Της Βασιλικής Τσόγκα
Το δικαίωμα στην κατοικία μεινοτήτων της Ιρλανδίας, υπό το φως του ΕΔΔΑ
(ΕΔΔΑ Faulkner v. Ireland 30391/18, McDonagh v. Ireland 30416/18)
Οι Irish Travellers ( ή αλλιώς Pavees) ομοιάζει με την κοινότητα των Ρομά, και αποτελεί μία αναγνωρισμένη μειονοτική ομάδα ανθρώπων, συνδεδεμένη με την ιστορία της Ιρλανδίας ήδη από τον 19ο αιώνα. Στην υπό ανάλυση απόφαση του ΕΔΔΑ, μέλη της συγκεκριμένης κοινότητας ήρθαν σε σύγκρουση με τις κοινοτικές αρχές του Λίμερικ της Ιρλανδίας, καθώς τόσο το Δημοτικό Συμβούλιο του Λίμερικ όσο και το Συμβούλιο της Κομητείας αποφάσισαν την άμεση εκδίωξή τους από τον χώρο που είχαν στήσει τα καραβάνια τους λόγω ανάγκης κατασκευής περιφερειακού δρόμου.
Ιστορικό υπόθεσης
Οι προσφεύγουσες Faulkner και McDonagh είναι αδερφές μεταξύ τους και οι υποθέσεις συνεκδικάστηκαν λόγω συνάφειας. Πρόκειται για μέλη της Κοινότητας Ταξιδιωτών, μιας παραδοσιακής, πλανόδιας ομάδας ανθρώπων που συνδέονται μεταξύ τους κυρίως με ιστορικούς δεσμούς. Εξαιτίας αυτού του ιδιαίτερου πλανόδιου χαρακτήρα τους, οι Ταξιδιώτες αντιμετωπίζουν συχνά προβλήματα καθώς δεν μπορούν να εγκαταστήσουν τα καραβάνια στα οποία διαμένουν κάπου μόνιμα.
Εν προκειμένω οι προσφεύγουσες ζούσαν στον δρόμο σε ένα προάστιο (Coonagh) της πόλης Λίμερικ της Ιρλανδίας. Προηγουμένως, από το 2009 έως το 2013 οι υπηρεσίες της πόλης εκτελώντας την υποχρέωση να παράσχουν στα μέλη της κοινότητας διαμονή, είχαν ορίσει συγκεκριμένα σημεία της πόλης στα οποία μπορούσαν να διαμείνουν τα μέλη προσωρινά. Μέχρι την αναχώρησή τους τον Δεκέμβριο του 2017, ζούσαν σε καραβάνια στο Coonagh, όπου τα παιδιά των προσφευγουσών παρακολουθούσαν μαθήματα σε τοπικό σχολείο. Στο μεταξύ οι υπηρεσίες του Δήμου πρότειναν διάφορες λύσεις διαμονής στην οικογένεια Faulkner οι οποίες απερρίφθησαν όλες γιατί δεν πληρούσαν τις ανάγκες της οικογένειας, κατά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας. Στην έτερη προσφεύγουσα, προσφέρθηκε το 2014 έκτακτη διαμονή σε ένα ξενοδοχείο, ωστόσο τον Ιούλιο του 2017, η οικογένεια επέστρεψε στα καραβάνια στο Coonagh επειδή η διαμονή στο ξενοδοχείο επιβάρυνε ψυχολογικά τον σύζυγό της.
Τον Νοέμβριο του 2017, το τοπικό συμβούλιο του Λίμερικ προειδοποίησε τα μέλη της Κοινότητας να αποχωρήσουν οριστικά από το σημείο διότι επρόκειτο να ξεκινήσουν έργα για την κατασκευή περιφερειακού δρόμου που θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του πλυθησμού. Οι προσφεύγουσες αρχικά απευθύνθηκαν στο Περιφερειακό Δικαστήριο, χωρίς μάλιστα νομική εκπροσώπηση και στήριξαν την επιχειρηματολογία τους κυρίως στο ότι δεν υπήρχε άλλο μέρος όπου μπορούσαν να εγκαταστήσουν τα καραβάνια τους αλλά και στο ότι τα παιδιά τους παρακολουθούσαν μαθήματα στο συγκεκριμένο σχολείο. Το δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς δίνοντας ελάχιστη προθεσμία λίγων ημερών να αποχωρήσουν από το σημείο, κάτι το οποίο οι προσφεύγουσες δεν έπραξαν.
Άσκησαν έφεση λίγες ημέρες αργότερα, αυτή τη φορά εκπροσωπούμενες από δικηγόρο ωστόσο το αποτέλεσμα παρέμεινε το ίδιο. Το ανώτερο δικαστήριο θεώρησε την κρίση του πρωτοβάθμιου ορθή και χορήγησε 4 ημέρες προθεσμία στις προσφεύγουσες αλλά και σε όλους όσοι ζούσαν στα καραβάνια του Coonagh να αποχωρήσουν άμεσα.
Για μία ακόμη φορά οι προσφεύγουσες δεν υπάκουσαν στις εντολές του Δικαστηρίου με αποτέλεσμα να ζητηθεί ακόμα και η φυλάκισή τους. Ωστόσο, μετά από διάφορες προσπάθειες του Συμβουλίου της περιοχής, παρασχέθηκε διαμονή σε ιδιωτικά διαμερίσματα.
Οι προσφεύγουσες στράφηκαν ενώπιον του ΕΔΔΑ ισχυριζόμενες παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ περί δικαιώματος σεβασμού ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και κυρίως ότι δεν θεωρείται η παρέμβαση του κράτους εν προκειμένω αναγκαίο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία που να επιβάλλεται από την εθνική ή δημόσια ασφάλεια ή οικονομική ευημερία της χώρας.
Απόφαση ΕΔΔΑ
Το Δικαστήριο ασχολήθηκε μεταξύ άλλων και ως προς το εάν τα καραβάνια εμπίπτουν στο νόημα της λέξης «κατοικία», ώστε να απολαμβάνουν και αντίστοιχης προστασίας. Όπως έχει ήδη κρίνει το ΕΔΔΑ σε προγενέστερη απόφαση (Hirtu and Others vs France) το εάν κάτι μπορεί να θεωρηθεί «κατοικία» είναι ζήτημα που κρίνεται πραγματικά και δεν έχει σχέση με το εάν είναι νόμιμο ή όχι με βάση την εθνική νομοθεσία. Υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες το δικαστήριο δέχθηκε ότι τα καραβάνια των Ταξιδιωτών θεωρούνται «κατοικία». Επιπλέον, δέχθηκε ως θεμιτή την παρέμβαση μέσω της κατασκευής δρόμου στο συγκεκριμένο σημείο, καθώς όπως ισχυρίστηκε και η κυβέρνηση της Ιρλανδίας, εξυπηρετείται αδιαμφισβήτητα ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος και ασφάλειας των κατοίκων της περιοχής. Ειδικότερα, όσον αφορά το εάν η συγκεκριμένη παρέμβαση θεωρείται αναλογική σε σχέση με τον σκοπό που εξυπηρετείται, το Δικαστήριο σημειώνει, ότι θα είναι απαραίτητη η παρέμβαση εάν τίθεται με σκοπό να ικανοποιηθεί κάποια κοινωνική ανάγκη. Σε κάθε περίπτωση, οι κρατικές αρχές διατηρούν ένα πεδίο ελεύθερης εκτίμησης, δεδομένου ότι γνωρίζουν καλύτερα τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής και κοινωνικής ομάδας. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι κρατικές αρχές απολαμβάνουν αυτό το πεδίο ελεύθερης εκτίμησης όσον αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα στέγασης των Ταξιδιωτών. Ο ρόλος του δικαστηρίου περιορίστηκε στην εξέταση του ζητήματος εάν θίγεται το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ εξαιτίας των κρατικών σχεδίων για επέκταση του οδοστρώματος και ως εκ τούτου εκδίωξη των νομαδικών πληθυσμών.
Εν τέλει το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, διότι έλαβε υπόψιν τις προσπάθειες που έλαβαν χώρα από τις αρχές και συνέτειναν στο να βρεθεί μόνιμη κατοικία στις προσφεύγουσες. Συνεπώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν στοιχειοθετήθηκε παραβίαση του άρθρου 8 και οι προσφυγές κρίθηκαν απαράδεκτες και προδήλως αβάσιμες.
Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και οι εκφάνσεις του
Σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ένα από τα θεμελιωδέστερα άρθρα της Σύμβασης, κάθε πρόσωπο δικαιούται τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής. Όπως προβλέπεται στην δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου, που αφορά κυρίως και την συγκεκριμένη υπόθεση, δεν επιτρέπεται επέμβαση δημόσιας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού, εκτός εάν η επέμβαση αυτή προβλέπεται από τον νόμο και αποτελεί μέτρο που σε δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο για την εθνική ασφάλεια, την δημόσια ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας, ηθικής ή προστασίας άλλων δικαιωμάτων.
Πρόκειται για ένα άρθρο που περιλαμβάνει ευρύ φάσμα προστατευόμενων συμφερόντων καθώς φροντίζει τόσο για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, ονόματος, γενετήσιου προσανατολισμού, σωματικής και ψυχολογικής ακεραιότητας, κυρίως όσον αφορά την αλληλεπίδραση του ατόμου με τρίτους, όσο φυσικά και την ίδια την κατοικία. Πιο συγκεκριμένα, το δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας υπό το πρίσμα του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ περιλαμβάνει πρώτα απ’όλα το δικαίωμα πρόσβασης και οίκησης. Απαγορεύεται, έτσι η βίαιη πρόσβαση των αρχών στην κατοικία κάποιου, αλλά σε πιο ήπιες περιπτώσειςς ακόμα και η διασάλευση οικιακής ειρήνης που προκαλείται από περιβαλλοντική ρύπανση ή υπερβολικό θόρυβο. Το κράτος, σε αυτές τις περιπτώσεις ενάγεται εξαιτίας της αδυναμίας του να θεσπίσει επαρκή μέτρα που θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Εξάλλου, σύμφωνα και με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 8 δεν εγγυάται δικαίωμα στην παροχή κατοικίας και αντίστοιχη υποχρέωση του κράτους να παράσχει κατοικία σε όποιον ενδιαφερόμενο το ζητήσει. Μάλιστα, στην υπόθεση Chapman κ. Ηνωμένου Βασιλείου, το ΕΔΔΑ διατύπωσε την θέση ότι το κατά πόσο ένα κράτος είναι σε θέση να συνδράμει τους πολίτες παρέχοντας οικονομική βοήθεια ώστε να εξασφαλιστεί η εύρεση κατοικίας είναι ζήτημα πολιτικό και εκφεύγει του ενδιαφέροντος του δικαστηρίου.
Στην δεύτερη παράγραφο παρατηρείται μια κλασική περίπτωση ρήτρας περιορισμού. Εάν διαπιστωθεί πράγματι επέμβαση εκ μέρους των αρχών, το δικαστήριο οφείλει να εντοπίσει εάν η επέμβαση δικαιολογείται από τους περιοριστικά αναφερόμενους στην διάταξη λόγους. Καταρχάς πρέπει η επέμβαση να προκύπτει από νόμο. Δεν προσδιορίζεται η ακριβής προέλευση του νόμου, αρκεί να ερείδεται στην εθνική νομοθεσία, ενώ μπορεί να πρόκειται για κάποια διοικητική πράξη. Επίσης πρέπει να αποδεικνύεται νομιμότητα του σκοπού της επέμβασης. Είδαμε και στην συγκεκριμένη υπόθεση, ότι το κράτος είναι το μέρος που φέρει το βάρος να επικαλεστεί τον συγκεκριμένο σκοπό που εξυπηρετεί η επέμβαση. Τέλος, το δικαστήριο ελέγχει εάν είναι αναγκαία η επέμβαση σε μια δημοκρατική κοινωνία. Το συγκεκριμένο στάδιο ελέγου θυμίζει και άλλες περιπτώσεις πιθανού περιορισμού δικαιωμάτων, όπου υπό το φως του άρθρου 35 του Συντ ελέγχεται η αναλογικότητα, αναγκαιότητα και stricto sensu αναλογικότητα πρωτού καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι η υπό εξέταση περίπτωση περιορίζει τυχόν δικαιώματα. Σε πλήθος υποθέσεων (λ.χ Fernandez Martinez κ. Ισπανίας) το ΕΔΔΑ εξετάζει συγκεκριμένα, πρώτα εάν η επέμβαση στο δικαίωμα ανταποκρίνεται πράγματι σε απαίτηση της κοινωνίας, δεύτερον εάν συνιστά εύλογο ή αναλογικό μέτρο και τέλος εάν το εναγόμενο κράτος επικαλείται επαρκείς και σοβαρούς λόγους.
Αποτίμηση
Το ενδιαφέρον αυτής της απόφασης του ΕΔΔΑ είναι καταρχάς ότι καθίστανται σαφή τα όρια της εξουσίας του δικαστηρίου, καθώς αναφέρεται επανειλημμένως ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να παρέμβει στις ειδικότερες εξουσίες των κρατών μελών, όπως είναι εν προκειμένω και η απόφαση των αρχών της Ιρλανδίας να κατασκευάσουν τον συγκεκριμένο δρόμο, διότι εναπόκειται σε έλεγχο που μπορεί να λάβει χώρα μόνο από το ίδιο το κράτος. Σε κάθε περίπτωση, ναι μεν εκ πρώτης όψεως η επίκληση του άρθρου 8 από τις προσφεύγουσες είναι εύλογη, ωστόσο πρέπει να αναγνωρισθούν και οι προσπάθειες στις οποίες προέβησαν οι δημοτικές αρχές του συγκεκριμένου προαστίου της Ιρλανδίας. Και στις δύο περιπτώσεις των αδερφών Faulkner και McDonagh έγιναν αξιοσημείωτες προσπάθειες εύρεσης κατοικίας στα μέλη των οικογενειών, αλλά για λόγους που όπως ήταν αναμενόμενο δεν έπεισαν τα ιρλανδικά δικαστήρια, οι ίδιες οικογένειες απέρριψαν τις κατοικίες που τους προτάθηκαν.
Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι πρόκειται για μέλη μιας ιδιόμορφης κοινότητας που ακολουθεί έναν διαφορετικό τρόπο ζωής. Γι’αυτό εξάλλου έσπευσαν και οργανώσεις προστασίας των δικαιωμάτων αυτών των κοινοτήτων να παρέμβουν στην δίκη ενώπιον του ΕΔΔΑ. Ενώ θα περίμενε κανείς το ΕΔΔΑ να προσδώσει έναν εντονότερο τόνο προστασίας των εν λόγω ομάδων, κατέληξε σε μια μάλλον συντηρητικότερη κρίση απορρίποντας την αίτηση των προσφευγουσών. Ειδικά στην Ιρλανδία, χώρα που ιστορικά είναι συνυφασμένη με την Κοινότητα των Ταξιδιωτών, θα έπρεπε το συγκεκριμένο ζήτημα να είχε λυθεί κυρίως μέσω εθνικών ρυθμίσεων, προστατευτικών προς τα μέλη, ώστε να εξομαλύνονται τυχόν διαφορές. Η κρίση των ιρλανδικών δικαστηρίων σε μερικά σημεία φαντάζει κάπως υπερβολική (λόγου χάρη φυλάκιση της προσφεύγουσας λόγω μη συμμόρφωσης), ενώ κατά μια άποψη θα μπορούσε να επιστρατευτεί κάποια μέση λύση χωρίς να χρειαστεί η παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να χορηγηθούν συγκεκριμένες περιοχές/εκτάσεις στην κοινότητα των ταξιδιωτών, ώστε να μπορούν να τις διαχειριστούν κατ’αρέσκειαν και να μην παρμεποδίζεται η τοποθέτηση των καραβανιών τους εκεί από οποιεσδήποτε κρατικές παρεμβάσεις, φυσικά με την επιφύλαξη τυχόν διατάξεων ιρλανδικής νομοθεσίας.
Πάντως, παρατηρείται ότι στο περιβάλλον της Ευρώπης, εξαιτίας της πολυπολιτισμικότητας που την διακατέχει κυρίως τα τελευταία χρόνια μέσω των μεταναστευτικών ρευμάτων αλλά και σε κάποιες περιοχές όπως η Ιρλανδία, ιστορικά μέσω των κοινοτήτων Ρομά, Ταξιδιωτών κοκ, τέτοιες συγκρούσεις μεταξύ εθνικών αρχών και ιδιωτών δεν σπανίζουν. Αυτό που έχει σημασία είναι να τηρούνται ισορροπίες και από τις δύο πλευρές με την εγγύηση της τήρησης της ιστορικής και πολιτισμικής ταυτότητας των επιμέρους ομάδων υπό το πρίσμα όμως της εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Βασιλική Τσόγκα,
Φοιτήτρια Νομικής Σχολής Αθηνών, 4ο έτος
Μέλος της ομάδας σχολιασμού αποφάσεων Δημοσίου Τομέα
Comments