Του Σωκράτη Παγκράτη
ΣτΕ Ολ 190-1/2022 - Αντισυνταγματική η μεταβίβαση της πλειοψηφίας του Μετοχικού Κεφαλαίου των ΕΥΔΑΠ ΑΕ και ΕΥΑΘ ΑΕ στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας με τον νόμο 4389/2016
Περίληψη αποφάσεων
Μεταξύ των υποχρεώσεων που ανέλαβε η Ελλάδα για την δανειοδότησή της από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας με τον ν.4336/2015, ήταν και η μεταβίβαση των υπολειπόμενων ποσοστών μετοχικού κεφαλαίου που κατείχε το Δημόσιο επί των ΕΥΔΑΠ ΑΕ και ΕΥΑΘ ΑΕ, στην Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ ΑΕ). Η εν λόγω εταιρεία συστάθηκε με τον ν.4389/16 σε εκπλήρωση των μνημονιακών δεσμεύσεων του Κράτους και μεταξύ άλλων έχει ως σκοπούς την ενίσχυση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, καθώς και τη μείωση των οικονομικών υποχρεώσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας. Κατά των εκτελεστών πράξεων μεταβίβασης, ασκήθηκαν ενώπιον του ΄Δ τμήματος του Σ.τ.Ε. αιτήσεις ακυρώσεως από κατοίκους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι αποτελούν χρήστες των παρεχόμενων υπηρεσιών, από την Ένωση Επαγγελματικών Σωματείων των εργαζομένων στην ΕΥΔΑΠ ΑΕ και από την Περιφερειακή Ένωση Δήμων Κεντρικής Μακεδονίας. Παρεμβάσεις υπέρ της διατήρησης των προσβαλλομένων διοικητικών πράξεων άσκησαν κατά περίπτωση τόσο η ΕΕΣΥΠ ΑΕ, όσο και η ΕΥΔΑΠ ΑΕ. Το Δ΄ τμήμα με τις αποφάσεις 1223/20 και 1224/20 παρέπεμψε λόγω σπουδαιότητας το ζήτημα προς κρίση ενώπιον της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε. Η τελευταία επιβεβαιώνοντας παλαιότερη νομολογία του Δικαστηρίου έκρινε τις εν λόγω μεταβιβάσεις ως αντισυνταγματικές λόγω της φύσης των παρεχόμενων υπηρεσιών, καθώς και της αδυναμίας ελέγχου των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών εκ μέρους του Κράτους, παρ’ όλο το γεγονός ότι οι μετοχές της ΕΕΣΥΠ ΑΕ ανήκουν εξ’ ολοκλήρου στο Δημόσιο και είναι αμεταβίβαστες.
Νομικά Ζητήματα
Τα αναφυόμενα ζητήματα που χρήζουν σχολιασμού είναι αυτά της οικονομικής δραστηριότητας του Κράτους και ιδιαιτέρως το ζήτημα των αποκρατικοποιήσεων, καθώς και ο εγγυητικός του ρόλος ως προς τη χορήγηση παροχών κοινής ωφελείας από τις δημόσιες επιχειρήσεις σε συνάρτηση με την προστασία της υγείας. Από τη δεκαετία του 1990 και εντεύθεν το παρεμβατικό-παροχικό κράτος, το οποίο αναδύθηκε μετά το τέλος του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου συμβάλλοντας στην οικονομική και κοινωνική ευημερία ιδιαιτέρως μέσω των κρατικών παροχών, άρχισε να ακολουθεί φυγόκεντρη πορεία ως προς τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του, μετατρέποντας αρκετά έως τότε ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ για λόγους εν πολλοίς οργανωτικούς αλλά και οικονομικούς, παρέχοντας πολλές από τις μέχρι πρότινος κρατικές δραστηριότητες κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Περαιτέρω αρκετές από τις ως άνω επιχειρήσεις ιδιωτικοποιήθηκαν έστω τυπικά λαμβάνοντας την εταιρική μορφή της Ανώνυμης Εταιρείας, εντασσόμενες στο Χρηματιστήριο Αξιών δίνοντας κατ΄αυτόν τον τρόπο την δυνατότητα να αποκτήσουν και ιδιώτες ποσοστό επί του μετοχικού τους κεφαλαίου. Ειδικότερα η ιδιωτικοποίηση λαμβάνει δύο μορφές. Η τυπική αναφέρεται στην μορφή της ΑΕ, ενώ η ουσιαστική στην οριστική αποξένωση του Δημοσίου από το εν λόγω νομικό πρόσωπο. Σε αυτό το σημείο απαραίτητος κρίνεται ο εννοιολογικός προσδιορισμός των εννοιών «ιδιωτικοποίηση» και «αποκρατικοποίηση». Ως ιδιωτικοποίηση1 νοείται η πλήρης ή κατά πλειοψηφία μεταβίβαση μετοχών μιας δημόσιας επιχείρησης σε ιδιώτες, ενώ τον ίδιο όρο χρησιμοποιεί ο νομοθέτης και στην περίπτωση μετατροπής ενός ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ καθώς και την μετέπειτα διάθεση των μετοχών του. Επί της ουσίας ο όρος χρησιμοποιείται ώστε να καταδείξει την σε μεγάλο έως απόλυτο βαθμό αποξένωση του Δημοσίου από τις εν λόγω επιχειρήσεις. Αντιθέτως ως αποκρατικοποίηση2 ορίζεται η μεταβίβαση ποσοστού έως 49% επί του μετοχικού κεφαλαίου, καθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το Κράτος ως μέτοχο πλειοψηφίας ιδιαιτέρως όσον αφορά επιχειρήσεις κοινής ωφελείας. Δημόσια επιχείρηση3 αποτελεί κάθε ΑΕ που εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, ήτοι την παραγωγή και παροχή αγαθών και υπηρεσιών κρίσιμων για το κοινωνικό σύνολο και στις οποίες το κράτος ασκεί αποφασιστική επιρροή άμεσα ή έμμεσα.
Το ζήτημα των δημοσίων επιχειρήσεων συναρτάται στενά με την έννοια και τη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας. Συναφώς έχουν υποστηριχθεί δύο κριτήρια4 προς οριοθέτηση της έννοιας. Κατά το οργανικό κριτήριο είναι ένα δομημένο σύνολο οργάνων και μέσων, τα οποία τίθενται προς εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ενώ κατά το λειτουργικό ως δημόσια υπηρεσία νοείται ο συγκεκριμένος σκοπός που αποτελεί και τον λόγο ύπαρξής της κατά το οργανικό κριτήριο. Η δημόσια υπηρεσία δύναται να παρέχεται5 είτε εντασσόμενη οργανωτικά στο νομικό πρόσωπο του Κράτους είτε να αποσπαστεί συγκροτημένη σε ΝΠΔΔ και εντασσόμενη στα πλαίσια της καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης, λειτουργώντας κατά τους κανόνες του δημοσίου δικαίου. Περαιτέρω η υπηρεσία μπορεί να πάρει τη μορφή είτε κοινού ΝΠΙΔ, είτε αυτή της ανωνύμου εταιρείας. Στο ίδιο πλαίσιο δίδεται η δυνατότητα στο Κράτος να αναθέσει είτε με μονομερή του πράξη είτε συμβατικώς μέσω του θεσμού της παραχώρησης σε ιδιώτες τη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας. Να σημειωθεί ότι οι εν λόγω συμβάσεις δέον να τυγχάνουν κύρωσης από τη Βουλή. Κατά την ως άνω ανάθεση ο παρέχων της υπηρεσίες δεσμεύεται από το κανονιστικό μέρος της συμβάσεως ως προς τον τρόπο λειτουργίας και παροχής της δραστηριότητας, διότι αποτελεί ανάγκη να διασφαλίζεται η οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ενόψει και του σκοπού υπέρ του οποίου έχει ιδρυθεί. Το Δημόσιο ασκεί είτε ιεραρχικό έλεγχο6 εφόσον η υπηρεσία εντάσσεται στο ίδιο το νομικό πρόσωπο του κράτους, είτε διοικητική εποπτεία7 σε περίπτωση απόσπασης προληπτική ή κατασταλτική, νομιμότητας ή/και σκοπιμότητας. Κατά τα άρθρα 16 παρ. 5 και 102 παρ. 4 του Συντάγματος επί των Ο.Τ.Α. και των Α.Ε.Ι η εποπτεία εκ μέρους του Κράτους καθίσταται περιορισμένη, συνιστάμενη μόνο σε έλεγχο νομιμότητας επί των διοικητικών πράξεων των οργάνων τους, αποσκοπώντας στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διοικητική και οικονομική αυτοτέλειά τους. Το Σύνταγμα επί της αρχής ούτε επιβάλλει ούτε αποκλείει τις ιδιωτικοποιήσεις8, αλλά θέτει όρια ως προς την οικονομική δραστηριότητα τόσο των ιδιωτών όσο και του ίδιου του Κράτους, καθιστώντας το τελευταίο εγγυητή ως προς τη διασφάλιση αγαθών ζωτικής σημασίας για την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών του στα πλαίσια και της αρχής του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, η οποία τυγχάνει συνταγματικής κατοχύρωσης στο άρθρο 25 παρ. 1. Ειδικότερα κατά το άρθρο 5 παρ. 1 , καθένας δικαιούται να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην οικονομική ζωή της Χώρας με όρια τα χρηστά ήθη, τα δικαιώματα των άλλων και το ίδιο το Σύνταγμα. Επιπλέον κατά το άρθρο 17 παρ. 2 κάποιος στερείται της ιδιοκτησίας του για αποδεδειγμένη δημόσια ωφέλεια υπό τις προβλέψεις του νόμου και κατόπιν της καταβολής πλήρους αποζημιώσεως. Κατά το άρθρο 106Σ το Κράτος συντονίζει και προγραμματίζει την οικονομική δραστηριότητα, ενώ ταυτόχρονα η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να ασκείται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας. Κρίσιμη για την υπό κρίση περίπτωση αποτελεί η τρίτη παράγραφος του ιδίου άρθρου κατά το οποίο δίδεται η δυνατότητα στο Κράτος βάσει νόμου να προβεί σε εξαγορά επιχειρήσεων ή αναγκαστικής συμμετοχής του ίδιου ή μέσω άλλων ν.π. στην περίπτωση που αυτές έχουν χαρακτήρα μονοπωλίου ή ο κύριος σκοπός τους εξειδικεύεται στην παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο. Ιδιαίτερης σημασίας τέλος αποτελεί και η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 4 , στην οποία προβλέπεται αξίωση του Κράτους έναντι των πολιτών προς εκπλήρωση του χρέους της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης. Όρια στις αποκρατικοποιήσεις έχει συναγάγει ερμηνευτικώς η νομολογία. Το πρώτο αφορά την ίδια την δημοκρατική αρχή με το επιχείρημα ότι η ανάθεση σε ιδιώτες ορισμένων δραστηριοτήτων δεν επιτρέπεται εκ του γεγονότος ότι δεν αντιπροσωπεύουν ούτε το σύνολο των πολιτών, ούτε και το γενικό συμφέρον. Το δεύτερο προκύπτει από το γράμμα του Συντάγματος, όπως στη περίπτωση των Α.Ε.Ι , τα οποία παρέχουν αποκλειστικά την ανώτατη εκπαίδευση ως ΝΠΔΔ κατά το άρθρο 16Σ.
Τέλος η νομολογία9 ενόψει της παροχής αγαθών ζωτικής σημασίας από το Κράτος έχει συναγάγει τις αρχές της συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας10 , την εξασφάλιση ελάχιστης ποιότητας καθώς και την αρχή της ισότητας στη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, η οποία επάγεται την καθολική και επί ίσοις όροις πρόσβαση σε αυτή. Η πρώτη ανάγεται στην ίδια τη δημόσια εξουσία ως στοιχείο του ορισμού του Κράτους, καθώς το τελευταίο ως οντότητα δεν περιορίζεται χρονικώς και θα συνιστούσε άτοπο να λειτουργεί με διαλείψεις, ενώ η δημόσια υπηρεσία επί της ουσίας αποτελεί οργανωτικά υποσύνολο των επιμέρους εξουσιών, όπως αυτές προσδιορίζονται κατά το άρθρο 26Σ εξυπηρετώντας λειτουργικά τους από τον νομοθέτη προσδιοριζόμενους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Η εν λόγω αρχή ερείδεται ευθέως σε πλέγμα συνταγματικής περιωπής διατάξεων. Ειδικότερα βάσει πρακτικού επεξεργασίας του ΣτΕ11, κατά τα άρθρα23Σ παρ.2 περί του δικαιώματος απεργίας, του άρθρου29Σ παρ.3 περί της απαγόρευσης εκδηλώσεων υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος εκ μέρους των δημοσίων υπαλλήλων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και του 106Σ παρ. 3 περί παροχής υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο, συνάγεται ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις που παρέχουν αγαθά ζωτικής σημασίας στο ευρύ κοινό συνιστούν εν τοις πράγμασι δημόσιες υπηρεσίες παρά το ιδιωτικό προσωπείο βάσει του οποίου λειτουργούν, διότι επιδιώκουν δημόσιο σκοπό συνιστάμενο στην από μέρους του κράτους παροχή εκείνων των ζωτικών αγαθών όπως η ύδρευση και η ενέργεια, δίχως τα οποία δεν ευοδώνονται οι επιταγές των άρθρων 2Σ παρ.1 και 5Σ παρ.1περί διασφάλισης και σεβασμού της αξίας του ανθρώπου και ομαλής ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου ως υποκείμενου δικαίου. Εξ’ αυτών των λόγων η αρχή της συνεχούς λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας ισχύει και ως προς αυτές τις επιχειρήσεις υπό τον εγγυητικό ρόλο του Κράτους, το οποίο οφείλει να την διασφαλίζει συνεχώς και τοιουτοτρόπως. Η αρχή της ισότητας12 κατά τη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας συνεπάγεται την ισότητα ενώπιον του νόμου, όπως και την ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Απόρροια αυτών αποτελεί και η επί ίσοις όροις πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4Σ παρ.4 και κατά το οποίο « Μόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί στις δημόσιες λειτουργίες». Περαιτέρω κατά τις επιταγές της ρύθμισης του ίδιου άρθρου στην παρ.5 περί αναλογικής συνεισφοράς των Ελλήνων στα δημόσια βάρη, συνάγεται ότι πεμπτουσία της ως άνω αρχής αποτελεί η αναλογική ισότητα, το περιεχόμενο της οποίας έγκειται στην κατά τον ίδιο τρόπο μεταχείριση των όμοιων καταστάσεων και την διαφορετική μεταχείριση των ανόμοιων, εξασφαλίζοντας την πρόσβαση στη δημόσια υπηρεσία κατά τρόπο καθολικό και υπό όρους αμεροληψίας, ουδετερότητας και λήψης υπόψην των ιδιαίτερων συνθηκών της κάθε περίπτωσης.
Ενόψει των ανωτέρω, το ΣτΕ λαμβάνοντας υπόψη προγενέστερη νομολογία13 του, εκκινεί από το σκεπτικό ότι η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας συνιστά δραστηριότητα, η οποία δεν εντάσσεται στον σκληρό πυρήνα των κρατικών δραστηριοτήτων, δυνάμενη να παρασχεθεί και από ΝΠΙΔ υπό την ειδικότερη εταιρική μορφή της Α.Ε. Η σώρευση όμως του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών σε ιδιώτες, οι οποίοι λειτουργούν με γνώμονα το κέρδος, αποξενώνει το Κράτος από την εν λόγω επιχείρηση κατά τρόπο ουσιαστικό, με αποτέλεσμα να διακινδυνεύεται τόσο η συνεχής λειτουργία της υπηρεσίας όσο και η ποιοτική στάθμη των παρεχόμενων υπηρεσιών, ακόμα και στην περίπτωση άσκησης διοικητικής εποπτείας επ’ αυτών. Ειδικότερα όσον αφορά παροχές ύδρευσης και αποχέτευσης όπως εν προκειμένω, ο μονοπωλιακός χαρακτήρας και οι οικιστικές συνθήκες διαβίωσης τόσο στην Αττική, όσο και στη Θεσσαλονίκη δεν επιτρέπουν την ολοσχερή ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων, ενόψει και του γεγονότος ότι τα παρεχόμενα αγαθά είναι κρίσιμα για την ατομική και δημόσια υγεία, που κατοχυρώνονται στα άρθρα 5Σ παρ.5 και 21Σ παρ.3 , καθώς τα τελευταία αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση για την απόλαυση και των λοιπών πάσης φύσεως δικαιωμάτων των πολιτών. Δέον να σημειωθεί ότι το δικαίωμα στη δημόσια υγεία εκ της φύσεώς του ως κοινωνικό, δεν θεμελιώνει αγώγιμη αξίωση14, αυξάνοντας την σημασία των παρεχόμενων υπηρεσιών εκ μέρους του Κράτους.
Κατόπιν το Δικαστήριο εξέτασε το ιδιοκτησιακό καθεστώς της ΕΕΣΥΠ, καθώς και τον τρόπο συγκρότησης των οργάνων της, για να εξακριβώσει τον απαιτούμενο εκ του Συντάγματος έλεγχο που υποχρεούται να ασκεί το Δημόσιο επί της παροχής ύδρευσης. Σύμφωνα με τον ν.4389/16 «Το Εποπτικό Συμβούλιο είναι υπεύθυνο για την εποπτεία του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας με σκοπό να διασφαλίσει ότι αυτό λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Καταστατικού και του Εσωτερικού Κανονισμού, προς το συμφέρον της Εταιρείας και προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. 2. Το Εποπτικό Συμβούλιο αποτελείται από πέντε (5) μέλη που διορίζονται από τη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου, σύμφωνα με τα κατωτέρω: (α) τρία (3) μέλη επιλέγονται από τον μοναδικό μέτοχο, κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας που ενεργούν από κοινού,(β) δύο (2) μέλη, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου, επιλέγονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ενεργώντας από κοινού, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Υπουργού Οικονομικών. 3. Η θητεία των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου είναι πέντε (5) έτη. 4.Το Εποπτικό Συμβούλιο αποφασίζει επί των κατωτέρω θεμάτων: (α) Εκλέγει και διορίζει τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας». Με βάση τα ανωτέρω το Δημόσιο δεν είχε την αποφασιστική εξουσία για τον διορισμό των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών, κωλυόμενο εξ’ αυτού του λόγου να ασκεί πλήρη έλεγχο, παρ’ όλο που οι μετοχές τους ανήκαν εξ΄ ολοκλήρου στο ίδιο και ήταν επιπλέον αμεταβίβαστες. Για το εν λόγω ζήτημα διατυπώθηκε μειοψηφούσα γνώμη μίας Συμβούλου, κατά την οποία ο συνταγματικώς επιβεβλημένος έλεγχος επί των υπηρεσιών ύδρευσης δεν είναι απαραίτητο να ασκείται μέσω του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, αλλά δύναται να παρέχονται από ιδιώτες υπό την προϋπόθεση του συνεχούς εφοδιασμού των πολιτών σε προσιτή τιμή και της ποιοτικής στάθμης των παρεχόμενων υπηρεσιών ενόψει και της δημόσιας υγείας.
Περαιτέρω το ΣτΕ εξέτασε τον σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκε η ΕΕΣΥΠΑΕ. Κατά την αιτιολογική σκέψη 40 «επιπροσθέτως δε, η ΕΕΣΥΠ ΑΕ, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου παρεμβαλλόμενο μεταξύ του Δημοσίου και της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, επιδιώκει, προεχόντως, σκοπούς ταμειακούς και ταμιευτικούς, με τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας προσιδιάζοντα στην εξυπηρέτηση των σκοπών αυτών. Ειδικότερα: Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των ανωτέρω νόμων 4336/2015, 4389/2016 [ως ισχύει] και 4549/2018, που αποτελούν ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο, η ΕΕΣΥΠ ΑΕ δημιουργήθηκε προς επίτευξη ειδικού δημοσίου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην διαχείριση και αξιοποίηση, κατά τρόπο επικερδή για την Εταιρεία και με πρόσφορες προς τούτο μεθόδους, των μεταβιβασθέντων σε αυτήν περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου. Τα κέρδη που αποφέρει η ως άνω διαχείριση του χαρτοφυλακίου της ΕΕΣΥΠ ΑΕ διατίθενται, υποχρεωτικά, (α) κατά 50% ως μέρισμα στο Ελληνικό Δημόσιο για την περαιτέρω διάθεσή τους από το Δημόσιο, σύμφωνα με τον ν. 4336/2015, προς απομείωση των οικονομικών-δανειακών υποχρεώσεων της χώρας……Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο ν. 4389/2016 οργανώνει την ΕΕΣΥΠ ως ιδιότυπο νομικό πρόσωπο, με αντικείμενο δραστηριότητας ανάλογο προς εκείνο των εταιρειών “απόκτησης και ρευστοποίησης” [acquisition and disposal], στο οποίο το Δημόσιο, ενεργώντας ως fiscus, μεταβιβάζει περιουσιακά του στοιχεία, υπολαμβάνοντας ότι ανήκουν στην ιδιωτική του περιουσία, προκειμένου η Εταιρεία αυτή “συμμετοχών και περιουσίας” [corporation of assets and participations] να τα διαχειρισθεί επαγγελματικά και επιχειρηματικά προς επίτευξη του μέγιστου οικονομικού αποτελέσματος από την εκμετάλλευσή τους με ποικίλους τρόπους». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ΕΕΣΥΠ ΑΕ εξυπηρετεί πρωτίστως σκοπούς δημοσιονομικούς, ήτοι τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου και την απομείωση του δημοσίου χρέους. Ο νομοθέτης κατά την κρίση του δικαστηρίου αποδέχεται κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κίνδυνο η διαχείριση των υπηρεσιών ύδρευσης να αποβαίνει εις βάρος τόσο της ποιότητας, όσο και της καθολικότητας της υπηρεσίας χάριν του ταμειακού συμφέροντος του Κράτους. Η οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών με βάσει το δημοσιονομικό δημόσιο συμφέρον μετατοπίζει το ενδιαφέρον του Κράτους από την παροχή υπηρεσιών παραδοσιακά ταγμένων στην εξυπηρέτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων. Μειοψήφησαν δύο Σύμβουλοι, σύμφωνα με τους οποίους η ΕΕΣΥΠ ΑΕ δεσμεύεται από τις ειδικές υποχρεώσεις που διέπουν τις παροχές κοινωνικής σημασίας για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο σε συνδυασμό και με τη φύση των εν λόγω υπηρεσιών, καθιστώντας υποχρεωτική την πρόταξη των σκοπών των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ ΑΕ, έναντι του δικού της γενικού σκοπού.
Προσωπικές θέσεις
Η κάμψη της αρχής του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου χάριν εξυπηρέτησης κρατικών δημοσιονομικών σκοπών και οι κεντρόφυγες τάσεις, οι οποίες ολοένα και αυξάνονται σε σχέση με την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, καθιστούν επιτακτικότερη παρά ποτέ τη διασφάλιση και παροχή των δραστηριοτήτων εκείνων εκ μέρους του Κράτους, οι οποίες αποτελούν την ελάχιστη εγγύηση αξιοπρεπούς διαβίωσης των πολιτών, ιδιαιτέρως όταν σχετίζονται με την προστασία της υγείας και της δημόσιας υγιεινής. Το ΣτΕ στην υπό ανάλυση απόφαση επιβεβαιώνοντας την πάγια νομολογία του, επιχειρεί να αποκρυσταλλώσει και να προστατεύσει τον ελάχιστο πυρήνα υπηρεσιών, οι οποίες δέον να παρέχονται από το Κράτος, διότι συνυφαίνονται με θεμελιώδεις αξίες του σύγχρονου δικαιϊκού πολιτισμού, και οι οποίες στηρίζουν το συνολικό οικοδόμημα του σύγχρονου φιλελεύθερου πολιτεύματος, όπως είναι ενδεικτικά ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου και η προστασία της υγείας τόσο σε ατομικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Κατά την άποψη του γράφοντος, υπηρεσίες όπως εν προκειμένω η ύδρευση και η αποχέτευση, αποτελούν δραστηριότητες η οποίες εντάσσονται στον σκληρό πυρήνα του Κράτους ως αγαθά ζωτικής σημασίας για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και μόνο μέσω της παροχής από αυτό διασφαλίζεται η καθολικότητα, η ποιότητα και η ισότητα στη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας. Σε αντίθετη περίπτωση, η δυσπιστία και η αδιαφορία προς τις δημόσιες υπηρεσίες θα συνεχίσει να υφίσταται, επιτείνοντας το κλίμα μετριότητας το οποίο δυστυχώς εισπράττει ο πολίτης, ερχόμενος σε επαφή με τον δημόσιο τομέα εν γένει, κλονίζοντας έτι περαιτέρω τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του.
1 Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό διοικητικό δίκαιο, έβδομη αναθεωρημένη έκδοση 2014, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σελ. 642 επ. 2 Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό διοικητικό δίκαιο, έβδομη αναθεωρημένη έκδοση 2014, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σελ. 642 επ. 3 Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό διοικητικό δίκαιο, έβδομη αναθεωρημένη έκδοση 2014, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σελ. 632 επ. 4 Διοικητικό Δίκαιο, Γέροντας – Παυλόπουλος – Σιούτη – Φλογαΐτης Έ έκδοση 2022, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σελ. 41 επ. 5 Διοικητικό Δίκαιο,σε Παυλόπουλο, Έ έκδοση 2022, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑΑΘΗΝΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σελ. 260 επ. 6 Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό διοικητικό δίκαιο, έβδομη αναθεωρημένη έκδοση 2014, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σελ.469 επ. 7Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό διοικητικό δίκαιο, έβδομη αναθεωρημένη έκδοση 2014, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σελ.477 επ. 8 Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό διοικητικό δίκαιο, έβδομη αναθεωρημένη έκδοση 2014, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σελ. 645 επ.
9 ΣτΕ Ολ. 1906/2014 10Διοικητικό Δίκαιο, σε Παυλόπουλο, Έ έκδοση 2022, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σελ. 276 επ. 11 Πρακτικό επεξεργασίας ΣτΕ αρ.158/1992 12Διοικητικό Δίκαιο, σε Παυλόπουλο, Έ έκδοση 2022, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σελ. 309 επ.
13 ΣτΕ Ολ. 1906/2014 14 Θεμελιώδη Δικαιώματα, Σπυρίδων Βλαχόπουλος, έκδοση 2017, εκδόσεις ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΕΒΕ σελ. 504 επ.
Βιβλιογραφία - Νομολογία
1. Διοικητικό Δίκαιο,Γέροντας – Παυλόπουλος – Σιούτη – Φλογαΐτης Έ έκδοση 2022,εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
2. Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό διοικητικό δίκαιο, έβδομη αναθεωρημένη έκδοση 2014, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
3.Θεμελιώδη Δικαιώματα, Σπυρίδων Βλαχόπουλος, έκδοση 2017, εκδόσειςΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΕΒΕ
4. ΣτΕ Ολ. 1906/2014
5. Πρακτικό επεξεργασίας ΣτΕ αρ.158/1992
Σωκράτης Παγκράτης,
φοιτητής του 4ου έτους στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του “ The Law Project”
Comentarios