top of page
Writer's picturethelawproject

C- 709/20 (CG κατά The Department for Communities in Northern Ireland)

Της Ιωάννας Γκίνη


C- 709/20 (CG κατά The Department for Communities in Northern Ireland)



 

Τι σημαίνει ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων εντός της Ε.Ε. και ποιες οι προϋποθέσεις της;


Μπορεί κάθε μέτρο δυσμενέστερο για τους αλλοδαπούς σε σχέση με τους ημεδαπούς να συνιστά πάντοτε απαγορευμένη διάκριση λόγω ιθαγένειας;


Η υπόθεση C- 709/20 απαντά σε αυτά τα ερωτήματα.


 

Πραγματικά περιστατικά


Η υπόθεση αυτή, με την οποία ασχολήθηκε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσφάτως, αφορά σε μια υπήκοο κράτους μέλους, την CG, η οποία, μάλιστα, είχε διπλή ιθαγένεια, τόσο κροατική όσο και ολλανδική, και την άνιση μεταχείριση αυτής σε σχέση με τους υπηκόους του Ηνωμένου Βασιλείου όσο ζούσε εκεί. Η CG εισήλθε το 2018 εντός του Ηνωμένου Βασιλείου μαζί με τον ολλανδικής καταγωγής σύζυγό της και τα δύο μικρά τέκνα της. Δεν κατόρθωσε να ασκήσει κάποια οικονομική δραστηριότητα όσο κατοικούσε εκεί, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε σε κέντρο υποδοχής κακοποιημένων γυναικών, λόγω της ενδοοικογενειακής βίας που ασκούσε ο σύζυγός της σε αυτήν. Δεδομένων των συνθηκών αυτών, δεν διέθετε η ίδια επαρκείς πόρους για να συντηρήσει τον εαυτό της και τα παιδιά της.

Το 2020 της παρασχέθηκε το δικαίωμα προσωρινής διαμονής βάσει της ιδιότητας του μη μονίμως εγκατεστημένου προσώπου, την οποία είχε αποκτήσει την ίδια περίοδο, δικαίωμα το οποίο δεν βασιζόταν σε εισοδηματικά κριτήρια. Δεδομένης της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου την περίοδο εκείνη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, βάσει της συγκεκριμένης ιδιότητας μπορούσε η CG να διαμείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο για 5 ακόμη έτη μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, δηλαδή μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2020, οπότε και εξακολουθούσε να εφαρμόζεται το ενωσιακό δίκαιο, κατόπιν σχετικής συμφωνίας μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λίγες μέρες αργότερα, υπέβαλε αίτηση για χορήγηση ενός ενιαίου επιδόματος (Universal Credit), μια κοινωνική παροχή που δινόταν στους εκεί διαμένοντες, ωστόσο η αίτηση αυτή απορρίφθηκε λόγω της έλλειψης των απαιτούμενων προϋποθέσεων για τη λήψη της παροχής. Συγκεκριμένα, στην κανονιστική πράξη του 2016 περί ενιαίου εισοδήματος προβλέπεται ότι συνήθη διαμονή -και, άρα, δικαίωμα λήψης της κοινωνικής παροχής- έχουν όσοι διαθέτουν αντίστοιχα δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις Νήσους της Μάγχης, στη Νήσο του Μαν ή στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Ο ίδιος κανονισμός εξαιρεί από τους δικαιούχους όσους διαμένουν σε αυτές τις περιοχές με προσωρινή άδεια εισόδου ή διαμονής ως πολίτες της Ε.Ε. Βασισμένο σε αυτήν την εξαίρεση, το Υπουργείο Κοινοτήτων της Βόρειας Ιρλανδίας δεν έκανε δεκτό το αίτημα της CG, η οποία ανήκε στην προαναφερθείσα κατηγορία προσώπων.


Για τον λόγο αυτό, η CG άσκησε ένδικη προσφυγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κοινωνικών και φορολογικών υποθέσεων για τη Βόρεια Ιρλανδία (Appeal Tribunal), υποστηρίζοντας ότι η άρνηση χορήγησης της κοινωνικής παροχής σε αυτήν αντίκειται στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ, καθώς εισάγει δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας εις βάρος της. Αντιθέτως, το Υπουργείο Κοινοτήτων της Βόρειας Ιρλανδίας υποστήριξε ότι η αιτούσα δεν απέκτησε αυτομάτως πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές λόγω της ιδιότητάς της ως μη μονίμως εγκατεστημένου προσώπου. Ακολούθησε, επομένως, υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων ενώπιον του ΔΕΕ.



Νομικό πλαίσιο


Δεδομένης της διπλής ιθαγένειας της CG από κράτη μέλη της Ε.Ε. τυγχάνει εφαρμογής το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο απασχόλησαν το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, το οποίο επικαλέστηκε και η αιτούσα, τα άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ, καθώς και η Οδηγία 2004/38/ΕΚ. Το άρθρο 18 απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας, επομένως, τα κράτη μέλη οφείλουν να επιδιώκουν την ίση μεταχείριση όλων των πολιτών της Ε.Ε. που διαμένουν στο έδαφός τους, αποφεύγοντας μια ευνοϊκότερη μεταχείριση των δικών τους υπηκόων. Τα άρθρα 20 και 21 αναφέρονται στην ευρωπαϊκή ιθαγένεια, η οποία προστίθεται στην ήδη υπάρχουσα, και το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής όλων των πολιτών της Ε.Ε. σε κράτη μέλη διαφορετικά από το κράτος προελεύσεώς τους. Τέλος, η Οδηγία 2004/38/ΕΚ εξειδικεύει περαιτέρω το προβλεπόμενο στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής όλων των υπηκόων των κρατών μελών, αλλά και των μελών της οικογένειάς τους, καθώς και τους περιορισμούς στους οποίους υπόκειται το δικαίωμα αυτό.



Κρίση του Δικαστηρίου


Το Δικαστήριο αρχικά εξέτασε αν η περίπτωση της C.G. εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Από μια αναλυτική εξέταση των γεγονότων κατέληξε ότι πράγματι, ως πολίτης της Ε.Ε. ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Μάλιστα, εν προκειμένω, κρίσιμο είναι/θεωρείται το γεγονός ότι το Ηνωμένου Βασίλειο είχε ήδη αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τον χρόνο ανάληψης της υπόθεσης από το Δικαστήριο, αποδεσμευόμενο, συνεπώς, από τις υποχρεώσεις που οφείλουν να εκπληρώσουν τα κράτη μέλη αυτής. Ωστόσο, είχε προηγουμένως συναφθεί συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, βάσει της οποίας προβλεπόταν ότι το χρονικό διάστημα μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου 2020 θα αποτελούσε μεταβατική περίοδο κατά την οποία θα εφαρμοζόταν ακόμη το ενωσιακό δίκαιο. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι η CG μπορούσε να επικαλεστεί το ενωσιακό δίκαιο για την προάσπιση των απορρεόντων από αυτό δικαιωμάτων της.


Στη συνέχεια, το ΔΕΕ προχώρησε στην εξέταση της υπόθεσης. Αρχικά, παρέκκλινε από τη θέση της αιτούσας για παράβαση του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, διότι η εφαρμογή του, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προϋποθέτει ότι δεν υπάρχει ειδικότερη διάταξη απαγόρευσης των διακρίσεων στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου. Ωστόσο, το άρθρο 24 της Οδηγίας 2004/38 είναι ειδικότερο, επομένως, εφαρμόστηκε αυτό για την κατάλληλη και αποτελεσματική διερεύνηση της υπόθεσης.


Βάσει του άρθρου 24 της οδηγίας: «Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται ρητώς στη συνθήκη και στο παράγωγο δίκαιο, όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαµένουν στην επικράτεια του κράτους µέλους υποδοχής βάσει της παρούσας οδηγίας, απολαύουν ίσης µεταχείρισης σε σύγκριση µε τους ηµεδαπούς του εν λόγω κράτους µέλους εντός του πεδίου εφαρµογής της συνθήκης. Το ευεργέτηµα του δικαιώµατος αυτού εκτείνεται στα µέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους µέλους, εφόσον έχουν δικαίωµα διαµονής ή µόνιµης διαµονής.». Η εν λόγω υποχρέωση ίσης μεταχείρισης αφορά και στις κοινωνικές παροχές που από τη φύση τους παρέχονται σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους για την κάλυψη βασικών βιοτικών αναγκών τους. Προέκυψε, συνεπώς, το ερώτημα αν η άρνηση χορήγησης του ενιαίου επιδόματος σε οικονομικώς ανενεργούς πολίτες της Ε.Ε. που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, όπως συνέβαινε εν προκειμένω, είναι αντίθετη στο άρθρο 24 της οδηγίας όταν το ίδιο επίδομα παρέχεται ακώλυτα στους άπορους υπηκόους του κράτους αυτού.


Αρχικά, λοιπόν, εξετάστηκαν οι εξαιρέσεις από την υποχρέωση χορήγησης δικαιωμάτων σε κοινωνικές παροχές, όπως ορίζονται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου.[1] Η περίπτωση της CG δεν μπορούσε να υπαχθεί σε καμία από αυτές τις εξαιρέσεις, άρα από το συγκεκριμένο άρθρο δεν προκύπτει κάποια απόκλιση από την υποχρέωση ίσης μεταχείρισης. Εντούτοις, θα πρέπει να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που θέτει η Οδηγία, ώστε να αποκτηθεί δικαίωμα χορήγησης κοινωνικής παροχής, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο και σε προηγούμενες υποθέσεις.[2]Συγκεκριμένα, κρίσιμο είναι το άρθρο 7 της Οδηγίας που ρυθμίζει το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών. Στην παράγραφο 1 (β) προβλέπεται ότι ένας υπήκοος κράτους μέλους δικαιούται να διαμένει εντός της επικράτειας άλλου κράτους μέλους, εφόσον διαθέτει επαρκείς πόρους για τη συντήρηση του εαυτού του και της οικογένειάς του, ώστε να αποτραπεί η υπέρμετρη επιβάρυνση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας του κράτους. Συνεπώς, η ανεπάρκεια των πόρων αποκλείει το δικαίωμα διαμονής, εφόσον, φυσικά, δεν συντρέχει κάποια άλλη προϋπόθεση παρέχουσα το δικαίωμα αυτό. Εφόσον, λοιπόν, η CG δεν θα μπορούσε να διαμείνει εντός του κράτους υποδοχής βάσει της Οδηγίας, πώς θα μπορούσε να αιτηθεί της χορήγησης κοινωνικής παροχής σε αυτήν; Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα κράτη μέλη δύνανται να αρνούνται τη χορήγηση κοινωνικής παροχής σε οικονομικά ανενεργούς πολίτες της Ένωσης, οι οποίοι ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας χωρίς να διαθέτουν επαρκείς πόρους. Αυτό ίσχυε και για την CG, η οποία είχε δικαίωμα προσωρινής διαμονής, ανεξαρτήτως εισοδηματικών κριτηρίων, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εξάλλου, η ευνοϊκότερη, σε σχέση με την Οδηγία, μεταχείριση των προσώπων από εθνικές διατάξεις επιτρέπεται και βάσει του άρθρου 37 αυτής.[3]Σε μια τέτοια περίπτωση, ωστόσο, το δικαίωμα παρέχεται μέσω του εθνικού δικαίου δίχως να βασίζεται στις διατάξεις της Οδηγίας. Όμως, προστατεύεται από το ενωσιακό δίκαιο, και δη από το άρθρο 21 ΣΛΕΕ.[4]


Παρά την κρίση του Δικαστηρίου περί δυνατότητας άρνησης χορήγησης της κοινωνικής παροχής του Ηνωμένου Βασιλείου προς την CG, με την αιτιολογία ότι δεν διέθετε επαρκείς πόρους και άρα δεν προστατευόταν από την Οδηγία 2004/38, αλλά μόνο από το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, εντούτοις κρίθηκε σκόπιμη η προσφυγή στις διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφαρμοστέου μόνο σε καταστάσεις που άπτονται του ενωσιακού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Χάρτη, πρωταρχική σημασία δίνεται στην προστασία και τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν μια αξιοπρεπή διαβίωση στους πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στο έδαφός τους, ασκώντας το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής.[5]Ακόμη πιο σημαντικό, το άρθρο 7 προβλέπει την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Κατά το Δικαστήριο, η ερμηνεία του άρθρου αυτού πρέπει να γίνεται συνδυαστικά με το άρθρο 24 για την προάσπιση του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού. Η ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα στο συμφέρον του παιδιού εκφράστηκε και στην Υπόθεση SM κατά Entry Clearance Officer[6] που αφορούσε στην απόρριψη αίτησης για άδεια εισόδου της Αλγερινής SM στο Ηνωμένο Βασίλειο, ως υιοθετημένο τέκνο πολίτη κράτους μέλους της ΕΟΧ, αφού αποκτήθηκε η κηδεμονία της με το σύστημα kafala από Γάλλους υπηκόους που εργάζονταν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό συνέβη, διότι το τελευταίο δεν αναγνώριζε το συγκεκριμένο σύστημα υιοθέτησης. Για την επίτευξη της πληρέστερης δυνατής προστασίας του παιδιού τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να δημιουργούν συνθήκες κατάλληλες για την ψυχική, πνευματική και συναισθηματική ανάπτυξή του, υποχρέωση που καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική όταν ένα παιδί βρίσκεται σε ιδιαίτερα ευάλωτη κατάσταση.



Επίλογος


Συμπερασματικά, φαίνεται πως το Δικαστήριο, επικαλούμενο τα απορρέοντα από τον Χάρτη δικαιώματα και την ανάγκη πλήρους προστασίας τους, επεσήμανε την υποχρέωση των κρατικών αρχών για εξασφάλιση όσο το δυνατόν περισσότερο αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης για την αιτούσα και τα παιδιά της, παρά τον αποκλεισμό της εφαρμογής, εν προκειμένω, της Οδηγίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων εντός της Ε.Ε. Πράγματι, το δικαίωμα διαμονής είχε αποκτηθεί αποκλειστικά με βάση το εθνικό δίκαιο, χωρίς προσφυγή σε συγκεκριμένες ρυθμίσεις της Οδηγίας που προβλέπει αυστηρότερο καθεστώς. Ωστόσο, θα έπρεπε να είναι δυνατή η εφαρμογή του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, το οποίο γενικώς προστατεύει τους υπηκόους των κρατών μελών από διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, ώστε να καταστεί δυνατή η λήψη της κοινωνικής παροχής και από την CG, η οποία, εξάλλου, βρισκόταν σε ιδιαίτερα δυσμενή κατάσταση.


 

[1]Άρθρο 24 παρ. 2: Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το κράτος µέλος υποδοχής δεν είναι υποχρεωμένο να χορηγεί δικαίωµα σε κοινωνικές παροχές κατά τους πρώτους τρεις µήνες της διαµονής, ή, κατά περίπτωση, κατά το µακρότερο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 4 στοιχείο β), ούτε να δίνει, πριν από την απόκτηση του δικαιώµατος µόνιµης διαµονής, σπουδαστική βοήθεια, συµπεριλαµβανοµένης της επαγγελµατικής κατάρτισης, αποτελούµενη από σπουδαστικές υποτροφίες ή σπουδαστικά δάνεια σε άλλα πρόσωπα εκτός από μισθωτούς, µη μισθωτούς, σε πρόσωπα που διατηρούν αυτή την ιδιότητα και στα µέλη των οικογενειών τους. [2]ΔΕΚ 13/76, Απόφαση της 14.07.1976, Gaetano Donà vs Mario Mantero, EU:C:1976:115, διαθέσιμη στο https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:61976CJ0013&from=EN [3]Άρθρο 37: Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν επηρεάζουν τις καθοριζόµενες από τα κράτη µέλη νοµοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις, οι οποίες είναι, ενδεχοµένως, ευνοϊκότερες για τα πρόσωπα που εµπίπτουν στην παρούσα οδηγία. [4]ΔΕΕ C-709/20, Απόφαση της 15.07.2021, CG κατά Τhe Department of Communities in Northern Ireland, EU:C:2021:602, σκέψη 83, διαθέσιμη στο https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=244198&pageIndex=0&doclang=el&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=1204628 [5]ibid, σκέψη 89. [6]ΔΕΕ C-129/18, Απόφαση της 26.03.2019, SM κατά Entry Clearance Officer, EU:C:2019:248, σκέψη 67, διαθέσιμη στο https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=244198&pageIndex=0&doclang=el&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=1203390


 

Βιβλιογραφία

Βλαχόπουλος Σπ. (2017), Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη.

Παπαδοπούλου Ρ. Ε., Περάκης Μ., Χριστιανός Β. (2021), Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη.


Ηλεκτρονικές πηγές

ΔΕΚ 13/76, Απόφαση της 14.07.1976, Gaetano Donà vs Mario Mantero, EU:C:1976:115, διαθέσιμη στο https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:61976CJ0013&from=EN

ΔΕΕ C-129/18, Απόφαση της 26.03.2019, SM κατά Entry Clearance Officer, EU:C:2019:248, σκέψη 67, διαθέσιμη στο https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=244198&pageIndex=0&doclang=el&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=1203390

ΔΕΕ C-709/20, Απόφαση της 15.07.2021, CG κατά Τhe Department of Communities in Northern Ireland, EU:C:2021:602, σκέψη 83, διαθέσιμη στο https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=244198&pageIndex=0&doclang=el&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=1204628


Ιωάννα Γκίνη,

Τριτοετής φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών,

Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων του The Law Project


49 views0 comments

Comments


bottom of page