Της Παρίσση Αμαλίας
Αντισυνταγματικός ο γενικός κανόνας της εικοσαετούς παραγραφής (Ν. 4387/2016) αξιώσεων για την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ. Ισχύει 10ετής παραγραφή.
ΣτΕ Ολ. 1833/2021: Η υπόθεση αφορά προσφυγή ασκηθείσα από αστική μη κερδοσκοπική εταρεία κατά του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ( ΕΦΚΑ), με αίτημα την ακύρωση ορισμένων Πράξεων Επιβολής Εισφορών ( ΠΕΕ) οι οποίες επιβλήθηκαν εν έτει 2019 στην αιτούσα για την ασφαλιστική τακτοποίηση εργαζομένης σε αυτήν, συγκεκριμένα για το χρονικό διάστημα 2006-2015.
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η αξίωση για την καταβολή των εισφορών αυτών έχει παραγραφεί, τουλάχιστον για το διάστημα 2006-2013.Λόγω της γενικότερης σημασίας του ζητήματος της συνταγματικότητας του άρθρου 95 παρ. 1 ν.4387/2016 που ανακύπτει με την ως άνω προσφυγή, η υπόθεση εισήχθη προς εκδίκαση σε πιλοτική δίκη βάσει του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010.
Απόσπασμα απόφασης:
“ Ο θεσπισθείς με το άρθρο 95 παρ. 1 του ν. 4387/2016 γενικός κανόνας της εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή εισφορών των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου.
Η θεσπιζόμενη με την ανωτέρω διάταξη παραγραφή αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον χρόνος παραγραφής είκοσι ετών δεν συνιστά εύλογη διάρκεια της οικείας προθεσμίας, η οποία απαιτείται να είναι σχετικά σύντομη, δεδομένης και της αυξανόμενης ταχύτητας και πολυπλοκότητας των σύγχρονων βιοτικών σχέσεων και συναλλαγών, που αξιώνουν, κατ’ αρχήν, ταχεία εκκαθάριση των εκάστοτε τρεχουσών υποχρεώσεων των διοικουμένων.
Εν σχέσει προς την οργάνωση και τη λειτουργία των ασφαλιστικών φορέων, ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής πρέπει να επαρκεί, ώστε, με τη συνδρομή και των σύγχρονων δυνατοτήτων της τεχνολογίας, να διενεργούνται, στο πλαίσιο της ορθολογικής οργάνωσής τους, επίκαιροι και αποτελεσματικοί, από την άποψη της εισπραξιμότητας, έλεγχοι με στόχο την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους, χωρίς να εκτείνεται σε μεγάλη διάρκεια, η οποία, λόγω της χρονικής απόστασης από την παράβαση δεν συμβάλλει στην ορθή, κατά το χρόνο ισχύος της, εφαρμογή της διαρκώς μεταβαλλόμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας και τη δημιουργία συνείδησης συμμόρφωσης προς αυτή, οδηγεί αναγκαίως, δεδομένης και της σοβαρής υποστελέχωσης των υπηρεσιών, σε ανεπίκαιρους και για το λόγο αυτό μειωμένης εισπραξιμότητας ελέγχους, συνεπάγεται μη διαχειρίσιμο φόρτο για τις υπηρεσίες και, ενδεχομένως, ενθαρρύνει την απραξία των ασφαλιστικών φορέων.[…]
Δεν δικαιολογείται δε τόσο μακρός χρόνος παραγραφής ούτε η αναδρομική εφαρμογή της από λόγους που συνδέονται με τις δυσχέρειες κατά την οργάνωση του νέου ασφαλιστικού φορέα και την ένταξη σε αυτόν του συνόλου των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ούτε από την έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α. ενδεχόμενη αδράνεια των φορέων κοινωνικής ασφάλισης να μεριμνήσουν για την είσπραξη των απαιτήσεών τους […]”
1) Αντίθεση διάταξης στην αρχή της αναλογικότητας ως προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και τους διοικουμένους
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι η εικοσαετής παραγραφή των αξιώσεων του ΕΦΚΑ αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή κατοχυρώνεται από την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 στο άρθρο 25 παρ.1 εδ' δ του Συντάγματος και είναι κεφαλαιώδους σημασίας, καθώς αποτελεί έναν από τους βασικότερους “περιορισμούς των περιορισμών” των δικαιωμάτων. Αναγνωρίστηκε ρητώς πλέον στην Ελλάδα από την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας το 1984, ενώ ήταν ήδη αναγνωρισμένη από την γαλλική και γερμανική έννομη τάξη. Αναλύεται δε, στις εξής ειδικότερες εκφάνσεις :Πρώτον, στην προσφορότητα ή την καταλληλότητα ( το μέτρο πρέπει να είναι κατάλληλο να επιτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό), δεύτερον, στην αναγκαιότητα ( να μην υπάρχει κάποιο άλλο ηπιότερο μέτρο που θα μπορούσε να επιτύχει εξίσου τον σκοπό) και τρίτον, στην αναλογικότητα εν στενή εννοία( οι δυσμενείς συνέπειες από την λήψη του μέτρου να μην υπερτερούν δυσανάλογα σε σχέση με τα επιδιωκόμενα οφέλη).
Ο έλεγχος της αρχής του “προσήκοντος μέτρου” από τον δικαστή εκκινεί λογικά από τον έλεγχο της προσφορότητας του περιορισμού ( ή αλλιώς, τον έλεγχο συνάφειας μέσων- σκοπού). Αν ο περιορισμός του συγκεκριμένου δικαιώματος έχει ληφθεί προς εκπλήρωση ενός σκοπού, ωστόσο αποδεικνύεται εμπράκτως ότι ο πρώτος δεν συσχετίζεται με αυτόν, πολλώ δε μάλλον είναι προδήλως απρόσφορος για την επίτευξή του, τότε κρίνεται αντισυνταγματικός. Πρόκειται για την πιο ήπια μορφή ελέγχου σε σχέση με τις υπόλοιπες δύο, καθώς η αντίθεση στην προσφορότητα απαντάται σπανίως στην πράξη.
Ακολουθεί ο έλεγχος της αναγκαιότητας του περιορισμού, ο οποίος είναι περισσότερο παρεμβατικός στη σφαίρα του νομοθέτη. Ο δικαστής δέχεται την κατάφαση της αναγκαιότητας, όταν προβεί στη διαπίστωση ότι δεν υπάρχει άλλο μέτρο εξίσου αποτελεσματικό που θα περιόριζε σε μικρότερο βαθμό το δικαίωμα. Μάλιστα , έχει γίνει δεκτό κατά πάγια νομολογία του ΣτΕ ότι σε περίπτωση που προβλέπονται στον νόμο διαζευκτικά επάλληλοι περιορισμοί, η Διοίκηση οφείλει να εφαρμόσει καταρχήν τους ηπιότερους. (ΣτΕ 4051/1990). Έλεγχο αναγκαιότητας διενεργούν και τα άλλα ανώτατα δικαστήρια ( Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο). Για παράδειγμα, ο Άρειος Πάγος με την απόφαση της Ολομέλειας 1/2009 είχε κρίνει σχετικά με την προσωποκράτηση οφειλετών - το δυσμενέστερο ίσως μέτρο που μπορεί να ληφθεί στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης- , ότι δεν αρκεί αυτή να προβλέπεται στον νόμο, αλλά θα πρέπει κάθε φορά να εξετάζεται αν αυτή είναι κατάλληλη να οδηγήσει στην πληρωμή των οφειλών και αν υπάρχει ηπιότερο μέτρο που μπορεί να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα.
Η τρίτη πτυχή της αναλογικότητας, η stricto sensu αναλογικότητα δεν ελεγχόταν από τα δικαστήρια, πόσω μάλλον δεν είχε αναγνωριστεί ως γενική αρχή. Η λεγόμενη “στάθμιση κόστους-οφέλους” έγινε αρχικά δεκτή από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΑΠ 10/2003, 26/2003), ορίζοντας ότι “ τα μέσα άσκησης της κρατικής εξουσίας […] πρέπει να είναι κατάλληλα, αναγκαία και εν στενή εννοία αναλογικά, να τελούν δηλαδή σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της επερχόμενης εξ αυτών βλάβης”. Ομοίως η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας στην απόφαση 990/2004 σχετικά με την συνταγματικότητα των προβλεπόμενων κυρώσεων στον προϊσχύσαντα Τελωνειακό Κώδικα, εξήγγειλε ότι ένα μέτρο που προβλέπεται ως κύρωση για παράβαση διατάξεως νόμου αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και όταν οι δυσμενείς συνέπειές του “τελούν σε προφανή δυσαναλογία” προς αυτόν.
Σε κάθε περίπτωση, ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας( Σ. 93 παρ 4) των νόμων δεν μπορεί να οδηγήσει σε έλεγχο σκοπιμότητας. Ο δικαστής δεν νομιμοποιείται να αναζητήσει και να αποφανθεί ποιος θα ήταν ο καταλληλότερος περιορισμός ή ο πιο αναγκαίος, καθώς αυτό πρόκειται για θέμα πολιτικής. Απλώς έχει υποχρέωση να ελέγξει αν το μέτρο που ελήφθη από τον νομοθέτη είναι ακατάλληλο, μη αναγκαίο ή δυσανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Εν προκειμένω, το Συμβούλιο της Επικρατείας φαίνεται να υποστηρίζει ότι η εικοσαετής παραγραφή δεν αποτελεί πρόσφορο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος είναι η διασφάλιση της είσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών και ως εκ τούτου η προάσπιση του ασφαλιστικού κεφαλαίου και η βιωσιμότητα του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος, γενική αρχή που διαπνέει το δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης. Και αυτό διότι όταν η παράβαση της ασφαλιστικής νομοθεσίας απέχει σε σημαντικό βαθμό χρονικά από την καταστολή της και την επιβολή των προβλεπόμενων σε αυτή κυρώσεων, δεν εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή ενός δικαίου που μεταρρυθμίζεται συνεχώς και οι έλεγχοι των ασφαλιστικών φορέων είναι ανεπίκαιροι και συνήθως αποβαίνουν άκαρποι. Ως απόρροια, οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης υπολειτουργούν και οδηγούνται στην απραξία.
Ως προς τους διοικουμένους, η Ολομέλεια δέχεται ότι το μέτρο της εικοσαετούς παραγραφής δεν χαρακτηρίζεται από αναλογικότητα εν στενή εννοία, καθώς οι δυσμενείς συνέπειες από την λήψη του φαίνεται να μην είναι ανάλογες σε σχέση με τα επιδιωκόμενα οφέλη. Οι βεβαρημένοι με τις εισφορές διοικούμενοι αντιμετωπίζουν τροχοπέδη στην απόδειξη πραγματικών περιστατικών που έλαβαν χώρα στο απώτερο παρελθόν (άρα θίγεται το δικαίωμα άμυνας) και καλούνται να καταβάλλουν σε σύντομο χρόνο τρέχουσες και παρελθοντικές εισφορές με αποτέλεσμα την οικονομική τους δυσπραγία και την περαιτέρω εθνική οικονομική κρίση.
2) Αντίθεση στην αρχή της ασφάλειας δικαίου
Η αρχή της ασφάλειας δικαίου αποτελεί μία γενική αρχή του διοικητικού και του δημοσίου δικαίου γενικότερα, η οποία έχει διαπλαστεί νομολογιακά σε βάθος χρόνου από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Δεν κατοχυρώνεται ρητά στο Σύνταγμα, ωστόσο έχει γίνει παγίως δεκτό ότι απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου ( θεμελίωση στο άρθρο 25 παρ.1 εδ. Α') , ενώ άλλες θεωρίες την συνδέουν με την αξία του ανθρώπου και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του ( άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ.1 αντίστοιχα). Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες αρχές με μεγάλη πρακτική εφαρμογή. Σε μία κοινωνία διαρκώς μεταβαλλόμενη και εξελισσόμενη, λογικό επακόλουθο είναι και η συνεχής μεταρρύθμιση της νομικής πραγματικότητας μέσω της τροποποίησης ή και κατάργησης κανόνων δικαίου. Στον αντίποδα βέβαια βρίσκεται η εμπιστοσύνη που δείχνει ο μέσος διοικούμενος στην εγκυρότητα και δεσμευτικότητα των κανόνων αυτών με την ανάλογη προσαρμογή της νομικής του συμπεριφοράς, η οποία κρίνεται ως άξια προστασίας. Την εξισσορόπηση μεταξύ των δύο αυτών αντικρουόμενων αναγκών έρχεται να επιτύχει ακριβώς η αρχή αυτή, με απώτερο στόχο την σύναψη σταθερών εννόμων σχέσεων και την συνακόλουθη κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη.
Η αρχή της ασφάλειας δικαίου έχει διπολικό αίτημα, αφενός την σαφήνεια των κανόνων δικαίου και την ακριβή πρόβλεψη των εννόμων συνεπειών τους και αφετέρου την εφαρμογή τους από τη Διοίκηση με τέτοιον τρόπο, ώστε ο διοικούμενος να είναι σε θέση να προβλέψει εκ των προτέρων το περιεχόμενο μίας ρύθμισης και το αντίκτυπό της.
Το περιεχόμενό της αναλύεται στους εξής παράγοντες :
Α) Προσβασιμότητα στους κανόνες δικαίου και στις δικαστικές αποφάσεις, κάτι το οποίο επιτυγχάνεται με τη δημοσίευσή τους και την κοινοποίηση των διοικητικών πράξεων σε όσους αφορούν.
Β) Δεδικασμένο ( Τυπικό και Ουσιαστικό). Το ουσιαστικό δεδικασμένο προϋποθέτει το τυπικό, δηλ. την τελεσιδικία μίας δικαστικής απόφασης και αναλύεται σε θετικό ( υποχρέωση του δικαστή να δεχθεί ως δεδομένο ένα κριθέν ζήτημα) και αρνητικό δεδικασμένο ( την υποχρέωση του δικαστηρίου να μην αποκλείνει από αυτό).
Γ) Σταθερότητα, συνέπεια, συνοχή των κανόνων δικαίου. Σε περίπτωση νομοθετικών τροποποιήσεων ο πολίτης δεν θα πρέπει από την ενέργεια αυτή να επιβαρυνθεί υπέρμετρα, για αυτό τον λόγο θεσπίζονται και οι λεγόμενες μεταβατικές διατάξεις.
Δ) Μη αναδρομική εφαρμογή του κανόνα δικαίου. Πέρα από τις ειδικότερες συνταγματικές απαγορεύσεις της αναδρομικότητας ( άρθρο 77 παρ. 2 , άρθρο 78 παρ.2 για τους ψευδοερμηνευτικούς και τους φορολογικούς νόμους αντίστοιχα) γίνεται δεκτό ότι η αναδρομική εφαρμογή ενός νόμου επιτρέπεται ως εξαίρεση μόνο αν είναι γενικός, δεν προσκρούει σε μία από τις ειδικές απαγορεύσεις και υπάρχουν επαρκείς λόγοι δημοσίου συμφέροντος.
Στην εξεταζόμενη απόφαση 1833//2021 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η πλειοψηφία δέχθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 95 παρ.1 του ν. 4387/2016 αντίκειται στην ασφάλεια δικαίου ως προς την αναδρομική εφαρμογή της εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή των εισφορών και για τις αξιώσεις που είχαν γεννηθεί μέχρι την έναρξη ισχύος της διάταξης αλλά δεν είχαν ακόμη παραγραφεί. Εν προκειμένω, το ΣτΕ δεν δέχεται ως λόγο δημοσίου συμφέροντος για την αναδρομική εφαρμογή της εικοσαετίας τα τροχοπέδη που αντιμετώπισε κατά το 2016 ο τότε νεοσυσταθείς ΕΦΚΑ κατά την οργάνωσή του και κατά την ένταξη σε αυτόν των υπόλοιπων φορέων κοινωνικής ασφάλισης, καθώς το γεγονός αυτό ενδεχομένως υποκρύπτει υπαίτια αδράνεια για την είσπραξη των απαιτήσεων τους.
Προς αυτή την κατεύθυνση, αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί η υπόθεση που εισήχθη ενώπιον του ΕΔΔΑ “ΣΙΝΕ ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΗΣ ΑΕΕ κατά Ελλάδος”. Πιο αναλυτικά, η εταιρεία “ΣΙΝΕ ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΗΣ ΑΕΕ” άσκησε αίτηση ακυρώσεως κατά της άδειας οικοδομής και άδειας λειτουργίας των ανταγωνιστών εταιρειών της, με κεντρικό νομικό της ζήτημα το εάν μπορεί να εξεταστεί η νομιμότητα μίας οικοδομικής άδειας στο στάδιο εξέτασης της νομιμότητας της άδειας λειτουργίας ή αν κάτι τέτοιο προσκρούει στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ( απορρέουσα από την ασφάλεια δικαίου) και στην αρχή της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρήθηκε διάσταση της νομολογίας μεταξύ του Δ’ και Ε’ Τμήματος του ΣτΕ. Το Δ’ Τμήμα υποστήριξε ότι η επανεξέταση του ζητήματος της νομιμότητας της οικοδομικής άδειας θα παραβίαζε την ως άνω αρχή, ενώ το Ε’ Τμήμα δέχθηκε πως η επανεξέταση επιβάλλεται από την αρχή της προστασίας του περιβάλλοντος και πως δεν χωρεί εφαρμογή η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στην περίπτωση που η κατάσταση δημιουργήθηκε κατόπιν παραβίασης συνταγματικών διατάξεων. Τελικά μετά από επανάληψη η υπόθεση εισήχθη προς εκδίκαση στο Δ’ Τμήμα, το οποίο και απέρριψε την αίτηση.
Το ΕΔΔΑ αρχικά υπογράμμισε ότι οι νομολογιακές αποκλίσεις γεννούν αβεβαιότητα, ανασφάλεια και κλονίζουν το αίσθημα εμπιστοσύνης των διοικουμένων στη δικαιοσύνη, ενόψει του γεγονότος πως η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεσμεύει εξίσου και τις 3 λειτουργίες και τον ρόλο της Ολομέλειας ενός Ανώτατου Δικαστηρίου, ο οποίος είναι η άρση των νομολογιακών αντιφάσεων μεταξύ των κατώτερων δικαστηρίων αλλά και μεταξύ των τμημάτων του. Εν προκειμένω έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθιστούν τις αποκλίσεις θεμιτές και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ( Δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης) και πιο συγκεκριμένα για παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.
3) Ο θεσμός της πιλοτικής δίκης ως ζήτημα άμεσα συνδεδεμένο με την αρχή της ασφάλειας δικαίου
Όπως αναφέρεται και ανωτέρω, στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 κατοχυρώνεται ο δικονομικός θεσμός της πρότυπης-πιλοτικής δίκης. Συγκεκριμένα ορίζει τα εξής : “ Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας […{, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων”. Η ratio της διάταξης εδράζεται στο να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο του αυξημένου φόρτου εργασίας των διοικητικών δικαστηρίων και του κινδύνου έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, όταν μέσω διαφορετικών διοικητικών υποθέσεων τίθεται ενώπιον των διοικητικών δικαστών το ίδιο νομικό ζήτημα, κάτι το οποίο είναι προφανώς αντίθετο με την ασφάλεια δικαίου υπό τις πτυχές που αναλύσαμε. Χρειάζεται δε, να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις: να πρόκειται για ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και να έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι ο αριθμός των διαφορών που είναι ήδη εκκρεμείς στα δικαστήρια δεν επιδρά.
Εν προκειμένω, το Συμβούλιο έκρινε ότι το ζήτημα της συνταγματικότητας της εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων του ΕΦΚΑ που προκύπτει από την ασκηθείσα προσφυγή, αποτελεί τω όντι θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος το οποίο και έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, καθώς αφορά όλους τους βεβαρημένους με ασφαλιστικές εισφορές διοικουμένους.
Προσωπική θέση γράφουσας:
Η παραγραφή ως θεσμός του δικαίου επιτελεί μία από τις πιο σημαντικές λειτουργίες. Μέσω της εξασθένισης και αποδυνάμωσης μίας αξίωσης, ο δικαιούχος που επέδειξε αδράνεια δεν μπορεί πλέον να την ικανοποιήσει και να στραφεί κατά του οφειλέτη. Ως αποτέλεσμα, εμπεδώνεται η ειρηνευτική λειτουργία του δικαίου, εδραιώνεται η ασφάλεια των συναλλαγών και πραγματώνονται δύο θεμελιώδεις αρχές του διοικητικού δικαίου, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η σταθερότητα των διοικητικών καταστάσεων. Ακριβώς λοιπόν για αυτόν τον λόγο, η παραγραφή μίας αξίωσης του ΕΦΚΑ πρέπει να έχει τέτοια διάρκεια, ώστε αφενός να προβλέπεται επαρκής χρόνος για κίνηση της διαδικασίας της είσπραξης των δημοσίων εσόδων κατά τον ΚΕΔΕ, αφετέρου να μην εκτείνεται σε μακρότερη της αναγκαίας για τον σκοπό αυτό διάρκεια, καθώς διαιωνίζεται το αίσθημα αβεβαιότητας και αιφνιδιασμού στους διοικουμένους, το ασφαλιστικό σύστημα πάσχει από αστάθεια και απραξία των φορέων του με αποτέλεσμα να διαψεύδεται η εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτό και να οδηγούμαστε σε αντικοινωνικά φαινόμενα όπως αυτό της ανασφάλιστης ή υποδηλωμένης εργασίας. Συνεπώς, την γράφουσα βρίσκει σύμφωνη η άποψη περί αντισυνταγματικότητας της εικοσαετούς παραγραφής και την υιοθέτηση της δεκαετούς παραγραφής με πλήρωση του κενού που ανακύπτει, δεδομένου μάλιστα ότι η δεκαετία αποτελεί τον πλέον εύλογο και επαρκή χρόνο για την κινητοποίηση του ΕΦΚΑ και ήταν ο κανόνας στο προϊσχύσαν δίκαιο πριν την νομοθετική μεταρρύθμιση του 2016.
Βιβλιογραφία
1. Βλαχόπουλος Σπυρίδων (2017), Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
2. Οικονόμου Αρετή-Διπλωματική Εργασία (2018),Η αρχή της ασφάλειας δικαίου στο διοικητικό δίκαιο, Νεότερες νομολογιακές εξελίξεις
3. Πρεβεδούρου Ευγενία Β.-Νομικό άρθρο (2019), όρια της δικαιοπλαστικής εξουσίας του δικαστή, νομολογιακή συνοχή και ασφάλεια δικαίου, με αφορμή την απόφαση ΣτΕ Ολ. 689/2019
4. Χρυσόγονος Κώστας, Βλαχόπουλος Σπυρίδων (2017) , Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
Παρίσση Αμαλία, φοιτήτρια του 4ου έτους της Νομικής Σχολής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,
Mέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του “ The Law Project”
Comments