top of page
Writer's picturethelawproject

N.D & N.T. κατά Ισπανίας: Πότε είναι επιτρεπτή η ομαδική απέλαση αλλοδαπών δίχως προηγούμενη εξέταση

Της Δήμητρας Καπρούλια


N.D & N.T. κατά Ισπανίας: Πότε είναι επιτρεπτή η ομαδική απέλαση αλλοδαπών δίχως προηγούμενη εξέταση των συνθηκών από το κράτος εισόδου;




 

Πότε δικαιούται ένα κράτος να απαγορεύσει την είσοδο σε αυτό σε αλλοδαπούς και πως αντιμετωπίζει το ΕΔΔΑ ζητήματα επαναπροώθησης αλλοδαπών, δίχως προηγούμενη εξέταση των ισχυρισμών τους;

 


1. Η υπόθεση Ν.D & N.T. κατά Ισπανίας: τα πραγματικά περιστατικά


Οι αυξημένες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές στον ευρωπαϊκό χώρο ήδη από τις αρχές του 2000 οδήγησαν τη διεθνή κοινότητα εν γένει, αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση ειδικότερα, στη θέσπιση κανόνων, δια των οποίων αντιμετωπίστηκαν ζητήματα, ανακύπτοντα από την έξαρση του φαινομένου. Μεταξύ των χωρών, που κλήθηκαν να ανταποκριθούν στις ως άνω εξελίξεις, ήταν και η Ισπανία, η οποία, ύστερα από τις ροές, που εμφανίστηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο μετά το 2012, αποφάσισε να θωρακίσει αποτελεσματικότερα τα σύνορά της και να περιορίσει τις μαζικές εισροές αλλοδαπών στο έδαφός της. Έτσι, δαπάνησε χρήματα, ώστε να ενισχύσει την κατασκευή των φραχτών σε περιοχές, που αποτελούσαν εισόδους αλλοδαπών, οι οποίοι κατέφθαναν στον ευρωπαϊκό χώρο, κυρίως από χώρες της Αφρικής. Μία εξ αυτών των περιοχών, η Μελίγια, αποτέλεσε το χώρο εισόδου των αλλοδαπών N.D και N.T., οι οποίοι το 2014 αποφάσισαν, εντασσόμενοι σε μεγαλύτερη ομάδα αλλοδαπών, να εισέλθουν στην Ισπανία, μέσω του φράχτη της Μελίγια.


Αρχικώς, η Μελίγια, αν και παραθαλάσσια πόλη στη βόρεια Αφρική, αποτελεί έως και σήμερα ισπανικό έδαφος, τελώντας υπό τον έλεγχο της Ισπανίας. Συνορεύει στα νότια με το Μαρόκο, γεγονός που την καθιστά περιοχή εισόδου αλλοδαπών από την αφρικανική ήπειρο, οι οποίοι περνούν από το Μαρόκο στη Μελίγια, επιθυμώντας να φθάσουν στο ισπανικό έδαφος. Η ισπανική πολιτεία περιέφραξε τη Μελίγια, τοποθετώντας 3 παράλληλους φράχτες στην περιοχή (εσωτερικούς και εξωτερικούς), ώστε να εμποδίσει την παράτυπη είσοδο μεταναστών ή προσφύγων στο εσωτερικό της. Οι προσφεύγοντες το 2014, έχοντας καταφθάσει στην περιοχή, αναμείχθηκαν με μία πολυπληθή ομάδα μεταναστών, προκειμένου να κατορθώσουν να περάσουν από τον πρώτο φράχτη. Ενώ οι μαροκινές αρχές κατόρθωσαν να εμποδίσουν περίπου 500 μετανάστες, 75 άλλοι έφτασαν έως και την κορυφή του εσωτερικού φράχτη, μεταξύ των οποίων και οι δύο προσφεύγοντες[1].

Εκεί κατόρθωσαν να παραμείνουν για κάποιες ώρες, μέχρι που η ισπανική πολιτοφυλακή τους κατέβασε με τη χρήση σκάλας, τους πέρασε χειροπέδες και τους παρέδωσε στις μαροκινές αρχές. Οι δύο προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν, πως δεν υπεβλήθησαν σε κάποια διαδικασία ταυτοποίησης και δεν κατόρθωσαν να προβάλουν τα αιτήματα, που αφορούσαν την προσωπική τους κατάσταση, με τη βοήθεια δικηγόρου ή διερμηνέα. Περαιτέρω υποστήριξαν, πως μεταφέρθηκαν σε αστυνομικό τμήμα νότια της Μελίγια, όπου και αιτήθηκαν παροχής ιατρικής φροντίδας, ωστόσο απερρίφθη το αίτημά τους. Η υπόθεση έφτασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατόπιν προσφυγής των δύο αλλοδαπών, οι οποίοι στράφηκαν κατά της Ισπανίας δυνάμει των ως άνω γεγονότων.


2. Το νομικό πλαίσιο προστασίας των αλλοδαπών και οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων


Η διεθνής κοινότητα (και η Ευρωπαϊκή Ένωση αργότερα) αναγνώρισε σύντομα, πως το καθεστώς προστασίας των αλλοδαπών όφειλε να είναι αποτελεσματικό, ιδίως δυνάμει των ραγδαίων εξελίξεων, που ακολούθησαν την οικονομική και κοινωνική κρίση του 2010. Σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, αρκετά κράτη είχαν προνοήσει για την προστασία των αλλοδαπών με τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και με το Πρωτόκολλο του 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προέβλεψε αρχικώς στο άρθρο 5 το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, θεσπίζοντας εξαιρέσεις, ιδίως παρέχοντας, στα κράτη την ευχέρεια να εμποδίζουν την είσοδο στην επικράτειά τους σε αλλοδαπούς, εναντίον των οποίων εκκρεμεί διαδικασία απέλασης ή έκδοσης. Μάλιστα το Δικαστήριο έχει τονίσει επανειλημμένα, πως τα κράτη διαθέτουν το δικαίωμα να ελέγχουν κυριαρχικά την είσοδο και παραμονή των αλλοδαπών στη επικράτειά τους[2]. Ωστόσο, εξειδίκευση της προστασίας των αλλοδαπών έναντι ομαδικών απελάσεων αποτελεί το άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου περί αναγνωρίσεως ορισμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών πέραν αυτών που ήδη περιλαμβάνονται στη Σύμβαση και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο σε αυτήν, του 1968[3], το οποίο ορίζει, πως απαγορεύονται οι ομαδικές απελάσεις αλλοδαπών.


Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα κράτη μέλη εφήρμοζαν τη Σύμβαση του Δουβλίνου, η οποία αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό Δουβλίνο 2. Το 2013 ο Κανονισμός αυτός αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό Δουβλίνο 3, ο οποίος ισχύει έως και σήμερα. Η αλλαγή αυτή στόχευε στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της αύξησης των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, με τη θέσπιση κριτηρίων, για το ποιο κράτος είναι αρμόδιο να εξετάσει την αίτηση ασύλου του εκάστοτε αλλοδαπού[4]. Περαιτέρω, ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., οργανισμός με αποστολή την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών του ατόμου, εξέδωσε καθοδήγηση, απευθυνόμενη στο προσωπικό διαχείρισης των συνόρων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με στόχο να βοηθήσει τα όργανα αυτά να εφαρμόζουν, στο πλαίσιο της καθημερινής άσκησης των καθηκόντων τους, τις εγγυήσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κώδικα συνόρων του Σένγκεν και του ενωσιακού δικαίου[5]. Αξίζει να αναφερθεί, πως ο εν λόγω οδηγός εδράζεται σε θεμελιώδεις δικαικές αρχές, όπως ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας κατά τη χρήση βίας και η ενημέρωση των αλλοδαπών για τα δικαιώματα και τις εγγυήσεις κατά την κράτησή τους στα σύνορα.


Οι δύο προσφεύγοντες υποστήριξαν στην ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, πως η Ισπανία παραβίασε το άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου περί απαγόρευσης των ομαδικών απελάσεων, αφού τους απομάκρυνε δίχως προηγούμενη ορθή εκτίμηση της κατάστασής τους, η οποία θα τους επέτρεπε να αιτηθούν διεθνούς προστασίας και άρα να παραμείνουν στο ισπανικό έδαφος. Περαιτέρω υποστήριξαν, πως η Ισπανία εφήρμοζε παράλληλα μία τακτική διαδικασία απομάκρυνσης των αλλοδαπών, χωρίς να παρέχει τη δυνατότητα πραγματικής προσφυγής κατά το άρθρο 13 της Σύμβασης, ώστε να αμφισβητήσουν την επαναπροώθησή τους στο Μαρόκο. Το Δικαστήριο ως εκ τούτου, κλήθηκε να εξετάσει, κατά πόσο η επαναπροώθηση των προσφεύγοντων παραβίαζε τη γενική απαγόρευση του άρθρου 4 και αν η Ισπανία είχε υιοθετήσει μία τακτική απομάκρυνσης, διαρκή και παράτυπη.


3. Η κρίση του Δικαστηρίου


Το Δικαστήριο κλήθηκε, μεταξύ άλλων, να ερμηνεύσει στην προκειμένη περίπτωση το λακωνικότατο άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου, το οποίο ορίζει απλώς και χωρίς πρόσθετες διατυπώσεις, πως οι ομαδικές απελάσεις αλλοδαπών απαγορεύονται. Ως απέλαση νοείται η αναγκαστική και υποχρεωτική απομάκρυνση ενός αλλοδαπού από μία χώρα με επίσημη κρατική ενέργεια. Το εν λόγω άρθρο δε διαχωρίζει μεταξύ μεταναστών ή προσφύγων, ούτε διακρίνει περαιτέρω τους αλλοδαπούς, ανάλογα με τον τρόπο εισόδου τους στην εκάστοτε επικράτεια (δηλαδή παράτυπα/ νόμιμα). Ως εκ τούτου, έπρεπε να κρίνει, αν η άμεση επιστροφή των προσφευγόντων, οι οποίοι εισήλθαν στο ισπανικό έδαφος ομαδικά και με χρήση βίας συνιστά ομαδική απέλαση, η οποία εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 4. Ναι μεν τα κράτη δικαιούνται να υλοποιούν εκείνη την πολιτική ελέγχου των συνόρων, που θεωρούν, ότι ανταποκρίνεται αποτελεσματικότερα στην εθνική τους ασφάλεια, οφείλουν όμως να εφαρμόζουν τον κώδικα της ζώνης Σένγκεν και να ενεργούν τους απαιτούμενους ελέγχους κατά τρόπο σύμφωνο με τα θεμελιώδη δικαιώματα.


Περαιτέρω, το Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει, εάν στην έννοια της απέλασης εντάσσεται και η μη δυνατότητα εισόδου του αλλοδαπού στη χώρα από ένα μη προβλεπόμενο για διέλευση γεωγραφικό σημείο. Βασική αρχή του δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί η αρχή της μη επαναπροώθησης, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 18 και 19 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Δυνάμει των ως άνω άρθρων, απαγορεύονται οι ομαδικές απελάσεις και δη οι απελάσεις και απομακρύνσεις αλλοδαπών προς κράτη, στα οποία θα διατρέξουν σοβαρό κίνδυνο ζωής ή παραβίασης λοιπών θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. Πρόκειται για μία απαγόρευση, έναντι κρατών, στα οποία τίθεται εν αμφιβόλω η ποιότητα προστασίας και η αντιμετώπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων εν γένει, ή τίθενται ζητήματα μη αξιοπρεπούς διαβίωσης/ μεταχείρισης των αλλοδαπών. Εν προκειμένω η Ισπανία υποστήριξε, πως δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 4, αφού δεν είχε πραγματοποιηθεί η είσοδος των προσφεύγοντων σε ισπανικό έδαφος, ώστε να κάνουμε λόγο για απέλαση. Το Δικαστήριο, ωστόσο, απέρριψε αυτό τον ισχυρισμό, αφού η Μελίγια αποτελεί ισπανικό θύλακα και τελεί υπό τον έλεγχο της Ισπανίας.


Ερμηνεύοντας δε την έννοια της ομαδικής απέλασης, διευκρίνισε, πως αυτή υφίσταται, όταν συντελείται υποχρεωτική και εξαναγκαστή απέλαση μίας ομάδας αλλοδαπών, η οποία μπορεί να δικαιολογηθεί, εφόσον εξετάστηκαν αντικειμενικά και σύννομα τα ατομικά αιτήματα των αλλοδαπών. Εν προκειμένω το Δικαστήριο έκρινε, πως όταν αλλοδαποί αποφασίζουν ομαδικά να εφορμήσουν στην επικράτεια ενός κράτους, εκμεταλλευόμενοι την ταραχώδη κατάσταση και με διακύβευμα τη δημόσια ασφάλεια του κράτους, δε δύνανται να προβάλλουν πως στερήθηκαν την ευκαιρία να αιτηθούν προστασίας ατομικά και αποτελεσματικά, αφού έχουν θέσει εαυτούς σε μία κινδυνώδη κατάσταση, στερώντας από το κράτος εισόδου τη δυνατότητα να κρίνει για την παραμονή τους. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν δέχθηκε, πως υφίσταται παραβίαση του άρθρου 4 του 4ου Πρωτοκόλλου, τονίζοντας, πως η συμπεριφορά των προσφευγόντων εν προκειμένω εμπόδισε το κράτος εισόδου να εξετάσει, πώς θα τους αντιμετωπίσει, αφού εκείνοι δε χρησιμοποίησαν τις προσφερόμενες από τη χώρα νόμιμες οδούς, ώστε να αιτηθούν προστασίας.


Συγκεκριμένα, οι προσφεύγοντες δεν φαίνεται να στράφηκαν στις αντίστοιχες πρεσβείες του Μαρόκου, ούτε υπέβαλαν αίτημα ασύλου σε συνοριακό σημείο, που είχε οριστεί από την ισπανική κυβέρνηση, ώστε να εισέλθουν στη χώρα, ακολουθώντας τις διαδικασίες εισόδου από ελεγχόμενο σημείο, που καθόρισε το κράτος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον κώδικα ζώνης Σένγκεν. Εφόσον η ισπανική κυβέρνηση είχε προβλέψει τρόπους, ώστε να υποβάλλουν νόμιμα τα αιτήματά τους και οι προσφεύγοντες επέλεξαν να μη συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις του κράτους, χωρίς να υφίσταται βάσιμος και σοβαρός λόγος, η Ισπανία δικαιούνταν να αρνηθεί την είσοδό τους στο έδαφός της. Κατά τούτο, η υπαίτια ατομική συμπεριφορά των προσφευγόντων και η επιλογή ενός παράτυπου τρόπου εισόδου δια της χρήσης βίας οδήγησε το Δικαστήριο στο συμπέρασμα, πως η Ισπανία μπορούσε να αναχαιτίσει την είσοδό τους και δη από μη ελεγχόμενο και μη οργανωμένο συνοριακό σημείο της ζώνης Σένγκεν.


Κατά την ακροαματική διαδικασία αποδείχθηκε επιπροσθέτως, πως η Ισπανία προσέφερε δυνατότητες νόμιμης εισόδου στο ισπανικό έδαφος, μέσω του διεθνούς συνοριακού σημείου διέλευσης Beni Enzar, στο οποίο λίγες μέρες μετά την επαναπροώθηση των προσφευγόντων ιδρύθηκε ειδικό γραφείο υποβολής αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Πριν την δημιουργία του γραφείου αυτού, η ισπανική κυβέρνηση είχε θεσπίσει με νόμο του 2009 νόμιμη οδό εισόδου των αιτούντων άσυλο, ενώ είχε ήδη λάβει μέσω του σημείου Beni Enzar αιτήσεις κατά διαστήματα. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο έκρινε, πως οι προσφεύγοντες μπορούσαν να αξιοποιήσουν το σημείο αυτό ή να απευθυνθούν σε κάποια πρεσβεία στο Μαρόκο, αφού και οι ίδιοι ουδέποτε ισχυρίστηκαν ότι προσπάθησαν να εισέλθουν στο ισπανικό έδαφος νόμιμα. Έθεσαν, κατά το Δικαστήριο τον εαυτό τους στην κατάσταση αυτή και εξ αυτού του λόγου οι ισπανικές αρχές αποφάσισαν την απομάκρυνσή τους.


Δυνάμει των ανωτέρω, το Δικαστήριο απέρριψε και τον ισχυρισμό περί παραβίασης του άρθρου 13 της Σύμβασης, περί της δυνατότητας άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης απομάκρυνσης. Αρχικώς, το Δικαστήριο διέγνωσε, πως η ισπανική κυβέρνηση παρέχει τη δυνατότητα στους αλλοδαπούς να υποβάλλουν έφεση κατά της διαταγής απομάκρυνσής τους από τα σύνορα, ωστόσο και οι ίδιοι οι αλλοδαποί οφείλουν να συμμορφώνονται με τους κανόνες υποβολής της έφεσης. Έτσι, εφόσον οι προσφεύγοντες έθεσαν εαυτόν σε μία παράνομη κατάσταση και η έλλειψη εξέτασης της κατάστασής τους οφειλόταν στη δική τους συμπεριφορά, δε θα μπορούσε η Ισπανία να θεωρηθεί υπεύθυνη για μη παροχή ενδίκου βοηθήματος, αφού δε δόθηκε η ευκαιρία στις αρχές να εξετάσουν σύννομα τα αιτήματα των προσφευγόντων.


Η απόφαση αυτή του Δικαστηρίου έθεσε συγκεκριμένα κριτήρια για το επιτρεπτό των ομαδικών απελάσεων, τα οποία μπορούν να παρουσιασθούν ως εξής. Καταρχάς οι αλλοδαποί οφείλουν, εφόσον το κράτος εισόδου έχει προβλέψει νόμιμες διαδικασίες υποβολής αιτήσεων και σε σημεία διασυνοριακά προς διευκόλυνση των αιτούντων, να ακολουθούν αυτές τις σύννομες οδούς. Παρέκκλιση από αυτές είναι επιτρεπτή, μόνο εφόσον οι αλλοδαποί έχουν σοβαρούς και αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν την υιοθέτηση παράτυπων διαδικασιών εισόδου, κατ΄ αντίθεση των όσων ρυθμίζει το κράτος υποδοχής. Περαιτέρω, η τυχόν παράνομη συμπεριφορά του αλλοδαπού και η διακινδύνευση της δημόσιας ασφάλειας του κράτους υποδοχής λειτουργούν επιβαρυντικά για αυτόν, αφού εμποδίζουν ουσιαστικά το κράτος να εξετάσει κατά τρόπο ακριβή, σύννομο και αντικειμενικό την κατάστασή του. Καθίσταται, συνεπώς, σαφές, πως και οι αλλοδαποί οφείλουν να σέβονται τους κανόνες του κράτους υποδοχής και υποχρεούνται να αποφεύγουν να αναμειγνύονται σε καταστάσεις επικίνδυνες, δια των οποίων τίθεται εν αμφιβόλω η ασφάλεια του κράτους εισόδου.



 

[1] Βλ. CASE OF N.D. AND N.T.v. SPAIN, ECHR, διαθέσιμη εδώ [2] Βλ. αντί πολλών Μπολάνη, Λ-Μ., Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του ανθρώπου (Ερμηνεία κατ΄άρθρον), 2017, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 192 [3] Βλ. UN Refugee World, διαθέσιμο εδώ [4] Βλ. EUR-Lex, Πολιτική ασύλου της ΕΕ: ποια χώρα της ΕΕ είναι αρμόδια για την εξέταση των αιτήσεων, διαθέσιμο εδώ [5] Βλ. European Union Agency for fundamental rights, Έλεγχοι συνόρων και θεμελιώδη δικαιώματα στα εξωτερικά χερσαία σύνορα, διαθέσιμο εδώ


Δήμητρα Καπρούλια, επί πτυχίω φοιτήτρια Νομικής ΕΚΠΑ,

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project


35 views0 comments

Comments


bottom of page