top of page

H δημόσια τάξη ως λόγος άρνησης αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπής δικαστικής απόφασης

Της Αλεξάνδρας Οικονόμου


H δημόσια τάξη ως λόγος άρνησης αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπής δικαστικής απόφασης υπό το πρίσμα του Κανονισμού 44/2001 της ΕΕ (ΑΠ 820/2021)



 

Επίμαχο ζήτημα


Στην υπόθεση αυτή ο Άρειος Πάγος κλήθηκε να ερμηνεύσει την έννοια της δημόσιας τάξης που εμπεριέχεται στο άρθρο 34 του Κανονισμού 44/2001 της ΕΕ ως λόγο άρνησης αναγνώρισης αλλοδαπής και δη αγγλικής δικαστικής απόφασης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην έννοια αυτή εντάσσεται (και) το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη.


Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι πλέον ο Κανονισμός 44/2001 της ΕΕ έχει αντικατασταθεί από τον Κανονσιμό 1215/2012 «περί διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» που τέθηκε σε ισχύ στα 10 Ιανουαρίου του 2015». Παράλληλα, η υπόθεση άγεται σε δικαστική διαμάχη αγγλικών νομικών προσώπων και η απόφαση (Διαταγή κατά το αγγλικό δίκαιο) αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο που στο χρόνο άσκησης της αναίρεσης ήταν μέλος της ΕΕ και άρα εφαρμόζεται ο Κανονισμός.

 

Περίληψη Απόφασης


Η εν λόγω απόφαση του Αρείου Πάγου (εφεξής ΑΠ) δεν είναι οριστική, καθώς στο διατακτικό της το Δικαστήριο αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης έως ότου το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΔΕΕ) αποφανθεί επί των εξής ζητημάτων:


1) Αντιβαίνει στην ενωσιακή δημόσια τάξη, κατά την έννοια των άρθ. 34 περ. 1 και 45 παρ. 1 του Κανονισμού 44/2001, η αναγνώριση ή (και) η κήρυξη εκτελεστότητας απόφασης ή διαταγής δικαστηρίων κράτους μέλους, με τις οποίες επιδικάζεται προσωρινά και προκαταβολικά χρηματική αποζημίωση στους αιτούντες την αναγνώριση και κήρυξη της εκτελεστότητας για τις δαπάνες και έξοδα, που εκείνοι υφίστανται λόγω της έγερσης αγωγής ή τη συνέχιση δίκης ενώπιον του δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους, με τις αιτιολογίες ότι: α) κατόπιν έρευνας της αγωγής αυτής, η υπόθεση καλύπτεται από συμβιβασμό, που καταρτίσθηκε νομοτύπως και επικυρώθηκε από Δικαστήριο του κράτους μέλους, το οποίο εκδίδει την απόφαση (ή) και διαταγή και β) ότι το δικαστήριο του άλλου κράτους μέλους, στο οποίο προσέφυγε ο καθ’ ου η απόφαση και διαταγή με νέα αγωγή, στερείται δικαιοδοσίας λόγω ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας;


2) Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης επί του πρώτου ερωτήματος, αποτελεί κατά την αληθή έννοια του άρθρου 34 περ. 1 του Κανονισμού 44/2001, όπως τα όρια της είναι ερμηνευτέα από το ΔΕΕ, λόγο κωλύματος αναγνώρισής και κηρύξεως εκτελεστότητας στην Ελλάδα της αποφάσεως και των διαταγών με το ανωτέρω (υπό Ι) περιεχόμενο, που εκδόθηκαν από δικαστήρια άλλου κράτους μέλους (Ηνωμένου Βασιλείου), όταν αυτές αντιτίθενται ευθέως και προφανώς στην εγχώρια δημόσια τάξη σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες θεμελιώδεις πολιτειακές και δικαιικές αντιλήψεις, που κρατούν στη χώρα, και τις θεμελιώδεις ρυθμίσεις του ελληνικού δικαίου, που αφορούν τον πυρήνα του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας (άρθ. 8 και 20 του Ελληνικού Συντάγματος, 33 Αστικού Κώδικα και τη διαπνέουσα όλο το ελληνικό δικονομικό δίκαιο αρχή της διαφύλαξης του ανωτέρω δικαιώματος, όπως αυτή εξειδικεύεται και από τα άρθ. 176, 173 παρ. 1- 3, 185, 205, 191 του ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ώστε να είναι επιτρεπτή, σε αυτή την περίπτωση, η υποχώρηση της αρχής του ενωσιακού δικαίου για την ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων, συνάδει δε η μη αναγνώριση λόγω αυτού του κωλύματος με τις αντιλήψεις, που αφομοιώνουν και προωθούν την ευρωπαϊκή προοπτική;


Η απάντηση από το ΔΕΕ επί αυτών των ερωτημάτων είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, καθώς η ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων εντός της ΕΕ είναι βασική αρχή και πρέπει να γίνεται σεβαστή από τα κράτη-μέλη, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις που από άποψη περιεχομένου ή διαδικασίας έκδοσης δεν τηρήθηκαν θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη.


Πραγματικά Περιστατικά


Η υπόθεση αφορά ένα ναυάγιο πλοίου ασφαλισμένου, το 2006 , και το οποίο ανήκε σε μια αγγλική ναυτική εταιρία και μισθωνόταν από μια επίσης ναυτική εταιρία. Ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων ήχθη η ασφαλιστική προς καταβολή ενδοσυμβατικά καθορισμένης ασφαλιστικής αποζημίωσης. Ενόσω εκκρεμούσαν οι σχετικές δίκες, καταρτίσθηκαν συμφωνίες συμβιβασμού (Settlement Agreements). Με αυτές τις συμφωνίες καταργήθηκαν οι δίκες, που είχαν ανοίξει μεταξύ των εταιριών και η ασφαλιστική συμφώνησε να καταβάλει λόγω επέλευσης του ασφαλιζόμενου κινδύνου εντός συμφωνηθέντος χρόνου την ασφαλιστική αποζημίωση, που προβλεπόταν από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, προς πλήρη και ολοσχερή εξόφληση όλων των αξιώσεων σε σχέση με την απώλεια του παραπάνω πλοίου. Οι συμφωνίες συμβιβασμού τέθηκαν υπόψη του αγγλικού Δικαστηρίου και επικυρώθηκαν και διατάχθηκε δε η αναστολή (stay) κάθε περαιτέρω διαδικασίας επί της σχετικής δικογραφίας, που είχε σχηματισθεί επί της ως άνω αγωγής.


Μετά την επίτευξη αυτών των συμβιβασμών οι δύο εταιρίες (πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια), καθώς και οι υπόλοιποι πλοιοκτήτες και φυσικά πρόσωπα ως νόμιμοι εκπρόσωποί τους άσκησαν στην Ελλάδα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αγωγές κατά της ασφαλιστικής, παρά την απαγόρευση που τέθηκε με «Διαταγή» του Αγγλικού Δικαστηρίου.


Οι αγωγές τους αυτές θεμελιώνονταν πλέον σε αδικοπραξία και ζητήθηκε η επιδίκαση αποζημιώσεως για τις θετικές ζημίες και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη εξαιτίας της βύθισης του πλοίου.



Επίλυση Νομικών Ζητημάτων


Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά τα νομικά θέματα, στα οποία απάντησε ο Άρειος Πάγος είναι: 1) Ποια η ερμηνεία της έννοια της Δημόσια τάξης υπό το πρίσμα του Κανονισμού 44/2001 Της ΕΕ περί αναγνώρισης και εκτέλεσης Δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών (άρθρο 34 αρ. 1) και 2) Στην έννοια της Δημόσιας Τάξης εντάσσεται και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας προστατευόμενο από ενωσιακές αλλά και εθνικές διατάξεις (εδώ από το άρθρο 8 και 20 παρ 1 Σ);


Η ερμηνεία που ακολούθησε ο ΑΠ είναι ως προς το πρώτο ερώτημα είναι ότι η δημόσια τάξη συνιστά εξαιρετικά και μόνο φραγμό στην αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση Δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών και άρα θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά και να εφαρμόζεται με φειδώ.


Εξ αντιδιαστολής τονίζει ότι η αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων ενωσιακών δικαστηρίων σε άλλα κράτη-μέλη,αποτελεί τη βάση της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων και τηρεί την αρχή του αμοιβαίου σεβασμού και εμπιστοσύνης εντός της ΕΕ.


Συνεπώς, ούτε επιτρέπεται η επανεξέταση επί της ουσίας της υπόθεσης από το κράτος αναγνώρισης και εκτέλεσης της αλλοδαπής απόφασης, ούτε μπορεί το κράτος αναγνώρισης να βασιστεί σε άλλες αρχές πέραν των περιοριστικά αναφερόμενων και να αρνηθεί την αναγνώρισή αποφάσεων. Μόνο εφόσον υπάρχει σοβαρή προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών της έννομης τάξης του κράτους αναγνώρισης, δύναται το τελευταίο αιτιολογημένα να αρνηθεί την αναγνώριση.


Ειδικά ο ΑΠ δέχεται ότι:


«Ο Κανονισμός 44/2001 στα άρθρα 36 και 45, παρ. 2 αποκλείει την αναθεώρηση επί της ουσίας της αποφάσεως. Έτσι ουσιαστικά αποκλείει στο δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως, να αρνηθεί την αναγνώριση ή την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής αποκλειστικά και μόνο διότι υφίσταται διαφορά μεταξύ του κανόνα δικαίου, που εφάρμοσε το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως, και του κανόνα, που θα είχε εφαρμόσει το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως, εάν είχε επιληφθεί της διαφοράς. Ομοίως, το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως δεν δύναται να ελέγξει την ορθότητα της εκτιμήσεως των νομικών ή πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως (ΔΕΚ αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2000, C-7/98 και της 11ης Μαΐου 2000, C-38/98).Επίσης, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 44/2001, το προβλεπόμενο από αυτόν καθεστώς αναγνωρίσεως και εκτελέσεως στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, όσον αφορά στην απονομή δικαιοσύνης εντός της Ενώσεως. Η εμπιστοσύνη αυτή απαιτεί, μεταξύ άλλων, οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος να αναγνωρίζονται αυτοδικαίως σε άλλο κράτος μέλος (ΔΕΕ, C- 302/13, σκέψη 45). Στο σύστημα αυτό, το άρθρο 34 του Κανονισμού 44/2001, το οποίο παραθέτει τους λόγους μη αναγνωρίσεως αποφάσεως, πρέπει να ερμηνεύεται στενώς, επειδή συνιστά εμπόδιο για την επίτευξη ενός από τους βασικούς σκοπούς του εν λόγω Κανονισμού. Δεύτερον η έννοια της Δημόσια Τάξης αφορά θεμελιώδη αρχή κράτους μέλους και δη την προσβολή ή αντίθεση σε συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα ή ενωσιακής προέλευσης που έχουν υπερνομοθετική ισχύ. Περαιτέρω η αντίθεση θα πρέπει να είναι πρόδηλη και ο κανόνας στον οποίο προσκρούει να θεωρείται ουσιώδης στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως, ή η πρόδηλη προσβολή να αφορά σε δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες σε αυτή την έννομη τάξη. Αμιγώς οικονομικά συμφέροντα δεν θεωρούνται κανόνες δημόσιας τάξης και άρα δεν λαμβάνουν αυξημένη προστασία υπό το πρίσμα του. Η μη αναγνώριση αποφάσεως λόγω πρόσκρουσής της στη δημόσια τάξη δεν εξοβελίζει καθ’ ολοκληρίαν το κανονικώς εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο. Αυτή θίγει μόνο την εφαρμογή διατάξεώς του, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί σε ανεπίτρεπτο αποτέλεσμα.» (βλέπε ΣΤ.ΚΟΥΣΟΥΛΗ 2012/103-115)-Η δημόσια τάξη ως λόγος μη εκτελεστότητας απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου. Μελέτη του Ιωάννη Δεληκωστόπουλου Λέκτορα Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Δικηγόρου στον Αρειο Πάγο, δημοσιευμένη στον Αναμνηστικό τόμο Στ. Κουσούλη 2012, 103-115, ΝΟΜΟΣ - 11/2009 ΑΠ (ΟΛΟΜ) ( 488831), 1255/2006 ΑΠ (405536), 30/2021 ΑΠ (805093). Άλλωστε, αν κάθε κράτος είχε την ευχέρεια απλώς να αναγνωρίσει μια αλλοδαπή δικαστική απόφαση θα είχε δικαιοδοσία ταυτόχρονα να αποφανθεί και για τυχόν νομικά ή πραγματικά σφάλματα, πράγμα που υπό τη θεώρηση του ΑΠ δεν είναι επιτρεπτό. Αν γινόταν εξάλλου διπλή αξιολόγηση από δύο διαφορετικά Δικαστήρια θα προσέκρουε το δεύτερο επιληφθέν Δικαστήριο την έννοια του δεδικασμένου (όπως κι αν εμφανίζεται σε κάθε έννομη τάξη) και ο κάθε διάδικος θα αποκλειόταν από τη διασυνοριακή εκτέλεση της απόφασης που είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για τον νικήσαντα διάδικο.

Ως προς το δεύτερο ζήτημα του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη ο ΑΠ απαντάει θετικά, λέγοντας ότι το δικαίωμα αυτό είναι θεμελιώδες όχι μόνο βάσει του εθνικού μας συστήματος αλλά και βάσει του 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και του 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΧΘΔ). Σε αρμονία με την ανωτέρω προσέγγισή του καθίσταται σαφές ότι το δικαίωμα αυτό είναι μια από τις περιπτώσεις που αν προσβληθεί κατάφορα συνιστά λόγο δικαιολογημένης άρνησης αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπής απόφασης κράτους μέλους. Στην εθνική νομοθεσία η προστασία του άγεται στα άρθρα 8 και 20 παρ 1 του Σ, με αποτέλεσμα (όπως εν προκειμένω έγινε) η προηγούμενη καταβολή αποζημίωσης κατά απαίτηση Δικαστηρίου της Αγγλίας προς κάλυψη δικαστικών εξόδων αλλά και απαγόρευσης πιθανής άσκησης αγωγής ενώπιον άλλου αλλοδαπού δικαστηρίου για οποιαδήποτε αξίωση προερχόμενη από το επίμαχο συμβάν, να αποτελεί υποκρυπτόμενη μορφή χρηματικής «τιμωρίας» για τον διάδικο και να παρακωλύει τη προσφυγή στα Ελληνικά Δικαστήρια για αξίωση που πηγάζει μεν από το ίδιο συμβάν αλλά στηρίζεται όχι σε ενδοσυμβατική αλλά σε αδικοπρακτική ευθύνη. Η απαίτηση αυτή προσβάλλει κατάφωρα το θεμελιώδες δικαίωμα και δεν αφορά μόνο οικονομικά συμφέροντα του διαδίκου. Συνεπώς, η απαγόρευση του Αγγλικού δικαστηρίου με τα παραπάνω δεδομένα προσβάλλει το θεμελιώδες αυτό Δικαίωμα κατά τον ΑΠ. Ειδικά αναφέρει επί λέξει ότι : «Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 § 1 του Συντάγματος της Ελλάδας "κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το Δικαστήριο που του έχει ορίσει ο νόμος", κατά τη διάταξη δε του άρθρου 20 § 1 αυτού "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει". Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών του Συντάγματος κατοχυρώνεται πλήρως για τον καθένα το δικαίωμα προσβάσεως στα Ελληνικά δικαστήρια και παροχής πλήρους έννομης προστασίας από αυτά (απόφ. Ολομέλειας Αρείου Πάγου 8/2003). Το δικαίωμα αυτό είναι θεμελιώδες και εντάσσεται στον πυρήνα της έννομης τάξης της Ελλάδας, διαπνέει δε όλο το ελληνικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο και εξειδικεύεται με ποικίλες εκφάνσεις. Έτσι κατά το ελληνικό δίκαιο δεν είναι καν νοητός και ανεκτός ο εκ των προτέρων αποκλεισμός στην παροχή δικαστικής προστασίας ή η παρεμβολή προσκομμάτων και εμποδίων, που τη δυσχεραίνουν. Τέτοιο εμπόδιο αποτελεί και η προσωρινώς επιβαλλόμενη στον προσφεύγοντα ενώπιον των δικαστηρίων καταβολή αποζημιώσεως, η οποία επιδικάζεται εις βάρος του ακριβώς διότι ζήτησε δικαστική προστασία, διότι αυτή αντιστρατεύεται σε θεμελιώδες δικαίωμά του και δεν θίγει αμιγώς οικονομικά του συμφέροντα. Και η ελληνική έννομη τάξη προβλέπει βεβαίως με σειρά δικονομικών διατάξεων κυρώσεις επί τυχόν καταχρηστικών δικονομικών συμπεριφορών. Ειδικότερα προβλέπεται η επιβολή των δικαστικών εξόδων εις βάρος του ηττώμενου διαδίκου (άρθ. 176 ΚΠολΔ: Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), η οποία όμως γίνεται από το δικαστήριο κατά την έκδοση της οριστικής του απόφασης επί της διαφοράς, οπότε έχει αυτή πλέον κριθεί, ενώ κατά τα προγενέστερα στάδια έκαστος διάδικος προκαταβάλει τα έξοδα για κάθε διαδικαστική ενέργεια στην οποία προβαίνει (άρθ. 173 παρ. 1-3 ΚΠολΔ), εκτός συγκεκριμένων ρητώς προβλεπομένων περιπτώσεων (προκαταβολή τους από τον εναγόμενο στον ενάγοντα επί αξιώσεων διατροφής ή αξιώσεων από συγκεκριμένες αδικοπραξίες με θύματα ενηλίκους ή ανηλίκους: άρθ. 173 παρ. 4, 5 ΚΠολΔ). Προβλέπεται επίσης η επιβολή των δικαστικών εξόδων (με την έκδοση της οριστικής απόφασης) ακόμη και εις βάρος του νικήσαντος ενάγοντος, αν αυτός δεν τήρησε το καθήκον αληθείας ή είναι υπαίτιος άλλων καταχρηστικών δικονομικών συμπεριφορών (άρθ. 185 ΚΠολΔ), η επιβολή με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου χρηματικής ποινής τάξης στον στρεψόδικο διάδικο, που άσκησε προφανώς αβάσιμο ένδικο βοήθημα ή μέσο, ή διεξήγαγε τη δίκη παρελκυστικώς ή δεν τήρησε τους κανόνες των χρηστών ηθών κλπ (άρθ. 205 ΚΠολΔ), καθώς και η δυνατότητα επιβολής δικαστικής δαπάνης για την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης στον αιτούντα αυτήν (άρθ. 241 παρ. 1 ΚΠολΔ).» (βλέπε και 331/2021 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 790337).


Συμπεράσματα Απόφασης


Τα συμπεράσματα που πρέπει να εξαχθούν από την απόφαση είναι τα εξής:


i. Η ερμηνεία του Κανονισμού 44/2001 και δη του άρθρου 34 που περιέχει τη ρήτρα της Δημόσιας τάξης γίνεται κατά τις κατευθύνσεις που δίνει το ΔΕΕ και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά Όργανα


ii. Η έννοια της Δημόσιας Τάξης αποτελεί δικαιολογητική βάση άρνησης αναγνώρισης απόφασης άλλου κράτους μέλους


iii. Η επίκλησή της θα πρέπει να δικαιολογείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και να αφορά την πρόδηλη παράβαση δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το Σ ή από το ευρωπαϊκό δίκαιο (28Σ).


Κατά την άποψή μου η προσέγγιση του ΑΠ στα δύο ανωτέρω ζητήματα είναι ιδιαίτερα προσεκτική και συμβατή τόσο με τις θεμελιώδεις αρχές της ελληνικής έννομης τάξης όσο και της ΕΕ. Εξάλλου το ΕΔΔΑ μέσα από πολλές αποφάσεις του έχει τονίσει ότι η αξία του θεμελιώδους δικαιώματος της δικαστικής προστασίας είναι τέτοια που θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά την διασυνοριακή αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων.


Τέλος, το εν λόγω δικαίωμα θα πρέπει κατ’ εμέ να συμβαδίζει και με λοιπές αρχές που έχει υιοθετήσει η ελληνική έννομη τάξη, όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η μη καταχρηστική συμπεριφορά σε κάθε στάδιο της δικαστική διαμάχης. Έτσι, καθένας δικαιούται ισότιμα και υπό τους ίδιους όρους να αξιώνει δικαστική προστασία άρα και εκτέλεση αλλοδαπής απόφασης αλλά χωρίς να παραβιάζει βασικές μας αρχές, σεβόμενο δε και την αξιοπρέπεια του άλλου μέρους είτε αφορά φυσικό είτε νομικό πρόσωπο.


Πηγές:


Η δημόσια τάξη ως λόγος μη εκτελεστότητας απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου -Μελέτη του Ιωάννη Δεληκωστόπουλου Λέκτορα Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Δικηγόρου στον Αρειο Πάγο, δημοσιευμένη στον Αναμνηστικό τόμο Στ.Κουσούλη 2012, 103-115.


Αλεξάνδρα Οικονόμου,

Απόφοιτη της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έτος αποφοίτησης Ιούνιος του 2020,

Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων The Law Project

70 views1 comment
bottom of page