top of page
Writer's picturethelawproject

Αστική ευθύνη του Δημοσίου από παράλειψη αστυνομικών οργάνων - ΣτΕ 1964-1972/2021

Του Σωκράτη Παγκράτη


Περίληψη ΣτΕ 1964-1972/2021, Α΄ Τμ. 7μ. Αστική ευθύνη τουΔημοσίου από παράλειψηαστυνομικών οργάνων να προστατεύσουν την περιουσία πολιτών κατά τη διάρκεια βίαιων επεισοδίων στις 7 και 8/12/2008




Περίληψη Αποφάσεων


Μετά τον θάνατο του ανήλικου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από σφαίρα ειδικού φρουρού της ΕΛ.ΑΣ στην περιοχή των Εξαρχείων στις 6/12/2008, ακολούθησαν τις αμέσως επόμενες ώρες και μέρες αυθόρμητες αλλά και οργανωμένες συναθροίσεις κατά της αστυνομικής βίας, οι οποίες εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.


Κατά τη διάρκεια αυτών συντελέστηκαν βίαια επεισόδια από ομάδες ατόμων τα οποία οδήγησαν μεταξύ άλλων σε εκτεταμένες υλικές φθορές, κλοπές και εμπρησμούς σε κτίρια, οχήματα και καταστήματα στο ευρύτερο κέντρο της πρωτεύουσας, αλλά και σε αστικά κέντρα της επαρχίας. Κατόπιν τούτων ιδιοκτήτες και καθ’ υποκατάσταση ασφαλιστικές εταιρίες άσκησαν στα αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία αγωγές αποζημιώσεως για αστική ευθύνη του Δημοσίου κατά το 105ΕισΝΑΚ στα πλαίσια του δικαιώματός τους για πλήρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία Σ20, καθώς επέρριψαν την ευθύνη για τις ως άνω καταστροφές στο Κράτος και τα αρμόδια προς τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας όργανά του.


Το εναγόμενο Δημόσιο άσκησε εφέσεις στα αρμόδια Διοικητικά Εφετεία, οι οποίες κατά περίπτωση έγιναν δεκτές ή απορρίφθηκαν και εν συνεχεία κατατέθηκαν αιτήσεις του εκτάκτου ενδίκου μέσου της Αναιρέσεως, το οποίο ερείδεται στο Σ95 παρ.1 εδάφιο β, από το Δημόσιο, ιδιώτες και τις καθ’ υποκατάσταση ασφαλιστικές εταιρίες ενώπιον του Ά τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας προς κρίση.


Οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως που εκτέθηκαν, αφορούσαν την ερμηνεία του 105ΕισΝΑΚ και τις ειδικότερες προϋποθέσεις εφαρμογής του, την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της ανωτέρας βίας και το βάρος απόδειξης των θεμελιωτικών της πραγματικών περιστατικών, καθώς και τον βαθμό σχηματισμού δικανικής πεποίθησης σε σχέση με το ύψος της ζημίας, ο οποίος απορρίφθηκε ως αναγόμενος στην αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Το ΣτΕ έκανε δεκτές τις αιτήσεις αναιρέσεως δύο εταιριών με τις αποφάσεις 1964,1965,/21 και με τις 1966 έως 1972/21 απέρριψε τις αιτήσεις αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου.



Νομικά ζητήματα


Τα ανακύπτοντα νομικά ζητήματα, τα οποία χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης είναι αυτά της αστικής ευθύνης του Δημοσίου και της ανωτέρας βίας που επικαλέστηκε προς υπεράσπιση των θέσεών του.


Κατά το 105ΕισΝΑΚ « Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών».


Η αστική ευθύνη του Δημοσίου έχει διττό συνταγματικό έρεισμα[1]. Ειδικότερα θεμελιώνεται τόσο στην αρχή του Κράτους Δικαίου και στην αρχή της Νομιμότητας που διέπει το σύνολο της δράσης και λειτουργίας των κρατικών οργάνων, όσο και στην αρχή της Ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών Σ4 παρ.5 ως ειδικότερη έκφανση της γενικής αρχής Σ4 παρ.1, καθώς παράνομες πράξεις ή παραλείψεις οι οποίες τείνουν προς εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, ενώ ταυτόχρονα προκαλούν ζημία σε πολίτες, δημιουργούν μια κατάσταση η οποία δεν θα ήταν ανεκτή, αν δεν υπήρχε ο εν λόγω επανορθωτικός μηχανισμός. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι η ευθύνη αυτή κρίνεται κατά τρόπον αντικειμενικό που σημαίνει ότι γεννάται, οποτεδήποτε πληρούνται οι προϋποθέσεις της, άνευ πταίσματος του οργάνου εν αντιθέσει με παρόμοιες διατάξεις αλλοδαπής προελεύσεως.


Προϋποθέσεις[2] γέννησης της ευθύνης αποτελούν η πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια, από όργανο του δημοσίου, κατ΄ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, η ύπαρξη παρανομίας, μη παραβίαση διάταξης κείμενης χάριν του δημοσίου συμφέροντος, πρόκληση ζημίας και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παράνομης πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας και της ζημίας.


Ειδικότερα η υλική ενέργεια μπορεί να συνίσταται τόσο σε θετική ενέργεια όσο και σε αποθετική υπό τη μορφή της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Παρανομία υφίσταται όταν η συμπεριφορά του οργάνου αντιφάσκει στο δίκαιο εν συνόλω. Καθώς η ΕισΝΑΚ105 αποτελεί λευκό κανόνα δικαίου, η παρανομία αναζητείται στο σύνολο των κανόνων δικαίου της έννομης τάξης, ενώ ως κρίσιμος χρόνος θεωρείται ο χρόνος που επιχειρήθηκε ή που θα έπρεπε να επιχειρηθεί η πράξη. Ως όργανο νοείται κάθε πρόσωπο, στο οποίο έχει ανατεθεί η άσκηση δημόσια εξουσίας, ενώ θα πρέπει να υφίσταται και εσωτερική αντικειμενική συνάφεια[3] μεταξύ της πράξης ή παράλειψης και της άσκησης δημόσιας εξουσίας, αποκλειούμενης της ευθύνης σε περίπτωση επ΄ευκαιρία τέλεσης αυτής. Η ευθύνη αυτή θεμελιώνεται μόνο αν παραβαίνει διάταξη που δεν έχει τεθεί για χάρη του δημοσίου συμφέροντος. Σε θεωρία και νομολογία έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι ο περιορισμός ισχύει εφόσον η διάταξη έχει τεθεί αποκλειστικά για το γενικό συμφέρον ή έστω κατ’ αρχήν για αυτό[4]. Ορθότερα θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι εφόσον προστατεύονται και ιδιωτικά συμφέροντα έστω αντανακλαστικά από την διάταξη, τα οποία ενυπάρχουν εννοιολογικά στο «γενικό συμφέρον» στα πλαίσια και της αρχής του κράτους δικαίου, η ευθύνη του Δημοσίου παραμένει ακέραιη. Περαιτέρω η ζημία δύναται να είναι θετική όσο και αποθετική, καθώς και περιουσιακή ή μη αποτιμητή σε χρήμα υπό τη μορφή της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης. Τελευταία προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη πρόσφορης κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει το αποτέλεσμα αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης και της ζημίας.


Το ΣτΕ στις αποφάσεις 1964-1972/21 προς θεμελίωση ιδιαίτερα του παρανόμου ως πρώτης προϋπόθεσης κατάφασης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου δέχθηκε τα ακόλουθα: «Οι διατάξεις του ν. 2800/2000 (άρθρ. 8 παρ. 1 περ. α, β, 3 περ. β και 5 περ. α και στ, 9 παρ. 1, 2 και 3) και του π.δ. 141/1991 (άρθρ. 93 παρ. 1 , 2, και 3, 129, 130 παρ.3 και 4, 131, 132, 133) παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, αποβλέπουν, μεταξύ άλλων, και στην προστασία της περιουσίας των πολιτών. Κατά την έννοια δε των διατάξεων αυτών, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του π.δ.14/2001 (άρθρ. 4 παρ. 1 περ. γ, 4 περ. β, δ, ε, και ζ, 9Βπαρ. 1, 3 περ. γ και δ, 6 περ .α και ε, 7 περ. α, 17 παρ. 1), η προστασία της περιουσίας των πολιτών από βίαια επεισόδια που εκδηλώνονται στο πλαίσιο οποιασδήποτε μορφής μαζικής κινητοποίησης πολιτών αποτελεί υποχρέωση των αστυνομικών οργάνων, η εκπλήρωση της οποίας δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρειά τους. Αν τα αστυνομικά όργανα παραλείψουν παντελώς να επέμβουν για να προστατεύσουν την περιουσία πολίτη η οποία απειλείται υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, η παράλειψή τους αυτή είναι παράνομη και, συνεπώς, συντρέχει η πρώτη απαιτούμενη για τη θεμελίωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου προϋπόθεση της παρανομίας.»[5].


Με βάση τα ανωτέρω απορρίφθηκαν ισχυρισμοί τους οποίους κατά περίπτωση πρόβαλε το Δημόσιο. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι προτεραιότητα της ΕΛ.ΑΣ αποτελούσε η διαφύλαξη της ανθρώπινης ζωής. Ο εν λόγω ισχυρισμός δεν συνάδει με τον νομικό μας πολιτισμό, διότι ναι μεν είναι θεμιτή η προστασία της σε κάθε περίπτωση, αλλά στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων και του Συντάγματος, το κράτος υποχρεούται να προστατεύει όλα τα δικαιώματα εξίσου, καθώς όλες οι διατάξεις έχουν την ίδια τυπική ισχύ. Σύμφωνα με το ΣτΕ: «Διακριτική ευχέρεια διαθέτουν τα αστυνομικά όργανα μόνο ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσουν, δηλαδή ως προς την επιλογή του είδους των μέτρων που πρέπει να λάβουν προς εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρέωσης, δυνάμενα κατόπιν εκτίμησης να επιλέξουν και να εφαρμόσουν το καταλληλότερο για τη συγκεκριμένη περίπτωση επιχειρησιακό σχέδιο…Στην ειδικότερη δε περίπτωση κατά την οποία τα αστυνομικά όργανα, αν και επεμβαίνουν και επιχειρούν, δεν λαμβάνουν κανένα συγκεκριμένο μέτρο για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη, η επιλογή της αποχής από κάθε ενέργεια ειδικώς προς τον σκοπό της προστασίας του ανωτέρω αγαθού συνιστά υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειάς τους και είναι παράνομη»[6].


Με βάση τα προεκτεθέντα τα λαμβανόμενα μέτρα πρέπει να είναι αναγκαία και κατάλληλα προς εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου σκοπού ήτοι την προστασία της περιουσίας των πολιτών. Η διακριτική παρακολούθηση από απόσταση των ταραξιών, η παθητική στάση μπροστά σε φθορές περιουσιών και η μη λήψη συγκεκριμένων μέτρων προς προστασία των συγκεκριμένων ένδικων ακινήτων και επιχειρήσεων αποτελεί αποχή από την υποχρέωση επέμβασης που κατά δέσμια αρμοδιότητα έπρεπε να είχαν ενεργήσει τα όργανα και εξ αυτού του λόγου καθίσταται παράνομη, ενώ στο ίδιο πλαίσιο απορρίφθηκε λόγω υπέρβασης των άκρων ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας και το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η ΕΛ.ΑΣ είχε λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα χωρίς να εξειδικεύει περαιτέρω σε τι συνίσταντο αυτά.


Ως «ανωτέρα βία» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κάθε αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός, το οποίο ακόμα και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης δεν θα μπορούσε να αποτραπεί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά το ΣτΕ «Η περίπτωση ανωτέρας βίας αποτελεί απαλλακτικό από την ευθύνη του Δημοσίου λόγο που διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης και της ζημίας και όχι απαλλακτικό λόγο που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της πράξης ή της παράλειψης, όπως είναι η περίπτωση της κατάστασης ανάγκης κατ’ άρθρ. 285 του ΑΚ»[7]. Σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 145 του Κωδ.Δ.Δικ, στο δικόγραφο πρέπει να περιγράφονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα θεμελιωτικά της αξίωσης πραγματικά περιστατικά, ενώ ο διάδικος φέρει και το βάρος απόδειξης των γεγονότων εκείνων που στηρίζουν τους ισχυρισμούς του. Η ανωτέρα βία αποτελεί ένσταση καταλυτική της αγωγής και ως εκ τούτου ο διάδικος που την επικαλείται θα πρέπει να αποδείξει ποια πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν στον ορισμό της καθώς και τα συγκεκριμένα μέτρα που ελήφθησαν προς αποτροπή της.


Η ΕΛ.ΑΣ στα πλαίσια του θεσμικού της ρόλου για την προστασία της έννομης τάξης, της κοινωνικής ειρήνης και των δικαιωμάτων των πολιτών υποχρεούται να λαμβάνει πρωτίστως προληπτικά και κατά δεύτερον κατασταλτικά μέτρα προς την ευόδωση αυτού του σκοπού. Η οργανωτική της δομή, αλλά και οι υλικοτεχνικές της υποδομές σε συνδυασμό με την εξειδίκευση και εκπαίδευση του προσωπικού της, την καθιστούν άρτια προετοιμασμένη για την πραγμάτωση του ως άνω προορισμού της. Ιδιαίτερα σημαντικό στην υπό κρίση περίπτωση είναι το γεγονός, ότι με βάση τις ιδιαίτερες επιχειρησιακές της ικανότητες ήταν σε θέση να συλλέξει τις αναγκαίες πληροφορίες για να αποτρέψει βλάβες σε έννομα αγαθά πολιτών, ενώ στα πλαίσια των υποχρεώσεών της οφείλει να εκπονεί εκ των προτέρων επιχειρησιακά σχέδια, τα οποία θα δύνανται να αποτρέψουν κατάλληλα εφαρμοζόμενα ακόμα και τα πιο ακραία και αιφνίδια περιστατικά.


Στο «οπλοστάσιο» εξουσιών της βρίσκεται και η αρμοδιότητα της εκ των προτέρων απαγόρευσης υπαίθριων συναθροίσεων εν γένει, εφόσον επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια ή σε συγκεκριμένη περιοχή αν απειλείται διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής κατά το Σ11 και τον εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο[8] όπως ίσχυε τη δεδομένη χρονική στιγμή. Άλλωστε σε περίπτωση που η συνάθροιση εκφύγει του σκοπού της και τελεστούν αξιόποινες πράξεις υποχρεούται σε διάλυση αυτής και σύλληψη των υπαιτίων. «Ειδικότερα, το στοιχείο της προβλεψιμότητας ως προς βίαια επεισόδια ιδιαιτέρως μεγάλης έκτασης και έντασης και ως προς τις αντίστοιχης έκτασης και βαρύτητας ζημιογόνες συνέπειές τους υφίσταται αν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδίως δε με βάση τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες, τα βίαια επεισόδια εν γένει, ως κοινωνικό φαινόμενο, αποτελούν συνήθη ή τουλάχιστον δεν αποτελούν ασυνήθη κατάσταση και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ή πληροφορίες για μαζική κινητοποίηση εξαγριωμένων ή αγανακτισμένων πολιτών ή κοινωνικών ομάδων μετά την επέλευση γεγονότος ικανού να δημιουργήσει οξεία αντίδραση και μεγάλη κοινωνική έκρηξη[9]. Η δολοφονία ενός ανήλικου αποτελεί σε κάθε περίπτωση ένα γεγονός, το οποίο με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων, μπορεί ανά πάσα στιγμή να πυροδοτήσει ακραία φαινόμενα βίας δυνάμενα να εξαπλωθούν σε έκταση και ένταση τέτοιου βαθμού, ούτως ώστε η μη λήψη εγκαίρως αναγκαίων και πρόσφορων προληπτικών αλλά και κατασταλτικών μέτρων να οδηγήσει σε μία κατάσταση μη αναστρέψιμη.


Επιπροσθέτως το ΣτΕ έκρινε ότι «Πολλώ μάλλον δεν συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας βίαια επεισόδια και βανδαλισμοί που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο προγραμματισμένης πορείας διαμαρτυρίας, όταν για το ίδιο γεγονός που πυροδότησε τη διαμαρτυρία έχουν ήδη λάβει χώρα βίαια περιστατικά μεγάλης έντασης και έκτασης καθώς και εκτεταμένες φθορές και καταστροφές είτε στην ίδια περιοχή είτε σε άλλη, εφόσον και στην περίπτωση αυτή ανά πάσα στιγμή μία τέτοια εξέλιξη είναι αναμενόμενη με μεγάλη πιθανότητα και άρα είναι δυνατόν να προβλεφθεί και να αποτραπεί με άμεση ενέργεια και λήψη όλων των ενδεδειγμένων μέτρων, λαμβανομένης υπόψη και της εξουσίας των αστυνομικών οργάνων να επιβάλλουν περιορισμούς στη διεξαγωγή συγκεντρώσεων ή συναθροίσεων ή να διαλύουν συγκεντρώσεις ή συναθροίσεις, οι οποίες, ως εκ του ότι εκτρέπονται σε πράξεις βίας κατά προσώπων ή πραγμάτων, είναι παράνομες» [10].


Βάσει των ανωτέρω οι δικαστές του ΣτΕ απεφάνθησαν ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση ανωτέρας βίας σε προγραμματισμένη πορεία, καθώς το ένδικο ακίνητο βρισκόταν στην πορεία αυτής και επομένως θα μπορούσε να λάβει τα απαιτούμενα προς αποτροπή των καταστροφών μέτρα. Με το ίδιο σκεπτικό απέρριψε και αιτιάσεις αφορώσες σε λήψη γενικών μέτρων αστυνόμευσης και επιφυλακής, χωρίς να γίνεται ειδική αναφορά περί των πόσων αστυνομικών ενήργησαν στο σημείο ή για τον αριθμό των ταραξιών πάντοτε σε συνάρτηση με το συγκεκριμένο βιοτικό συμβάν. Μία Πάρεδρος του ΣτΕ μειοψήφησε στις αποφάσεις 1964-1966/2021 [11] με το σκεπτικό ότι ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι το γεγονός της δολοφονίας δεν αποτελεί περίπτωση ανωτέρας βίας, οι συνέπειες δύνανται να είναι τόσο ανεξέλεγκτες ενόψει της πρωτοφανούς, έντασης και έκτασης των επεισοδίων, ώστε οι ζημιογόνες ενέργειες να μην μπορούσαν να αποτραπούν ακόμα και με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και σύνεσης εκ μέρους των οργάνων της τάξης.



Προσωπικές θέσεις


Τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν τον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η πιστή εφαρμογή της αρχής του κράτους δικαίου και της αρχής της νομιμότητας αναγορεύει την άσκηση και προστασία τους σε πρωταρχική συνταγματική υποχρέωση κάθε ευνομούμενης Πολιτείας. Αποχή από επιβλαβείς ενέργειες και λήψη θετικών μέτρων αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Σε πείσμα της ολοένα και διογκούμενης κρατικής εξουσίας τα Δικαστήρια αποτελούν το ισχυρότερο θεσμικό αντίβαρο έναντι σε κρατικές ενέργειες ή παραλείψεις δυνάμενες να προκαλέσουν προσβολή των εν λόγω δικαιωμάτων. Ακραίες καταστάσεις σαν την υπό κρίση περίπτωση δεν αίρουν την υποχρέωση των οργάνων να ενεργήσουν οτιδήποτε περνάει από το χέρι τους ώστε να αποτρέψουν κάθε δυνατή προσβολή, στα πλαίσια της προς τούτο δέσμιας αρμοδιότητάς τους ακόμα και λαμβάνοντας μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας. Κατά την άποψη του γράφοντος το ΣτΕ ορθώς έκρινε ότι η δολοφονία ενός ανήλικου αποτελεί μία όλως εξαιρετική κατάσταση, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συνιστά ανωτέρα βία, καθώς βίαια επεισόδια μεγάλης έκτασης και εντάσεως αποτελούν ένα επακόλουθο, που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας είναι πιθανό έως βέβαιο ότι θα εκδηλωθούν κατόπιν ενός τέτοιου γεγονότος, αποτελώντας μία διαρκή πηγή κινδύνου για τις ελευθερίες των πολιτών.


Περαιτέρω το Δικαστήριο καταφάσκοντας την αστική ευθύνη του Δημοσίου στη συγκεκριμένη περίπτωση επιβεβαίωσε την υποχρέωση τήρησης της αρχής του κράτους δικαίου και της νομιμότητας από τα όργανα του κράτους και προστάτευσε ταυτόχρονα τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικουμένου[12], περιεχόμενο της οποίας εν προκειμένω είναι η καταβολή αποζημίωσης για τη βλάβη που υφίσταται κατά την τέλεση παρανομιών εκ μέρους τους.



 

1 Διοικητικό Δίκαιο, Γέροντας-Λύτρας-Παυλόπουλος-Σιούτη-Φλογαΐτης ΄Γ έκδοση 2015, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σελ. 357 επ.

2 Διοικητικό Δίκαιο, σε Παυλόπουλο, ΄Γ έκδοση 2015, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σελ.362 επ.

3 Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό διοικητικό δίκαιο, έβδομη αναθεωρημένη έκδοση 2014, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σελ. 806

4 Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό διοικητικό δίκαιο, έβδομη αναθεωρημένη έκδοση 2014, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σελ. 810-811

5 ΣτΕ 1964-1972/2021

6 ΣτΕ 1964-1972/2021

7 ΣτΕ 1964,1965,1966/21

8 π.δ. 141/1991

9 ΣτΕ 1964,1965,1966/21

10 ΣτΕ 1964,1965,1966/21

11 Βλ. σκέψη 12 ΣτΕ 1964/21

12 Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό διοικητικό δίκαιο, έβδομη αναθεωρημένη έκδοση, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σελ. 175

 

Βιβλιογραφία


1. Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, έβδομη αναθεωρημένη έκδοση 2014, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα - Θεσσαλονίκη

2. Απόστολος Γέροντας, Σωτήρης Λύτρας, Προκόπης Παυλόπουλος, Γλυκερία Σιούτη, Σπυρίδων Φλογαΐτης, τρίτη έκδοση 2015, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα - Θεσσαλονίκη

3. Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 15η έκδοση 2017, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη



Σωκράτης Παγκράτης, φοιτητής του 4ου έτους στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του “ The Law Project”


143 views0 comments

Comments


bottom of page