top of page
Writer's picturethelawproject

ΣτΕ 2153/2022: Συνταγματικότητα επιβολής χρήσης μη ιατρικής μάσκας στα σχολεία

Της Παρίσση Αμαλίας


ΣτΕ 2153/2022: Συνταγματικότητα επιβολής χρήσης μη ιατρικής μάσκας στα σχολεία για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο

διασποράς του κορωνοϊού COVID-19



 

Είναι συνταγματικώς ανεκτή η επιβολή υποχρεωτικής χρήσης της μάσκας στα σχολεία προς αποφυγήν της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 ή μήπως ανακύπτει ζήτημα αντίθεσης σε θεμελιώδεις συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις;


Ποιο είναι το κανονιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος στην υγεία; Είναι απόλυτο ή επιδέχεται περιορισμούς; Και αν ναι, μετά από ποιο σημείο οι τελευταίοι καθίστανται προβληματικοί εξ απόψεως της αρχής της αναλογικότητας;


 

Περίληψη απόφασης: Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της κριθείσας υπόθεσης, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας απέρριψε αίτηση ακυρώσεως που είχε ασκηθεί από 28 φυσικά πρόσωπα κατά της Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) Δ1α/ΓΠ.οικ.55339/8-9-2020, μέσω της οποίας επιβλήθηκε ως υποχρεωτική η χρήση της μάσκας στα σχολεία από τους μαθητές με στόχο την αποφυγή περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 και την προστασία της δημόσιας υγείας. Ειδικότερα, το Συμβούλιο αφού έκρινε παραδεκτή την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος, απέρριψε μία σειρά από λόγους ακύρωσης που είχαν επικαλεσθεί οι προσφεύγοντες προς υπεράσπιση των θέσεών τους.


Αναφυόμενα νομικά ζητήματα: Στην κριθείσα υπόθεση ανακύπτουν τα νομικά ζητήματα του κανονιστικού περιεχομένου του δικαιώματος στην υγεία, της παροχής συναίνεσης και ενημέρωσης του ασθενούς πριν τη διενέργεια ιατρικών πράξεων και της αρχής της αναλογικότητας, τα οποία και θα αναλυθούν. Θα γίνει επίσης σύντομη μνεία στο παρεμφερές ζήτημα της συνταγματικότητας του υποχρεωτικού εμβολιασμού και στην περίπτωση κατάργησης της διοικητικής δίκης λόγω εξάλειψης της προσβαλλόμενης πράξης ή της δικαστικής απόφασης.


1) Δικαίωμα στην υγεία


Το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος κατοχυρώνει την υποχρέωση του Κράτους προς μέριμνα για την υγεία των πολιτών και αναδεικνύει την θετική αλλά και την αρνητική όψη του δικαιώματος στην υγεία, ήτοι την υποχρέωση του Κράτους να λαμβάνει μέτρα για την προστασία και προαγωγή της υγείας αφενός και αφετέρου την αποχή του από ενέργειες που θίγουν ή περιορίζουν κατάφωρα την ελευθερία των πολιτών να λαμβάνουν τις αποφάσεις για θέματα αφορώντα την υγεία τους. Η αμυντική διάσταση του δικαιώματος στην υγεία κατοχυρώνεται και στο άρθρο 5 παρ. 5 του Συντάγματος.[1] Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας καθιέρωσε μία ευρεία έννοια του όρου υγεία, ορίζοντας ότι η υγεία συμπεριλαμβάνει την κοινωνική ευεξία και ορίζεται ως η κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής, διανοητικής και κοινωνικής ευεξίας.[2]

Το Συμβούλιο στην εν λόγω απόφαση επανέλαβε την ατομική και κοινωνική διάσταση του δικαιώματος στην υγεία, υπογραμμίζοντας ότι η λήψη όλων των κατάλληλων και αναγκαίων μέτρων για τον περιορισμό της διαδόσεως του κορωνοϊού και κατ’ επέκτασιν της πίεσης του ΕΣΥ αποτελεί πραγμάτωση του κοινωνικού περιεχομένου του δικαιώματος στην υγεία από το Κράτος, θεμελιώνοντας αντίστοιχα δικαίωμα των πολιτών να αξιώσουν από το τελευταίο την εκπλήρωση της σχετικής του υποχρέωσης. Η θέση αυτή έχει επιβεβαιωθεί και με παλαιότερη νομολογία του Συμβουλίου και συγκεκριμένα με την απόφαση ΣτΕ Ολ 400/1986, ωστόσο έχει διατυπωθεί η παρατήρηση ότι δεν προσδιορίζεται επαρκώς το νομικό περιεχόμενο της αξίωσης ούτε ο τρόπος εκπλήρωσης αυτής, με αποτέλεσμα να πρόκειται στην πραγματικότητα για μία υποκειμενική αξίωση.[3] Παρά το γεγονός ότι κατά κανόνα επικρατεί στην επιστήμη η άποψη ότι τα κοινωνικά δικαιώματα δεν θεμελιώνουν αγώγιμη αξίωση, η θέση της Ολομέλειας του Συμβουλίου στην απόφαση 400/1986 επαναλαμβάνεται και στην απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά 1048/1994 με την οποία κρίθηκε ότι δημόσιο νοσοκομείο όφειλε να αποζημιώσει τους γονείς παιδιού που έπασχε από μεσογειακή αναιμία και πέθανε ύστερα από μετάγγιση αίματος μολυσμένου από τον ιό του AIDS, επεκτείνοντας έτσι την κρατική υποχρέωση για μέριμνα της υγείας των πολιτών και στα εποπτευόμενα νοσηλευτικά ιδρύματα ν.π.δ.δ.[4]

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ζήτημα του προσωπικού πεδίου εφαρμογής του δικαιώματος. Καταρχάς, βάσει της γραμματικής διατύπωσης του άρθρο 21 παρ. 3 το εν λόγω κοινωνικό δικαίωμα κατοχυρώνεται μόνο για τους Έλληνες πολίτες. Οι αλλοδαποί τυγχάνουν προστασίας είτε μέσω διεθνών συμβάσεων που δεσμεύουν την Ελλάδα, είτε μέσω των διατάξεων για την ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπεια, την απαγόρευση των διακρίσεων και του κοινωνικού κράτους δικαίου. Πράγματι, όποιος βρίσκεται στην χώρα δεν επιτρέπεται να στερηθεί ένα minimum υγειονομικών υπηρεσιών που θα του εξασφαλίσουν τη δυνατότητα να ζήσει με αξιοπρέπεια όπως αρμόζει σε όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις. Ακόμα δηλαδή και για τους μη νόμιμα διαμένοντες στη χώρα προβλέπεται ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας της υγείας.[5]



2) Παροχή συναίνεσης ασθενούς πριν τη διενέργεια ιατρικών πράξεων και υποχρέωση ενημέρωσης


΄Έναν ακόμα λόγο που επικαλέστηκαν οι αιτούντες προς ακύρωση της ΚΥΑ είναι ότι το μέτρο της υποχρεωτικής χρήσης μάσκας στα σχολεία παραβιάζει την υποχρέωση ενημέρωσης και παροχής συναίνεσης του ασθενούς προς διενέργεια ιατρικών πράξεων, οι οποίες κατοχυρώνονται στα άρθρα 11 και 12 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας και στα άρθρα 5 και 6 της Σύμβασης του Οβιέδο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική. Η υποχρέωση ενημέρωσης απορρέει από την αρχή σεβασμού της ανθρώπινης αξίας και αξιοπρέπειας και από την ελευθερία στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου και διασφαλίζεται με την ελευθερία επιλογών του ασθενούς, ο οποίος πρέπει να είναι ορθά ενημερωμένος προκειμένου να λάβει αποφάσεις σχετικά με την υγεία και τη ζωή του, ήτοι να μην στερείται το δικαίωμα του στον αυτοκαθορισμό. Ο ιατρός έχει υποχρέωση να ενημερώσει τον ασθενή με σαφήνεια και λιτότητα για τη φύση και τις συνέπειες της ιατρικής πράξης την οποία προτείνει και μάλιστα σε γλώσσα που κατανοεί ο ασθενής και να είναι ανάλογη του πνευματικού και νοητικού επιπέδου του ασθενούς.

Στο άρθρο 12 του ΚΙΔ και στα άρθρα 5 και 6 της Σύμβασης του Οβιέδο κατοχυρώνεται η υποχρέωση λήψης της συναινέσεως του ασθενούς από τον ιατρό πριν την τέλεση οποιασδήποτε ιατρικής πράξης στον πρώτο. Η εν λόγω υποχρέωση αποτελεί έκφραση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του ατόμου, το οποίο πρέπει να διαθέτει την ελευθερία να αποφασίζει ελεύθερα και αυτόνομα επί του ζητήματος ανοχής ή μη ιατρικών επεμβάσεων στο σώμα του. Προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για το έγκυρο της συναίνεσης είναι η ικανότητα του ασθενούς για παροχή συναίνεσης και η προηγούμενη ενημέρωσή του σχετικά με την επικείμενη ιατρική πράξη. Απαιτείται ο ασθενής να διαθέτει το ελάχιστο επίπεδο πνευματικής και ψυχολογικής ωριμότητας για την κατανόηση όλων των δεδομένων της κατάστασης της υγείας του και της ιατρικής πράξης καθώς και τις συνέπειες της επιλογής του. Σε περίπτωση απουσίας ικανότητας προς συναίνεση, αυτή παρέχεται είτε από τους ασκούντες την επιμέλεια του ασθενούς ή από τον δικαστικό συμπαραστάτη του. Η συναίνεση πρέπει επίσης να χαρακτηρίζεται από απουσία τυχόν πλάνης, απάτης ή απειλής του προσώπου και να μην προσκρούει στα χρηστά ήθη και να αναφέρεται στο συγκεκριμένο περιεχόμενο της ιατρικής πράξης και στον χρόνο τέλεσής της.[6]

Το Συμβούλιο της Επικρατείας, αφού υπογράμμισε τον ρόλο της αρχής του αυτοπροσδιορισμού του ατόμου και την παροχή προηγούμενης συναίνεσης και ενημέρωσης πριν την τέλεση ιατρικής πράξης, ανέφερε ότι το συγκεκριμένο δικαίωμα δεν είναι απόλυτο αλλά υποκείμενο σε σταθμίσεις αν συντρέχει ορισμένος λόγος δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η προστασία της δημόσιας υγείας, υπό την προϋπόθεση ότι τούτο προβλέπεται νομοθετικά και ότι τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.



3) Η αρχή της αναλογικότητας


Ακόμα και στην περίπτωση που ένας περιορισμός κριθεί επιτρεπτός εκ του Συντάγματος, αυτό δεν συνεπάγεται αυτομάτως την άκριτη αποδοχή του, καθώς τίθενται όρια και προϋποθέσεις στην επιβολή των περιορισμών αυτών. Πρόκειται για τους λεγόμενους «περιορισμούς των περιορισμών» ή αλλιώς αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. Δ’ του Συντάγματος[7] με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και επιβάλλει την ύπαρξη εύλογης αναλογίας μεταξύ επιδιωκόμενου σκοπού και του επιβληθέντος περιορισμού, ως μέσου για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Εμφανίστηκε ρητώς για πρώτη φορά στην νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας το 1984 και κατοχυρώνεται και στην ΕΣΔΑ. Ο περιορισμός του θεμελιώδους δικαιώματος πρέπει να προκύπτει είτε από το ίδιο το Σύνταγμα είτε από νομοθετική διάταξη και να πληροί τις τρεις ειδικότερες εκφάνσεις της αναλογικότητας, ήτοι προσφορότητα ή καταλληλότητα, αναγκαιότητα και stricto sensu αναλογικότητα.[8]

Πρόσφορο είναι το μέτρο όταν είναι γενικά κατάλληλο κατά το είδος και την έκτασή του να επιτύχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ενώ αναγκαίο είναι όταν αποκλείεται η επιλογή ενός εξίσου αποτελεσματικού αλλά λιγότερο επαχθούς μέτρου. Ο επιδιωκόμενος στόχος δηλαδή, πρέπει να μην μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέτρα, άλλως δεν είναι αναγκαίος και έχουμε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Η Διοίκηση φέρει υποχρέωση να επιλέγει τον καταρχήν ηπιότερο περιορισμό εξ αυτών που προβλέπονται νομοθετικά. Η αναλογικότητα εν στενή εννοία πρόκειται στην πραγματικότητα για στάθμιση συμφερόντων. Εκκινεί από τη βάση της νόμιμης άσκησης των δύο αντιτιθέμενων δικαιωμάτων και με περιπτωσιολογική αντιμετώπιση προβαίνει σε στάθμιση των συμφερόντων σε κάθε περίπτωση. Με άλλη διατύπωση, δεν πρέπει να υπάρχει δυσαναλογία μεταξύ των δυσμενών συνεπειών από τη λήψη του περιοριστικού μέτρου και των προσδοκόμενων ωφελειών. Πάντως η συγκεκριμένη πτυχή της αρχής της αναλογικότητας έχει υποστεί σθεναρή κριτική ως ασαφής και προκαλούσα αβεβαιότητα του δικαίου καθώς υποστηρίζεται ότι παρέχει μεγάλη εξουσία στο δικαστή και ότι θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης με την παρουσίαση οποιουδήποτε συμφέροντος ως υψηλής αξίας.[9]

Το Συμβούλιο ανέφερε ότι τα μέτρα που υποχρεούται να εφαρμόσει το Κράτος για τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορωνοϊού και την προστασία της δημόσιας υγείας δύνανται να παραβιάζουν σοβαρά τα θεμελιώδη δικαιώματα, για την συνταγματικότητα των οποίων ωστόσο πρέπει να προβλέπονται από ειδική νομοθεσία, να επιβάλλονται για σύντομο χρονικό διάστημα και μέχρι την εξεύρεση λύσης για την ανάσχεση της πανδημίας, να επιβάλλονται χωρίς αδικαιολόγητες διακρίσεις και να παρέχεται δυνατότητα εξατομικευμένης εξαιρέσεως. Η καταλληλότητα και η αναγκαιότητά τους τελεί σε συνάρτηση με πολλούς παράγοντες, ιδίως με τον τρόπο μετάδοσης και κρίνεται επί τη βάσει αντικειμενικών δεδομένων(έγκυρα, επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά δεδομένα). Υπογράμμισε επίσης ότι η λήψη των περιοριστικών μέτρων δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη για την επίτευξη του δημοσίου σκοπού, ήτοι για την προστασία της δημόσιας υγείας, πολλώ δε μάλλον ενόψει και της οφειλόμενης εκ του Συντάγματος κρατικής μέριμνας για τη διαφύλαξη της λειτουργίας του συστήματος υγείας, καθώς και ότι ο δικαστής πραγματοποιεί μόνο έλεγχο άκρων ορίων της αρχής της αναλογικότητας λόγω του ευρέως περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτει ο νομοθέτης κατά την θέσπιση των μέτρων. Απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό περί πρόδηλης δυσαναλογίας του μέτρου εξαιτίας της μη πρόβλεψης δυνατότητας τηλεκπαίδευσης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τη χρήση της μάσκας, καθώς ο νομοθέτης προτάσσει την διά ζώσης εκπαιδευτική διαδικασία κοινή για όλους τους μαθητές και επιλέγει την τηλεκπαίδευση μόνο όταν τούτο δικαιολογείται από τα εκάστοτε επιδημιολογικά δεδομένα.



4) Συνταγματικότητα υποχρεωτικού εμβολιασμού


Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει μνεία του παρεμφερούς ζητήματος της συνταγματικότητας του υποχρεωτικού εμβολιασμού και αν μπορεί να θεμελιωθεί σχετικό συνταγματικό καθήκον. Κατά την εξέταση αυτή θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας την έντονη φυσική παρέμβαση που συνεπάγεται ο εμβολιασμός και την εγγενή ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπεια. Υπό αυτή την εκδοχή, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή η διενέργεια εμβολιασμού με τη μορφή φυσικού καταναγκασμού αλλά είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί με τη μορφή θετικών κινήτρων, όπως για παράδειγμα με την χορήγηση παροχών μόνο σε εμβολιασμένους, με την άρση των περιορισμών προς όφελός τους και με την πρόσβασή τους σε ορισμένους χώρους. Εν προκειμένω βέβαια θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός έρχεται σε αντίθεση με το ατομικό δικαίωμα στην υγεία (άρθρο 5 παρ. 5 του Συντάγματος), καθώς ενδέχεται ο εμβολιασθείς να παρουσιάσει παρενέργειες, ωστόσο η θέση αυτή μπορεί να καταρριφθεί αν λάβει κανείς υπόψιν το γενικότερο όφελος του εμβολιασμού στην κοινωνία.[10]



5) Κατάργηση της διοικητικής δίκης λόγω εξάλειψης της προσβαλλόμενης απόφασης ή δικαστικής απόφασης


Το άρθρο 32 του Προεδρικού Διατάγματος 18/1989 προβλέπει την κατάργηση της διοικητικής δίκης αν μετά την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου η προσβαλλόμενη πράξη ή δικαστική απόφαση ανακλήθηκε, ακυρώθηκε ή εξαφανίστηκε. Στην περίπτωση της ex tunc ανάκλησης της διοικητικής πράξης, δηλαδή κατά βάση μόνο των παρανόμων πράξεων, τα δυσμενή αποτελέσματά τους εκλείπουν άρα δεν τίθεται ζήτημα και δυνατότητα συνέχισης της δίκης. Αυτή υπάρχει στην περίπτωση της exnunc ανάκλησης των νόμιμων διοικητικών πράξεων και μόνο αν ο αιτών επικαλεσθεί ιδιαίτερο έννομο συμφέρον προς συνέχιση της δίκης. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται κατά βάση στις πράξεις που κυρώθηκαν με νόμο ή στις πράξεις περιορισμένης χρονικής ισχύος. Ως προς την έννοια του ιδιαίτερου εννόμου συμφέροντος, αυτή μπορεί να προσδιοριστεί κατά βάση αρνητικά, καθώς έχει κριθεί νομολογιακά ότι δεν εμπίπτουν στην εν λόγω έννοια οι συγκεκριμένες περιπτώσεις: το αμιγώς χρηματικό έννομο συμφέρον, η ακύρωση της πράξης προς εξασφάλιση δεδικασμένου σε μεταγενέστερη αγωγή αποζημίωσης, το ενδεχόμενο να επιβληθεί και στο μέλλον το μέτρο περιορισμένης χρονικής ισχύος και έννομες συνέπειες αστικής ή ποινικής φύσεως. [11]

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου έκρινε στην επίμαχη υπόθεση ότι δεν συντρέχει περίπτωση κατάργησης της δίκης λόγω της έκδοσης νεότερων ΚΥΑ μετά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης και μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, καθώς η υποχρέωση των μαθητών να φορούν μάσκα στα σχολεία επαναλαμβάνεται στις νεότερες ΚΥΑ που ακολούθησαν μετά την έκδοση της ρητώς προσβαλλόμενης και συνεπώς για λόγους διασφάλισης της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας οι νεότερες ΚΥΑ θεωρήθηκαν ως συμπροσβαλλόμενες.



Προσωπική θέση γράφουσας:


Τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου είναι κεφαλαιώδους σημασίας και η προστασία και προαγωγή τους συνιστά πρωταρχική υποχρέωση για ένα σύγχρονο κράτος δικαίου που χαρακτηρίζεται από νομιμότητα και διαφάνεια της δράσης του. Η υποχρέωση αυτή αποκτά άλλη διάσταση ειδικώς όσον αφορά τα κοινωνικά δικαιώματα, όπως είναι το δικαίωμα στην υγεία, όπου κατεξοχήν το Κράτος έχει καθήκον να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας με την αναχαίτηση οποιουδήποτε εξωτερικού παράγοντα που αποτελεί απειλή για την τελευταία όπως είναι η πανδημία του κορωνοϊού COVID-19. Συνεπώς το μέτρο της υποχρεωτικής χρήσης μάσκας στα σχολεία φαίνεται όχι μόνο να μην παραβιάζει το δικαίωμα στην υγεία, αλλά να συνιστά παράλληλα ένα μέσο διαφύλαξης και προαγωγής του. Από την άλλη, σε περιόδους κρίσης είναι συνταγματικώς ανεκτός και σε ορισμένες περιπτώσεις επιβεβλημένος ο περιορισμός θεμελιωδών ελευθεριών του ατόμου προς χάριν ενός γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, αρκεί να παραμένει άθικτος ο πυρήνας τους και να τηρείται οπωσδήποτε η αρχή της αναλογικότητας, αποτελούσα θεσμικό αντίβαρο απέναντι σε τέτοιου είδους κρατικές ενέργειες. Εξάλλου, το δημόσιο συμφέρον δεν συνιστά κάτι aliud σε σχέση με την νομιμότητα, αλλά την προϋποθέτει εννοιολογικά.



 

[1] Ιγγλεζάκης Ι., Κοινωνικό Κράτος Δικαίου,2005, Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ.131-134 [2] Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Π., Το δημόσιο δίκαιο της υγείας, 2η έκδοση, 2017,Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 44-65 [3] Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Π., όπ.π [4] Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα,3η έκδοση 2005, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 549-554 [5] Παπαρρηγοπούλου, όπ.π [6] Λασκαρίδης Ε., Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, 2013, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 122-147 [7] Βλαχόπουλος Σ., Θεμελιώδη Δικαιώματα, 2017, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 25-26 [8] Δημητρόπουλος Α., Συνταγματικά Δικαιώματα- Τόμος Γ’- Β’έκδοση- 2008- Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 226-230 [9] Δημητρόπουλος Α., όπ.π [10] Παναγοπούλου-Κουγνατζή Φ., Περί της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού σε περίοδο πανδημίας, Μονογραφία, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, σελ. 47-48 [11] Λαζαράτος Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 3η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 145-149


 

Βιβλιογραφία

1. Βλαχόπουλος Σ., Θεμελιώδη Δικαιώματα, 2017, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη

2. Δημητρόπουλος Α., Συνταγματικά Δικαιώματα- Τόμος Γ’- Β’έκδοση- 2008- Εκδόσεις Σάκκουλα

3. Λαζαράτος Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 3η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη

4. Λασκαρίδης Ε., Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, 2013, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη

5. Ιγγλεζάκης Ι., Κοινωνικό Κράτος Δικαίου,2005, Εκδόσεις Σάκκουλα

6. Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Π., Το δημόσιο δίκαιο της υγείας, 2η έκδοση, 2017,Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη

7. Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα,3η έκδοση 2005, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη


Παρίσση Αμαλία, επί πτυχίω φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών,

Mέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του τομέα Δημοσίου Δικαίου Law Project

24 views0 comments

Comments


bottom of page