης του δικαιώματος παραμένει ακέραιη. Εφόσον μάλιστα η συγκεκριμένη συμβατική ρύθμιση αφορά την προστασία ενός δικαιώματος ως προς το οποίο η πρακτική των συμβαλλομένων κρατών δεν είναι ενιαία, αλλά διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό, αντίστοιχα ευρύ είναι και το πεδίο διακριτικής ευχέρειας των κρατών (Σισιλιάνος, 2017, σ.565). Βεβαίως μία τέτοια ελευθερία δεν είναι απεριόριστη. Όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, «το περιθώριο εκτίμησης των κρατών συμβαδίζει με τον ευρωπαϊκό έλεγχο», ο οποίος ασκείται όχι μόνο επί της βασικής νομοθεσίας, αλλά και επί των σχετικών αποφάσεων. Συνεπώς, το Δικαστήριο προστρέχει στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μερών αρχικά για να προσδιορίσει το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος, και σε δεύτερο επίπεδο, για να εξετάσει αν οι όροι που έχει θέσει το κράτος αποτελούν αυθαίρετο περιορισμό και άρα αντίθετο στο άρθρο 12 (Σισιλιάνος, 2017, σ.566).

Το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι τα κράτη μέρη στο πλαίσιο υιοθέτησης μίας κοινωνικής στρατηγικής, έχουν λάβει σε αρκετές περιπτώσεις μέτρα δυσανάλογα περιοριστικά, που θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος γάμου και δημιουργίας οικογένειας. Η σύνδεση της διακριτικής ευχέρειας με την αρχή της αναλογικότητας είναι αναγκαία, δηλαδή περιορισμοί που συνδέονται άμεσα με την άσκηση του δικαιώματος γάμου, πρέπει να τελούν σε σχέση αναλογίας με τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό (Σισιλιάνος, 2017, σσ.567-568). Στην υπόθεση Dickson κατά Ηνωμένου Βασιλείου, το Δικαστήριο διατύπωσε την αντίθεσή του στους καθολικούς περιορισμούς. Άλλωστε, η ΕΣΔΑ είναι ένα «ζωντανό κείμενο» και το Δικαστήριο φαίνεται να είναι σε εγρήγορση ως προς τις κοινωνικές και επιστημονικές εξελίξεις, προωθώντας την διεύρυνση των ελαχίστων δεδομένων προστασίας της ΕΣΔΑ, στο πεδίο του γάμου και της δημιουργίας οικογένειας (Σισιλιάνος, 2017, σ.568).

Σε αυτό το σημείο κρίνεται σημαντικό να αναφερθούν οι σκέψεις του Αρείου Πάγου στην απόφαση υπ’ αριθμόν 955/2015 για την υπόθεση των Γεωργίου Θεοδώρου και Σοφίας Τσοτσορού. Πιο συγκεκριμένα, ο ΑΠ επεσήμανε ότι με την τέλεση γάμου δημιουργείται συγγένεια εξ αγχιστείας η οποία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση ή την ακυρότητα του γάμου. Ακόμη, η τέλεση γάμου παρά το κώλυμα της συγγένειας εξ αγχιστείας οδηγεί στην ακυρότητά του. Οι διατάξεις που θεσπίζουν αυτή την ακυρότητα ( 1357, 1372, 1378, 1462 ΑΚ ) δεν αντίκεινται -σύμφωνα με την άποψη του ΑΠ- στα άρθρα 12 και 14 της ΕΣΔΑ, καθώς επιτρέπουν στον εθνικό νομοθέτη να θεσπίζει κωλύματα γάμου με σκοπό την προστασία της οικογένειας και για λόγους ευπρέπειας. Τέλος, τόνισε ότι το Εφετείο που έκρινε την ακυρότητα του γάμου των αναιρεσειόντων ερμήνευσε και εφήρμοσε ορθά τις διατάξεις των άρθρων 1357, 1372, 1378, 1462 ΑΚ και 12 και 14 της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, απέρριψε την αίτηση αναίρεσης. Κατά τις γράφουσες, η εν λόγω απαγόρευση σύναψης γάμου μεταξύ συγγενών εξ αγχιστείας, σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή ως και τον τρίτο βαθμό, η οποία βρίσκεται στο άρθρο 1357 ΑΚ, δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης και θα ήταν θεμιτό να καταργηθεί, καθώς θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος σύναψης γάμου. Θα μπορούσε εύστοχα να παρατηρηθεί, πως η συγκεκριμένη απαγόρευση, η οποία ουσιαστικά δεν επιτρέπει σε ανθρώπους, οι οποίοι είχαν καταστεί κουνιάδοι από έναν γάμο ο οποίος έχει λυθεί ή ακυρωθεί, να παντρευτούν, ανταποκρίνεται σε επιταγές και ηθικές αντιλήψεις μίας -αν μη τι άλλο- περασμένης εποχής. Πλέον στη σημερινή κοινωνία, όπου οι αντιλήψεις έχουν εκσυγχρονιστεί σε μεγάλο βαθμό, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό ποια συγκεκριμένη επιταγή θα μπορούσε να εξυπηρετήσει μία τέτοια απαγόρευση. Το δίκαιο, δηλαδή, πρέπει να προσαρμόζεται στις αλλαγές των χρόνων. Η προσκόλληση σε απόψεις του παρελθόντος αποτελεί τροχοπέδη για την εξέλιξή του. Πιστεύουμε πως το σημαντικότερο αγαθό που πρέπει να διαφυλαχθεί μέσω των κωλυμάτων του γάμου είναι η υγεία, πράγμα που μπορεί να γίνει εναρμονίζοντας τα κωλύματα του γάμου με τα διδάγματα της βιολογίας και της ιατρικής. Ουσιαστικά, οφείλουν τα κωλύματα να προστατεύουν τους πολίτες από φαινόμενα αιμομιξίας και βιολογικής σύγχυσης, ώστε να διασφαλίζεται και η υγεία των απογόνων των ανθρώπων που συνάπτουν γάμο. Αυτός ο κίνδυνος υπάρχει σε ανθρώπους που συνδέονται μεταξύ τους με συγγένεια εξ αίματος, όμως σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει σε ανθρώπους που συνδέονται με συγγένεια εξ αγχιστείας. Άλλωστε, ο ίδιος ο θεσμός της συγγένειας εξ αγχιστείας ιδρύθηκε για λόγους κοινωνικής ευπρέπειας και όχι για λόγους βιολογικούς.

Ακόμη, το δικαίωμα στο γάμο συνδέεται με την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέγει το άτομο με το οποίο θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του. Περιορισμοί που θίγουν αυτό το δικαίωμα σε υπέρμετρο βαθμό πρέπει να καταργούνται ως αντισυνταγματικοί (άρθρο 5 Σ.). Ο γάμος μεταξύ κουνιάδων σίγουρα μπορεί να δημιουργήσει συγκρούσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη ενός τέτοιου κωλύματος.

Επιπλέον, εντός του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπάρχει συναίνεση (consensus) για το εν λόγω ζήτημα, αφού από τα σαράντα δύο κράτη-μέλη του, εκτός από την Ελλάδα, μόνο η Ιταλία και ο Άγιος Μαρίνος διατηρούν στα δίκαιά τους το κώλυμα γάμου για αγχιστεία σε πλάγια γραμμή και μάλιστα όχι κατά απόλυτο τρόπο, όπως συμβαίνει στην χώρα μας, αλλά με δυνατότητα παροχής άδειας για τέλεση του γάμου παρά το κατ’ αρχήν κώλυμα. Το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ απαγορεύει τη διακριτική μεταχείριση, χωρίς αντικειμενική και εύλογη δικαιολόγηση, προσώπων που βρίσκονται σε ουσιωδώς παρόμοιες καταστάσεις (Σισιλιάνος, 2017, σ.592). Με αυτό το δεδομένο, η απαγόρευση του άρθρου 1357 ΑΚ, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι συνιστά διακριτική μεταχείριση, και έτσι να παραβιάζει το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ. Άλλωστε, όπως έκρινε και το ΕΔΔΑ στην υπόθεση που αναλύσαμε, το άρθρο 1357 ΑΚ, δύναται να συνιστά μια παραβίαση και του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα σύναψης γάμου. Άρα, η κατάργηση της εν λόγω απαγόρευσης θα είχε νόημα συνάμα πρακτικό και συμβολικό. Πρακτικό διότι έτσι η χώρα μας δεν θα καταδικαζόταν ξανά για την συγκεκριμένη παραβίαση, και συμβολικό διότι θα αποδεικνύαμε έμπρακτα ως κράτος και ενότητα δικαίου πως εναρμονιζόμαστε με το ευρύτερο δικαιικό κλίμα που επικρατεί στην Ευρώπη και συμπορευόμαστε μαζί τους στην εξέλιξη των ρυθμίσεων και των αντιλήψεών μας. Πράγματι, το ίδιο το ελληνικό κράτος, στο σχέδιο δράσης (action plan) που έχει αποστείλει στην Υπηρεσία Εκτέλεσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, αναφορικά με τα μέτρα που θα λάβει για τη συμμόρφωσηστην καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ, αναφέρει πως εξετάζει προσεκτικά τα μέτρα που θα λάβει, έτσι ώστε οι προσφεύγοντες να μπορούν να ξαναπαντρευτούν, αυτή τη φορά εγκύρως, εφόσον το επιθυμούν. (Action plan της 11/06/2020, του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους).

Έτσι, το Υπουργείο Δικαιοσύνης προχώρησε στη σύσταση και συγκρότηση Ομάδας Εργασίας με αντικείμενο την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 1357 του Αστικού Κώδικα, περί κωλύματος σύναψης γάμου μεταξύ συγγενών εξ αγχιστείας, μετά τη λύση του γάμου (Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με αρ.πρωτ.: 14038/13.03.2020). Τέλος, η αμφισβήτηση της σκοπιμότητας του κωλύματος από πλάγια αγχιστεία έχει αποτυπωθεί νομοθετικά ήδη από το 2008, με τη μη συμπερίληψήτου στον ν. 3719/2008 για το σύμφωνο συμβίωσης και στη συνέχεια και στον ν. 4356/2015. Εδώ και μια δωδεκαετία, δηλαδή, συγγενείς εξ αγχιστείας σε πλάγια γραμμή μπορούν να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης. Το άρθρο 1357 ΑΚ προτείνεται να τροποποιηθεί, επομένως, και χάριν ενότητας της έννομης τάξης.


Βιβλιογραφία – Πηγές:

Γεωργιάδης Α.Σ. (2017) Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, Β΄ Έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις Σάκκουλα


Παπαδοπούλου – Κλαμαρή Δ. (2010) Η συγγένεια, θεμελίωση – καταχώριση – προστασία, Αθήνα, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα


Σισιλιάνος Λ.Α. (2017) Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2η έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη


http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-195547


http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_DISPLAY.asp?cd=WJ7H51GS2V7Z KC9PVH0CO1Q5FEW70U&apof=955_2015& info=%D0%CF%CB%C9%D4%C9% CA%C5%D3%20-%20%20%C12


Action plan 11/06/2020, Νομικό Συμβούλιο του Κράτους :

https://hudoc.exec.coe.int/eng#{%22fulltext%22:[%22theodorou%20and%20tsotsorou%22],%22display%22:[2],%22EXECIdentifier%22:[%22DH-DD(2020)512E%22],%22EXECDocumentTypeCollection%22:[%22CEC%22]}


Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με αρ.πρωτ.: 14038/13.03.2020:

https://diavgeia.gov.gr/doc/6%CE%A7%CE%91%CE%A9%CE%A9-4%CE%979?inline=true


Γράφουσες:

Δημητροπούλου Μαρία-Ιωάννα, 4ο έτος στη Νομική Σχολή Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project


Ζιάμπα Μάρθα-Ειρήνη, 3ο έτος στη Νομική Σχολή Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project.


291 views0 comments
bottom of page