top of page

Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, το Σύνταγμα και οι συνέπειες της άρνησης - ΣτΕ 2387/2020


Του Πάνου Δόμαλη


Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, το Σύνταγμα και οι συνέπειες της άρνησης - ΣτΕ 2387/2020



Η υπόθεση αφορά την διαγραφή νηπίου από δημοτικό βρεφονηπιακό σταθμό λόγω άρνησης των γονέων να ολοκληρώσουν τον εκ του νόμου υποχρεωτικό εμβολιασμό του.



Μερικές σύντομες εισαγωγικές σκέψεις σχετικά με την λέξη «υποχρεωτικός» και το περιεχόμενό της:


Στη συζήτηση που γίνεται σχετικά με τον εμβολιασμό έχει καθιερωθεί η λέξη «υποχρεωτικότητα», η οποία όμως ουκ ολίγες φορές έχει οδηγήσει σε παρανοήσεις. Υποχρεωτικότητα δεν σημαίνει φυσική βία. Η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια ότι υπάρχουν συνέπειες για όποιον δεν συμμορφώνεται με το μέτρο. Πρόκειται δηλαδή για μια έμμεση υποχρεωτικότητα δια της απειλής κυρώσεων και περιορισμών. Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού δεν συνεπάγεται δηλαδή δεσμευτική επιβολή του εμβολίου δια του φυσικού καταναγκασμού. Κάτι τέτοιο θα ήταν άλλωστε αντίθετο με την θεσμοθετημένη προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας όπως αυτή κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και τα υπερεθνικά νομικά κείμενα.

Οι συζητήσεις με αφορμή την πανδημία, έφεραν στην επικαιρότητα και διάφορες πρακτικές αμφίβολης συνταγματικότητας όπως για παράδειγμα ο αποκλεισμός των αρνητών των εμβολίων από την υγειονομική περίθαλψη. Ο Γ. Καραβοκύρης έχει επισημάνει σε άρθρο του (Οι συνέπειες της άρνησης αγγίζουν τους τρίτους, ειδικά σε μια καταιγιστική πανδημία, εφημερίδα «Τα Νέα», 2/1/2021) πως οι περιορισμοί δεν θα πρέπει να στερούν από τους αρνητές των εμβολίων το δικαίωμα στην κοινωνική πρόνοια, το οποίο όλοι πρέπει να έχουν· ακόμα και οι αυτοκαταστροφικοί, όπως εύστοχα αναφέρει. Οι κυρώσεις και οι περιορισμοί για όσους δεν εμβολιάζονται, δεν έχουν τιμωρητικό και εκδικητικό χαρακτήρα, αλλά επιβάλλονται εκ του κρατικού καθήκοντος να ληφθούν μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας.


Η λέξη υποχρεωτικός επομένως χρησιμοποιείται γλωσσικά ως αντώνυμο της λέξης προαιρετικός, δεν έχει όμως την εκ πρώτης αναμενόμενη κυριολεκτική σημασία και επ΄ουδενί δεν συνεπάγεται φυσική βία και προσβλητική για την προσωπικότητα του ατόμου μεταχείριση.



Η κρινόμενη υπόθεση


Σύντομη αναφοράτων πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης:


Με την απόφαση αυτή, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε το αίτημα γονέων να ακυρωθεί η πράξη διαγραφής του ανεμβολίαστου παιδιού τους από τον βρεφονηπιακό σταθμό του Δήμου τους. Για τους δημοτικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς, η σχετική νομοθεσία θέτει τον εμβολιασμό για ορισμένες ασθένειες, ως προϋπόθεση για την εγγραφή. Η μη συμμόρφωση με την παραπάνω υποχρέωση, επιτρέπει στο Διοικητικό Συμβούλιο του νομικού προσώπου στο οποίο ανήκει ο σταθμός ή αν λειτουργεί ως υπηρεσία του Δήμου, στο Δημοτικό Συμβούλιο, να απομακρύνει το ανεμβολίαστο νήπιο, διαγράφοντάς το. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το Διοικητικό Συμβούλιο του Δήμου Δράμας προέβη στη διαγραφή τεσσάρων ανεμβολίαστων νηπίων -μεταξύ των οποίων- και της κόρης των αιτούντων. Το ΣτΕ αιτιολόγησε την απόρριψη του αιτήματος, δίνοντας απαντήσεις σε ζητήματα Διοικητικού Δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό το πρίσμα του ελληνικού Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.


Οι βασικές θέσεις των αιτούντων γονέων


Σκέψη 12: « […] προβάλλεται ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις παραβιάζονται σε βάρος των αιτούντων και της ανήλικης κόρης τους η αρχή της ισότητας, το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην συμμετοχή στην κοινωνική ζωή της χώρας, η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και η αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτά κατοχυρώνονται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 8 της ΕΣΔΑ και 25 παρ.1 του Συντάγματος». Από την απόφαση συνάγεται ότι ο ισχυρισμός περί παραβίασης των παραπάνω δικαιωμάτων προέκυψε τόσο από την ίδια την υποχρέωση εμβολιασμού των νηπίων όσο και από την πράξη διαγραφής της κόρης των αιτούντων.

Σκέψη 14: «[…] προβάλλεται ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις παραβιάζεται το δικαίωμα των αιτούντων και της ανήλικης κόρης τους σε δωρεάν παιδεία, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο16 παρ. 4 του Συντάγματος και από το άρθρο 14 παρ. 1 και 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ».

Σκέψη 15: «[…] προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εξεδόθη κατά παράβαση νόμου, διότι ο Πρότυπος Κανονισμός Λειτουργίας Δημοτικών Παιδικών και Βρεφονηπιακών Σταθμών δεν προβλέπει λόγους και διαδικασία διαγραφής παιδιών, άλλως ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι νομίμως αιτιολογημένες, εκδόθηκαν κατά παράβαση των κανόνων ανάκλησης των διοικητικών πράξεων και καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης».



Ανάλυση και σχολιασμός των σκέψεων της απόφασης



Η αρχή της ισότητας και η πράξη διαγραφής του νηπίου:


Αναφορικά με την αρχή της ισότητας, προβάλλεται πως η κόρη των αιτούντων «τυγχάνει διαφορετικής μεταχείρισης από τα συνομήλικα παιδιά και συμμαθητές της, χωρίς να υφίσταται λόγος προς τούτο». Στη σκέψη 13 της σχολιαζόμενης απόφασης του Δικαστηρίου εξηγείται γιατί η αρχή της ισότητας δεν θίγεται από το μέτρο της διαγραφής του ανεμβολίαστου νηπίου.


Πως κατέληξε το Δικαστήριο στην κρίση του αυτή;

Η αρχή της ισότητας επιβάλλει την όμοια αντιμετώπιση των όμοιων περιπτώσεων και την ανόμοια μεταχείριση των ανόμοιων περιπτώσεων. Ο Πρότυπος Κανονισμός Λειτουργίας Δημοτικών Παιδικών και Βρεφονηπιακών Σταθμών(εφεξής Κανονισμός Λειτουργίας) προβλέπει τον εμβολιασμό ως προϋπόθεση της εγγραφής, θέτοντας έτσι ένα κριτήριο (τον εμβολιασμό ή μη) το οποίο και διαφοροποιεί ουσιωδώς τα παιδιά. Ο λόγος για τον οποίο δεν θίγεται η αρχή της ισότητας γίνεται περισσότερο κατανοητός αν εξετάσουμε και από την κρίση του Δικαστηρίου ότι «θα αντέκειτο στην αρχή της ισότητας η αξίωση προσώπου να μην εμβολιαστεί, επικαλούμενο ότι δεν διατρέχει ατομικό κίνδυνο, εφόσον διαβιώνει σε ασφαλές περιβάλλον οφειλόμενο στο γεγονός ότι τα άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντός του έχουν εμβολιαστεί». Δηλαδή αν το ανεμβολίαστο παιδί γινόταν δεκτό σε ένα περιβάλλον εμβολιασμένων παιδιών, τότε θα υπήρχε πράγματι παραβίαση της αρχής της ισότητας σε βάρος όμως των εμβολιασμένων παιδιών, των οποίων οι γονείς επωμίστηκαν και το αναγκαίο ρίσκο των παρενεργειών των εμβολίων. Η αρχή της ισότητας, σε μια τέτοια περίπτωση, θα θιγόταν καθώς το νήπιο, έχοντας παρακάμψει την υποχρέωση να εμβολιαστεί, θα είχε την ίδια μεταχείριση με τα υπόλοιπα επαρκώς εμβολιασμένα νήπια. Θα επρόκειτο δηλαδή για μια όμοια μεταχείριση επί ανόμοιων περιστατικών. Επομένως, η πράξη της διαγραφής από τον σταθμό, όχι μόνο δεν θίγει την αρχή της ισότητας, αλλά είναι μάλιστα επιβεβλημένη προκειμένου να διαφυλαχθεί η αρχή της ισότητας.



Οι θέσεις των αιτούντων γονέων κατά της υποχρεωτικότητας:


Οι αιτούντες την ακύρωση γονείς προέβαλαν ορισμένα επιχειρήματα προκειμένου να θεμελιώσουν την άποψη ότι ο εμβολιασμός δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικός. Αρχικά αναφέρθηκαν στον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας και σε ένα έγγραφο της Διοίκησης σύμφωνα με τα οποία ο εμβολιασμός αποτελεί συνιστώμενη και όχι υποχρεωτική ιατρική πράξη. Η μη υποχρεωτικότητα επικουρείται επιχειρηματολογικά από την αδυναμία της Διοίκησης να εγγυηθεί ότι δεν θα υπάρξει καμία παρενέργεια όπως αυτές που προήλθαν από άλλα εμβόλιαστο παρελθόν. Τέλος η υποχρεωτικότητα του μέτρου είναι αντίθετη με το 5 Σ και με τα 8, 9, 10 της ΕΣΔΑ.



Η απάντησητου Δικαστηρίου:

Το ΣτΕ απαντά ότι το Κράτος έχει εκ του Συντάγματος υποχρέωση (χωρίς να αναφέρει το άρθρο, το οποίο είναι το 21§3 Σ) να προστατέψει την υγεία των πολιτών. Η προστασία αυτή εμπεριέχει τη λήψη θετικών μέτρων τόσο για την πρόληψη, όσο και για την αντιμετώπιση μεταδοτικών ασθενειών που αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Ως εκ τούτου δικαιολογείται και η πρόβλεψη εμβολιασμού για αυτές τις ασθένειες. Το Δικαστήριο αναγνώρισε πράγματι ότι «Το μέτρο του εμβολιασμού, καθ’ εαυτό, συνιστά σοβαρή μεν παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και δη στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτού» παρόλα αυτά έκρινε πως ο εμβολιασμός μπορεί να θεωρηθεί ως σύμφωνος με το Σύνταγμα εφόσον συντρέχουν δύο προϋποθέσεις· πρώτον, να προβλέπεται από ειδική νομοθεσία η οποία είναι σύμφωνη με την Ιατρική επιστήμη και δεύτερον, να προβλέπεται η δυνατότητα εξαίρεσης από τον εμβολιασμό αν υπάρχουν ιατρικοί λόγοι που καθιστούν την εξαίρεση απαραίτητη.

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, ο Χ. Τσιλιώτης ανέδειξε εύστοχα σε άρθρο [βλ. «Συνταγματικός ο υποχρεωτικός εμβολιασμός – Σχόλιο στην ΣτΕ (Δ’ Τμήμα) 2387/2020, Syntagma Watch] το πρόβλημα που θα προκύψει αν τυχόν κάποιος αρνούμενος να εμβολιαστεί, παρουσιάσει στον Δικαστή, επιστημονικά δεδομένα προς αμφισβήτηση εκείνων στα οποία βασίστηκε η υποχρεωτικότητα του μέτρου. Ο Δικαστής θα αντιμετωπίσει μια κατάσταση όπου θα έχει να κρίνει αντιτιθέμενα ιατρικά επιστημονικά πορίσματα τα οποία ξεπερνούν τον δικαστικό έλεγχο.


Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο ολοκληρώνει τον συλλογισμό του, κρίνοντας ότι το μέτρο είναι αναγκαίο και πρόσφορο ώστε να προστατευθεί η υγεία -των εμβολιασμένων- και των υπολοίπων που δεν έχουν ακόμη εμβολιαστεί, δεν μπορούν να εμβολιαστούν αλλά και ομάδες του πληθυσμού για τις οποίες ο εμβολιασμός αντενδείκνυται.


Το ζήτημα των παρενεργειών και η αποζημίωση του Κράτους


Παρενέργειες των εμβολίων και δημόσιο συμφέρον

Ως προς τις παρενέργειες που τυχόν προκύψουν από τα εμβόλια, το Δικαστήριο απαντά πως η εμφάνισή τους σε στατιστικά πολύ μικρό αριθμό παιδιών είναι ανεκτή χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Επιπρόσθετα επαναλαμβάνεται πως η υποχρεωτικότητα θεσπίστηκε βάσει έγκυρων επιστημονικών πορισμάτων. Το ΣτΕ δέχεται πως η πιθανότητα παρενεργειών «σε στατιστικώς πολύ μικρό αριθμό περιπτώσεων» είναι ανεκτή χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Η στάθμιση αυτή, που δίνει εύλογα το προβάδισμα στο δημόσιο συμφέρον παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς πιθανότατα θα ήταν ανάλογη αν ποτέ τεθεί ζήτημα υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού κατά της Covid-19.


Η προστασίαόσων εμφανίσουν παρενέργειες

Αναφερόμενο στην ευθύνη για τις τυχόν παρενέργειες από τα εμβόλια, το ΣτΕ απάντησε πως

«[…] δύναται να συντρέχει περίπτωση αποζημίωσης των παθόντων από τις παρενέργειες αυτές για ζημία προκληθείσα όχι από παράνομη αλλά από νόμιμη ενέργεια του Δημοσίου». Το Δικαστήριο εδώ δέχεται δηλαδή πως το Κράτος μπορεί να ενέχεται σε αποζημίωση και για νόμιμη ενέργειά του. Ο εμβολιασμός όμως ο οποίος έγινε κατ’ εφαρμογή νόμου δεν αποτελεί μια παράνομη ενέργεια του Κράτους.

Η Τζούλια Ηλιοπούλου-Στράγγα [βλ. Γενική θεωρία θεμελιωδών δικαιωμάτων, σελ. 163] έχει εκφράσει την άποψη πως το Κράτος ενδεχομένως να ενέχεται σε αποζημίωση και για νόμιμες πράξεις του. Στηρίζει αυτήν την άποψη στην υποχρέωση συμμετοχής στα δημόσια βάρη του άρθρου 4§5 Σ και στη γενική αρχή του δικαίου σύμφωνα με την οποία αυτός που προκαλεί ζημιά, οφείλει να την αποκαταστήσει.

Το Δικαστήριο, αντιλαμβάνεται την αξία που έχει ο εμβολιασμός για το κοινωνικό σύνολο αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζει και την ανάγκη προστασίας των πολιτών. Διατυπώνει λοιπόν αυτήν την θέση, τασσόμενο υπέρ της υποχρεωτικότητας, χωρίς παράλληλα να αφήνει απροστάτευτους όσους τυχόν βλαφθούν από το εμβόλιο. Η αναγνώριση ότι ενδέχεται να υποχρεούται ένα κράτος σε αποζημίωση είναι και μια έμμεση ισχυρή υπενθύμιση προς τα αρμόδια κρατικά όργανα τα οποία θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικά με την εγκυρότητα και την πληρότητα των επιστημονικών πορισμάτων βάσει των οποίων αιτιολογούν την υποχρεωτικότητα.



Η διαγραφή από τον βρεφονηπιακό σταθμό και το δικαίωμα σε δημόσια και δωρεάν παιδεία του άρθρου 16§4 του Συντάγματος.


Στη σκέψη 14 διαβάζουμε πως οι γονείς προέβαλαν τον ισχυρισμό πως η διαγραφή του νηπίου από τον παιδικό σταθμό θίγει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα σε δημόσια δωρεάν παιδεία. Το Δικαστήριο ήδη από τη σκέψη 6 έχει παραθέσει το άρθρο 2 του ν. 1566/1985 «Δομή και λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις» το οποίο ορίζει πως «1. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση παρέχεται, στα νηπιαγωγεία και στα δημοτικά σχολεία. Τα νηπιαγωγεία μπορούν να εντάσσονται και σε κέντρα, στα οποία λειτουργούν μαζί με κρατικούς παιδικούς σταθμούς (παιδικά κέντρα). 2... 3. Η φοίτηση είναι υποχρεωτική στο νηπιαγωγείο, στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο εφόσον ο μαθητής δεν έχει υπερβεί το 16ο έτος της ηλικίας του. Εξάγει λοιπόν το εύλογο συμπέρασμα, πως η προσχολική αγωγή από την οποία το εν λόγω νήπιο αποκλείστηκε λόγω της διαγραφής του δεν υπάγεται στο πεδίο προστασίας του άρθρου 16§4 Σ.


Η πράξη διαγραφής από τον σταθμό και η αρμοδιότητα ανάκλησης διοικητικών πράξεων


Οι αιτούντες προέβαλαν το επιχείρημα πως ο Πρότυπος Κανονισμός Λειτουργίας Δημοτικών Παιδικών και Βρεφονηπιακών Σταθμών, δεν εμπεριέχει πρόβλεψη σχετικά με τους λόγους και τη διαδικασία διαγραφής παιδιών. Επομένως αφού δεν προβλέπεται, η διαγραφή είναι παράνομη. Το ΣτΕ απαντά πως παρά το ότι δεν προβλέπεται ρητά στον Κανονισμό η διαδικασία διαγραφής, το όργανο που εξέδωσε την διοικητική πράξη της εγγραφής είναι και το κατ’ αρχήν αρμόδιο να την ανακαλέσει, σύμφωνα με γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου.

Ωστόσο η αρμοδιότητα ανάκλησης από το ίδιο το εκδόν όργανο κατοχυρώνεται και ρητά στο άρθρο 21 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.


Η πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ (Vavřička and Others v. the Czech Republic) Πρόσφατα δημοσιεύθηκε και η απόφαση Vavřička and Others v. the Czech Republic όπου το ΕΔΔΑ κλήθηκε να απαντήσει σε μια αντίστοιχη υπόθεση ενός Τσέχου πολίτη, στον οποίο αφενός δεν επετράπη να εγγράψει το μη εμβολιασμένο παιδί του σε βρεφονηπιακό σταθμό και αφετέρου του επεβλήθη πρόστιμο. Το ΕΔΔΑ έκρινε πως η υποχρέωση εμβολιασμού δεν είναι αντίθετη στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στην προσωπική αυτονομία) και επιχειρηματολόγησε υπέρ του γενικού συμφέροντος έναντι του ατομικού. Aναγνωρίστηκε πως ο υποχρεωτικός εμβολιασμός έρχεται μεν σε ευθεία σύγκρουση με το δικαίωμα στην προσωπική αυτονομία, όμως η ανάγκη να προστατευθεί συνολικά η κοινωνία συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που δεν μπορούν να εμβολιαστούν, καθιστούν το κοινό συμφέρον υπέρτερο και τον περιορισμό του ατομικού συμφέροντος αναπόφευκτο (“It was not possible to reconcile both principles withoutfundamentally limiting one of them”). Το Δικαστήριο μάλιστα αποδέχεται πως ο εμβολιασμός αποτελεί μάλιστα πράξη που επιβάλλεται από το συμφέρον του παιδιού(“A refusal to vaccinatea child without contraindications couldbe seen as being contraryto his or her best interests”). Το ΕΔΔΑ επιχειρηματολόγησε υπέρ του συνόλου, αναδεικνύοντας την κοινωνική διάσταση του εμβολιασμού ως πράξης αλληλεγγύης (“It was important to protect childrenfrom a young age and especially those who could not be vaccinated on account of contraindications”). Η απόφαση Vavřička and Others v. the Czech Republic είναι μια σημαντική απόφαση, με μεγάλη ομοιότητα ως προς την ΣτΕ 2387/2020· συνοψίζει τα βασικά επιχειρήματα υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού. Η απόφαση του ΕΔΔΑ ανέδειξε περισσότερο τον κοινωνικό αντίκτυπο του εμβολιασμού αναφέροντας πως (“[…] the possibility of attendance at preschool of children who could not be vaccinated for medical reasonsdepended on a very high vaccination rate among other children againstcontagious diseases”). Το δικαστήριο καταλήγει κρίνοντας τον υποχρεωτικό εμβολιασμό όχι απλώς ανεκτό αλλά και απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία (“necessary in a democratic society”). Το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει πως η άρνηση ορισμένων να εμβολιαστούν και να δημιουργήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο ασφαλείς συνθήκες για όλους, δύναται να «εκτοπίσει» από τον βρεφονηπιακό σταθμό εκείνους που δεν είχαν καν την επιλογή να εμβολιαστούν. Εξ ου και ο χαρακτηρισμός του εμβολιασμού ως απαραίτητου για την δημοκρατική κοινωνία η οποία έχει καθήκοννα προστατεύει όλα τα μέλη της. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση Η ανοσία της αγέλης ως καθήκον κοινωνικής αλληλεγγύης του άρθρου 25§4 του Συντάγματος. Εν προκειμένω το ΣτΕ δεν αναφέρθηκε στο 25§4, ούτε στην ανοσία της αγέλης. Παρόλα αυτά, έμμεσα συνάγεται πως αναγνωρίζει την δυνατότητα αυτή που έχουν τα εμβόλια«[…] (ο εμβολιασμός) διενεργείται με σκοπό την προστασία της υγείας, συλλογικώς και ατομικώς, από τις ασθένειες καθώς και την βαθμιαία εξάλειψή τους». Ο Ν. Παπασπύρου [Παπασπύρου Ν. βλ. σελ.80, Συνταγματική ελευθερία και δημόσιοι σκοποί (2019) Εκδόσεις: Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη] παρατηρεί πως, ακόμα και ένα μεμονωμένο άτομο το οποίο αρνείται να εμβολιαστεί δεν αποτελεί απειλή για την δημόσια υγεία, η απόλαυση του συλλογικού αγαθού της ανοσίας που επετεύχθη χάρη στον εμβολιασμό των υπολοίπων, προσβάλλει την υποχρέωση συνεισφοράς που έχει στα δημόσια βάρη. Στο 25§4 Σ κατοχυρώνεται η δυνατότητα του κράτους να αξιώνει από τους πολίτες να εκπληρώνουν το καθήκον αλληλεγγύης που έχουν. Οι διάφορες ασθένειες που απειλούν την ατομική και κατ’ επέκταση τη συλλογική υγεία, μπορούν να εξαλειφθούν όταν επιτευχθεί η λεγόμενη ανοσία της αγέλης. Η διαπίστωση ότι η ανοσία της αγέλης είναι ένα συλλογικό αγαθό για την απόκτηση του οποίου οφείλουν όλοι (25§4 Σ) να συμβάλουν αποτελεί ένα ισχυρό έρεισμα υπέρ της υποχρεωτικότητας, καθώς έχει ισχυρή συνταγματική θεμελίωση και βασίζεται στον κοινό τόπο πως ο εμβολιασμός κατά μεταδοτικών ασθενειών δεν είναι μια καθαρά αυτοαναφορική πράξη με συνέπειες μόνο για αυτόν που κάνει ή δεν κάνει το εμβόλιο. Αντιθέτως ο εμβολιασμός ή η αποχή απ’ αυτόν, έχει συνέπειες για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και είναι μια επιλογή που μπορεί να προστατεύσει ή να μην προστατεύσει, αντίστοιχα, άτομα τα οποία δεν μπορούν να εμβολιαστούν (π.χ. ανοσοκατεσταλμένοι), άτομα για τα οποία ο εμβολιασμός αντενδείκνυται ή η επιστημονική έρευνα δεν έχει ακόμη καταλήξει (π.χ. έγκυοι και βρέφη). Πέρα από τα νομικά ζητήματα, εδώ τίθεται και ένα ενδιαφέρον ζήτημα φιλοσοφίας και οικονομικής θεωρίας· το ζήτημα του λεγόμενου «free rider». Αρκεί να αναφερθεί πως ο χαρακτηρισμός «free rider» αποδίδεται σε εκείνον ο οποίος απολαμβάνει συνθήκες για την διαμόρφωση των οποίων δεν έχει συμβάλλει [για περισσότερα βλ. The Free Rider Problem, StanfordEncyclopedia of Philosophy]. Μήπως η ίδια η αρχή της ισότητας επιβάλλει την θέσπιση περιορισμών για όσους δεν εμβολιάζονται;

Ο Α. Βλαχογιάννης σε πρόσφατη μελέτη του [Υποχρεωτικός εμβολιασμός και COVID-19: η προστασία της δημόσιας υγείας ως λόγος περιορισμού́ θεμελιωδών δικαιωμάτων εν μέσω πανδημίας] διατύπωσε ένα ενδιαφέρον επιχείρημα: «Το σκεπτικό́ της απόφασης του ΣτΕ, σύμφωνα με το οποίο θα αντέκειτο στην αρχή́ της ισότητας η αξίωση προσώπου να μην εμβολιαστεί́, μπορεί́ να χρησιμοποιηθεί́ κατ’ αναλογία εδώ́, για να δικαιολογήσει τη συνταγματικότητα/νομιμότητα δυσμενών διακρίσεων που θα υποστούν άτομα που έχουν επιλέξει να μην εμβολιασθούν.» Όπως ακριβώς ο εμβολιασμός επιβάλλεται από την αρχή της ισότητας στο θέμα της προσχολικής αγωγής, έτσι ακριβώς θα δικαιολογούσε (και θα επέβαλε) την διαφορετική μεταχείριση και σε άλλους τομείς της ζωής. Ποιος όμως θα οριοθετήσει την ευχέρεια θέσπισης περιορισμών; Αν αφεθεί καθαρά στην ιδιωτική πρωτοβουλία και κρίση, υπάρχει προφανώς ο κίνδυνος να οδηγηθούμε σε αυθαίρετες διακρίσεις. Ο Α. Βλαχογιάννης συνεχίζει τις σκέψεις του ως εξής «Ορθότερο είναι βέβαια να γίνει δεκτό́ ότι, προκειμένου να αποφευχθούν αυθαίρετες ή αδικαιολόγητες διακρίσεις, τέτοια ζητήματα πρέπει να επιλύονται συνολικά́ από́ τη δημόσια αρχή́, η οποία, ακόμα και αν δεν επιβάλει, όπως της επιτρέπει το Σύνταγμα, ευθέως υποχρεωτικό́ εμβολιασμό́ για τον κορωνοϊό́, θα πρέπει να ρυθμίσει τις τυχόν έμμεσες συνέπειες της άρνησης εμβολιασμού́, εφόσον το κρίνει σκόπιμο. Από́ τη στιγμή́ που το Κράτος, υπό τις παρούσες συνθήκες, προβλέπει τη δυνατότητα έκδοσης βεβαίωσης εμβολιασμού́, θέτει υπό την αιγίδα του, έστω και εμμέσως, τη συμπεριφορά́ των ιδιωτών.» Ο εμβολιασμός όπως ακριβώς αποτελεί αντικείμενο κρατικής μέριμνας, αντίστοιχα θα πρέπει το κράτος να μεριμνήσει ώστε η δυνατότητα θέσπισης περιορισμών να μην μετατραπεί σε μια επικίνδυνη για την κοινωνική συνοχή λευκή επιταγή προς τους ιδιώτες. Η συζήτηση έχει ήδη ανοίξει για τις αεροπορικές εταιρείες και το πιστοποιητικό εμβολιασμού ως προϋπόθεση της επιβίβασης στο αεροπλάνο. Η θρησκευτική πίστη ως λόγος εξαίρεσης από τον εμβολιασμό Στην παρούσα υπόθεση δεν προβλήθηκε η θρησκεία ως λόγος εξαίρεσης από τον εμβολιασμό («ούτε άλλωστε οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι ο εμβολιασμός αντιτίθεται σε σοβαρές θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή παιδαγωγικές πεποιθήσεις τους»). Το επιχείρημα της θρησκείας παρουσιάζει πάντα ενδιαφέρον όταν συγκρούεται με την εκπλήρωση κάποιου νόμιμου καθήκοντος. Εν προκειμένω, αν αναλογιστούμε την διατύπωση του άρθρου 13§4 Σ (Kανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Kράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους.) γίνεται κατανοητό πως ένα επιχείρημα θρησκευτικής συνείδησης πιθανότατα δεν θα είχε ιδιαίτερη τύχη στο Δικαστήριο. Συμπερασματικές σκέψεις Η απόφαση 2387/2020 έδωσε αρκούντως πειστικές απαντήσεις σε όσα ζητήματα τέθηκαν. Η συζήτηση που έχει ανοίξει σχετικά με την υποχρέωση εμβολιασμού κατά της πανδημίας τηςcovid-19 απαιτεί και άλλες απαντήσεις για τις οποίες τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν προσφέρθηκαν. Τι θα έκρινε το δικαστήριο αν δεν επρόκειτο για βρεφονηπιακό σταθμό αλλά για κάποια βαθμίδα εκπαίδευσης που είναι υποχρεωτική; Τι θα γινόταν αν οι αιτούντες προέβαλαν μαζί με την αίτηση ακύρωσης και ιατρικά πορίσματα ικανά να ανατρέψουν την αιτιολογία της Διοίκησης για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό; Ίσως δοθούν απαντήσεις στο μέλλον με κάποια άλλη υπόθεση. Το Δικαστήριο πάντως έδωσε μερικές ξεκάθαρες και εύστοχες απαντήσεις με αφορμή τα επιχειρήματα τα οποία κλήθηκε να εξετάσει. Πέτυχε να απαντήσει προστατεύοντας και προάγοντας το κοινό καλό (απάντηση υπέρ της υποχρεωτικότητας) χωρίς όμως να αφήσει το άτομο απροστάτευτο (αναγνώριση δυνατότητας αποζημίωσης από νόμιμη ενέργεια του Κράτους).


Η υποχρεωτικότητα μοιάζει εκ πρώτης με μια πατερναλιστική παρέμβαση στο δικαίωμα αυτοκαθορισμού του κάθε ατόμου. Ο λόγος για τον οποίο η παρέμβαση αυτή είναι θεμιτή, γίνεται κατανοητός αν αναλογιστούμε τον σκοπό του μέτρου καθώς και τον αντίκτυπο μιας πιθανής παράλειψης θέσπισης μέτρου. Η υποχρέωση εμβολιασμού δεν είναι ένα μέτρο-απάντηση στην ανεπαρκή δυνατότητα περίσκεψης ορισμένων ατόμων, αλλά μια παρέμβαση κοινωνικά και δημοκρατικά επιβεβλημένη κατόπιν σαφούς επιστημονικής τεκμηρίωσης. Ο κρατικός παρεμβατισμός στην προσωπική σφαίρα του αυτοκαθορισμού, πεδίο από το οποίο θα έπρεπε υπό άλλες συνθήκες να απέχει, δικαιολογείται δηλαδή από τον σκοπό που επιδιώκεται· ο εμβολιασμός δεν αφορά μόνο τον εμβολιαζόμενο. Εκεί διαπιστώνεται και ο μη πατερναλιστικός χαρακτήρας της παρέμβασης. Τόσο η απόφαση του ελληνικού Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ανέδειξαν την κοινωνική όψη των δικαιωμάτων. Η διεκδίκηση των δικαιωμάτων εντός της συντεταγμένης κοινωνίας γίνεται (γιατί μόνο έτσι είναι δυνατόν να γίνει) σε ένα συστηματικό πλαίσιο και όχι στο πλαίσιο ενός «δικαιωματισμού» που προτάσσει τα δικαιώματα σαν να ήταν έννοιες αυθύπαρκτες και ικανές να δικαιολογήσουν ακόμα και την αδίστακτη αδιαφορία προς το σύνολο.


Πάνος Δόμαλης

τριτοετής φοιτητής στη Νομική Σχολή Αθηνών

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεωντου “The Law Project”


 

Βιβλιογραφία


Βλαχογιάννης Α., μελέτη «Υποχρεωτικός εμβολιασμός και COVID-19: η προστασία της δημόσιας υγείας ως λόγος περιορισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων εν μέσω πανδημίας» διαθέσιμη στο https://www.constitutionalism.gr/2021-1-vlahogiannis-ypohreotikos- emvoliasmos-covid19/


Ηλιοπούλου-Στράγγα T., (2018), Γενική θεωρία θεμελιωδών δικαιωμάτων, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη


Παπασπύρου Ν. (2019), Συνταγματική ελευθερία και δημόσιοισκοποί, Εκδόσεις ΣάκκουλαΑθήνα-Θεσσαλονίκη


Τσιλιώτης Χ., άρθρο «Συνταγματικός ο υποχρεωτικός εμβολιασμός – Σχόλιο στην ΣτΕ (Δ΄ Τμήμα) 2387/2020», διαθέσιμο στο syntagmawatch.gr


Δικαιώματα του Ανθρώπου (Revue Hellénique des droits de l’homme), Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη στο τεύχος 84 (2020) βλ. Ε. Βενιζέλος «Πανδημία, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Δημοκρατία», Ξ. Κοντιάδης «Δικαιώματα και Πανδημία» και στο τεύχος 66 (2017) Τίνα Γκαράνη-Παπαδάτου/Βενετία Βελονάκη «Ανθρώπινα δικαιώματα και λοιμώδη νοσήματα»


Επιστημονική σειρά Rechtsdenken, Συλλογικό έργο (Ellscheid Gunter, Neumann Ulfrid, Von Der Pfordten Dietmar, Von Hirsch Andrew), (2010), Ο πατερναλισμός στο Δίκαιο και την Ηθική,Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα


195 views0 comments
bottom of page