Της Βασιλικής Τσόγκα
Το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη
(ΕΔΔΑ 11200/19)
Στην ΕΔΔΑ 11200/19 Melgarejo Martinez de Abellanosa κ. Ισπανίας, τίθεται ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το ζήτημα του εάν στοιχειοθετείται παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που θεμελιώνει το δικαίωμα στην δίκαιη δίκη.
Περίληψη της υπόθεσης και πραγματικά περιστατικά
Η ισπανική εφορία, έπειτα από έλεγχο βεβαίωσε φόρους από το 1991-1993 ύψους 180.249 ευρώ. Ο προσφεύγων κατέφυγε στην ισπανική δικαιοσύνη και ειδικότερα στο Οικονομικό Διοικητικό Δικαστήριο της Ανδαλουσίας και το 1999 εκδόθηκε απόφαση υπέρ του σύμφωνα με την οποία τα ανωτέρω ποσά κηρύχθηκαν άκυρα. Ωστόσο, οι φορολογικές αρχές άσκησαν έφεση στο Κεντρικό Οικονομικό Διοικητικό Δικαστήριο το 2001 το οποίο ακύρωσε την από 1999 απόφαση εν μέρει, καθώς ανακάλεσε την ακύρωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ετών 1991 και 1992. Με νεότερες αποφάσεις τα ένδικα μέσα που άσκησε ο προσφεύγων απορρίφθηκαν στο σύνολό τους. Έτσι, το 2005 οι φορολογικές αρχές προχώρησαν σε αναγκαστική εκτέλεση με κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ύψους 296.031 ευρώ στα οποία περιλαμβάνονταν προσαυξήσεις και τόκοι υπερημερίας. Ο προσφεύγων υπέβαλε δύο ξεχωριστές αιτήσεις για παραγεγραμμένη καταβολή χρεών. Η μία αφορούσε στο κύριο χρέος και η άλλη στους τόκους υπερημερίας και στις προσαυξήσεις. Ως εκ τούτου η αίτηση ως προς την κύρια οφειλή έγινε δεκτή και ακυρώθηκε το χρέος, ενώ η έτερη αίτηση απορρίφθηκε.
Έπειτα, κατατέθηκε έφεση του προσφεύγοντα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Audencia Nacional),υποστηρίζοντας ότι εφόσον το κύριο χρέος κηρύχθηκε άκυρο, θα έπρεπε να ακυρωθούν και οι προσαυξήσεις ως παρεπόμενες της κύριας οφειλής. Η έφεση αυτή απορρίφθηκε, χωρίς μάλιστα αιτιολογία ως προς τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος περί ακύρωσης των παρεπόμενων προσαυξήσεων. Μάλιστα, σε αντίστοιχου περιεχομένου υπόθεση με προσφεύγοντες τα αδέρφια του προσφεύγοντος, το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε την έφεσή τους και τους δικαίωσε με την αιτιολογία ότι εφόσον το κύριο χρέος του ακυρώθηκε, την ίδια τύχη θα έπρεπε να έχουν και οι παρεπόμενοι τόκοι. Σε αυτή τη βάση στηριζόμενος ο προσφεύγων αιτήθηκε ακύρωση της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου με την αιτιολογία ότι παραβιάσθηκε το δικαίωμα ίσης προστασίας του καθώς σε παρόμοια υπόθεση τα αδέρφια του δικαιώθηκαν και κυρίως παραβιάσθηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη, διότι το Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί του ισχυρισμού του για την ακύρωση των τόκων ως παρεπόμενων της κύριας οφειλής. Και αυτή τη φορά η αίτησή του κρίθηκε απαράδεκτη, αλλά και η ακύρωση που επεδίωξε να πετύχει ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Επί τη βάσει της παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (παραβίαση δικαιώματος δίκαιης δίκης) ο προσφεύγων προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Απόφαση του Δικαστηρίου
Σχετικά με τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος περί αναιτιολόγητης διάστασης των δικαστικών αποφάσεων στις υποθέσεις του ιδίου και των αδερφών του, το ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι οι αντικρουόμενες δικαστικές αποφάσεις ακόμα και αν αφορούν σε παρόμοια υπόθεση όπως εν προκειμένω δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν παραβίαση της ΕΣΔΑ. Εξάλλου, το δικαστήριο επισήμανε και το γεγονός ότι διάσταση στις δικαστικές αποφάσεις μεταξύ δικαστηρίων αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του δικαστικού συστήματος.
Όσον αφορά στον κύριο ισχυρισμό του προσφεύγοντος σχετικά με έλλειψη αιτιολογίας από το Ανώτατο Δικαστήριο σχετικά με την ακύρωση των παρεπόμενων της κύριας οφειλής προσαυξήσεων, το ΕΔΔΑ καταρχάς αναφέρει ότι ναι μεν δεν είναι υποχρεωμένα τα δικαστήρια να απαντούν εκτεταμένα και λεπτομερώς σε κάθε ζήτημα που εισφέρει ο προσφέυγων, έχουν αδιαμφισβήτητα την υποχρέωση να απαντούν στα επιχειρήματα που είναι καθοριστικά για την έκβαση της διαδικασίας. Εν προκειμένω, το ανωτέρω επιχείρημα του προσφεύγοντος θεωρείται καθοριστικό καθώς στηρίζεται και στον Γενικό Φορολογικό Νόμο, ο οποίος αναφέρει ξεκάθαρα ότι οι τόκοι και οι εν γένει προσαυξήσεις έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια οφειλή. Μάλιστα, ακριβώς επειδή η μετέπειτα απόφαση υπέρ των αδερφών του προσφεύγοντος είχε στηριχθεί ακριβώς σε αυτό το επιχείρημα και κατέληξε στη δικαίωσή τους κρίνεται πράγματι καθοριστικό για την έκβαση της δίκης. Δεν προκύπτει από πουθενά στην κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου εάν έλαβε υπόψιν τον ισχυρισμό και τον απέρριψε ή γιατί τον απέρριψε. Γι’αυτό, το ΕΔΔΑ δέχθηκε εν προκειμένω παραβίαση δίκαιης δίκης, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ,δικαιώνοντας τον προσφεύγοντα.
Β. ΜΕΡΟΣ
Το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη
Σύμφωνα με το θεμελιώδες άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργεί νομίμως, το οποίο θα αποφασίσει είτε επί αμφισβητήσεων σε δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσης είτε επί του βασίμου κάθε κατηγορίας σε ποινική δίκη.
Πρόκειται για δικαίωμα που ενσαρκώνει την αρχή του κράτους δικαίου και συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης. Μάλιστα, η έννοια της δίκαιης δίκης αφορά πρωτίστως το θεσμικό και δικονομικό πλαίσιο λειτουργίας της δικαιοσύνης, ενώ δεν παρεισφρύει στην ουσία της κάθε υπόθεσης. Εξάλλου, το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έχει ως πρωταρχικό ρόλο την διαφύλαξη των εγγυήσεων που προβλέπονται στη Σύμβαση, έχει τονίσει επανειλημμένως, ότι δεν παρεμβαίνει ως προς τον τρόπο εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών από τα εθνικά δικαστήρια ή την ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου καθώς δεν αποτελεί “τέταρτο βαθμό” δικαιοδοσίας [1].
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα εθνικά δικαστήρια απολαμβάνουν το προνόμιο της ελεύθερης εκτίμησης των υποθέσεων που έχουν ενώπιόν τους, αλλά και της οργάνωσης λειτουργίας τους. Ωστόσο, η ελευθερία αυτή οριοθετείται από τις επιταγές του άρθρου 6 ΕΣΔΑ. Όλη η δράση των εθνικών δικαστηρίων πρέπει να πραγματοποιείται αφού ληφθούν υπόψιν οι εγγυήσεις που προβλέπονται στην Σύμβαση και καθιστούν την διαδικασία της δίκης “δίκαια” και με την προϋπόθεση ότι τα διάδικα μέρη προστατεύονται.
Περιεχόμενο και εκφάνσεις του δικαιώματος της δίκαιης δίκης
Πυρήνας του δικαιώματος στην δίκαιη δίκη είναι καταρχήν το δικαίωμα οποιουδήποτε πολίτη οποιασδήποτε χώρας να υποβάλει μια αξίωση σε δικαστήριο το οποίο αφενός να έχει δικαιοδοσία και αφετέρου αρμοδιότητα να εξετάσει την ουσιαστική και νομική βασιμότητα της υπόθεσης καταλήγοντας σε δεσμευτική απόφαση. Περαιτέρω προϋποθέσεις, όπως το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος, προβλέπονται ειδικότερα στις εθνικές νομοθεσίες. Ειδικότερη έκφανση του ανωτέρω δικαιώματος είναι και η δυνατότητα του πολίτη να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του με συνήγορο της επιλογής του. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί, ότι το 1991 η Ελλάδα καταδικάστηκε από το ΕΔΔΑ στην απόφαση Philis κ. Ελλάδος, καθώς το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος είχε υποκαταστήσει τον προσφεύγοντα ενώπιον των δικαστηρίων για την επιδίωξη καταβολής των αμοιβών του από τρίτους. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγοντας δεν μπορούσε να προσφύγει στο δικαστήριο μέσω δικηγόρων της επιλογής του ώστε να υπερασπιστεί αποτελεσματικά την υπόθεσή του, αλλά μόνο με την βοήθεια των έμμισθων δικηγόρων του Τ.Ε.Ε.
Γενικότερα, η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο είναι άμεσα συναφής και με την παροχή νομικής βοήθειας σε άτομα που δεν μπορούν να επωμιστούν τα έξοδα συνηγόρου μόνα τους (ευεργέτημα πενίας). Αυτή η δυνατότητα προβλέπεται και από το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (όσον αφορά στις μη ποινικές δίκες), αλλά και στο άρθρο 48 του Χάρτη και συνιστά απαραίτητη συμπλήρωση της έννοιας της δίκαιης δίκης, καθώς χωρίς αυτήν, δεν θα πληγόταν ο ίδιος ο πυρήνας του δικαιώματος αφού οι πολίτες δεν θα είχαν εξίσου το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο.
Μία ακόμα έκφανση του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη συνίσταται στην έγκαιρη εκτέλεση των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων. Πράγματι, όταν ο προσφεύγων έχει καταφύγει στην δικαιοσύνη και έχει δικαιωθεί είναι αδιανότητο (κι όμως τόσο σύνηθες ειδικά στην Ελλάδα) η εκτέλεση της απόφασης είτε να καθυστερήσει υπερβολικά πολύ είτε να μην λάβει καν χώρα. Η Ελλάδα έχει βρεθεί αντιμέτωπη με τέτοιες παραβάσεις ουκ ολίγες φορές. Χαρακτηριστικό νομολογιακό παράδειγμα είναι η υπόθεση Hornsby κ. Ελλάδος, στην οποία το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, επισημάνθηκε ότι το θεμελιώδες δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο θα ήταν “λειψό” χωρίς την αναγκαιότητα (ταχείας) εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων. Μέχρι την έκδοση της απόφασης ο Άρειος Πάγος θεωρούσε ότι η απαγόρευση εκτέλεσης κατά του Δημοσίου χρηματικών οφειλών ή δικαστικών δαπανών ήταν συνταγματική[2]. Ωστόσο, έχοντας ως ορόσημο την συγκεκριμένη απόφαση του ΕΔΔΑ, κρίθηκε ότι η μη εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων στερεί τη χρησιμότητα του άρθρου 6 παρ. 1 και γι’αυτό συνιστά παραβίαση.
Δικονομικές αρχές που εμπίπτουν στην έννοια του δίκαιου χαρακτήρα της δίκης
Πέρα από τις ανωτέρω εγγυήσεις που επεξηγούν το δικαίωμα στην δίκαιη δίκη, άμεσα συνυφασμένες με αυτό είναι και κάποιες δικονομικές αρχές οι οποίες έχουν τονισθεί από το ΕΔΔΑ.
Ενδεικτικα, πρόκειται για την αρχή της ισοπλίας που εγγυάται την διατήρηση ισορροπίας ανάμεσα στα μέρη δίνοντας στους διαδίκους την δυνατότητα να παρουσιάσουν την επιχειρηματολογία τους και τα αποδεικτικά μέσα χωρίς να έρχεται κάποιο μέρος σε μειονεκτική θέση. Επίσης, ακρογωνιαίο λίθο αποτελεί και η αρχή της νομιμότητας των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται το δικαστήριο να λάβει υπόψιν του, πόσω μάλλον να στηρίξει την ετυμηγορία του σε αποδεικτικά μέσα παρανόμως κτηθέντα, ειδικά εάν έχουν ληφθεί κατά παράβαση του άρθρου 3 της Σύμβασης περί απαγόρευσης βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης.
Ωστόσο, μία από τις αρχές που νομολογιακά έχει επισημάνει το ΕΔΔΑ, ανήκουσα στο πεδίο προστασίας του άρθρου 6 παρ. 1 είναι η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων. Εδώ εμπίπτει και η περίπτωση της υπό συζήτηση υπόθεσης Melgarejo Martinez de Abellanosa κ. Ισπανίας. Καταρχάς πρέπει να οριοθετηθεί η έννοια της αιτιολόγησης. Πράγματι, τα εθνικά δικαστήρια οποιασδήποτε δικαιοδοσίας δεν απαιτείται να αναλύουν λεπτομερώς κάθε επιχείρημα των διαδίκων. Η αδιαμφισβήτητη υποχρέωση που τα βαρύνει όμως συνίσταται στην αναλυτική αιτιολόγηση των επιχειρημάτων που είναι καθοριστικά για την έκβαση της δίκης, είτε πρόκειται για πραγματολογικά και νομικά ζητήματα είτε για ουσιαστικά-δικονομικά. Μάλιστα, το ίδιο το ΕΔΔΑ υποστηρίζει αυτή τη θέση, όπως διαφαίνεται από την πάγια νομολογιακή πρακτική [3]. Φυσικά αξίζει να αναφερθεί ότι όταν ένα ανώτερο δικαστήριο επικυρώνει την απόφαση του κατώτερου, δεν συνιστά παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 η επανάληψη των σκέψεων του τελευταίου. Αντίστοιχα, ανεπαρκής αιτιολόγηση πρωτόδικης απόφασης μπορεί να θεραπευθεί στο εφετείο. Επίσης εξαιρετικά σημαντική είναι η σχετικά νέα νομολογιακή εξέλιξη από την πλευρά του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με την οποία η αναιτιολόγητη άρνηση ανώτατου δικαστηρίου να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεμελιώνει εύλογα παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.
Προσωπική θέση γράφουσας
Πράγματι, η ανεπαρκής αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων, πόσω μάλλον η απουσία επιχειρημάτων αναφορικά με ισχυρισμούς των διαδίκων δεν συνάδει με την έννοια της δίκαιης δίκης και σαφώς παρακωλύει την απονομή της δικαιοσύνης. Χωρίς την απαραίτητη αιτιολόγηση πώς θα εμπιστευτεί ο προσφέυγων ότι η κρίση του δικαστηρίου είναι ορθή; Δεν πρόκειται για εμμονή σε διαδικαστικούς δικονομικούς κανόνες αλλά για επιταγή τήρησης μιας εκ των θεμελιωδέστερων αρχών του δικαίου που υπαγορεύει τον σεβασμό στους διαδίκους εκ μέρους της δικαστικής αρχής, αλλά και στην ίδια την δίκη, ως διαδικασία ανεύρεσης της αλήθειας. Ορθά λοιπόν, το ΕΔΔΑ έκρινε σε αυτή την περίπτωση ότι το Ανώτατο Ισπανικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, παραλείποντας να αιτιολογήσει βασικό ισχυρισμό του. Εξάλλου, όπως έχει τονισθεί και νομολογιακά, σκοπός της Σύμβασης δεν είναι να εξασφαλίσει δικαιώματα με θεωρητική φύση, αλλά δικαιώματα πρακτικά και αποτελεσματικά. Ως εκ τούτου, τα δικαστήρια πρέπει να αποδεικνύουν μέσα από τις αποφάσεις τους ότι όντως έλαβαν υπόψιν τους ισχυρισμούς των διαδίκων και αυτό θα γίνει μέσω της επαρκούς αιτιολόγησής τους.
[1]. βλ. Σισιλιάνου Λ.Α. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 231. [2] Βλ. Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου Σ., “Η απαγόρευση αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Δημοσίου έχει καταργηθεί”, διαθέσιμο στο www.kostasbeys.gr. [3] ΕΔΔΑ, Ruiz Torija κ. Ισπανίας 9.12.1994 παρ. 29-30, Georgiadis κ. Ελλάδας 29.5.1997 παρ. 43.
Βασιλική Τσόγκα, Νομική Σχολή Αθηνών, 4ο έτος,
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του Law Project
Hozzászólások