top of page
Writer's picturethelawproject

Αστική ευθύνη Δήμου λόγω μη περισυλλογής αδέσποτου ζώου. Πρόκληση τροχαίου ατυχήματος ...

Της Παρίσση Αμαλίας


ΔΠΑ 8208/2020- Αστική ευθύνη Δήμου λόγω μη περισυλλογής αδέσποτου ζώου. Πρόκληση τροχαίου ατυχήματος και θανάσιμου τραυματισμού.

Ζητήματα αιτιώδους συνάφειας κατά τον ΚΟΚ





Περίληψη απόφασης : Η υπόθεση αφορά στην άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της αγωγής κατά το άρθρο 71 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ενώπιο του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών με αίτημα την αναγνώριση υποχρέωσης του εναγομένου Δήμου προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των εναγόντων, την οποία υπέστησαν εξαιτίας του θανάτου συγγενούς τους. Ο θάνατος του τελευταίου επήλθε ως απόρροια τροχαίου ατυχήματος εξαιτίας αδέσποτου ζώου το οποίο παρανόμως δεν είχε περισυλλεγεί από τις αρμόδιες δημοτικές υπηρεσίες. Το δικαστήριο, αφού απέρριψε τις ενστάσεις και τους ισχυρισμούς του Δήμου, έκανε δεκτή την αγωγή δικαιώνοντας τους ενάγοντες.


Νομικά ζητήματα : Τα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν κατά την ανάγνωση και ανάλυση της συγκεκριμένης απόφασης είναι αυτά της αστικής ευθύνης του Κράτους για παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του και το εξαιρετικά ενδιαφέρον και ίσως πιο δυσχερές ως προς την προσέγγισή του ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης και της ζημίας που επήλθε.



1. Ο θεσμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου εν γένει

Ως αστική ευθύνη του Κράτους γίνεται αντιληπτή η υποχρέωσή του ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των διφυών νομικών προσώπων ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ( συνεπώς το Δημόσιο νοείται βάσει του οργανικού και όχι του λειτουργικού κριτηρίου) για αποκατάσταση των ζημιογόνων συνεπειών που προκαλούν οι παράνομες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων του. Σήμερα κατοχυρώνεται νομοθετικά στα άρθρα 104-106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ενώ είχε γίνει για πρώτη φορά μνεία του θεσμού στην παλαιά απόφαση του Αρείου Πάγου 11/1858. Πιο αναλυτικά, το άρθρο 104 αναφέρεται στις έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου του κράτους, όπου και λειτουργεί ως fiscus, το άρθρο 105 αφορά στις έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας και το άρθρο 106 αναφέρεται ειδικά στο ζήτημα της αστικής ευθύνης των δήμων και των κοινοτήτων, που αποτελεί και το εξεταστέο ζήτημα εν προκειμένω.

Η αστική ευθύνη βρίσκει συνταγματικό έρεισμα κατά την κρατούσα άποψη στις διατάξεις 4 παρ.5 και 20 παρ.1 (αρχή της ίσης συνεισφοράς στα δημόσια βάρη και αρχή παροχής δικαστικής προστασίας), ενώ υπάρχει και η αξιομνημόνευτη άποψη περί θεμελίωσής της στα άρθρα 4 παρ.1 και 25 παρ.4 για την αρχή της ισότητας και της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης. Παρά το γεγονός ότι η αστική ευθύνη του Δημοσίου διαφέρει ουσιωδώς από την ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη στο πλαίσιο του αστικού δικαίου ( κυρίως ως προς το ότι η ευθύνη του Δημοσίου είναι αντικειμενική- στοιχειοθετείται ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματος των οργάνων του, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις) εφαρμόζονται συμπληρωματικά ορισμένες διατάξεις του ΑΚ όπως για παράδειγμα: η ΑΚ 300 για την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος, η ΑΚ 932 για την ψυχική οδύνη η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω και άλλες οι οποίες εντάσσονται συστημικά κυρίως στο κεφάλαιο της αδικοπρακτικής ευθύνης ( ΑΚ 914 επ.)

Το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, προβλέποντας τις προϋποθέσεις της αστικής ευθύνης ορίζει: “Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών. “


Πρώτη και βασική προϋπόθεση για την ενεργοποίηση του μηχανισμού της αστικής ευθύνης είναι να υπάρχει πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια. Ο όρος “πράξη” νοείται με ευρύ περιεχόμενο, περιλαμβάνοντας και περιπτώσεις μη εκτελεστών διοικητικών πράξεων (π.χ εγκυκλίων, γνωμοδοτήσεων).Ως προς την παράλειψη, αστική ευθύνη μπορεί να ανακύπτει καταρχήν από παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, ήτοι μη έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης παρά την ύπαρξη δέσμιας αρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου ή παράλειψη έκδοσης διοικητικής πράξης καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας.


Παράλειψη μπορεί επίσης να υπάρχει και στην περίπτωση παράλειψης υλικής ενέργειας εκ μέρους του οργάνου, όπως συντρέχει εν προκειμένω. Ο εναγόμενος Δήμος παρέλειψε να μεριμνήσει για την περισυλλογή του αδέσποτου ζώου και να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή κινδύνων που απορρέουν από την παραμονή και διέλευση των αδέσποτων σε κεντρικούς δρόμους, παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ.1 εδ΄α του ν. 3170/2003 και 75 παρ.Ι περ. Γ στοιχ. 4,10,11 και 28 του ν.3463/2006.


Η πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια πρέπει να είναι παράνομη. Η έννοια του παρανόμου είναι γενική και δεν ορίζεται το περιεχόμενο της στην ΕισΝΑΚ 105 (αποτελεί λευκό κανόνα δικαίου). Χρειάζεται παραβίαση οποιουδήποτε κανόνα δικαίου, είτε νόμου, πράξης νομοθετικού περιεχομένου, συνταγματικής ή ενωσιακής διάταξης για την εκκίνηση του θεσμού της αστικής ευθύνης. Κρίσιμος χρόνος για την κατάφαση της παρανομίας είναι ο χρόνος κατά τον οποίο έλαβε χώρα η ζημιογόνος πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, η παρανομία των οργάνων του Δήμου έγκειται στην παράλειψη να τηρήσουν τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από τις ανωτέρω διατάξεις των νόμων με την διενέργεια πράξεων περισυλλογής και μέριμνας για τα αδέσποτα ζώα. Εκτός από τον παράνομο χαρακτήρα, η πράξη απαιτείται να προέρχεται από όργανο του Δημοσίου προερχόμενο και από τις 3 λειτουργίες (νομοθετική,δικαστική,εκτελεστική) του πολιτεύματος. Η παραβιασθείσα διάταξη απαιτείται να έχει τεθεί για την προστασία των δικαιωμάτων του διοικουμένου και να μην εξυπηρετεί αποκλειστικώς το δημόσιο συμφέρον και θα πρέπει να υπάρχει ζημία, ήτοι πραγματική μείωση της περιουσίας ή ηθική βλάβη(ζημία μη αποτιμητή σε χρήμα). Είδος της ηθικής βλάβης αποτελεί και η ψυχική οδύνη την οποία υφίσταντο οι ενάγοντες συγγενείς του θανόντος οδηγού.


Ειδικά για την περίπτωση του δικαστικού σφάλματος ή σφάλματος του δικαστικών οργάνων, η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων δεν δέχεται την άμεση και ευθεία εφαρμογή των ΕισΝΑΚ 104-106, καθώς μπορεί εν προκειμένω να ασκηθεί αγωγή κακοδικίας κατά το άρθρο 99 του Συντάγματος. Ωστόσο, σημαντική στροφή στην ανωτέρω πάγια θέση της νομολογίας έγινε με την απόφαση ΣτΕ 1501/2014, με την οποία έγιναν καταρχήν δεκτά τα ακόλουθα: “Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία. Αποκλεισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην τελευταία περίπτωση δεν συνάγεται από την περί αγωγών κακοδικίας διάταξη του άρθρου 99 του Συντάγματος... κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στο νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου.... Η διάταξη αυτή[ενν. Την ΕισΝΑΚ 105] δεν αναφέρεται ευθέως σε ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, διότι ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή απλώς εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγμάτων από δικαστικό λειτουργό δεν είναι συμβατή με την φύση του δικαστικού έργου, ως εκ της οποίας το Σύνταγμα εγγυάται στον δικαστικό λειτουργό την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του. Εν όψει της φύσεως του δικαστικού έργου, μόνο πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση.”


Πέραν τούτου, ειδικά για την περίπτωση των υλικών ενεργειών ή παραλείψεων, είναι απαραίτητο να υπάρχει άμεση εσωτερική συνάφεια αυτών με τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στο οικείο κρατικό όργανο, όπως αυτά προσδιορίζονται από τις σχετικές διατάξεις, την αρχή της καλής λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών και της καλής πίστης. Υπάρχει τέτοια συνάφεια, όταν η υλική ενέργεια ή παράλειψη σχετίζεται με την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών που έχουν ανατεθεί στο όργανο, καθώς και με τα γεγονότα που μπορούν να ανακύψουν κατά την εκτέλεσή τους. Ο εναγόμενος Δήμος προέβαλε ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, αρνούμενος την ύπαρξη αρμοδιότητάς του στον τομέα της περισυλλογής των αδέσποτων ζώων. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέρριψε την εν λόγω ένσταση μνημονεύοντας τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ.1 εδ.α’ του ν.3170/2003 και 75 παρ.Ι περ.γ στοιχ. 4, 10, 11 και 28 του ν.3463/2006, που ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, οι οποίες θεμελιώνουν ρητή, δέσμια και συγκεκριμένη αρμοδιότητα του Δήμου, ανεξάρτητη από την συνδρομή όρων και προϋποθέσεων, δεχόμενο έτσι την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης παράλειψης και των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί σε αυτόν.


2. Ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παράνομης πράξης και ζημίας ως θετική προϋπόθεση για την κατάφαση της αστικής κρατικής ευθύνης

Δεν αρκεί απλώς αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ,παράλειψης ή υλικής ενέργειας, αλλά απαιτείται αυτή να συντρέχει μεταξύ της παρανομίας της ενέργειας των οργάνων του Δημοσίου και της επελθούσας ζημίας. Αυτό συμβαίνει, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, η συμπεριφορά αυτή ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου έκτακτου και ασυνήθιστου περιστατικού, να προκαλέσει τη ζημία. Στην κρινόμενη υπόθεση, το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκανε δεκτό ότι “η ως άνω παράλειψη του εναγόμενου Δήμου να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα για την περισυλλογή αδέσποτων ζώων στη διοικητική του περιφέρεια και την μεταφορά τους στο οικείο καταφύγιο ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει – όπως και συνέβη – το ατύχημα και τον θανάσιμο τραυματισμό του συγγενή των εναγόντων.”

Πιο αναλυτικά, ο αιτιώδης σύνδεσμος στο πλαίσιο της κρατικής αστικής ευθύνης έχει “δανεισθεί” πλείονα στοιχεία από τις αντίστοιχες θεωρίες του αστικού δικαίου. Οι τρεις θεωρίες που χρησιμοποιήθηκαν για την ανέρευση του αίτιου που οδήγησε στο αποτέλεσμα δηλ. την ζημία είναι η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, η θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας και η θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου. Η πρώτη διευρύνει υπερβολικά τις περιπτώσεις κατάφασης ευθύνης, καθώς δέχεται την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, όταν η πράξη είναι αναγκαίος όρος για την επέλευση του αποτελέσματος, δεν θα μπορούσε δηλαδή το τελευταίο να επέλθει χωρίς αυτήν, αποτέλεσε ωστόσο την βάση για περαιτέρω αναζήτηση. Η δεύτερη θεωρία αναπτύχθηκε σε μία προσπάθεια περιορισμού των συνεπειών της πρώτης και βασίζεται στην εξής “υποθετική ερώτηση” : από το σύνολο της αιτιών της ζημίας, ποια ήταν πρόσφορη να οδηγήσει στο αποτέλεσμα, είχε γενικά την τάση να οδηγήσει στη ζημία σύμφωνα με την συνήθη πορεία των πραγμάτων και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας;


Την θεωρία αυτή φαίνεται να χρησιμοποίησε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών στην εξεταζόμενη απόφαση και έκανε δεκτή την ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης παράλειψης του Δήμου περισυλλογής του αδέσποτου ζώου και του θανάσιμου τραυματισμού του οδηγού, κάτι που με τη σειρά του προκάλεσε την ψυχική οδύνη (ζημία) των εναγόντων συγγενών του. Η τρίτη θεωρία αποσκοπεί στο να περιορίσει τις “πρόσφορες αιτίες” της δεύτερης και ορίζει ότι αποκαθίσταται η ζημία εκείνων των αγαθών, τα οποία προστατεύονται από τη διάταξη που αποτέλεσε τον θεμελιωτικό της ευθύνης κανόνα δικαίου. Παρατηρείται γενικώς ότι και οι τρεις θεωρίες κατά κάποιον τρόπο δεν επαρκούν για την επίτευξη αποτελεσματικής λύσης, για αυτό και χρησιμοποιούνται συνδυαστικώς, με εκείνες της πρόσφορης αιτιότητας και του σκοπού του κανόνα δικαίου να έχουν τον πρώτο και τελευταίο λόγο.


Απαραίτητη προϋπόθεση ωστόσο για να θεμελιωθεί η αστική ευθύνη του Δημοσίου είναι να μην έχει επέλθει διακοπή ή υπερκάλυψη του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης κρατικής ενέργειας και της ζημίας, με την μεσολάβηση ορισμένου εξωτερικού γεγονότος το οποίο “αναίρεσε” την ισχύ της παρανομίας και οδήγησε εν τέλει το ίδιο αιτιωδώς στην πρόκληση του ζημιογόνου αποτελέσματος. Πρόκειται για τις περιπτώσεις του συνυπολογισμού ζημίας-κέρδους, της ανωτέρας βίας και του συντρέχοντος πταίσματος. Ο εναγόμενος Δήμος προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή αποζημίωσης προέβαλε τον ισχυρισμό ότι ο θανών οδηγός της μοτοσυκλέτας φέρει αποκλειστική ευθύνη για τον θανάσιμο τραυματισμό του καθώς δεν φορούσε κράνος (ήτοι ότι διεκόπη ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης παράλειψης του Δήμου να περισυλλέξει το αδέσποτο και του θανάτου του οδηγού), συνεπώς αποκλείεται η ευθύνη του Δήμου εν προκειμένω.


Στην περίπτωση του οικείου πταίσματος του ζημιωθέντος, ο ζημιωθείς με τη συμπεριφορά του προκάλεσε είτε ολικά είτε εν μέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, συνετέλεσε δηλαδή στην επέλευση της ζημίας, παρά την αρχική παράνομη ενέργεια εκ μέρους του οργάνου του Δημοσίου. Η έννοια του συντρέχοντος πταίσματος αποτελεί ένα ακόμη δάνειο από τον οικείο προς το δημόσιο δίκαιο κλάδο του αστικού δικαίου, όπου κατοχυρώνεται στην διάταξη ΑΚ 300. Όπως αυτή ορίζει, “ Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει.” Η κρίση του δικαστή της ουσίας σχετικά με το αν συντρέχει περίπτωση διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου λόγω συντρέχοντος πταίσματος εδράζεται επί τη βάσει ενός αντικειμενικού κριτηρίου και συγκεκριμένα του κριτηρίου της επιμέλειας που θα ήταν σε θέση να επιδείξει ο μέσος συνετός άνθρωπος εν προκειμένω κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες. Προβαίνει σε στάθμιση των συγκρουόμενων αγαθών, λαμβάνοντας υπόψιν την βαρύτητα των πταισμάτων ζημιώσαντος και ζημιωθέντος και εξετάζει κατά πόσον το πταίσμα του δεύτερου συνέβαλε αιτιωδώς στην επέλευση της ζημίας.


Στην απόφαση ΔΠΑ 8208/2020, το Διοικητικό Πρωτοδικείο εξέτασε και απέρριψε ως ουσία αβάσιμο τον σχετικό ισχυρισμό του εναγομένου Δήμου. Πιο αναλυτικά, έκανε δεκτό ότι ο θάνατος επήλθε από την πτώση του οδηγού από την μοτοσυκλέτα και την πρόσκρουση στο οδόστρωμα, απόρροια της ελεύθερης κυκλοφορίας του αδέσποτου σκύλου στην οδό του ατυχήματος, η οποία με τη σειρά της οφείλεται στην παράνομη παράλειψη του Δήμου να ασκήσει τις αρμοδιότητες του. Ως προς την μη χρήση προστατευτικού κράνους, ενδεχομένως αυτή να συντέλεσε ή να συνέβαλε στην επέλευση της ζημιάς, αλλά δεν αποτέλεσε την αποκλειστική αιτία του θανάτου. Εκτός αυτού, η μη χρήση προστατευτικού κράνος κατά παράβαση των διατάξεων του ΚΟΚ δεν συνεπάγεται αυτομάτως την κατάφαση της υπαιτιότητας του οδηγού, αλλά αποτελεί στοιχείο που εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο της ουσίας σχετικά με το αν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτού και του αποτελέσματος. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο για να εκτιμήσει την ύπαρξη του σχετικού αιτιώδους συνδέσμου, έλαβε υπόψιν τις συγκεκριμένες συνθήκες του τρόπου τέλεσης του τροχαίου ατυχήματος (απότομο φρενάρισμα οδηγού, έλλειψη κακώσεων πλην του σημείου της κεφαλής, σχεδιάγραμμα τόπου τέλεσης ατυχήματος) και κατέληξε στο ότι ακόμη και αν ο θανών δεν φορούσε κράνος, η χρήση αυτού, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, δεν θα είχε ως αποτέλεσμα την αποτελεσματική προστασία του κατά την πτώση της μοτοσυκλέτας, αφού η δύναμη με την οποία προσέκρουσε στο οδόστρωμα ήταν ικανή να προκαλέσει το ίδιο τραύμα στο συγκεκριμένο σημείο και δεν θα είχε αποφευχθεί εν τέλει ο θάνατος.


Σε παρόμοιο πλαίσιο περίπου κινήθηκε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών στην πρόσφατη απόφαση του 16770/2019. Στην μνημονευόμενη απόφαση, το δικαστήριο εξέτασε την βασιμότητα αγωγής αποζημίωσης για αστική ευθύνη της Περιφέρειας Αττικής και του ΑΤ Τροχαίας Ελληνικού εξαιτίας παράλειψης της πρώτης να εντοπίσει εγκαίρως και να αποκαταστήσει τη βλάβη σε σπασμένο λάστιχο άρδευσης σε νησίδα ασφαλείας, με αποτέλεσμα τη δημιουργία παγετού στη Λεωφόρο Ποσειδώνος εν όψει των ιδιαίτερα χαμηλών θερμοκρασιών και την πρόκληση σοβαρού τροχαίου δυστυχήματος. Η παράλειψη του ΑΤ σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εναγόντων συνίστατο στην παράλειψη να διαπιστώσει την δημιουργία παγετού και να ειδοποιήσει σχετικώς τόσο την Περιφέρεια Αττικής όσο και τους οδηγούς. Ενώ το δικαστήριο δέχθηκε την αποκλειστική ευθύνη της Περιφέρειας Αττικής, η οποία προσπάθησε με παρόμοιους ισχυρισμούς με τον εναγόμενο Δήμο να απορριφθεί η αγωγή ( έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης λόγω έλλειψης αρμοδιότητας, ύπαρξη συντρέχοντος πταίσματος οδηγών εξαιτίας αμελούς οδήγησης και μη χρήσης ζωνών ασφαλείας), έκρινε ότι δεν απεδείχθη η ευθύνη του ΑΤ Τροχαίας Ελληνικού, καθώς δεν προκύπτει η χρονική στιγμή δημιουργίας του παγετού για να εξεταστεί αν τα αρμόδια όργανα ενήργησαν εγκαίρως.

Προσωπική θέση γράφουσας :

Η αστική ευθύνη ως θεσμός είναι ζωτικής σημασίας σε μία ευνομούμενη πολιτεία. Ως γνωστόν, το Κράτος σήμερα παρουσιάζει έντονη παρεμβατική δραστηριότητα σε πληθώρα τομέων, σε τέτοιον βαθμό ώστε να μην είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου οι διοικούμενοι δεν συνειδητοποιούν την αλληλεπίδρασή τους με ένα δημόσιο όργανο. Καθώς αποτελεί το “ισχυρότερο” από τα δύο μέρη της σχέσης του με τον ιδιώτη, είναι πολύ σημαντικό για την αποτελεσματική τήρηση της αρχής του κράτους δικαίου και της νομιμότητας της κρατικής δράσης να υπάρχουν θεσμοί- ασφαλιστικές δικλείδες, οι οποίες προστατεύουν τον “αδύναμο” διοικούμενο από ενδεχόμενες αυθαιρεσίες ή επιζήμια σφάλματα της Πολιτείας. Πέραν της κατοχύρωσης, οι κανόνες δικαίου της αστικής ευθύνης πρέπει να εφαρμόζονται και ορθώς από τα διοικητικά δικαστήρια προκειμένου να επιτύχουν την ως άνω λειτουργία τους. Δυστυχώς ως προς την προϋπόθεση της μη διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης ενέργειας και της ζημίας, έχει παρατηρηθεί νομολογιακά ότι τα δικαστήρια πολλές φορές προβαίνουν καταχρηστικά σε κατάφαση της ύπαρξης του συντρέχοντος πταίσματος προκειμένου να αποκλεισθεί η κρατική ευθύνη. Συνεπώς την γράφουσα βρίσκει σύμφωνη η απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου σχετικά με την αναγνώριση της αστικής ευθύνης του εναγόμενου Δήμου, ως τον μόνο τρόπο να πραγματωθεί η προστατευτική λειτουργία του δικαίου και η αρχή της νομιμότητας της κρατικής δράσης, η οποία δεσμεύει το Κράτος να πράττει ό,τι ακριβώς προβλέπουν οι κανόνες δικαίου.

 

Βιβλιογραφία:

1. Γαλάνης Π., Δασικές Πυρκαγιές και αποζημίωση του πολίτη λόγω αστικής ευθύνης του Δημοσίου, Νομικό άρθρο (2021)

2. Γέροντας Απόστολος, Λύτρας Σωτήρης, Παυλόπουλος Προκόπης, Σιούτη Γλυκερία, Φλογαϊτης Σπυρίδων (2018), Διοικητικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη

3. Δαγτόγλου Π.Δ, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο (2014), Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη

4. Μαθιουδάκης Ι.Γ, Η αστική ευθύνη του Κράτους από υλικές ενέργειες των οργάνων του κατά τα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ, Διδακτορική Διατριβή (2005)

5. Ντομπρίδου Γ., Η αστική ευθύνη του Κράτους από υλικές ενέργειες των οργάνων του κατά τα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ, Διπλωματική Εργασία (2016) 6. Σπηλιωτόπουλος Ε., Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου (2017), Νομική Βιβλιοθήκη Αθήνα

7. Σπυρόπουλος Φ, Συνταγματικό Δίκαιο (2020), Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα Θεσσαλονίκη

8.ΔΠΑ 16770/2019 9.ΣτΕ 1501/2014

10. ΔΠΑ 8208/2020


Παρίσση Αμαλία, τεταρτοετής φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ,

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων “ The Law Project” του Τομέα Δημοσίου Δικαίου

284 views0 comments

Comments


bottom of page