Της Κλεάνθης Σαρδέλη
Η απόφαση Λοΐζου κατά Ελλάδας έφερε στο προσκήνιο ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει, αλλά σε πολύ μικρό βαθμό, τη θεωρία και τη νομολογία και δεν είναι άλλο από την σύμπτωση προσωρινής κράτησης και έκπτωσης ποινής αλλά και τους νόμιμους λόγους κράτησης όπως αναπτύσσονται εξαντλητικά στο άρθρο 5 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής: ΕΣΔΑ).
I. Το άρθρο 5 παρ. 1 της ΕΣΔΑ:
Όπως αναφέρεται και στον τίτλο του, το άρθρο 5 παρ. 1 της ΕΣΔΑ προστατεύει την ελευθερία και την ασφάλεια του προσώπου. Βασικός του σκοπός είναι η προστασία του προσώπου από την κρατική αυθαιρεσία και την παράνομη κράτηση. Το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σε μία δημοκρατική κοινωνία, όπως αναφέρεται συστηματικά[1] στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής: ΕΔΔΑ). Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου, τα συμβαλλόμενα κράτη βαρύνονται με τη θετική υποχρέωση να προστατεύουν την ελευθερία των ατόμων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία τους. Η θετική αυτή υποχρέωση του κράτους να προστατεύει την ελευθερία των ατόμων διασφαλίζεται μέσω της αποκλειστικής απαρίθμησης των έξι λόγων κράτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 5. Εξ αυτών των έξι λόγων θα μας απασχολήσει ο τρίτος, που αφορά την κράτηση στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Σύμφωνα με την περίπτωση γ της παραγράφου 1 του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, η σύλληψη ή η κράτηση επιτρέπεται όταν υπάρχει εύλογη υποψία ότι έχει διαπραχθεί ένα αδίκημα, εάν αυτό το μέτρο εύλογα κρίνεται αναγκαίο για την αποτροπή διάπραξης ενός αδικήματος ή διαφυγής μετά τη διάπραξη αδικήματος. Μιλάμε στην ουσία για το νόμιμο έρεισμα της προσωρινής κράτησης.
II. Το άρθρο 3 παρ. 10 Ν 2408/1996
Στην ποινική πρακτική δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο ένα άτομο να υποχρεούται κάποιος ταυτόχρονα σε προσωρινή κράτηση και σε έκτιση ποινής για κάποιο αδίκημα κατόπιν έκδοσης καταδικαστικής απόφασης. Κατά την κρατούσα άποψη δεν είναι δυνατό να “τρέχει παράλληλα” η έκτιση της ποινής με την προσωρινή κράτηση, κι αυτό γιατί οι δύο μορφές αυτές της στέρησης της ελευθερίας έχουν διαφορετικό χαρακτήρα. Η μεν προσωρινή κράτηση συνιστά ασφαλιστικό δικονομικό μέτρο, η δε έκτιση της ποινής συνιστά την τιμωρία η οποία επιβάλλεται μέσω της δικαστικής απόφασης[2]. Δεν είναι δυνατόν κάποιος να είναι υπόδικος και κατάδικος ταυτόχρονα. Ήδη με το άρθρο 1 του Ν. 2231/1920, “Περί φυλακών” οι υπόδικοι και οι κατάδικοι κρατούνται σε διαφορετικές πτέρυγες των φυλακών. Έτσι, το άρθρο 3 παρ. 10 του Ν. 2408/1996 ορίζει ότι «Προκειμένου να εκτιθούν ποινές φυλάκισης, που έχουν μετατραπεί, από προσωρινώς κρατούμενο για άλλο έγκλημα, γίνεται τυπική διακοπή της προσωρινής κράτησης και επαναφυλάκιση, μόνο εάν ο προσωρινώς κρατούμενος δηλώσει ότι δεν καταβάλλει το ποσό της μετατροπής. Δικαίωμα εξαγοράς έχουν και εκείνοι που μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου εξέτισαν πραγματικά ποινές μετατραπείσες μετά από τυπική διακοπή της προσωρινής κράτησης. Εάν καταβάλλουν το ποσό της μετατροπής, ο χρόνος κρατήσεως για τις ποινές που εξαγοράσθηκαν θεωρείται χρόνος προσωρινής κρατήσεως και αναιρείται από το χρόνο της ποινής που εκτίεται ή θα εκτιθεί». Επομένως, ο Ν. 2408/1996 θέτει ως απαραίτητη την ύπαρξη δήλωσης από πλευράς του κρατουμένου αν επιθυμεί είτε να καταβάλει το ποσό της μετατροπής, ώστε να συνεχίσει κανονικά την προσωρινή του κράτηση, είτε να μην το καταβάλλει, πράγμα που συνεπάγεται τη διακοπή της προσωρινής του κράτησης και την επαναφυλάκισή του. Τη δήλωση αυτή είναι υποχρεωμένος να ζητήσει ο εισαγγελέας.
III. Τα πραγματικά περιστατικά
Ο προσφεύγων συνελήφθη στις 30 Δεκεμβρίου 2014 ως ύποπτος για την τέλεση διάφορων εγκλημάτων και, ιδίως, αυτού της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης και της παράνομης μεταφοράς μεταναστών. Μεταφέρθηκε στη Διεύθυνση Αλλοδαπών της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης της Θεσσαλονίκης και τέθηκε σε προσωρινή κράτηση βάσει εντάλματος κράτησης που εκδόθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2014. Στις 12 Δεκεμβρίου 2014 η προσωρινή κράτηση του διακόπηκε για να εκτίσει ποινή δεκαοκτώ μηνών για την οποία καταδικάστηκε στις 10 Μαρτίου 2011 από το πλημμελειοδικείο Πειραιώς. Εκείνη την ημέρα, το πλημμελειοδικείο Πειραιά καταδίκασε ερήμην τον κατηγορούμενο σε ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ μηνών, μετατρέψιμης σε χρηματική ποινή των δέκα ευρώ την ημέρα. Ο προσφεύγων δεν ήταν παρών στη διαδικασία καθώς η κλήση για το ακροατήριο του επιδόθηκε ως πρόσωπο αγνώστου διαμονής. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της απόφασης την 4η Δεκεμβρίου 2014. Στις 5 Μαΐου ο προσφεύγων αφέθηκε εικονικά ελεύθερος αναφορικά με την κρίση του πλημμελειοδικείου στις 10 Μαρτίου 2011 γιατί το εφετείο δέχθηκε την έφεσή του εναντίον της απόφασης. Βάσει της απόφασης αυτής το εφετείο διέκοψε την ποινική δίωξη κατά του προσφεύγοντος λόγω παραγραφής.
Στο μεταξύ, ο προσφεύγων κρατούνταν κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος εντάλματος της 6ης Οκτωβρίου 2014. Στις 8 Μαΐου 2015 ο προσφεύγων διατύπωσε τις αντιρρήσεις του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 287 παρ. 5 του ΚΠΔ. Με τις αντιρρήσεις του ισχυρίστηκε ότι η κράτησή του δεν ήταν νόμιμη και ζητούσε την απελευθέρωσή του. Επικαλέστηκε το άρθρο 3 παρ. 10 του Ν 2408/1996 και συγκεκριμένα ότι δεν είχε προσκληθεί να δηλώσει αν ήθελε να καταβάλει το ποσό της χρηματικής ποινής που αντιστοιχούσε στη μετατροπή της φυλάκισής του. Η φυλακή των Διαβατών μετέφερε τις αντιρρήσεις του στον εισαγγελέα και στις 16 Σεπτεμβρίου 2015 το συμβούλιο εφετών του εφετείου δέχτηκε την πρόταση του εισαγγελέα και απέρριψε τις αντιρρήσεις του.
IV. Οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος
O προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η παραμονή του σε προσωρινή κράτηση από το πρώτο εξάμηνο και μετά χωρίς δικαστική απόφαση ήταν παράνομη. Διαμαρτυρήθηκε επίσης διότι το δικαστικό συμβούλιο του Εφετείου δεν αποφάνθηκε “εντός βραχείας προθεσμίας”, παρά μόνο τέσσερις μήνες και οκτώ ημέρες μετά την παραπομπή του. Γι’ αυτούς τους λόγους ισχυρίζεται ότι υπήρχε παραβίαση του άρθρου 5 παρ. 1 και 4 της ΕΣΔΑ. Αναφορικά με το άρθρο 5 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η κράτησή του από τις 30 Μαρτίου έως και τις 16 Σεπτεμβρίου 2015 ήταν παράνομη διότι δε βασιζόταν σε καμία δικαστική απόφαση. Ισχυρίζεται, ακόμη, ότι ποτέ δεν κλήθηκε να δηλώσει ότι δεν είχε την πρόθεση να καταβάλει το ποσό που αντιστοιχούσε για τη μετατροπή της ποινής του σε χρηματική. Ως αποτέλεσμα, δηλώνει ότι η προσωρινή του κράτηση δεν διακόπηκε ποτέ για να εκτίσει την ποινή φυλάκισης. Το δεύτερο σκέλος της προσφυγής του αφορά το άρθρο 5 παρ. 4 ΕΣΔΑ και συγκεκριμένα το κατά πόσο οι τέσσερις μήνες και οκτώ ημέρες συνιστούν “βραχεία προθεσμία” σύμφωνα με τη Σύμβαση. Κι αυτό γιατί, ο προσφεύγων εξέφρασε τις αντιρρήσεις του κατά της κράτησής του στις 8 Μαΐου 2015 και το δικαστικό συμβούλιο αποφάνθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2015, τέσσερις μήνες μετά.
V. Οι ισχυρισμοί της Κυβέρνησης
Η Ελληνική Κυβέρνηση, από την άλλη, προέβαλε το δικό της συνδυασμό ισχυρισμών ενώπιον του ΕΔΔΑ. Αρχικά, ισχυρίστηκε ότι από τις 5 Μαΐου 2015 έως και τις 16 Σεπτεμβρίου 2015 ο προσφεύγων κρατούνταν νόμιμα κατ’ εφαρμογή του εντάλματος της 6ης Οκτωβρίου 2014. Βασικός αντίλογος της Κυβέρνησης ήταν ότι ο προσφεύγων γνώριζε για την απόφαση του Πλημμελειοδικείου Πειραιώς η οποία του κοινοποιήθηκε με τηλεομοιοτυπία στο αστυνομικό τμήμα όπου κρατούνταν στις 3 Δεκεμβρίου 2014, δεδομένου ότι άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής την επομένη. Μάλιστα, συνεχίζει, η Κυβέρνηση, ο προσφεύγων δεν αιτήθηκε διά της εφέσεως αυτής ούτε την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής της φυλάκισής του, αλλά ούτε εξέφρασε τη θέλησή του να πληρώσει το ποσό που απαιτούνταν για τη μετατροπή της ποινής του. Δεν αρκεί, κατά την Κυβέρνηση, η δήλωση του προσφεύγοντος ότι προτίθεται να πληρώσει το ποσό, καθώς ακόμα και η καθυστέρηση στην πληρωμή του μπορεί να θεωρηθεί ως άρνηση πληρωμής. Επίσης, αναφορικά με το ζήτημα της παραβίασης του άρθρου 5 παρ. 4, η Κυβέρνηση διατείνεται ότι η καθυστέρηση ήταν εύλογη και ότι εάν ο προσφεύγων είχε εκφράσει τις αντιρρήσεις του άρθρου 565 ΚΠΔ δεν θα υπήρχε ζήτημα συμφωνίας με το άρθρο 5 παρ. 4. Η Κυβέρνηση τόνισε ότι εάν ο προσφεύγων πίστευε πραγματικά ότι βρισκόταν σε προσωρινή κράτηση από τις 30 Σεπτεμβρίου 2014 δεν εξηγείται ο λόγος για τον οποίο επέλεξε να διαμορφώσει τις αντιρρήσεις του όχι αμέσως, αλλά με μία αρχική καθυστέρηση των έξι μηνών.
VI. Η κρίση του Δικαστηρίου
Το δικαστήριο ξεκινά το συλλογισμό του με μία αναφορά στο σκοπό του άρθρου 5 παρ. 1, που, όπως προείπαμε, είναι η προστασία του ατόμου από την αυθαιρεσία. Στη συνέχεια, τονίζει πως τα εθνικά δικαστήρια έχουν την αρμοδιότητα να εφαρμόζουν και να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο. Όμως, το ΕΔΔΑ έχει την αρμοδιότητα να ελέγχει εάν το εθνικό δίκαιο έχει εφαρμοστεί σωστά. Το ΕΔΔΑ υπενθυμίζει σε αυτό το σημείο ότι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο σε περίπτωση σύμπτωσης μεταξύ της περιόδου προσωρινής κράτησης και έκτισης ποινής για άλλο αδίκημα από αυτό της προσωρινής κράτησης η περίοδος έκτισης της ποινής της φυλάκισης δεν μετράει σαν περίοδο προσωρινής κράτησης. Η μόνη εξαίρεση, μας λέει το ΕΔΔΑ, σε αυτή την αρχή θεσπίζεται με το άρθρο 3 παρ. 10 Ν. 2408/1996. Εφόσον τίθεται το ζήτημα της ταυτόχρονης εκτέλεσης μίας ποινής φυλάκισης με την προσωρινή κράτηση, ο εισαγγελέας υποχρεούται να ζητήσει από τον κρατούμενο μία γραπτή δήλωση σχετικά με την πρόθεσή του να καταβάλει το ποσό για την μετατροπή της ποινής του. Αυτή η διαδικασία θα πρέπει να λαμβάνει χώρα όταν ο κρατούμενος λαμβάνει γνώση της απόφασης περί μετατροπής της ποινής του. Σε περίπτωση που ο κρατούμενος δηλώσει ότι δεν θα καταβάλει το ποσό που αντιστοιχεί στη μετατροπή της ποινής, τότε η προσωρινή κράτηση διακόπτεται και θεωρείται πλέον ότι εκτίει την ποινή του. Η επιμέτρηση της διάρκειας μίας ποινής φυλάκισης κατά την επιμέτρηση της διάρκειας της προσωρινής κράτησης μπορεί να επηρεάσει το χρόνο απελευθέρωσης του κρατουμένου. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση αυτή όπου ο προσφεύγων θα είχε απελευθερωθεί στις 5 Μαΐου 2015 και όχι στις 8 Ιανουαρίου 2016.
Το δικαστήριο τόνισε ότι δεν προκύπτει από κανένα σημείο του φακέλου ότι ο κρατούμενος έλαβε γνώση με τρόπο επίσημο και μέσα σε εύλογο χρόνο από τις αρχές ότι η περίοδος προσωρινής κράτησης διακόπηκε για να ξεκινήσει η έκτιση της ποινής του. Επίσης, δεν προέκυψε από τα στοιχεία του φακέλου ότι ο εισαγγελέας κάλεσε τον κρατούμενο να δηλώσει, είτε προφορικά. είτε γραπτώς, αν επιθυμεί να καταβάλει το ποσό της μετατροπής της ποινής. Το ΕΔΔΑ διατυπώνει σε αυτό το σημείο τρία κριτήρια τα οποία καθορίζουν τη θέληση του κρατουμένου να εξαγοράσει την ποινή του, και τα οποία πρέπει να εξετάζονται από τα δικαστήρια. Το πρώτο είναι η άμεση γνωστοποίηση της απόφασης για τη μετατροπή της ποινής, το δεύτερο η δήλωση του κρατουμένου κατόπιν της κλήσης από τις αρχές και το τρίτο η καταβολή του ποσού σε εύλογο χρόνο. Το δικαστήριο εκτίμησε ότι μεταξύ της 30ης Μαρτίου 2015 και της 16ης Σεπτεμβρίου 2015 η κράτηση του προσφεύγοντος δεν είχε νομική βάση στο εθνικό δίκαιο για να μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με το άρθρο 5 παρ 1 περ. γ.
Στη συνέχεια, το ΕΔΔΑ εξέτασε κατά πόσο υπήρχε παραβίαση του άρθρου 5 παρ. 4 ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ ξεκινά υπενθυμίζοντας τη νομολογία του σύμφωνα με την οποία δεν υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να εγκαθιδρύσουν πάνω από μία αρμοδιότητα για την εξέταση της νομιμότητας της κράτησης και για την εξέταση των αιτημάτων απελευθέρωσης. Σε κάθε περίπτωση, τονίζει ότι το κράτος που προσφέρει δεύτερο βαθμό αρμοδιότητας πρέπει να προσφέρει τις ίδιες εγγυήσεις το ίδιο καλά και στο δεύτερο βαθμό, συμπεριλαμβανομένης της ταχύτητας του ελέγχου από το δευτεροβάθμιο όργανο μιας απόφασης που επιβλήθηκε από κατώτερο δικαστήριο. Το ΕΔΔΑ δηλώνει ότι είναι διατεθειμένο να ανεχθεί μία σχετική καθυστέρηση ενώπιον του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας υπό τις προϋποθέσεις ότι, πρώτον, η αρχική εντολή έχει εκδοθεί από δικαστήριο και, δεύτερον, όταν το εθνικό δίκαιο θεσπίζει δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η υπόθεση αυτή διαφέρει από την υπόθεση Ilnseher. Στην υπόθεση Ilnseher το δικαστήριο αποφάσισε ότι η απαίτηση της ταχύτητας μπορεί να πληροί λιγότερο αυστηρά κριτήρια σε περίπτωση που ένας πρόσθετος φορέας είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την εξέταση της συμμόρφωσης ενός μέτρου κράτησης με το δικαίωμα στην ελευθερία, και συγκεκριμένα, όταν η πολυπλοκότητα της διαδικασίας το δικαιολογεί, η δικαιοδοσία αυτή δεν παραμένει ανενεργή και ο αιτών έχει τη δυνατότητα ταυτόχρονα να υποβάλει νέα αίτηση για δικαστικό έλεγχο της κράτησής του σε διαφορετικό δικαστήριο. Το ΕΔΔΑ, όμως, διαπίστωσε ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει με την υπόθεση Ilnseher στο ότι δεν φέρει τον ίδιο βαθμό πολυπλοκότητας, αλλά αφορά μία και μόνο νομική ερώτηση, το κατά πόσο η προσωρινή κράτηση διακόπηκε ή όχι. Το δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 παρ. 4 της ΕΣΔΑ λόγω της μη ικανοποίησης του κριτηρίου της ταχύτητας της διαδικασίας και επιδίκασε αποζημίωση 4.500 ευρώ.
Η δικαστική απόφαση ρίχνει φως σε δύο κυρίως ζητήματα. Το πρώτο, αφορά τη σύμπτωση προσωρινής κράτησης με την έκτιση ποινής και τις έννομες συνέπειες αυτού του φαινομένου. Το βασικό πρόβλημα που ανακύπτει σε αυτή την περίπτωση είναι η ίδια η σύμπτωση δύο ιδιοτήτων στο πρόσωπο του προσώπου, δύο ιδιοτήτων των οποίων ο χαρακτήρας είναι τελείως διαφορετικός. Από τη μία, η προσωρινή κράτηση είναι ένα μέτρο που επιβάλλεται πριν τη δίκη, από την άλλη η φυλάκιση συνιστά ποινή αυτού που κρίθηκε ένοχος για κάποιο αδίκημα. Νομοθετικά κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται, ενώ, παρόλο που δεν εφαρμόζεται πρακτικά, υπόδικοι και κατάδικοι δεν επιτρέπεται να βρίσκονται στον ίδιο χώρο. Το δεύτερο αφορά την καταπολέμηση της αυθαιρεσίας από τις κρατικές αρχές στις περιπτώσεις στέρησης της ελευθερίας, όπως αυτές απαριθμούνται εξαντλητικά στο άρθρο 5 της ΕΣΔΑ. Η διάταξη της περ. γ της παρ. 1 του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ είναι ουσιαστικά μία προσπάθεια να σβηστούν από τη μνήμη των κρατών, αλλά και να αποκλειστούν ακόμη και ως ενδεχόμενο, πρακτικές δικτατορικών καθεστώτων, με συλλήψεις χωρίς νόμιμο έρεισμα. Με την απόφαση επιβεβαιώνεται η πάγια νομολογία των ποινικών δικαστηρίων της χώρας, τόσο του Αρείου Πάγου όσο και των Εφετείων, σύμφωνα με την οποία αποκλείεται η συνέκτιση της ποινής με την προσωρινή κράτηση[3], αλλά ρίχνεται και φως σε μία χρόνια παθογένεια της ελληνικής δικαιοσύνης. Παρόλο που η διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 3 Ν 2408/1996 είχε ως στόχο να καταπολεμήσει φαινόμενα σύμπτωσης κράτησης με φυλάκιση και την αυθαίρετη πρακτική των ελληνικών αρχών με την παράλειψη τους να ενημερώνουν τους κρατούμενους για το δικαίωμα μετατροπής της ποινής τους, η διάταξη δε φαίνεται να έχει ιδιαίτερη επιτυχία. Η καταδίκη της Ελλάδας φρονώ ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν αναμενόμενη, καθώς πράγματι φαίνεται ότι οι εθνικές αρχές επέδειξαν ολιγωρία όσον αφορά στη λήψη της σχετικής δήλωσης περί καταβολής ή μη του ποσού της μετατροπής της ποινής. Βέβαια, η καταδίκη αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως εφαλτήριο για μία καλύτερη και πιο συνεπή αντιμετώπιση των κρατουμένων από πλευράς της ποινικής δικαιοσύνης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Λ. Μαργαρίτης, Προσωρινή Κράτηση και έκτιση ποινής, Ποινική Δικαιοσύνη, Τεύχος 8-9 2007, Αύγουστος – Σεπτέμβριος
2. Λ. Α. Σισιλιάνος, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017
Κλεάνθη Σαρδέλη, ασκούμενη δικηγόρος
και μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project
[1] Medvedyev and Others v. France, § 76, Ladent v. Poland, § 45
Comments