Της Δήμητρας Καπρούλια
Νόμιμη η αξιοποίηση οπτικοακουστικού υλικού στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας - ΣτΕ 194/2021
I. Η απόφαση
Με την υπ’ αριθμόν 194/2021 απόφαση του, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως ανθυπαστυνόμου της Ελληνικής Αστυνομίας κατά της απόφασης 50/2015 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, δια της οποίας απορρίφθηκε προσφυγή της εν λόγω, με την οποία κατήγγειλε στην Αρχή παράνομη επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της από την Ελληνική Αστυνομία.
Ειδικότερα, η αιτούσα ανθυπαστυνόμος είχε συμμετάσχει ενεργά το έτος 2012, υπό την ιδιότητα της Προέδρου συνδικαλιστικής οργάνωσης αστυνομικών, σε διαμαρτυρία κατά της μεταγωγής και κράτησης αλλοδαπών σε Κέντρο Φιλοξενίας Αλλοδαπών, κατά τη διάρκεια της οποίας καταφέρθηκε απαξιωτικά κατά των ανωτέρων της. Την εν λόγω συγκέντρωση κατέγραψε ιδιωτικός τηλεοπτικός σταθμός και μέρος αυτής ή όλης προβλήθηκε δημόσια από τον εν λόγω σταθμό.
Κατόπιν τούτου διαβιβάσθηκε στην αρμόδια Υποδιεύθυνση Διοικητικών Εξετάσεων οπτικοακουστικό υλικό και παραγγέλθηκε η διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης εις βάρος της αιτούσας, η οποία και κλήθηκε να υποβάλλει έγγραφες εξηγήσεις. Κατά την απολογία της η εν λόγω ζήτησε την καταστροφή του ως άνω υλικού, επικαλούμενη παράνομη συλλογή του δυνάμει του άρθρου 9Α του Συντάγματος και συγκεκριμένα, συλλογή, αντιτιθέμενη στο άρθρο 11 παρ. 1 και 3 του ν. 2472/1997. Η αιτούσα, κατόπιν επιβολής σε αυτή πειθαρχικής ποινής, προσέφυγε στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καταγγέλλοντας δια του υπομνήματός της, παράνομη συλλογή του εν λόγω υλικού και μάλιστα χωρίς προηγούμενη άδεια της Αρχής, αφού επρόκειτο για επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.
Η Αρχή απέρριψε την προσφυγή της αιτούσας υπό την αιτιολογία της νόμιμης και θεμιτής συλλογής των εν λόγω δεδομένων, και μάλιστα από τα αρμόδια να κινήσουν την πειθαρχική διαδικασία όργανα, προς το σκοπό διερεύνησης της διάπραξης πειθαρχικών παραπτωμάτων αστυνομικών υπαλλήλων, συνδεόμενης με την παροχή υπηρεσιών στο δημόσιο τομέα. Επί τη βάση αυτή κινήθηκε και το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, όχι μόνο συνετάχθη υπέρ της νομιμότητας της εν λόγω επεξεργασίας των δεδομένων της αιτούσας, αλλά επεξέτεινε –διασταλτικώς- την ερμηνεία του άρθρου 5 εδάφιο δ’ παράγραφος 2 και του άρθρου 7 του ν. 2472/1997 περί συγκατάθεσης και εκτέλεσης έργου από δημόσια αρχή, που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.
II. Το νομικό πλαίσιο που διέπει την προστασία περί προσωπικών δεδομένων
Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διέρχεται από πολλαπλά δικαιϊκά επίπεδα, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται, ώστε να παρέχεται ένα πλήρες και επαρκές προστατευτικό πλαίσιο των δεδομένων και να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή νομιμότητα και ασφάλεια δικαίου. Κορωνίδα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην ελληνική έννομη τάξη, πριν την ενίσχυση του εν λόγω πλαισίου δια του Κανονισμού 2016/679, καθίστατο το άρθρο 9Α του Συντάγματος, το οποίο εισήχθη με την αναθεώρηση του 2001. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει το γενικό δικαίωμα προστασίας του κάθε φυσικού προσώπου από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, ενώ προβλέπεται και η λειτουργία Ανεξάρτητης Αρχής για την προστασία των δεδομένων, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Ο νόμος 2472/1997, τον οποίο και επικαλέστηκαν, τόσο η Αρχή, όσο και το Συμβούλιο της Επικρατείας, στην υπό εξέταση υπόθεση, αφορά την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα1. Ως προσωπικά δεδομένα νοούνται οι πληροφορίες εκείνες, που αναφέρονται σε ένα πρόσωπο (το οποίο καλείται υποκείμενο των δεδομένων) και εκ των οποίων είναι δυνατός ο προσδιορισμός της ταυτότητας του. Τα προσωπικά δεδομένα διακρίνονται σε απλά και ευαίσθητα, στα δε ευαίσθητα δεδομένα εμπίπτουν, ενδεικτικώς αναφερόμενα, η φυλετική προέλευση, οι θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, η συνδικαλιστική δράση και η υγεία. Για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου απαιτείται αρχικώς επαρκής και πλήρης ενημέρωσή του και ακολούθως ελεύθερη και ρητή συγκατάθεση του. Για την επεξεργασία, ειδικότερα, ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων απαιτείται επιπροσθέτως η λήψη άδειας από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία των δεδομένων και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 5 του νόμου 2472/1997, μία εκ των οποίων συνιστά και η περίπτωση της επεξεργασίας δεδομένων προς εκτέλεση έργου δημοσίου συμφέροντος ή έργου, που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή, κατά τρόπο νόμιμο και θεμιτό.
ΙΙI. Η επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων προσώπων, που εντάσσονται στη διοικητική λειτουργία του κράτους
Σημαντική παράμετρος, η οποία και ετέθη προς υπεράσπιση της θέσεως της αιτούσας, τόσο κατά την προσφυγή της στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, όσο και κατά την αίτησή ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι η επίκληση του ευαίσθητου των εν λόγω δεδομένων, δυνάμει του άρθρου 2 περίπτωση β) του ν. 2472/1997 περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, στην έννοια των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων εμπίπτει, μεταξύ άλλων, η συμμετοχή του προσώπου σε συνδικαλιστική οργάνωση και κατά τούτο η επεξεργασία του ως άνω οπτικοακουστικού υλικού συνιστά συλλογή ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, για την επεξεργασία των οποίων απαιτείται προηγούμενη ενημέρωση του υποκειμένου και ρητή συγκατάθεση του, ύστερα από άδεια της Αρχής.
Όπως αναφέρθηκε επιγραμματικά, θεμελιώδης διάταξη της ελληνικής έννομης τάξης, η οποία κατοχυρώνει σε επίπεδο υπέρτερης τυπικής ισχύος την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, είναι το άρθρο 9Α του Συντάγματος. Το εν λόγω δικαίωμα, ωστόσο, είναι δυνατό να περιορισθεί, αφού το ίδιο το Σύνταγμα επιτρέπει δια της επιφυλάξεως νόμου, τη θέσπιση ορίων κατά την ενάσκηση του ή την προστασία του2. Κατά πάγια δε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας η συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία του εν λόγω δικαιώματος δεν εξικνείται μέχρι πλήρους απαγορεύσεως της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, αλλά είναι δυνατή η θέσπιση όρων και περιορισμών, προς προστασία έτερων θεμελιωδών δικαιωμάτων3. Στην εν λόγω υπόθεση η αιτούσα προέβαλε, τόσο κατά την απολογία της στην ένορκη διοικητική εξέταση, όσο και δια της προσφυγής της στην Αρχή Προστασίας, παραβίαση του εν λόγω άρθρου του Συντάγματος, επί τη βάση του άρθρου 7 του ν. 2472/1997 περί επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και του άρθρου 11 περί ενημέρωσης και συγκατάθεσης της για την επεξεργασία.
Ο νομικός, ωστόσο, προβληματισμός, που εγείρεται εν προκειμένω, συνδέεται εν πρώτοις αναπόδραστα με την ιδιότητα της αιτούσας, ως υπηρετούσα στο σώμα ασφαλείας της Ελληνικής Αστυνομίας. Εκ της ιδιαίτερης φύσεως της υπηρεσίας, την οποία εκτελούν τα αστυνομικά όργανα, καθίσταται σαφές, πως δεν είναι δυνατή η εξαγωγή δικαστικών κρίσεων, δίχως να ληφθούν υπόψη, αφενός το ειδικό καθεστώς πειθαρχίας που τα διέπει και αφετέρου ο δημόσιος σκοπός του λειτουργήματος, το οποίο και υπηρετούν4. Παράλληλα, τα αρμόδια – για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας - αστυνομικά όργανα αρύονται της εξουσίας τους να συλλέγουν τα απαραίτητα, νομίμως αποκτηθέντα, αποδεικτικά μέσα, για την εξακρίβωση πειθαρχικών παραπτωμάτων, δυνάμει του προεδρικού διατάγματος 120/2008, που ρυθμίζει το πειθαρχικό δίκαιο του αστυνομικού προσωπικού (α. 21), και στο οποίο εμφατικά αναφέρεται, πως το αστυνομικό λειτούργημα συνδέεται άμεσα με την άσκηση δημόσιας εξουσίας και την εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού.
Η αιτούσα ανέφερε προς υπεράσπιση της, πως το οπτικοακουστικό υλικό είχε συλλεχθεί παράνομα και δίχως τη συγκατάθεσή της από τα αστυνομικά όργανα, αφού η ίδια δεν είχε επαρκώς ενημερωθεί προηγουμένως για τη συλλογή του υλικού, ούτε είχε παραχωρήσει ρητώς τη συναίνεσή της για την επεξεργασία, όπως επιτάσσει το άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 3 του ν. 2472. Επικαλέσθηκε δε παράνομη και αθέμιτη συλλογή, εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων, ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, σε συνδυασμό με έλλειψη άδειας εκ μέρους της Αρχής Προστασίας. Η Αρχή, αν και αναγνώρισε, πως στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο για συλλογή ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, επεσήμανε ωστόσο, πως η συλλογή του υλικού έγινε από τα αρμόδια να κινήσουν την πειθαρχική διαδικασία όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας, ενώ για τη συγκεκριμένη επεξεργασία δεν απαιτείτο η προηγούμενη συγκατάθεσή της και η λήψη άδειας από την Αρχή, αφού η διερεύνηση τυχόν πειθαρχικών παραπτωμάτων αστυνομικών υπαλλήλων συνδέεται με την παροχή υπηρεσιών στο δημόσιο τομέα.
Πράγματι, ο ίδιος ο νόμος 2472/1997 επιτρέπει την άνευ συγκαταθέσεως επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, εφόσον αυτά έχουν συλλεχθεί κατά τρόπο θεμιτό, προς εκπλήρωση νόμιμου σκοπού και η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημοσίου συμφέροντος ή έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή. Η Αρχή εν προκειμένω, ορμώμενη εκ του άρθρου 5 του εν λόγω νόμου, ενέταξε στην ερμηνεία της εκτέλεσης έργου, που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων κατά τις διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου. Προέβη δε και στην παραδοχή, πως, όχι μόνο δεν απαιτείται η προηγούμενη συγκατάθεση του υποκειμένου, αλλά δεν απαιτείται ούτε και άδεια εκ μέρους της για τη συγκεκριμένη επεξεργασία, αφού η διερεύνηση των εν λόγω παραπτωμάτων συνδέεται αναπόδραστα με την εν γένει παροχή υπηρεσιών στο δημόσιο τομέα.
V. Η κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας
Το Συμβούλιο της Επικρατείας υιοθέτησε πλήρως το σκεπτικό της απόφασης της Αρχή Προστασίας, επεξέτεινε δε την αναφερόμενη - σε αυτή - επιχειρηματολογία και σε ζητήματα ενημέρωσης και συγκατάθεσης. Το δικαστήριο εξέτασε αρχικώς το ζήτημα του νομίμου και του θεμιτού της εν λόγω επεξεργασίας. Ορμώμενο εκ του άρθρου 4 του νόμου 2472/1997, τάχθηκε υπέρ της νομιμότητας και του θεμιτού του σκοπού της επεξεργασίας, προτάσσοντας την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας, που απορρέει από τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Η νομιμότητα της ως άνω δράσης κατά το δικαστήριο, απορρέει ακριβώς εκ της πρόβλεψης στο π.δ. 120/2008 της διαδικασίας και των νομίμων προϋποθέσεων για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας, ενώ το θεμιτό του σκοπού θεμελιώνεται στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και την εκτέλεση έργου δημοσίου σκοπού, που δικαιολογεί την ως άνω επεξεργασία. Προς επίρρωση των ανωτέρω, μάλιστα, υιοθέτησε την αρχή της αναγκαιότητας της εν λόγω επεξεργασίας, για την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας και της εκπλήρωσης του δημοσίου σκοπού.
Εν συνεχεία το δικαστήριο επεκτάθηκε και σε ζητήματα ενημέρωσης και συγκατάθεσης, καθιστώντας σαφές, πως, εφόσον δεν απαιτείτο η συγκατάθεση της αιτούσας για την επεξεργασία, κατά λογική συνέπεια, δεν ήτο αναγκαία ούτε και η προηγούμενη ενημέρωσή της. Η επεξεργασία του υλικού συντελέσθηκε ακριβώς κατά το στάδιο της εκτέλεσης έργου προς εκπλήρωση νόμιμου, δημοσίου σκοπού, ήτοι της έναρξης πειθαρχικής δίωξης, σύμφωνα με τα κατά το νόμο προβλεπόμενα. Μάλιστα το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε, δυνάμει των παρατιθέμενων πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, όπως αυτά διημείφθησαν το έτος 2012, πως το νόμιμο και θεμιτό της επεξεργασίας θεμελιώνεται και επί τη βάση της άρσεως της απαγόρευσης επεξεργασίας, η οποία και συντελέσθηκε από την ίδια την αιτούσα. Κατά το σκεπτικό 7 του δικαστηρίου, εκ του ιστορικού της υπόθεσης συνάγεται, πως η αιτούσα είχε καταστήσει γνωστή και εμφανή τη συνδικαλιστική της δράση, αφού μετείχε στην εν λόγω συγκέντρωση με την αστυνομική της περιβολή, φέροντας πανό, επί του οποίου αναγραφόταν η ένωση, της οποίας διατελούσε πρόεδρος και μάλιστα δεν αντιτάχθηκε ρητά στην καταγραφή της δράσης της από τον τηλεοπτικό σταθμό.
Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδει το δικαστήριο στην έννοια της παροχής υπηρεσιών στο δημόσιο τομέα. Δεν αναγνωρίζεται μόνο η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των οργάνων να συλλέξουν τα εν λόγω δεδομένα, αλλά επί τη βάση του άρθρου 5 του νόμου 2472/1997, η επεξεργασία κρίνεται απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση νομίμου σκοπού, συνδεόμενου άμεσα με την εκτέλεση έργου, που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, εν προκειμένω την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας, κατά τα νομίμως προβλεπόμενα στο π.δ. 120/2008. Στη δε αντίρρηση της αιτούσας περί μη ενημέρωσής της στο στάδιο της επεξεργασίας κατά τα άρθρα 11 και 12 του ν. 2472/1997, το δικαστήριο υιοθέτησε το επιχείρημα της Αρχής Προστασίας περί της αρχής της μυστικότητας, που διέπει τη διαδικασία της ένορκης διοικητικής εξέτασης, προτάσσοντας την εκπλήρωση άσκησης δημόσιας εξουσίας (α. 5, ν. 2472). Παράλληλα, δυνάμει της νομίμου συλλογής του εν λόγω υλικού, κατά τα προβλεπόμενα στο προεδρικό διάταγμα για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας, το δικαστήριο δέχθηκε πλήρη, προηγούμενη ενημέρωσή της περί του υλικού, αφού η αιτούσα έλαβε γνώση των στοιχείων της πειθαρχικής δικογραφίας, κατά το στάδιο της απολογίας της, όπως ορίζει η κείμενη πειθαρχική νομοθεσία.
Εν κατακλείδι το δικαστήριο απέρριψε και τον ειδικότερο ισχυρισμό της αιτούσας περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας, όπως περιγράφεται στο άρθρο 4, περίπτωση β’ της παραγράφου 1, που επιτάσσει, πως τα προς επεξεργασία δεδομένα να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτούνται για το σκοπό της επεξεργασίας. Η απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού στηρίχθηκε σε μία διασταλτική ερμηνεία των επιμέρους εκφάνσεων της αρχής της αναλογικότητας, αφού έκρινε, πως η χρήση αποκλειστικά εμμάρτυρων αποδείξεων θα έπληττε κατ’ ουσία την προσφορότητα των διαφορετικής φύσεως αποδεικτικών μέσων, τα οποία απαιτούνται για την διεκπεραίωση της πειθαρχικής διαδικασίας. Εξ αυτού του λόγου έκρινε ορθή την κρίση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων και απέρριψε ως αβάσιμους τους λόγους ακυρώσεως, που προέβαλε η αιτούσα.
Δια της εν λόγω αποφάσεώς του, το δικαστήριο κατέστησε σαφές, πως, όταν εκτελείται επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, απαιτείται αυτή να προβλέπεται ειδικά από διάταξη νόμου, σύμφωνη με το Σύνταγμα, ενώ καίριας σημασίας είναι τόσο η ενημέρωση, όσο και η συγκατάθεση του προσώπου στην εν λόγω επεξεργασία, όταν δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις επεξεργασίας του άρθρου 5. Η ιδιαίτερη έμφαση του δικαστηρίου στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, υπό τη μορφή της εκτέλεσης έργου, που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, αιτιολογείται από τη θέση της αιτούσας στο αστυνομικό σώμα, δεδομένης της εξυπηρέτησης δημοσίου συμφέροντος, το οποίο και υπηρετούν τα σώματα ασφαλείας. Ενόψει αυτού, η αρχή της αναλογικότητας, υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις της, αποτελεί σημαντικό εργαλείο εξαγωγής ασφαλέστερων κρίσεων, ειδικά, εφόσον τίθενται και ζητήματα νομιμότητας και σκοπού5.
Περαιτέρω, η άποψη του δικαστηρίου, ότι η αιτούσα πράγματι κατέστησε εμφανή τη συνδικαλιστική της δράση, τόσο εξαιτίας των πράξεών της, όσο και εκ της μη αντιρρήσεώς της να καταγραφεί η εν λόγω δράση της, κρίνεται ορθή, επιτρέποντας στον αναγνώστη της αποφάσεως να κατανοήσει ευχερέστερα το νόμιμο και το θεμιτό της επεξεργασίας. Η αιτούσα είχε δημοσιοποιήσει με πλείονες τρόπους τη δράση της, θεμελιώνοντας έτσι λόγο άρσεως της απαγόρευσης της επεξεργασίας των δεδομένων της, αφού σύμφωνα με το ιστορικό, δεν εξέφρασε κατά την έναρξη, τη διάρκεια ή το τέλος της διαμαρτυρίας της, αντιρρήσεις για την καταγραφή της δράσης της από τον τηλεοπτικό σταθμό. Κατόπιν τούτου, τα όργανα της αστυνομικής υπηρεσίας ήταν αρμόδια να εξετάσουν, στο πλαίσιο άσκησης πειθαρχικής εξουσίας, ζητήματα πειθαρχικών παραπτωμάτων, εφόσον συντάσσονται πλήρως με τις διατάξεις της νομοθεσίας, που διέπει τη δράση τους κατά την ακολουθούμενη πειθαρχική διαδικασία και εξασφαλίζουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα των απολογουμένων, όπως εν προκειμένω το δικαίωμα ενημέρωσης και το δικαίωμα πρόσβασης στα στοιχεία της δικογραφίας.
1: Ηλιοπούλου- Στράγγα Τζούλια, Κώδικας Ατομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012, σελ. 133
2: Δαγτόγλου Πρόδρομος, Ατομικά Δικαιώματα, Σάκκουλας, Αθήνα, 2012, σελ 128
3: ΣτΕ 518/2018, ΣτΕ 1616/2012, ΝΟΜΟΣ, προσπελάστηκε στις 8/05/2021
4: Παπαϊωάννου Ζωή, Αστυνομικό Δίκαιο, Σάκκουλας, Αθήνα, 2006, σελ. 108
5: Βλαχόπουλος Σπύρος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 26
Δήμητρα Καπρούλια, επί πτυχίω φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών,
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project.
Comments