Της Χρυσούλας Αθανασάτου
Προσωρινή Δικαστική Προστασία - ΣτΕ 263/2020
Υπόθεση
Η Επιτροπή Αναστολών του Συµβουλίου της Επικρατείας συσκέφθηκε κατά το νόµο στις 18 Νοεµβρίου 2020, εξετάζοντας την αίτηση από την 16 Νοεµβρίου 2020, περί αναστολής της εκτέλεσης της υπ’ αριθµ. 1029/8/18/13.11.2020 αποφάσεως του Αρχηγού της Ελλ.Αστυνοµίας µε τίτλο «Δηµόσιες Υπαίθριες Συναθροίσεις» (ΦΕΚ Β’ 5046/14.11.2020) κατ’ άρθρο 52 του π.δ.18/1989, η οποία είχε πρωτύτερα προσβληθεί µε αίτηση ακυρώσεως. Οι αιτούντες επιθυµούσαν προσωρινή δικαστική προστασία για απο την συγκεκριµένη διοικητική πράξη που θα περιόριζε το δικαίωµά τους να πραγµατοποιήσουν εορταστικές διαδηλώσεις ενόψει της γιορτής του Πολυτεχνείου, πορεία και κατάθεση στεφάνων. Η απόφαση αυτή του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνοµίας αφορούσε την απαγόρευση των δηµόσιων υπαίθριων συναθροίσεων εν συνόλω, τεσσάρων και άνω ατόµων, σε όλη την Επικράτεια για την χρονική διάρκεια από 15.11.2020 ώρα 6.00 π.µ. εως και 18.11.2020 ώρα 9.00 µ.µ. (ΕΑ του ΣτΕ 263/2020 §1).
Σκοπός της ήταν η αντιµετώπιση σοβαρού κινδύνου δηµόσιας υγείας, που συνίσταται στον σοβαρό κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού COVID-19. Ο σηµαντικός αυτός περιορισµός λήφθηκε κατόπιν οµόφωνης γνώµης της Εθνικής Επιτροπής Δηµόσιας Υγείας για την αντιµετώπιση της πανδηµίας και την βελτίωση των επιδηµιολογικών δεδοµένων στις 4.11.2020.
Η απόφαση αυτή (υπ’ αριθµόν 1029/8/18/13.11.2020) είχε πρότερα προσβληθεί από τους αιτούντες µε αίτηση ακυρώσεως, η οποία θα δικαζόταν στις 4.12.2020, δηλαδή µετά το πέρας της διάρκειας των αυστηρών περιοριστικών µέτρων που είχαν επιβληθεί από προσβαλλόµενη απόφαση. Οι αιτούντες την αναστολή εκτέλεσης, το πολιτικό κόµµα «Μερα 25» και ο εκπροσωπός του, υποστήριξαν κυρίως ότι θα υποστούν οριστική και ανεπανόρθωτη βλάβη από την προσβαλλόµενη πράξη καθώς στερούνται το δικαίωµά τους να συναθροιστούν και να µεταβούν οµαδικώς ως πολιτικός σχηµατισµός στον χώρο του Πολυτεχνείου να τιµήσουν την επέτειο της 17ης Νοεµβρίου.
Νοµική Ερµηνεία των Πραγµατικών Περιστατικών
Η απόφαση (1029/8/18/13.11.2020) του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνοµίας, αποτελεί µια διοικητική πράξη (αρθ.16επ.ΚΔΔιαδικασίας) καθώς θεσπίστηκε µονοµερώς από όργανο της διοίκησης και µε σκοπό την επιδίωξη δηµόσιου συµφέροντος, που είναι η προστασία της υγείας των πολιτών ενώ µέσω αυτής γίνεται ενάσκηση δηµόσιας εξουσίας στους διοικουµένους. Συγκεκριµένα, η πράξη αυτή της διοίκησης έχει κανονιστικό χαρακτήρα καθώς περιέχει απρόσωπο κανόνα δικαίου αυτόν της απαγόρευσης της συνάθροισης τεσσάρων και άνω ατόµων, αφορά δηλαδή συναθροίσεις όλων των διοικουµένων αφηρηµένα και γενικά. Η έκδοση της προέκυψε κατόπιν συνήθους νοµοθετικής εξουσιοδότησης (Σ 43§2β΄εδ.) που δόθηκε από την πράξη νοµοθετικού περιεχοµένου (ΦΕΚ68/Α’/20.3.2020) του εξαιρετικού νοµοθετικού οργάνου, ήτοι του υπουργ. συµβουλίου µε προσυπογραφή της Προέδρου της Δηµοκρατίας Σ 44§1. Η Π.Ν.Π. η οποία κυρώθηκε και απέκτησε στο εξής ισχύ τυπικού νόµου (αρθ.1 Ν4683/10.4.2020) µε θέµα τα «Κατεπείγοντα µέτρα για την αντιµετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, τη στήριξη της κοινωνίας και της επιχειρηµατικότητας και τη διασφάλιση της οµαλής λειτουργίας της αγοράς και της δηµόσιας διοίκησης” εδράζεται σε διάταξεις συντάγµατος κατ’ αρχάς Σ 21§3,18 §3.
Επιπλέον η συνταγµατική κατοχύρωση του κοινωνικού δικαιώµατος στην προστασία της υγείας του άρθρου 21 παρ.3 αφορά αφενός την υποχρέωση του κράτους να λαµβάνει µέτρα για την διατήρηση και την αποκατάσταση της υγείας των πολιτών (status possitivus), αφετέρου ως ατοµικό δικαίωµα υποχρεώνει τα κρατικά όργανα και κάθε άλλο νοµικό πρόσωπο µε νοµική προσωπικότητα όπως ένα πολιτικό κόµµα (αρθ.29§6 Ν.3023/2002) ή ιδιωτικό υποκείµενο να απέχουν από ενέργειες που προσβάλλουν την υγεία των πολιτών. Οι γενικοί κανόνες που διέπουν την προστασία της υγείας τίθενται και στο ενωσιακό δίκαιο όπως στο άρθρο 168 ΣΛΕΕ, το άρθρο 35 του Χάρτη Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ε.Ε. και σε διεθνή κείµενα όπως στον καταστατικό Χάρτη του Παγκόσµιου Οργανισµού Υγείας, όπου δίνεται ευρύς ορισµός της υγείας ως “κατάσταση πλήρους σωµατικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι µόνο η απολύτρωση από ασθένεια και αναπηρία” και στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του Συµβουλίου της Ευρώπης ρητά (αρθ.11παρ.1), όπου προβλέπεται η υποχρέωση των κρατών να άρουν τις αιτίες που προκαλούν διατάραξη της υγείας. Ακόµα, κατά το άρθρο 25 παρ.4 Σ το κράτος δικαιούται να αξιώνει κοινωνική και εθνική αλληλεγγύη απο όλους τους πολίτες, συνεπώς γεννάται υποχρέωση στους πολίτες να απέχουν από συµπεριφορές που θα έθεταν σε κίνδυνο την δηµόσια υγεία.
Θα µπορούσαµε να παραλληλίσουµε την επιτακτική ανάγκη προστασίας του αγαθού της υγείας και τα αυστηρά περιοριστικά µέτρα που λαµβάνει το κράτος µε την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τοµέα του περιβάλλοντος που χαρακτηρίζεται µεταξύ άλλων στις αρχές της προφύλαξης, της προληπτικής δράσης και της επανόρθωσης. Τα µέτρα πρόληψης για το περιβάλλον υπαγορεύονται και τη συνταγµατική επιταγή του αρθ.24Σ ενώ λαµβάνονται µόνο όταν ο κίνδυνος για την υγεία είναι υπαρκτός, όταν δηλαδή υπάρχει επιστηµονικό τεκµήριο για την βλαβερή επίδραση µιας δραστηριότητας και η πρόκληση συγκεκριµένη ζηµίας για το περιβάλλον, την ανθρώπινη υγεία ή ζωή είναι αναµενόµενη κατά την κοινή πείρα.
Απο την άλλη πλευρά, η προσβαλλόµενη ΚΔΠ - απόφαση του Αρχηγού της ΕλΑΣ έθετε περιορισµό σε σηµαντικό βαθµό, χωρίς όµως να αναστέλλει ολοσχερώς, στο συλλογικό θεµελιώδες δικαίωµα της ελευθερίας της συναθροίσεως. Αυτό κατοχυρώνεται στην ελληνική έννοµη τάξη και στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δικαιο καθώς και σε διεθνή κείµενα Σ11, ΕΣΔΑ11, ΧΘΔΑ12. Είναι µια έκφανση της ελευθερίας των ενώσεων και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας των ανθρώπων Σ5§1 ενώ αποτελεί το παλαιότερο δικαίωµα συλλογικής δράσης και αναλύεται σε επιµέρους ελευθερίες, όπως ελευθερία διοργάνωσης, διεξαγωγής, διεύθυνσης και παρουσίας στην συνάθροιση (status activus). Η ολοσχερής απαγόρευση του θα ήταν συνταγµατική µόνο σε κατάσταση πολιορκίας µε απόφαση της Βουλής κατά το άρθρο 48Σ. Στην περίπτωση αυτής της υπόθεσης δεν θεωρείται ότι θίγεται ο πυρήνας του δικαιώµατος αφού επιτρέπεται η συνάθροιση κάτω από 4 άτοµα και το µέτρο ήταν προσωρινό. Επίσης εξυπηρετείται δηµόσιος σκοπός, η διασφάλιση του αγαθού της δηµόσιας υγείας. Η ΚΔΠ είναι κατάλληλη ως πρόσφορη κατα την αρχή της αναλογικότητας αφού υπάρχει αιτιώδης σύνδεσµος µε τον σκοπό της και πληρούται το κριτήριο της strictu sensu αναλογικότητας καθώς το κόστος του µη εορτασµού της επετείου µε διαδηλώσεις ήταν σαφώς µικρότερο από το όφελος της µη διασποράς του κορωνοιού. Η µολυνση του πληθυσµού από τον COVID-19 βρισκόταν σε έξαρση όταν κοινοποιήθηκε η απόφαση (14.11.2020) και υπήρχε επιτακτική ανάγκη καταστολής της κατά την Εθνική Επιτροπή Προστασίας της Δηµόσιας Υγείας, η οποία έκανε την αιτιολόγηση.
Οι αιτούντες την ακύρωση της πράξης υποστήριξαν οτι γίνεται αναστολή του δικαιώµατός τους για συνάθροιση ολοσχερώς όπως σε περίπτωση κατάστασης πολιορκίας και ότι παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (25παρ.1 Σ) απο αυτή την πράξη, ως προς την αναγκαιότητα του µέτρου αφού οπως ισχυρίστηκαν, υπήρχαν ηπιότερα µέτρα όπως χρήση µάσκων και τήρησης αποστάσεων κατά την συνάθροιση για τον εορτασµό της επετείου. Εποµένως, προσέβαλαν ως καταχρηστικό αυτόν τον περιορισµό την διοίκησης µε αίτηση ακυρώσεως κατά της ΚΔΠ (αρθ. 45 π.δ.18/1989), η οποία περιέρχεται στην δικαστική αρµοδιότητα του ΣτΕ.
Νοµικό Ζήτηµα: Η Προσωρινή Δικαστική Προστασία
Ωστόσο, από την έκδοση κάθε πράξης της διοίκησης όπως της εν λόγω κανονιστικής διοικητικής πράξης του Αρχηγού της ΕλλΑΣ, επέρχονται οι έννοµες συνέπειές της καθώς έχει εκ του συντάγµατος Τεκµήριο Νοµιµότητας και εκτελεστότητα. Αυτό σηµαίνει ότι εκλαµβάνεται ως νόµιµη µια κανονιστική διοικητική πράξη µέχρι να ανακληθεί από το όργανο που την εξέδωσε ή να ακυρωθεί ολοσχερώς δικαστικά και εφαρµόζονται οι κανόνες δικαίου ανευ εταίρου, χωρίς έγκριση από άλλο όργανο ή δικαστική απόφαση. Γι’ αυτό το λόγο έχει κατοχυρωθεί νοµοθετικά ο θεσµός της προσωρινής δικαστικής προστασίας, ο οποίος πηγάζει από το αρθ.20 §1Σ. Στις διοικητικές διαφορές από µόνη της η ενάσκηση των ένδικων βοηθηµάτων, όπως η αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ, δεν επιφέρει αυτόθροα την αναστολή εκτέλεσης µιας διοικητικής πράξης.
Η προσωρινή δικαστική προστασία επιτυγχάνεται κυρίως είτε µε αίτηση αναστολής εκτέλεσης είτε µε ασφαλιστικά µέτρα. Για την ευδοκίµηση της αιτήσεως αναστολής (αρθ.52 π.δ.18/89), που ασκήθηκε εν προκειµένω, θα πρέπει να πληρούνται ορισµένες προϋποθέσεις. Αρχικά, όπως έχει προαναφερθεί η αίτηση αναστολής είναι παρεπόµενη δυνατότητα µιας αίτησης ακυρώσεως. Μετά την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά της ακυρωτικής απόφασης, µπορεί να ζητηθεί µε ιδιαίτερη αίτηση, κατ’ άρθρ. 52 π.δ. 18/89 η αναστολή εκτέλεσης της πράξης. Πρέπει να προβλέπονται οι ειδικοί λόγοι που δικαιολογούν τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης και να προσκοµισθούν τα αποδεικτικά στοιχεία, βλ. ά. 52 π.δ. 18/89.
Θα πρέπει επίσης να είναι ρητή και ατοµική η προσβαλλόµενη πράξη και να µην έχει εκτελεστεί κατά το µεγαλύτερο µέρος της (ΕΑ του ΣΕ 99,506,520/1990) για να γίνει δεκτή η αναστολή, αλλιώς δεν θα εχει αντικείµενο η αναστολή εκτελέσεώς της. Όµως η αίτηση αναστολής αυτή στρέφεται κατ’ εξαίρεση προς µια ΚΔΠ κατά της οποίας χωρεί αναστολή µόνο όταν προκύπτει άµεση βλάβη και αυτή αν ευδοκιµήσει ισχύει µόνο για τον αιτούντα ατοµικώς.
Επιπλέον απαιτείται να µην είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιµη η αίτηση ακυρώσεως (αρθ.52§7 π.δ.18/89). Η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή όταν κρίνεται πως η άµεση εκτέλεσή της πράξης, θα προκαλέσει βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιµη για τους αιτούντες την αίτηση ακυρώσεως µέχρι την εκδίκασή της (αρθ.52 §6 π.δ.18/89). Η βλάβη θα πρέπει να είναι άµεση και συγκεκριµένη, να µην στηρίζεται σε δικαίωµα τρίτου και να αποδεικνύεται από τον αιτούντα ή να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου. Ως τελικό κριτήριο παραδεκτού της αίτησης αναστολής είναι η στάθµιση της βλάβης του αιτούντος, των συµφερόντων των τρίτων και του δηµοσίου συµφέροντος από την απόρριψή της καθώς και της ωφέλειας από την αποδοχή της.
Στην κρινόµενη υπόθεση υπήρξε προηγούµενη αίτηση ακυρώσεως κατά της Απόφασης του Αρχηγού της ΕλλΑΣ κατατεθειµένη εντός 60 ηµ. από την κοινοποίηση της ΚΔΠ-αρθ.46 π.δ.18/1986, ωστε ως προς το εµπρόθεσµο να µην είναι προδήλως απαράδεκτη. Ωστόσο όµως όπως κατέληξε η Επιτροπή Αναστολών το κύριο ένδικο βοήθηµα της αυτής πράξης είναι προδήλως (νόµω) αβάσιµο (ΕΑ του ΣτΕ 263/2020 §7) κατά το άρθ.52 παρ.7 π.δ.18/89 ήτοι η απόφαση που έθετε τον περιορισµό της συνάθροισης δεν προκάλεσε βλάβη ανεπανόθρωτη ή δυσχερώς επανορθώσιµη για τους αιτούντες. Επιπροσθέτως η ισχύς της απόφασης θα έπρεπε να είχε ανασταλεί από όταν κατατέθηκε η αίτηση αναστολής (16.11.2020) κατά την αρχή της χρηστής διοίκησης, µια µέρα µετά δηλαδή της έναρξης ισχύος της (15.11.2020). Όµως η προς αναστολή διοικητική πράξη επιβάλλει αποχή από συνάθροιση και όχι δράση από τους πολίτες και επίσης λόγω της σοβαρής διακινδύνευσης της υγείας από τη µη εκτέλεσή της , δεν ίσχυσε η αναστολή από όταν κατατέθηκε η αίτηση.
Χρυσούλα Αθανασάτου,
Φοιτήτρια 3ου έτους Νομικής Σχολής Αθηνών, κατόπιν κατατακτηρίων εξετάσεων,
Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων του The Law Project
Βιβλιογραφία:
1. Βλαχόπουλος Σπ.(2017), Θεµελιώδη Δικαιώµατα: Ατοµικά, Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώµατα, Νοµική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
2. Γαλάνης, Π. (2020), Σύγχρονες προσεγγίσεις στο Δίκαιο του Περιβάλλοντος, σελ. 21-29.
3. Γαλάνης Π., (2019), Η σηµασία, η θέση και η νοµολογιακή εφαρµογή των αρχών της προφύλαξης και της πρόληψης στο Ιδιωτικό Δίκαιο Περιβάλλοντος, Περιβάλλον και Δίκαιο (ΠερΔικ) 4/2019, σελ. 598–606.
4. Παντελής Α. (2016), Εγχειρίδιο Συνταγµατικού Δικαίου, εκδ.3, Λιβάνη, Αθήνα
5. Σπηλιωτόπουλος Επ.(2017), Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, τοµ.Ι, έκδοση15, Νοµική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σελ.88-90
6. Σπηλιωτόπουλος Επ.(2015), Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, τοµ.ΙΙ, εκδ.15, Νοµική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
Comments