top of page
Writer's picturethelawproject

Αµφισβήτηση του Τεκµηρίου Αθωότητας από το Διοικητικό Εφετείο- ΣτΕ 1779/2020

Updated: Apr 4, 2021


Της Χρυσούλας Αθανασάτου


Αµφισβήτηση του Τεκµηρίου Αθωότητας από το Διοικητικό Εφετείο




Ο ακόλουθος σχολιασµός αφορά την απόφαση του ΣτΕ Β’ Τµ. 1779/2020, ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας, µε την οποία η ενδιαφεροµένη επεδίωξε να προσβάλει µε το ένδικο µέσο της αναίρεσης την απόφαση εις βάρος της, του Διοικητικού Εφετείου, η οποία προσέβαλε το τεκµήριο αθωότητάς της κατά το αρθ.6 §2ΕΣΔΑ. Θεωρεί πληµµελώς αιτιολογηµένη στοιχειοθέτηση λαθρεµπορίας από το Διοικητικό Εφετείο καθώς δέχτηκε την ύπαρξη δόλου στο πρόσωπό της ενώ η παράβαση αυτή δεν προϋποθέτει υπαιτιότητα. Τα κύρια νοµικά ζήτηµατα, που τέθηκαν προς κρίση στο ΣτΕ, ήταν το θέµα του τυπικού δεδικασµένου αµετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου και η διάκριση των δικαιοδοσιών µεταξύ των διοικητικών και ποινικών δικαστηρίων σε σχέση µε την αρχή της δικονοµικής αυτονοµίας1. Βασικά, εξετάστηκαν οι προϋποθέσεις για τη δέσµευση του τακτικού διοικητικού δικαστηρίου (Εφετείου) από αµετάκλητη προηγούµενη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου και αν στην προκείµενη απόφαση υπήρχε σύνδεση των υποθέσεων στα δύο είδη των δικαστηρίων.



Υπόθεση

Συνοπτικά η αναιρεσιούσα είχε βρεθεί στη θέση της κατηγορουµένης σε ποινική δίκη για το ποινικό αδίκηµα, που καταχωρίζεται στον εθνικό Τελωνιακό Κώδικα 2960/2001 αρθ.155επ. αυτό της λαθρεµπορίας ποτών µε µη γνήσιο πιστοποιητικό καταγωγής τους από την Ινδονησία και της πλαστογραφίας 216 ΠΚ. Ωστόσο, η επιβολή δασµών από µια τέτοια µεταφορά εµπορευµάτων (µάλιστα χωρίς γνήσιο πιστοποιητικό καταγωγής αλλά µεταγενέστερο της εισαγωγής τους για να τύχουν ευµενή δασµολόγηση κατά παράβαση του προϊσχύσαντα Κανονισµού της Επιτροπής 2454/1993/ΕΟΚ) είναι πράξη φορολογητέα ανεξαρτήτου υπαιτιότητας (αθέλητο σφάλµα ή παράληψη γνήσιου πιστοποιητικού) κατά τον τελωνειακό κανονισµό (ΕΟΚ)2.


Η απόφαση ερµηνεύει το ζήτηµα παραβίασης µε την επιβολή διοικητικών δασµών του τεκµήριου αθωότητας της αναιρεσιούσας, αν το διοικητικό δικαστήριο είχε καθ’ύλην αρµοδιότητα κατά τις γενικές δικαστικές διατάξεις Σ93,94 και τον Τελωνειακό Κώδικα (Ν.1165/1918) να κρίνει ζήτηµα λαθρεµπορίας. Επίσης αν το διοικητικό δικαστήριο οφείλει να ακολουθήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου κατά την αρχή της δικονοµικής αυτονοµίας, την ύπαρξη ή µη δεδικασµένου στη σχέση µεταξύ των δύο ειδών των δικαστηρίων αρ.5§2 ΚΔΔ και την αρχή τη δικονοµικής αυτονοµίας. Ακόµη, αναλύθηκε από το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο κατά πόσο αρχές του ενωσιακού δικαίου όπως η αρχή της δικονοµικής αυτονοµίας, η αρχή της ισοδυναµίας και η αρχή της αποτελεσµατικότητας εφαρµόστηκαν σ’ αυτή την υπόθεση σε σχέση µε το τεκµήριο αθωότητος της αναιρεσιούσας.


Βασικά Σηµεία – Νοµολογία

Συγκεκριµένα, αναλύοντας τα βασικά σηµεία της απόφασης η αναιρεσιούσα επιδιώκει να αποκατασταθεί η διαταραχή της νοµικής της κατάστασης καθώς υποστηρίζει ότι η γλώσσα/διατύπωση της απόφασης του Διοικ.Εφετείου για την δασµολόγηση των εµπορευµάτων της, δηµιούργησε αµφιβολίες για την αθωότητά της που είχε κριθεί από το ποινικό δικαστήριο. Το συµπεράσµα δηλαδή του δικάσαντος δικαστηρίου ότι «ορθώς, συνεπώς κρίθηκε µε την εκκαλουµένη ότι πληρούται εν προκειµένω η αντικειµενική και η υποκειµενική υπόσταση της λαθρεµπορικής παράβασης από την εκκαλούσα» προσέβαλε την ενδιαφεροµένη3. Γι’αυτό το λόγο άσκησε το συνταγµατικώς κατοχυρωµένο δικαίωµά της για δικαστική προστασία Σ20§1 και για αποτελεσµατική προσφυγή ενώπιον εθνικής αρχής κατά το αρ.13 ΕΣΔΑ µε το ένδικο µέσο της αναίρεσης αυτής της απόφασης στο ΣτΕ.


Το τεκµήριο αθωότητας της αναιρεσιούσας κατοχυρωµένο στο αρ. 6 παρ.2 ΕΣΔΑ, στον Χάρτη Θεµελιωδών Δικαιωµάτων του Ανθρώπου αρ.48 §1, το οποίο αποτελεί πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, στο αρθ.14 §2 του Διεθνούς Συµφώνου για τα ατοµικά και πολιτικά δικαιώµατα (1976) και στον ΚΠΔ71 σηµαίνει ότι τα άτοµα που έχουν απαλλαχθεί από ποινικές κατηγορίες ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του απαιτείται να µην αντιµετωπίζοναι σε άλλες µη ποινικές διαδικασίες σαν να είναι πράγµατι ένοχοι αλλά µε τρόπο που να συνάδει σ’ αυτήν την αθώωση4.


Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων ερµηνεύει τη διάταξη για το τεκµήριο αθωότητας αρ.6§2 της ΕΣΔΑ προς την κατεύθυνση ότι η απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής (αµετάκλητης) αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αµφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αµφιβολιών 5 . Οι προϋποθέσεις βέβαια για µην τίθεται υπο αµφισβήτηση η αθωότητα είναι να πρόκειται για τον ίδιο δίαδικο και στις δύο διαδικασίες και να αποδειχθεί από αυτόν οτι υπάρχει ουσιαστική συνάφεια των υποθέσεων6. Συµπληρωµατικά, σύµφωνα µε τον ΚΔΔαρθ.5 §2β,γ τα διοικητικά δικαστήρια δεσµεύονται από αµετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών και κατά τον Τελωνειακό Κώδικα προκύπτει ότι η διοικητική διαδικασία καταλογισµού της τελωνειακής παράβασης της λαθρεµπορίας είναι αυτοτελής και διακεκριµένη σε σχέση µε την αντίστοιχη ποινική διαδικασία.


Σχετική νοµολογία που θα µπορούσε να παρατεθεί πάνω σ’ αυτό το ζήτηµα αφορά το δεδικασµένο των ποινικών δικών και τις σχέσεις τους µε τις διοικητικές δίκες. Η απόφαση του ΣτΕ β’Τµ.175/2018 που ορίστικε σε εταιρία πρόστιµο του κώδικα στοιχείων βιβλίων (Κ.Β.Σ.) για παραβατική συµπεριφορά (όπως η έκδοση εικονικού φορολογικού στοιχείου), η οποία δεν (προκύπτει ότι) είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσηµη ή, έστω, συναφής µε εκείνη στην οποία αφορά η αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που επικαλείται ο προσφεύγων ως σχετική. Εποµένως ανεξάρτητα απο το εαν η αθωωτική απόφαση από το ποινικό δικαστήριο και χρήζει συνεκτίµησης, δεν προκύπτει και σ’αυτή την υπόθεση ότι αφορά στην ένδικη διοικητική παράβαση.


Σχετικά όµως µε το τεκµήριο αθωότητας σε αστικές υποθέσεις έχει διαµορφώθει σηµαντική νοµολογία το ΕΔΑΔ από την υπόθεση Allen κατά Ηνωµένου Βασιλείου, Τµήµα ευρείας σύνθεσης , 12.07.2013 (Αριθ. Προσφυγής 25424/2009). Έτσι κατά πάγια πια νοµολογία του Στρασβούργου, το τεκµήριο αθωότητας από ποινική δίκη δεν αποκλείει αστικές διεκδικήσεις σε πολιτική δίκη, όπως αξιώσεις αστικής αποζηµιώσεως των θυµάτων που προκύπτουν από τα ίδα κατ’ουσία πραγµατικά περιστατικά µε βάση όµως ένα λιγότερο αυστηρό βάρος απόδειξης. Όµως το τεκµήριο παραβιάζεται κατά το ΕΔΑΔ από τα πολιτικά δικαστήρια όταν χρησιµοποιούν φρασεολογία στην αιτιολογία τους που θέτει σε αµφισβήτηση την αθώωση από το ποινικό δικαστήριο.


Οσον αφορά το θέµα της δικαιοδοσίας και καθ’ ύλην αρµοδιότητας των δικαστηρίων κατά το ηµεδαπό δικονοµικό σύστηµα η διπλή διοικητική και ποινική διαδικασία που προβλέπεται στο νόµο για την αντιµετώπιση της παραβάσεων φοροδιαφυγής πρέπει να οργανώνεται κατά τετοιο τρόπο νοµοθετικά ώστε η αρµοδιότητα του διοικητικού δικαστή ως «φυσικού» για την εφαρµογή τελωνειακής νοµοθεσίας (Σ 94 §1, 26) να τέµνεται µε δύναµη δεδικασµένου για την διάπραξη ποινικού αδικήµατος. Δεν θα ήταν συνταγµατικώς ανεκτή η ποινική καταδίκη για φοροδιαφυγή ενώ ο διοικητικός δικαστής έχει κρίνει οτι δεν είναι νόµιµη η επιβολή φόρου7. Το ζήτηµα αν τα εισαχθέντα εµπορεύµατα πρεπει να έχουν προτιµησιακή δασµολόγηση ως καταγόµενα από ορισµένη τρίτη χώρα αποτελεί διοικητικής φύσεως θέµα και η αµετάκλητη ποινική καταδίκη ή αθώωση πρέπει να είναι παρεµπίπτουσα κατά το ΣτΕ, ώστε να µην δεσµεύει αλλά πάντως να συνεκτιµάται από τον διοικητικό δικαστή ο οποίος όµως πρέπει να κρίνει αυτοτελώς.


Σύµφωνα µε την υπόθεση Καπετάνιος και Λοιποί κατά Ελλάδος (30.04.2015,µε αριθµ.προσφυγής 3453/12,42941/12,9028/13 ) η οποία εκδικάστηκε από το ΕΔΑΔ υποστηρίζεται ωστόσο, οτι η επιβολή διοικητικού προστίµου που επικυρώθηκε από τα διοικητικά δικαστήρια ουσίας και από το Συµβούλιο της Επικρατείας, για τις ίδιες πράξεις για τις οποίες οι προσφεύγοντες είχαν αθωωθεί αµετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο συνιστούσε παραβίαση του τεκµηρίου αθωότητας και της αρχής ne bιs in idem και καταδίκασε την Ελλάδα.(Αρθερα 89, 97 §3, 102,103 Τελ.Κ. 5 §2 ΚΔΔ, αρθ.4 Πρωτ.7ΕΣΔΑ, 50ΧΘΔΑ, 6 §2 ΕΣΔΑ). Μέχρι σήµερα κατα την κρατούσα στην ελληνική νοµολογία άποψη, η διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους αντιµετωπίζεται ως αυτοτελής σε σχέση µε την αντίστοιχη ποινική διαδικασία. Η δικαστική αρχή, όταν κρίνει ότι έχει διαπράξει διοικητική παράβαση, δεν δεσµεύεται από οποιαδήποτε προηγούµενη σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, η οποία έκρινε βάσει των ίδιων πραγµατικών περιστατικών. Η παρούσα νοµολογία όµως αντιµετωπίζει αντίθετη αποψη η οποία προσεγγίζει το θέµα σύµφωνα µετ ην Ευρωπαϊκή Σύµβαση Δικαιωµάτων του Ανθρώπου. Σύµφωνα µε την απόφαση στην υπόθεση Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδας, στις περιπτωσεις που τα δύο δικαστήρια (ποινικό-διοικητικό) καλούνται να κρίνουν επί ίδιων πραγµατικών περιστατικών ή κατ’ουσίαν ίδιων, όταν η διαδικασία ολοκληρώνεται µε την παραποµπή σε αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση η άλλη θα πρέπει να παύει. Οταν πάλι, η διοικητική διαδικασία εκκρεµεί και η ποινική διαδικασία δεν έχει ακόµα ολοκληρωθεί, ο ποινικος δικαστής πρέπει να αναστείλει την ποινική δίωξη και να ολοκληρώθεί η δικοικητική διαδικασία.



Συµπεράσµατα

Το ΣτΕ τελικά αποφάσισε να απορρίψει µερικώς την κρινόµενη αίτηση κατά το µέρος της, που αφορά στην επιβολή δασµών και φόρων. Εν προκειµένω κρίθηκε ότι το επιλυθέν ζήτηµα δεν ήταν το ίδιο στο ποινικό και στο διοικητικό δικαστήριο, δηλαδή ότι το νοµικό ζήτηµα του τακτικού διοικητικού δικαστηρίου για την επιβολή δασµών και φόρων ήταν διαφορετικό κατ’ ουσία από το ζήτηµα της αµετάκλητης απόφασης του ποινικού δικαστηρίου. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι η απόφαση του ΣτΕ προβαίνει σε ερµηνεία του άρθου 6 §2ΕΣΔΑ σε συνδυασµό µε τις διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα για δασµολόγηση εµπορευµάτων και την αρχή της δικονοµικής αυτονοµίας των κρατών µελών και όχι µόνο σε συνδυασµό µε το αρθ.5 §2ΚΔΔ. Η υπόθεση αφορά κατά τη γνώµη µου τα ίδια πραγµατικά περιστατικά µε αυτά της ποινικής δίκης παρ’ ολα αυτά το Διοικητικό Εφετείο φρασεολογικά τουλάχιστον αµφισβητεί το τεκµήριο αθωότητας.


Η τελική κρίση βασίστηκε στο γεγονός ότι η καταστολή της φοροδιαφυγής µε την επιβολή διοικητικών προστίµων αποτελεί µείζονας σηµασίας δηµόσιο σκοπό κατά την αρχή της ισότητας αρθ.4 §5Σ όσων αφορά τα δηµοσιονοµικά βάρη και 106 §1,2 για τον έλεγχο της ιδιωτικής οικονοµικής δραστηριότητας από το κράτος όταν αυτή βλάπτει το δηµόσιο συµφέρον.



Χρυσούλα Αθανασάτου,

Φοιτήτρια 3ου έτους Νομικής Σχολής Αθηνών, κατόπιν κατατακτηρίων εξετάσεων,

Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων του The Law Project



 

1 Γαλάνης Π., Γαβριήλογλου Β. & Μπαστουνάς Γ. (επιµ.), Σύστηµα Ποινικού Δικαίου-Θέµατα Ουσιαστικού και Δικονοµικού Ποινικού Δικαίου, εκδ. Φυλάτος, Θεσσαλονίκη, 2020

2 ΣτΕ β’Τµήµα 1779/2020 https://www.ddikastes.gr/node/6234

3 ΣτΕ β’Τµήµα 1779/2020 https://www.ddikastes.gr

4 Π. Γαλάνης, Π. Γαβριήλογλου, Κριτική προσέγγιση διαχρονικών και επίκαιρων πτυχών του δικαιώµατος υπεράσπισης του κατηγορουµένου υπό το φως της ΕΣΔΑ και η ελληνική νοµολογιακή εφαρµογή τους, ΠοινΔικ 2020 (υπό δηµοσίευση)

5 ΣτΕ β’Τµήµα 1779/2020 https://www.ddikastes.gr/node/6234

6 Αναστοπούλου Ε., Γαλάνης Π. (2019). Το δικαίωµα στην εύλογη διάρκεια ποινικής δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ) και η θέσπιση εθνικού ένδικου µέσου για δίκαιη ικανοποίηση σε περίπτωση παραβίασης αυτού, ΠοινΔικ 11/2019, σελ. 1156–1163

7 Γαλάνης Π., Γαβριήλογλου Β. & Μπαστουνάς Γ. (επιµ.), Σύστηµα Ποινικού Δικαίου-Θέµατα Ουσιαστικού και Δικονοµικού Ποινικού Δικαίου, εκδ. Φυλάτος, Θεσσαλονίκη, 2020.



168 views0 comments

댓글


bottom of page